Ακάθιστος ύμνος
Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος
Ακάθιστος ύμνος ονομάζεται γενικά κάθε ορθόδοξος χριστιανικός ύμνος ο οποίος
ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση. Έχει επικρατήσει όμως να
λέγεται έτσι ένας ύμνος («Κοντάκιο») της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τιμήν της Θεοτόκου, ο οποίος ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες
Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις
τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από
προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α
ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).
Ο Ακάθιστος ύμνος θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής
υμνογραφίας. Είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και
εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και
πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις,
μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω
της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι
οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Ονομασία : Ο
ύμνος αυτός ονομάζεται «Ακάθιστος» από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί
κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Οι πιστοί έψαλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι,
υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα
παρακολουθούσε όρθιο και την ακολουθία της εορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο
ύμνος.
Ιστορία : Το
έτος 626,
και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ηγούνταν εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των
Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από
τους Αβάρους. Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι
απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους
Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου, ετοιμάζονταν για την τελική
επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της
Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην
αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή
αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση
των αμυνομένων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι
οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη ως τότε
απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την
οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των
Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο
«Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη
του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη
άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Άρα, μάλλον είχε
συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό στην
αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε έτους. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη
«ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς
λαβὼν ἐν γνώσει») με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ
νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο στον ως τότε διηγηματικό
και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα όμως με άλλες
ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα,
όπως τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ΄ (860).
Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δε θεωρείται απίθανο η Παράδοση να
έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ
δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητος ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της
δημιουργίας του Ύμνου.
Η Θεοτόκος του Ακαθίστου, ρωσική εικόνα του 18ου αιώνα.
Εικονίζεται η Θεοτόκος ένθρονος, με τον νεαρό Ιησού από πάνω της.
Περιστοιχίζεται από προφήτες, οι οποίοι κρατούν ειλητάρια με τις
προφητείες τους για την Ενσάρκωση. Στην αυθεντική εικόνα, περιφερειακά
εικονίζονται περιστατικά της ζωής της Θεοτόκου.
Συνθέτης : Ενώ
είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ύμνος ψαλλόταν ως ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο
στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, εντούτοις το πρόβλημα της σύνθεσης του
Κοντακίου του Ακάθιστου Ύμνου παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα
σημαντικότερα και δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές όχι
μόνο δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο
αυτό, αλλά οι γνώμες τους εμφανίζουν και μεγάλες αποκλίσεις.
Το ποιος και το πότε
βεβαίως είναι αλληλένδετα, αλλά σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ο ύμνος φέρεται ως
ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του
626 δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το
περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ' Οικουμενικής Συνόδου, επομένως η χρονολογία
σύγκλησής της, το 431,
αποτελεί μία σταθερά (terminus post quem), καθώς είναι σίγουρο ότι ο
ύμνος δεν συνετέθη νωρίτερα. Από την άλλοι, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από
το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του
Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη
βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν
ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού,
αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση όμως
αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στον μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν
πολλοί ερευνητές (P. F. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P.
Maas, Σ. Ευστρατιάδης), οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η
γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά
να οδηγούν στο Ρωμανό. Ένας άλλος ερευνητής, ο J. Grosdidier de Matons, θεωρεί
ότι ένα κοντάκιο του Ρωμανού ακολουθεί τη μουσική και το μέτρο του α' οίκου του
Ακαθίστου Ύμνου («Ἄγγελος πρωτοστάτης...»), πράγμα που κατ'αυτόν σημαίνει ότι ο
Ρωμανός τουλάχιστον γνώριζε (αν δεν συνέγραψε ο ίδιος) τον Ύμνο. Τέλος, σε
κώδικα του 13ου αιώνα υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία
αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Πλην όμως, η άποψη
αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το
περιεχόμενό του πολλά μεταρωμανικά στοιχεία. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε
καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα
μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους
εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι, πλησίασε την γιορτή του
Ευαγγελισμού. Είναι δε ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους
σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή,
και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε
στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να
επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Εξάλλου, υπάρχουν
άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου, οι οποίες
έχουν κάποιες σοβαρές ενδείξεις. Η μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ
άλλων και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη και τον O.
Bardenhewer, αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715-730), ο οποίος έζησε τα
γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της
Πόλης από τους Άραβες το 718,
επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι
μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου (Incipit
Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto
Germano Patriarcha Constantinopolitano).
Η άλλη εκδοχή, που
υποστηρίζεται μεταξύ άλλων από τον Θ. Δετοράκη, βασίζεται σε μια παλαιά
αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της
ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος
κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή
του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος
Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά το μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα
γεγονότα του 718,
καθώς απεβίωσε το 752 ή
754.
Άλλες, λιγότερο
πιθανές απόψεις, θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο (K.
Krumbacher, W. Christ, M. Paranikas, C. Del Grande και Αι. Χριστοφιλοπούλου),
τον σύγχρονο με την πολιορκία Γεώργιο Πισίδη (J. M. Quercius), τον ιερό Φώτιο (Α. Παπαδόπουλος-Κεραμέας), τον
Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, κ.λ.π.
Βέβαιο είναι πάντως
ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού, ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ
Ξένου του Υμνογράφου.
Δομή : Ο
Ακάθιστος Ύμνος αποτελείται από 24 «οίκους» (στροφές), οι οποίοι είναι δύο
ειδών. Οι περιττοί (Α-Γ-Ε...), που είναι εκτενέστεροι, αποτελούνται από
δεκαοκτώ στίχους. Οι πέντε πρώτοι περιλαμβάνουν τη διήγηση, οι δώδεκα επόμενοι
αποτελούν τους χαιρετισμούς, οι οποίοι απευθύνονται προς την Θεοτόκο και ο
δέκατος όγδοος είναι το εφύμνιο «χαίρε νύμφη Ανύμφευτε». Οι άρτιοι
(Β-Δ-Ζ...), που είναι συντομότεροι, αποτελούνται μόνο από πέντε στίχους
διήγησης και το εφύμνιο «Αλληλούια». Από τους άρτιους οίκους, οι
περισσότεροι αναφέρονται στο Χριστό (Θ-Κ-Μ-Ξ-Π-Σ-Υ-Χ), και μερικοί στη Θεοτόκο
(Β-Δ-Ζ-Ω).
Γενικό θέμα του ύμνου
είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος αναφερόταν και στο αρχικό του
προοίμιο (Τό προσταχθέν μυστικῶς...»). Με πηγές του την Αγία Γραφή και τους
Πατέρες της Εκκλησίας, ο Ακάθιστος Ύμνος περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά
προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι
του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον
Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του
Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της
εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση
των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην
Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα
(Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις
βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και
το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο
στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των
πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που
αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε
Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Σύγχρονη ακολουθία (Χαιρετισμοί) : Παλιότερα ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν. Δεν
διασώθηκε όμως μέχρι τις μέρες μας ο τρόπος μελωδικής του εκτέλεσης, για το
λόγο αυτό ψάλλεται μόνο το προοίμιο σε ήχο πλάγιο δ'.
Κατά την ακολουθία των
Χαιρετισμών, ψάλλεται αρχικά ο «Κανόνας» (τα Τροπάρια των Χαιρετισμών), με
εννέα ωδές.
Ακολουθεί η απαγγελία
των οίκων του Ακαθίστου ύμνου, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν έχει σωθεί ο
τρόπος μελωδικής του εκτέλεσης. Ο ιερέας στέκεται στο μέσο του ναού, εκεί που
παλιά βρισκόταν ο άμβωνας, και από τον οποίο ψαλλόταν το κοντάκιο. Εκεί, μπροστά
σε μια εικόνα της Παναγίας απαγγέλλει τους οίκους.
Τις πρώτες τέσσερις
Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής απαγγέλλει από 6 οίκους, δηλαδή την πρώτη
Παρασκευή (Α΄ Χαιρετισμοί) τους Α-Ζ, τη δεύτερη (Β΄ Χαιρετισμοί) τους Η-Μ, την
τρίτη (Γ΄ Χαιρετισμοί) τους Ν-Σ, την τέταρτη (Δ΄ Χαιρετισμοί) τους Τ-Ω και την
πέμπτη Παρασκευή (Ακάθιστος Ύμνος) όλους μαζί .
Στην Κωνσταντινούπολη : Στην Κωνσταντινούπολη, την γ΄ στάση των Χαιρετισμών, δηλαδή την
γ΄ Παρασκευή των Νηστειών, συνηθίζεται να πηγαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης με
τους πατριαρχικούς χορούς στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και να απαγγέλλει
εκεί τους οίκους του Ακαθίστου. Η παράδοση αυτή θεωρείται απότιση τιμής στη
μνήμη των γεγονότων του 626,
δηλαδή της σωτηρίας της Πόλης με και της πρώτης ψαλμώδησης του Ύμνου. Ο
ιστορικός αυτός συμβολισμός προσδίδει λαμπρότητα και συναισθηματική φόρτιση
στην ακολουθία, την οποία παρακολουθούν κάθε χρόνο πολλοί χριστιανοί από όλα τα
μέρη της Πόλης.
Akathist
From
Wikipedia, the free encyclopedia
The
Akathist Hymn (Ἀκάθιστος Ὕμνος, unseated hymn) is a hymn of Eastern Orthodox
and Eastern Catholic tradition dedicated to a saint, holy event, or one of the persons of the Holy Trinity.
The name derives from the fact that during the chanting of the hymn, or
sometimes the whole service, the congregation is expected to remain standing in
reverence, without sitting down (Ancient Greek
ἀ- (a), [without, not] + κάθισις (káthisis), [sitting]), except
for the aged or infirm. During Orthodox and Eastern Catholic religious services
in general, sitting, standing, bowing and the making of prostrations are
set by an intricate set of rules, as well as individual discretion. Only during
readings of the Gospel
and the singing of Akathists is standing considered mandatory for all. The
akathist par excellence is that written in the 6th century to the Theotokos.
In its use as part of the service of the Salutations to the Theotokos (used in
the Byzantine tradition during Great Lent), it is often known by its Greek or Arabic names, Chairetismoi
(Χαιρετισμοί, "Rejoicings") and Madayeh, respectively; in the
Slavic tradition it is known as Akafist.
The
writing of akathists (occasionally spelled acathist) continues today as
part of the general composition of an akolouthia,
particularly in the Slavic tradition, although not all are widely known nor
translated beyond the original language. Reader
Isaac E. Lambertsen has done a large amount of translation work, including many
different akathists. Most of the newer akathists are pastiche, that is, a
generic form imitating the original 6th century akathist to the Theotokos into
which a particular saint's name is inserted. In the Greek, Arabic, and Russian Old Rite
traditions, the only akathist permitted in formal liturgical use is the
original akathist.
Origin : Franciscus Junius wrongly interpreted
Acathistus as one who neither sits nor rests, but journeys with child; as for
instance when the Blessed Virgin was brought by Joseph
to Bethlehem.
Gretser
[Commentarius in Codin.
Curop. (Bonn, 1839), 321] easily
refutes the interpretation by citing from the Synaxarion
(account of the feast, similar to the Roman
Martyrology) in the Triodion (book containging the propers
for the liturgical season of Great Lent). The origin of the feast is assigned by the
Synaxarion to the year 626, when Constantinople,
in the reign of Heraclius, was attacked by the Persians
and Scythians
but saved through the intervention of the Most Holy Theotokos
(literally, "She who bore God"). A sudden hurricane dispersed the
fleet of the enemy, casting the vessels on the shore near the Great church of the Theotokos
at Blachernae,
a quarter of Constantinople inside the Golden Horn.
The people spent the whole night, says the account, thanking her for the
unexpected deliverance. "From that time, therefore, the Church,
in memory of so great and so divine a miracle, desired this day to be a feast
in honour of the Mother of God . . . and called it Acathistus"
(Synaxarion). This origin is disputed by Sophocles
(Greek Lexicon
of the Roman
and Byzantine
Periods, s. v.) on the ground that the hymn could not have been composed in one
day, while on the other hand its twenty-four oikoi contain no allusion to such
an event and therefore could scarcely have been originally composed to
commemorate it. Perhaps the kontakion, which might seem to be allusive, was
originally composed for the celebration on the night of the victory. However
the feast may have originated, the Synaxarion commemorates two other victories,
under Leo III the Isaurian, and Constantine Pogonatus, similarly ascribed to
the intervention of the Theotokos.
No
certain ascription of its authorship can be made. It has been attributed to Patriarch Sergius I of Constantinople,
whose pious activities the Synaxarion commemorates in great detail. Quercius (P.G.,
XCII, 1333 sqq.) assigns it to George Pisida,
deacon, archivist, and sacristan of Hagia Sophia
whose poems find an echo both in style and in theme in the Akathist; the
elegance, antithetic and balanced style, the vividness of the narrative, the
flowers of poetic imagery being all very suggestive of his work. His position
as sacristan would naturally suggest such a tribute to the Theotokos,
as the hymn only gives more elaborately the sentiments condensed into two
epigrams of Pisida found in her church at Blachernae.
Quercius also argues that words, phrases, and sentences of the hymn are to be
found in the poetry of Pisida. Leclercq (in Cabrol, Dict. d'archéol. chrét. et
de liturgie, s.v. "Acathistus") finds nothing absolutely
demonstrative in such a comparison and offers a suggestion which may possibly
help to a solution of the problem.
Structure : When an akathist is
chanted by itself, the Usual beginning, a series of prayers which
include the Trisagion
(thrice-holy) is often said as a prelude to the akathist hymn. The akathist may
also be included as a part of another service, such as Matins or a Molieben.
The
hymn itself is divided into thirteen parts, each of which is composed of a kontakion
and an oikos (Greek: οίκος, house, possibly derived from Syriac
terminology). The kontakion usually ends with the exclamation: Alleluia,
which is repeated by a choir in full settings or chanted by the reader
in simple settings. Within the latter part of the oikos comes an
anaphoric entreaty, such as Come or Rejoice.
The
thirteenth kontakion (which, unlike the preceding twelve, does not have
a corresponding oikos) is usually followed by the repetition of the
first oikos and kontakion. After the thirteen kontakia and
oikoi, additional prayers are added, such as a troparion
and another kontakion. The final kontakion is the famous "Tēi
Hypermáchōi Stratēgōi" ("Unto the Defender General"), a hymn
addressing Mary as the savior of Constantinople
in the 626 siege:
Akathist
to the Theotokos: The
Theotokos
is shown enthroned in the center, with Christ Emmanuel
above her. To either side are shown the prophets
who foretold the Incarnation. In the full icon,
scenes from the life of the Virgin Mary surround this vignette.
When
the word akathist is used alone, it most commonly refers to the original
hymn by this name, the 6th century Akathist to the Theotokos,
attributed to St. Romanos the Melodist. It is said the Theotokos
appeared to him, gave him a scroll and commanded him to eat it. And here a
miracle was performed: Romanus received a beautiful, melodic voice and,
simultaneously, the gift of poesy. This hymn is often split into four parts and
sung at the "Salutations to the Theotokos" service on the first four
Friday evenings in Great Lent; the entire Akathist is then sung on the fifth
Friday evening. Traditionally it is included in the Orthros
(Matins) of the Fifth Saturday of Great Lent, which for this reason is known as
the "Saturday of the Akathist". In monasteries
of Athonite
tradition, the whole Akathist is usually inserted nightly at Compline.
The
four sections into which the Akathist is divided correspond to the themes of
the Annunciation,
Nativity, Christ, and the Theotokos
herself.
The
hymn itself forms an alphabetical acrostic—that is, each oikos begins
with a letter of the Greek alphabet, in order—and it consists of twelve long
and twelve short oikoi. Each of the long oikoi include a seven-line
stanza followed by six couplets employing rhyme, assonance and alliteration, beginning
with the greeting Chaíre and ending with the refrain, "Rejoice,
Bride without bridegroom!" (also translated as "Rejoice, thou Bride
unwedded!") In the short oikoi, the seven-line stanza is followed by the
refrain, Alleluia.
The
Salutations to the Theotokos service, often known by its Greek name, the Χαιρετισμοί
/ Chairetismoí (from the Χαίρε / Chaíre! so often used in the hymn),
consists of Compline
with the Akathist hymn inserted. It is known in Arabic as the Madayeh.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.