Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. Μέρος ΙΓ΄
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἀκούοντας αὐτά ὁ Εὐστάθιος σάν νά ἐξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο καί γνωρίζοντας ἀμέσως τήν γυναῖκα του, σηκώθηκε καί ἔμειναν ἀγκαλιασμένοι γιά ἀρκετή ὥρα κλαίοντες ἀπό χαρά. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη χαρά τῆς ζωῆς τους. Κατόπιν ὁ Εὐστάθιος τῆς εἶπε:
-Νά δοξάσουμε καί νά εὐχαριστήσουμε τόν Χριστό καί Σωτῆρα μας, ὁ Ὁποῖος δέν ἀπεμάκρυνε τό ἔλεός Του ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά, καθώς μᾶς ὑποσχέθηκε, μετά τίς περιπέτειές μας, θά μᾶς παρηγορήση, ὅπως καί τό ἔκαμε.
Ἀφοῦ ἐσταμάτησε τά δάκρυα τῆς χαρᾶς του ὁ Εὐστάθιος, ἡ γυναῖκα του τόν ἐρώτησε:
-Ἀλλά ποῦ εἶναι τά παιδιά μας;
-Κι αὐτός ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, τῆς ἀπήντησε:
-Τά ἄγρια θηρία τά ἔφαγαν καί τά δύο.
Τότε ἡ γυναῖκα του, τοῦ εἶπε:
-Μή λυπᾶσαι, ἀφέντη μου. Καθώς μᾶς ἐβοήθησε ὁ Θεός καί συναντηθήκαμε ἐμεῖς καί γνωρισθήκαμε, ἔτσι θά μᾶς βοηθήση νά βροῦμε καί τά παιδιά μας.
Καί τότε αὐτός τῆς εἶπε:
-Μά σοῦ εἶπα ὅτ φαγώθηκαν ἀπό τά θηρία.
Τότε αὐτή ἄρχισε νά τοῦ λέγη ὅ,τι ἄκουσε τήν προηγούμενη ἡμέρα, ὅταν ἐδούλευε στόν κῆπο της καί οἱ δύο στρατιῶτες πού συνωμιλοῦσαν μεταξύ τους, κατάλαβε ὅτι εἶναι τά παιδιά τους.
Ὁ Εὐστάθιος ἐκάλεσε ἀμέσως τούς δύο νεαρούς καί τούς ἐρώτησε:
-Ἀπό ποιό ἔθνος εἶσθε, ποῦ γεννηθήκατε καί ποῦ ἐμεγαλώσατε;
Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:
-Ἐμεῖς, Κράτιστε, ἐμείναμε ὀρφανοί ἀπό τούς γονεῖς μας καί πολύ λίγα πράγματα κρατᾶμε στόν μυαλό μας. Ὅμως ἐνθυμούμεθα ὅτι ὁ πατέρας μας ἦταν στρατηγός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὅπως εἶσαι ἐσύ ἡ μεγαλειότης σου, καί δέν ξέρουμε γιατί ὁ πατέρας μας βγῆκε ἀπό τήν Ρώμη μέ τήν μητέρα μας καί μ᾿ἐμᾶς τούς δύο καί, ἀφοῦ ἐπλεύσαμε τήν θάλασσα μέ τό πλοῖο, ἡ μητέρα μας ἔμεινε μέσα, χωρίς νά ξέρουμε γιατί, καί ὁ πατέρας μας κλαίοντας γι᾿ αὐτή τήν συμφορά του, πλησίασε μ᾿ ἐμᾶς ἕνα ποτάμι. Θέλοντας νά τό περάση, ἐπῆρε τόν ἀδελφό μου τόν πέρασε ἀπέναντι καί ἐγύρισε νά πάρη καί μένα, ἀλλά θηρία ἅρπαξαν καί μένα καί τόν ἀδελφό μου καί ἔφυγαν γρήγορα γιά τό δάσος. Χωρικοί ὅμως κυνήγησαν τά θηρία καί μᾶς ἄφησαν κάτω.
Τότε μᾶς ἐπῆραν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι καί μᾶς ἐμεγάλωσαν στά σπίτια τους.
Ἀκούοντας αὐτά ὁ Εὐστάθιος, ἀνεγνώρισε ἀμέσως τά παιδιά του καί, ἀφοῦ τά ἀγκάλιασε, ἔκλαιγε μαζί τους ἀπό χαρά. Τότε ἔγινε μεγάλη χαρά στό στρατόπεδο τοῦ στρατηγοῦ, ὅπως παλιά ἔγινε καί στήν Αἴγυπτο, ὅταν ὁ Ἰωσήφ γνωρίσθηκε μέ τ᾿ἀδέλφια του. Καί διαδόθηκε αὐτή ἡ εὐχάριστη εἴδησις σέ ὅλα τά στρατόπεδα καί ἦλθαν πολλοί ἄνθρωποι νά χαροῦν γι᾿ αὐτή τήν μεγάλη συνάντησι. Δέν ἐχαίροντο τώρα γιά τήν νίκη τους κατά τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά πολύ περισσότερο γι᾿ αὐτή τήν ἀνεύρεσί τους.
Ἔτσι παρηγόρησε ὁ Θεός τούς πιστούς δούλους Του. Διότι Αὐτός ἀπέθανε καί ἐπιτρέπει τούς πλουσίους νά γίνωνται πτωχοί, οἱ δοξασμένοι νά πέφτουν χαμηλά καί οἱ ταπεινοί νά χαίρωνται καί νά δοξάζωνται. Ὅταν ὁ Εὐστάθιος ἐπέστρεψε ἀπό τόν πόλεμο χαρούμενος γιά τήν νίκη του καί γιά τήν ἀνεύρεσι τῆς γυναίκας του καί τῶν παιδιῶν του, τότε, πρίν νά φθάση ἀκόμη στήν Ρώμη, ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Τραϊνός καί στήν θέσι του ἀνέλαβε ὁ Ἀδριανός (117-138), ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ κακός, διότι μισοῦσε τούς καλούς καί ἐδίωκε τούς χριστιανούς.
Ἔτσι μπαίνοντας ὁ Εὐστάθιος στήν πόλι μέ χαρά καί πολλή δόξα, καθώς ἦταν συνήθεια τῶν μεγάλων ρωμαίων στρατηγῶν καί μεταφέροντας μαζί του πλῆθος ἀπό αἰχμαλώτους καί ἄπειρα λάφυρα, ἔγινε δεκτός μέ τιμές βασιλέως ἀπ᾿ ὅλους τούς ρωμαίους. Τόν ἐτίμησαν πρεπόντως γιά τήν ἀνδρεία καί γενναιοψυχία του περισσότερο ἀπό παλαιότερα.
Ὅμως ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει σ᾿ αὐτό τόν ἄστατο καί παροδικό κόσμο νά τιμῶνται καί δοξάζωνται οἱ δοῦλοι του μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους μ᾿ αὐτή τήν κενόδοξη καί ἐφήμερη δόξα, τούς ἑτοίμασε αἰώνια καί ἀναλλοίωτη δόξα καί τιμή στούς οὐρανούς.
Ὅπως ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στούς δούλους του ἀπό ἐνωρίτερα τήν πίκρα τῶν δοκιμασιῶν πού θά τούς συμβοῦν καί κατόπιν τούς ὑποσχέθηκε ὅτι θά λάβουν πάλι στόν κόσμο τήν ἴδια δόξα καί τιμή, ἔτσι (τούς ἀπεκάλυψε) καί τήν δόξα τοῦ μαρτυρίου τους γιά νά μποῦν στόν παράδεισο.
Ὄχι μετά ἀπό πολύ καιρό, τούς ἐπανέφερε ὁ Θεός στήν ἀτιμία καί στήν δοκιμασία, τήν ὁποίαν καί ὑπέμειναν μέ γλυκύτητα χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί συνέβη; Ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν βασιλεύς Ἀδριανός ἤθελε νά προσφέρη θυσία στούς θεούς του νά τούς εὐχαριστήση γιά τήν νίκη πού εἶχε ἐπάνω στούς ἐχθρούς των. Ἔτσι ἐμπῆκε αὐτός μέ τούς μεγάλους στρατιωτικούς του στόν εἰδωλικό ναό, ἀλλά ὁ Εὐστάθιος στάθηκε ἔξω.
Καί προέτρεψαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ ναοῦ τούς ἄρχοντές του νά προσκυνήσουν τούς θεούς τους, ἀλλά ὁ Εὐστάθιος μέ ὅλους, ὅσους δέν ἤθελαν, ἀρνήθηκε νά μπῆ στόν ναό. Τότε αὐτοί ἐπῆγαν νά διαμαρτυρηθοῦν πρός τόν βασιλέα.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Ἀναβάσεις
13 Αὐγούστου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Ἀναβάσεις
13 Αὐγούστου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.