Οἱ ἑπτά νέοι παῖδες ἀπό τήν Ἔφεσο. Μέρος Ε'
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Τότε ὁ βασιλεύς διέταξε ἀμέσως νά ἀνευρεθοῦν καί ἔλθουν ἐνώπιόν του οἱ γονεῖς τους. Ὅταν ἦλθαν, τούς εἶπε:
-Ποῦ εἶναι τά παιδιά σας, ὦ ὑβριστές τῶν θεῶν μας; Πέστε μας τήν ἀλήθεια, διότι θά διατάξω ἀντί αὐτῶν νά χαθῆτε ἐσεῖς. Σίγουρα τούς ἐδώσατε χρήματα καί τούς ἐστείλατε κἄπου γιά νά μήν ἔλθουν πάλιν πλέον ἐνώπιόν μου.
Οἱ γονεῖς τοῦ ἀπήντησαν:
-Ὦ Βασιλεῦ, ἐπικαλούμεθα τήν ἐπιείκιά σου, ἄκουσέ μας χωρίς νά ὀργίζεσαι. Ἐμεῖς δέν εἴμεθα ἐναντίον τῆς βασιλείας σου καί τίς ἐντολές σου δέν περιφρονοῦμε, οὔτε παύουμε νά προσφέρουμε θυσία στούς θεούς μας. Γιατί λοιπόν ν᾿ ἀποθάνουμε; Ἐάν τά παιδιά μας ἐπανεστάτησαν, δέν τά ἐδιδάξαμε ἐμεῖς νά κάνουν αὐτά, οὔτε τούς ἐδώσαμε χρυσό καί ἄργυρο, ἀλλά μόνοι τους παίρνοντας στά κρυφά χρήματα ἀπό ἐμᾶς, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τούς ἄλλους καί φεύγοντας σ᾿ ἕνα βουνό κρύφθηκαν μέσα σέ μιά μεγάλη σπηλιά.
Ἀκούοντας αὐτά ὁ βασιλιᾶς διέταξε νά κτίσουν μέ πέτρες τήν σπηλιά, λέγοντας:
-Ἐπειδή δέν μετενόησαν καί δέν ἐπιστρέφουν στούς θεούς μας καί δέν δέχονται νά σταθοῦν μπροστά μας, διατάζω νά χαθοῦν μέσα στήν σπηλιά πεθαίνοντας ἀπό τήν πεῖνα καί τήν δίψα μέσα στό σκοτάδι τῆς σπηλιᾶς.
Βέβαια ὁ βασιλεύς καί οἱ αὐλικοί του δέν ἤξεραν ὅτι αὐτοί οἱ νέοι εἶχαν κοιμηθῆ ἐν Κυρίῳ καί ἐνόμιζαν ὅτι ἦταν ζωντανοί.
Ἀφοῦ ἐργάτες τοῦ βασιλέως ἔκτισαν μέ πέτρες τήν πόρτα της σπηλιᾶς, δύο χριστιανοί, ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως ἔγραψαν σέ μία πλάκα μυστικά τό πάθος καί τά ὀνόματα αὐτῶν τῶν μαρτύρων σέ μία χάλκινη ἐπιγραφή.
Κατόπιν εἶπαν οἱ χριστιανοί μεταξύ τους: «Μπορεῖ κἄποτε, ἐάν θέλη ὁ Θεός νά ἐπισκεφθῆ τούς δούλους Του, πρίν ἀπό τήν μέλλουσα ἀνάστασι πάντων, ν᾿ ἀνοιχθῆ ἡ σπηλιά καί νά εὑρεθοῦν τά λείψανά τους. Τότε οἱ ἄνθρωποι θά γνωρίσουν τά ὀνόματά τους ἀπ᾿ αὐτή τήν ἐπιγραφή καί θά μάθουν ὅτι ἀπέθαναν ἀπό τήν πεῖνα γιά τόν Χριστόν μέσα σ᾿ αὐτή τήν κτισμένη σπηλιά.
Καί μετά ἀπό πολύ καιρό ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Δέκιος καί μετά ἀπ᾿ αὐτόν ἐβασίλευσαν ἄλλοι βασιλεῖς, διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πού χάθηκαν κι αὐτοί στόν καιρό τους. Καί μετά ἀπό 200 περίπου χρόνια ἐβασίλευσε ὁ πιστός βασιλεύς Θεοδόσιος ὁ Μικρός στήν Κωνσταντινούπολι (408-450). Τότε ἐμφανίσθηκαν μερικοί αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπίστευαν στήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Ὄχι μόνο λαϊκοί, ἀλλά καί μερικοί ἐπίσκοποι εἶχαν πέσει σ᾿ αὐτή τήν πλάνη.
Μερικοί ἀπό τούς αἱρετικούς ἔλεγαν ὅτι μετά τόν θάνατο δέν θά ὑπάρχη στούς ἀνθρώπους κανένα εἶδος παρηγορίας τους, διότι πεθαίνει τό σῶμα, πεθαίνει καί ἡ ψυχή καί τά δύο αὐτά ἐκμηδενίζονται. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι μόνο τά σώματα στόν τάφο φθείρονται καί χάνονται, ἐνῶ οἱ ψυχές θά λάβουν τόν μισθό τους, χωρίς τά σώματα ποτέ νά ἀναστηθοῦν. Διότι, ἐρωτοῦσαν πῶς θά ἠμπορέσουν τά σώματα ν᾿ ἀναστηθοῦν, ἀφοῦ εἶναι χιλιάδες χρόνια πεθαμένα καί οἱ σάρκες τους λειωμένες; Αὐτές εἶναι αἱρετικές διδασκαλίες, διότι αὐτοί οἱ αἱρετικοί δέν πιστεύουν στόν λόγο τοῦ Κυρίου πού λέγει στό Εὐαγγέλιο ὅτι «οἱ νεκροί θ᾿ἀκούσουν τήν φωνή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ὅσοι τήν ἀκούσουν θ᾿ἀναστηθοῦν..». Ἀκόμη λέγει σέ μιά προφητεία του ὁ προφήτης Δανιήλ: «Αὐτοί πού κοιμοῦνται στό χῶμα τῆς γῆς θά σηκωθοῦν, μερικοί γιά τήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ἄλλοι γιά νά κατακριθοῦν καί ἐντροπιασθοῦν αἰώνια».
Ἀκόμη μᾶς λέγει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ διά τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ: «Ἰδού, ἐγώ θ᾿ἀνοίξω τόν τάφο σας καί θά σᾶς ἀναστήσω ἀπό τά μνήματά σας, ἐσᾶς τόν λαόν μου».
Χωρίς νά γνωρίζουν τήν ἀληθινή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπροκάλεσαν πολλή ταραχή. Καί ὁ βασιλεύς Θεοδόσιος ἦταν πολύ ὀργισμένος, βλέποντας ἀναστάτωσι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Παρεκάλεσε τόν Θεό μέ νηστεία καί δάκρυα σάν Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας Του πού εἶναι, νά ἐπιφέρη τήν εἰρήνην ἀνάμεσα στούς πιστούς. Καί ὁ Πολυέλεος Κύριος, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει νά πλανηθῆ κανένας ἀπό τήν ἀληθινή πίστι καί νά χαθῆ, ἄκουσε τήν προσευχή τοῦ βασιλέως καί τούς στεναγμούς καί τά δάκρυα τῶν χριστιανῶν του καί ἀπεκάλυψε σέ ὅλους μέγα μυστήριο μέ τό νά ἀποδεικνύεται ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν καί ἡ αἰώνιος ζωή. Αὐτό τό μυστήριο ἀποκαλύφθηκε κατά τόν ἑξῆς τρόπο:
Ἕνας ἄνδρας, ὀνόματι Ἀδόλιος, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε ἰδιοκτήτης τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦταν ἡ σπηλιά ἐκείνη πού εἶχε μέσα φυλακισμένους τούς ἑπτά νέους, εἶχε ἕνα πρόγραμμα. Εἶχε κτίσει ἐκεῖ κοντά τήν ἀγροκατοικία του καί ἤθελε κατόπιν νά κτίση καί ἕνα σταῦλο γιά τά πρόβατά του. Οἱ ἐργάτες του ξεκίνησαν τά θεμέλια καί ἔπαιρναν πέτρες ἀπ᾿ αὐτές πού ἦταν κοντά στό στόμιο τῆς σπηλιᾶς. Μάλιστα χωρίς νά ξέρουν ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχε σπηλιά, ἔπαιρναν πέτρες καί ἀπό τό στόμιό της. Τότε διεπίστωσαν ὅτι φάνηκε τό ἄνοιγμα μιᾶς μεγάλης σπηλιᾶς.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
25 Αὐγούστου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.