ΙΑ) Ὁ Ὅσιος πείθεται νὰ παραμείνῃ πλέον εἰς ἕνα τόπο
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη
(Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Καυσοκαλύβια, Ἅγιον Ὄρος,
2001)
Διότι νὰ ὁποῦ ἔφθασε καὶ εἰς σὲ τὸ γῆρας, καὶ ὁ θάνατος ἔρχεται πολλὲς φορὲς παρὰ καιρόν. Διὰ τοῦτο, μετάδος τὸ τάλαντον, ἤτοι τὸ χάρισμα ὁποῦ ἔλαβες, καὶ τὸν θεῖον σπόρον τῆς διδασκαλίας σου, εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, διὰ μέσου τῆς κατοικήσεώς σου εἰς ἕνα τόπον, διὰ νὰ λάβης εἰς τοὺς οὐρανούς καὶ μισθὸν περισσότερον διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν ἄλλων.
Διότι καὶ ὁ Κύριος ὁποῦ ἔδωκεν εἰς τοὺς Αποστόλους τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν τοὺς ἔστειλεν νὰ περνοῦν τὴν ζωήν τους εἰς τὰ ὄρη ἀλλὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, προκειμένου νὰ μεταλάβουν καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὴν χάριν ἐκείνων, καὶ νὰ γίνουν οἱ ἁμαρτωλοὶ Ἅγιοι διὰ μέσου τῆς ἁγιότητος ἐκείνων. Διὰ τοῦτο εἶπε πρὸς αὐτούς: λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· καὶ ὄχι ἔμπροσθεν τῶν πετρῶν.
Ἄς λάμψῃ λοιπὸν καὶ τὸ δικό σου φῶς ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ καλά σου ἔργα καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Ἄφες δὲ πλέον τὸ νὰ ὑποκρίνεσαι ὅτι εἶσαι σαλός, ὅτι γίνεται σκάνδαλον εἰς ἐκείνους οἵτινες δὲν ἠξεύρουν τὰ κατορθώματά σου. Ἄκουσε λοιπὸν τὴν συμβουλή μου καὶ κάμε καθῶς σοῦ λέγω, ὡς ἄριστος φίλος σου καὶ ἀδελφός σου. Διότι: ἀδελφὸς ὑπ᾿ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά· λέγει ἡ θεία Γραφή.
Ταύτας τὰς συβουλὰς τοῦ θείου Γρηγορίου μανθάνοντες οἱ ἄλλοι μεγάλοι Γέροντες, συμφώνως τὸν συνεβούλευσαν καὶ αὐτοί, καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ καθήσῃ εἰς ἕναν τόπον.
Εὑρίσκοντας λοιπὸν ὁ θεῖος Μάξιμος ἕνα σπήλαιον, τὸ ὁποῖο ἦταν πλησίον τοῦ κυρ-Ἡσαία ἕως τρία μίλια, ἔκαμε εἰς αὐτὸ ἕνα περίφραγμα, μίαν ὀργιὰν τὸ πλάτος καὶ μίαν τὸ μάκρος, χωρὶς πέτρας ἤ σανίδας καὶ καρφία, ἀλλὰ μὲ κλαδία καὶ χορτάρια κατὰ τὴν συνήθειάν του. Ἐφάνη δὲ πὼς ἔκαμε κελλίον καὶ ἐκάθισεν μέσα εἰς αὐτό. Εἰς τὸ ἑξῆς δὲν τὸ ἔκαυσε πλέον, ἀλλὰ ἐπέρασεν ἐκεῖ ὅλην τὴν ζωὴν μὲ τὴν συνειθισμένην του ἀκτημοσύνην, φυλάττοντας πάλιν τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἄσκησιν ὡς ἄσαρκος.
Ἀργότερα δέ, ἔσκαψε καὶ τὸ μνῆμά του κοντὰ εἰς τὸ κελλίον του καὶ καθ᾿ ἑκάστην πηγαίνοντας εἰς αὐτὸ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Ὄρθρου ἔκλαιεν ὁ Καυσοκαλύβης τὸν Μάξιμον καὶ ἔψαλλε κάποια νεκρώσιμα ἐξαποστειλάρια, σύμφωνὰ μὲ τὸ· ὁ οὐρανὸν τοῖς ἄστροις κατακοσμήσας ὡς Θεός· τὰ ὁποῖα ἐπόνησεν αὐτός.
ΙΒ) Θαύματα τοῦ Ὁσίου
Καθήσας λοιπὸν εἰς τὸ κελλίον του, ἠγωνίζετο τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἐκείνην ἄσκησιν. Οἱ δαίμονες ὅμως συναχθέντες ἔκαναν πόλεμον εἰς τὸν Ἅγιον κάθε ἡμέραν, καὶ ἐσπούδαζον νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ἀλλὰ τοῦ κάκου ἐπαίδευοντο οἱ κατάρατοι, διότι ἐδιώκοντο ἀπὸ τὴν νοερὰν προσευχὴν τοῦ Ὁσίου, καὶ ὡς καπνὸς διελύοντο.
Ἐπιπλέον, δύναμις θεϊκὴ ἀκαταμάχητος καὶ ἀνίκητος τὸν ἐσκέπαζε καὶ τὸν ἐφύλαττεν, ἀπὸ τότε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, φαινομένη ὡς εἶδος πυρός –εἰς αὐτοὺς ὁποῦ εἶναι ἄξιοι τῆς τοιαύτης θεωρίας- ἡ ὁποία ἐκατάκαιε τοὺς ἐχθρούς του.
Ὅθεν καὶ μὲ τὸν λόγον του μόνον, ἰάτρευε πολλούς, καὶ τὰ δαιμόνια ἐδίωχνεν ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους –καθὼς τὸ ἐγνωρίσαμεν ἀληθέστατα καὶ τοὺς ἔστελλεν ἐν εἰρήνῃ εἰς τοὺς τόπους των, παραγγέλοντάς τους νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν μνησικακίαν, τὴν ἀδικίαν, τὴν ἐπιορκίαν, τὴν μέθην καὶ τὴν πορνείαν· νὰ νηστεύουν τὸ κρέας καὶ νὰ δίδουν ἐλεημοσύνην τὸ κατὰ δύναμιν, καθὼς καὶ νὰ καθαρίζουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ κάθε ἁμαρτία διὰ μέσου τῆς μετανοίας καὶ τοιουτοτρόπως νὰ μεταλαμβάνουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἰς τὰς ἐπισήμους ἑορτὰς διὰ νὰ ὑγιαίνουν πάντοτε.
Ἄλλὰ καὶ κάποιον μοναχόν, Μερκούριον ὀνόματι, παρεκίνησε μίαν φορὰν νὰ διώξῃ τὸ δαιμόνιον ἀπὸ ἕνα δαιμονισμένον. Καὶ ἐκεῖ μπρστὰ στὸν Ὅσιο ἐπετίμησεν τὸ πονηρὸν πνεῦμα ὁ Μερκούριος μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παραδόξως ἐθεράπευσε τὸν δαιμονισμένον.
Καὶ ἕναν ὑποτακτικὸν γέροντος, ὁποῦ ἔπασχεν κακῶς ἀπὸ δαιμόνιον, ἀπαντῶντας εἰς τὴν στράταν ὁ Ὅσιος, τοῦ ἐπαράγγειλε νὰ φυλάττῃ ὑπακοὴν τελείαν εἰς τὸν γέροντά του, καὶ νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ τυρί, καὶ κρασί, καὶ μιασμόν, καὶ οὕτως θὰ θεραπευτεῖ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ιησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὤ του θαύματος! Παρευθύς μὲ τὸν λόγον τοῦτον ἰατρεύθη.
Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐπῆγαν εἰς τὸν Ὅσιον μοναχοί τινες ἀπὸ τὴν Λαύραν, χάριν ὠφελείας, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἐπῆγε καὶ ἕνας κοσμικός. Καθὼς δὲ τὸν εἶδε ὁ Ὅσιος, τὸν ἐδίωξεν ἀπὸ μακράν, λέγοντας ὅτι εἶναι Ἀκινδυνάτος[11] καὶ ἄπιστος, παρόλον ὁποῦ δὲν τὸν ἤξευρεν ἄλλος, πὼς εἶναι τοιοῦτος ἕως τὴν ὥραν ἐκείνην. Διότι ἐναντίον τοῦ Ἀκινδύνου, πολλὰ ἐφέρετο ὁ Ἅγιος καὶ τὸν ὠνόμαζε κακοκίνδυνον καὶ δαιμονιώδη, κοινωνὸν πάσης αἱρέσεως καὶ ὑπηρέτην τοῦ Ἀντιχρίστου. Διὰ τοῦτο τοὺς τοιούτους αἱρετικούς, τοὺς ἐδίωχνε καὶ ἀναθεμάτιζε παῤῥησία.
Ἄλλοι πάλιν μοναχοὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν Ὅσιον καὶ καθὼς τοὺς εἶδεν, ἐφώναξεν μὲ μεγάλην φωνήν: διώξατε ὀπίσω τὸν Μασσαλιανόν[12] (λέγοντάς τον ἐξ ὀνόματος) καὶ τότε ἐλᾶτε εἰς ἐμέ. Αὐτὰ ἀκούσαντες ἐκεῖνοι ἐτρόμαξαν, καὶ διώξαντες ἀπὸ τὴν συνοδίαν τους τὸν δυσσεβῆ ἐκεῖνον Μασσαλιανόν, ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἅγιον.
Ἕνας μοναχὸς ἐβούλετο νὰ ταξιδέψῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολην μὲ ἕνα καίκι Θεσσαλονικαῖον, διὰ χρείαν τινά, καὶ ὁὍσιος δὲν τὸν ἄφησε, προλέγοντας τὸν κίνδυνον τοῦ καϊκίου. Καὶ πράγματι, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐβυθίσθη εἰς τὴν θάλασσαν τὸ καΐκι ἐκεῖνο μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ἄλλον πάλιν καίκι, ἦλθεν ει τὸν λιμέναν τῆς Λαύρας, καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ καϊκίου ἐπῆγαν εἰ τὸν Ὅσιον, ἔχοντας μαζί τους καὶ ἕναν δαιμονισμένον, ὁ ὁποῖος εἶχεν τὸ δαιμόνιον τῆς ἀχορτασίας· διότι τρώγοντας καθ᾿ ἡμέραν ἕως πέντε ἀνδρῶν φαγητόν, δὲν ἐχόρταινε. Τοῦτον ῥίψαντες εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου, τὸν ἐπαρακαλοῦσαν -ὁμοῦ μὲ αὐτόν- νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Παίρνοντας τότε ὁ Ἅγιος ἕνα παξιμάδι, τὸ ἔδωκεν εἰς τὸν πάσχοντα καὶ τοῦ εἶπεν: Ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόσον νὰ τρώγῃς, νὰ χορταίνῃς καὶ νὰ εἰρηνεύῃς. Καὶ ἀπὸ τότε, ἐλευθερώθη ἀπὸ τὸ δαιμόνιον τῆς ἀχορτασίας καὶ δὲν ἔτρωγε περισσότερον ἀπὸ τὴν ποσότητα τοῦ παξιμαδίου ἐκείνου ὁποῦ τοῦ ἔδωκεν ὁ Ἅγιος. Διὰ τοῦτο καὶ ἀρνούμενος τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου, ἔγινε μοναχός, καὶ ἐκάθισε κοντὰ εἰς τὸν Ἅγιον. Ὁδηγούμενος δὲ ἀπὸ αὐτόν, προέκοψε, θείᾳ χάριτι, εις τὴν ἀρετήν, καὶ ἔγινε ἄριστος μοναχός.
______________________________________________________________________________
[11] Ὁπαδὸς τοῦ αἱρετικοῦ Ἀκινδύνου Γρηγορίου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος τοῦ 14ου αἰ., μαζὶ μὲ τον ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ. Καταδικάστηκε καὶ ἀναθεματίστηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ 1351.
[12] Ἡ αἵρεσις τῶν Μασσαλιανῶν εἶναι ἀρχαία καὶ ἀναφάνηκε μεταξὺ τοῦ Γ´ καὶ Ε´ αἰῶνος. Ἀνανέώθηκε δὲ κατὰ τὸν ΙΔ´ αἰώνα.
nektarios.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.