Κυριακή Θ΄ Ματθαίου
Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς.
καί ἡ ἀπόδοσή του στήν νεοελληνική.
Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιο Κεφ.14, χωρίο 22 ἕως 34
ΙΔ΄. 22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. 23 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. 24 τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος.
25 τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.
26 καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. 27 εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. 29 ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. 30 βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με.
31 εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; 32 καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· 33 οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. 34 Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Και αμέσως ο Ιησούς ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ' αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ώσπου αυτός να βοηθήσει τον λαό να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Και όταν αυτό έγινε, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί μόνος του· μέχρις ότου βράδιασε ο Χριστός ήταν εκεί μόνος. Το πλοίο βρισκόταν πια στη μέση της θάλασσας και χτυπιόταν με τα κύματα, γιατί ο καιρός ήταν αντίθετος.
Στην τέταρτη βάρδια της νύχτας (δηλ. 3-6 το πρωί) ήλθε ο Ιησούς κοντά στους μαθητές περπατώντας επάνω στη θάλασσα. Όταν τον είδαν να περπατάει επάνω στη θάλασσα, ταράχθηκαν οι μαθητές και έλεγαν πώς είναι φάντασμα και από το φόβο τους έβαλαν τις φωνές.
Αμέσως τότε τους μίλησε ο Ιησούς και τους είπε· «Έχετε θάρρος. Εγώ είμαι. Μη φοβάστε». Τότε αποκρίθηκε ο Πέτρος και του είπε: Κύριε, αν είσαι εσύ, τότε πες μου να έλθω σε σένα επάνω στα νερά. Και ο Ιησούς του είπε: Έλα.
Και κατέβηκε ο Πέτρος από το πλοίο και περπάτησε επάνω στα νερά για να έλθει κοντά στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον δυνατό άνεμο φοβήθηκε και αρχίζοντας να βουλιάζει, έβαλε τις φωνές και είπε: «Κύριε, σώσε με». Και ο Ιησούς αμέσως άπλωσε το χέρι, τον κράτησε και του λέγει: «Γιατί δίστασες, ολιγόπιστε;».
Όταν ανέβηκαν στο πλοίο, έπαυσε να φυσάει ο άνεμος. Τότε εκείνοι πού ήσαν στο πλοίο ήλθαν και προσκύνησαν τον Ιησού και του είπαν: «Αληθινά είσαι Υιός του Θεού». Και αφού πέρασαν τη λίμνη, ήλθαν στα μέρη της Γεννησαρέτ.
25 τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.
26 καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. 27 εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. 29 ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. 30 βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με.
31 εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; 32 καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· 33 οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. 34 Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Και αμέσως ο Ιησούς ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ' αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ώσπου αυτός να βοηθήσει τον λαό να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Και όταν αυτό έγινε, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί μόνος του· μέχρις ότου βράδιασε ο Χριστός ήταν εκεί μόνος. Το πλοίο βρισκόταν πια στη μέση της θάλασσας και χτυπιόταν με τα κύματα, γιατί ο καιρός ήταν αντίθετος.
Στην τέταρτη βάρδια της νύχτας (δηλ. 3-6 το πρωί) ήλθε ο Ιησούς κοντά στους μαθητές περπατώντας επάνω στη θάλασσα. Όταν τον είδαν να περπατάει επάνω στη θάλασσα, ταράχθηκαν οι μαθητές και έλεγαν πώς είναι φάντασμα και από το φόβο τους έβαλαν τις φωνές.
Αμέσως τότε τους μίλησε ο Ιησούς και τους είπε· «Έχετε θάρρος. Εγώ είμαι. Μη φοβάστε». Τότε αποκρίθηκε ο Πέτρος και του είπε: Κύριε, αν είσαι εσύ, τότε πες μου να έλθω σε σένα επάνω στα νερά. Και ο Ιησούς του είπε: Έλα.
Και κατέβηκε ο Πέτρος από το πλοίο και περπάτησε επάνω στα νερά για να έλθει κοντά στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον δυνατό άνεμο φοβήθηκε και αρχίζοντας να βουλιάζει, έβαλε τις φωνές και είπε: «Κύριε, σώσε με». Και ο Ιησούς αμέσως άπλωσε το χέρι, τον κράτησε και του λέγει: «Γιατί δίστασες, ολιγόπιστε;».
Όταν ανέβηκαν στο πλοίο, έπαυσε να φυσάει ο άνεμος. Τότε εκείνοι πού ήσαν στο πλοίο ήλθαν και προσκύνησαν τον Ιησού και του είπαν: «Αληθινά είσαι Υιός του Θεού». Και αφού πέρασαν τη λίμνη, ήλθαν στα μέρη της Γεννησαρέτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.