Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. Μέρος Ζ΄
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ὁ Εὐστάθιος δέν ἤξερε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἐβάδιζε στόν δρόμο του καί ἐνίοτε εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τήν ὑπομονή του καί ἄλλοτε νικώμενος ἀπό τήν φύσι, ἔκλαιγε καί ἔλεγε:
-Ἀλλοίμονο σέ μένα, τόν κάποτε πλούσιο καί τώρα πτωχόν καί γυμνόν! Ἀλλοίμονό μου τόν κάποτε φημισμένο καί τώρα ξένο καί ἄγνωστον! Ἤμουν ἕνα ὤριμο φροῦτο καί τώρα ἕνα ξερόκλαδο. Τό σπίτι μου ἦταν περιτριγυρισμένο ἀπό δούλους καί τώρα ἔμεινα μόνος καί σ᾿ ἔρημο τόπο! Μή μέ ἀφήνης, Κύριε, μή μέ παραβλέπης Παντεπόπτα, μή μέ ξεχνᾶς Πανάγαθε βασιλεῦ! Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης μέχρι τέλους! Ἐνθυμοῦμαι τά λόγια σου, Κύριε, πού μοῦ εἶπες, ὅταν μοῦ ἐμφανίσθηκες, ὅτι θά μέ δοκιμάσης σάν τόν Ἰώβ.
Ἀλλά σέ μένα συνέβησαν περισσότερα ἀπό ὅ,τι στόν Ἰώβ. Διότι αὐτός ἀλήθεια στερήθηκε τήν περιουσία του καί τήν τιμή του, άλλά ἔμενε τουλάχιστον στήν κοπριά, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι σέ ξένη χώρα καί δέν γνωρίζω ποῦ βαδίζω. Αὐτός εἶχε φίλους πού τόν παρηγοροῦσαν, ἐνῶ δική μου παρηγοριά ἦταν τά παιδιά μου τά ὁποῖα τ᾿ ἅρπαξαν τά θηρία καί ἔφυγαν γιά τήν ἔρημο. Κι αὐτός βέβαια ἔχασε τά παιδιά του, ἀλλά τοῦ ἔμεινε ἡ γυναῖκα του γιά νά αἰσθάνεται κάποια παρηγοριά καί ἀνακούφισι. Ὅμως ἡ καλή μου σύζυγος ἔπεσε στά χέρια τοῦ βαρβάρου ἐκείνου ἀνθρώπου κι έγώ σάν τό καλάμι τῆς ἐρήμου κτυπιέμαι ἀπό τήν χιονοθύελλα τῶν συμφορῶν μου.
Κύριε, μήν ὀργισθῆς ἐξ αἰτίας μου, πού κράζω μέ πικρία μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Κράζω σάν ἄνθρωπος, ἀλλά ἐνίσχυσέ με Παράκλητε Ἀγαθέ καί καθοδηγέ στόν δρόμο τῆς ζωῆς μου. Σέ Σένα ἐλπίζω. Στήν ἀγάπη Σου καταφεύγω, παρότι καίγομαι ἀπό τήν φωτιά τῆς στενοχώριας μου καί κτυπιέμαι ἀπ᾿ ὅλους τούς δυνατούς ἀνέμους τῆς ζωῆς μου.
Κράζοντας ἔτσι μέ στεναγμούς καί δάκρυα ἔφθασε σέ κάποιο χωριό πού λεγόταν Βαντίσις. Ἐκεῖ ἄρχισε νά ὑπηρετῆ τούς ἀνθρώπους κάνοντας κάθε δουλειά μόνο γιά νά τρώγη ἀπό τούς κόπους του. Ἐδούλευε γεωργικές ἐργασίες, χωρίς νά τίς ἔχει συνηθίσει καί χωρίς νά ξέρη τούς ἀνθρώπους. Μετά παρεκάλεσε τούς ἀνθρώπους ἐκείνου τοῦ χωριοῦ νά δουλέψη σάν φύλακας νυκτερινός στά χωράφια τους καί σάν τσοπάνης. Ἔτσι τοῦ ἔδιναν καί λίγο μισθό.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
23 Ἰουλίου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.