Ἡ ἰδέα τῆς ἐξελίξεως ἀπό τό τέλος τοῦ μεσαίωνος καί μέχρι τῶν καθ’ἠμας χρόνων
Πολυπληθὴς
καί ἐπιβλητικὴ εἶναι ἡ παράταξις τῶν διασήμων εἰδικῶν ἐπιστημόνων ὅλων τῶν
σχετικῶν πρός τὴν περὶ ἧς θεωρίαν κλάδων τῆς Ἐπιστήμης (ἤτοι παλαιοντολόγων,
ζωολόγων, βοτανολόγων, ἀνατόμων, φυσιολόγων, βιολόγων, γεωλόγων κλπ), οἵτινες
ἀπό τῆς ἀρχῆς τοῦ Λαμάρκ ἰδίως καί τοῦ
Δαρβίνου, ἐν συνεχείᾳ δι’ ἐπιχειρημάτων καί ἀποδείξεων ἀμαχήτων κατεπολέμησαν σφοδρῶς καί ἀπέδειξαν ἀναληθῆ, ἀβάσιμον καί φανταστικήν ὅλως τήν θεωρίαν τῆς ἐξελίξεως.
Εἰς
τὴν πρώτην σειρὰν τῆς σεμνῆς ταύτης παρατάξεως διακρίνονται: Ὁ διάσημος Γάλλος
Γεώργιος Cuvier, (1766 -1832), ἱδρυτὴς τῆς συγκριτικῆς ἀνατομικῆς.
Ὁ Ἐλβετὸς παλαιοντολόγος Louis Agassiz (1807-1873), ὁ Γερμανὸς βοτανικὸς καί παλαιοντολόγος Ἐρρῖκος Coppert (1800 -1884), ὁ Ἄγγλος γεωλόγος Wiliam Bukland (1784-1856), ὁ Ἐλβετὸς παλαιοντολόγος Dr. Oswalb Heer (1809 - 1883), ὁ Πρῶσσος Ἰατρὸς Rudolf Βίρχωβ (1821 -1902), ὁ Ἄγγλος παλαιοντολόγος σερ Ριχάρδος Owen (1800-1892), ὁ Dr. D' Argyll, ὁ Ἄγγλος βοτανικὸς Willian Henry Harrey καθηγητὴς ἐν Δουβλίνῳ (1811 - 1866), οἱ Γάλλοι φυσιοδίφαι Marcel de Serres (1783 -1862), D' Orbigny (Alcide) 1802-1757) καί Charles, (1806 - 1876), ὁ Emil Blanchard (1819 - 1900), ὁ πολὺς Παστέρ, ὁ De Quatrifage (1810-1862), ὁ C. Bernard, ὁ Γάλλος φυσιοδίφης Milne Edwards (1800 - 1892), ὁ παλαιοντολόγος Ζ. Barrande (1799 - 1883) καί ὁ Γερμανὸς ὀρυκτολόγος καί παλαιοντολόγος Φρειδερίκος Αὔγουστος Ouenstedt (1809 - 1899).
Ὁ Ἐλβετὸς παλαιοντολόγος Louis Agassiz (1807-1873), ὁ Γερμανὸς βοτανικὸς καί παλαιοντολόγος Ἐρρῖκος Coppert (1800 -1884), ὁ Ἄγγλος γεωλόγος Wiliam Bukland (1784-1856), ὁ Ἐλβετὸς παλαιοντολόγος Dr. Oswalb Heer (1809 - 1883), ὁ Πρῶσσος Ἰατρὸς Rudolf Βίρχωβ (1821 -1902), ὁ Ἄγγλος παλαιοντολόγος σερ Ριχάρδος Owen (1800-1892), ὁ Dr. D' Argyll, ὁ Ἄγγλος βοτανικὸς Willian Henry Harrey καθηγητὴς ἐν Δουβλίνῳ (1811 - 1866), οἱ Γάλλοι φυσιοδίφαι Marcel de Serres (1783 -1862), D' Orbigny (Alcide) 1802-1757) καί Charles, (1806 - 1876), ὁ Emil Blanchard (1819 - 1900), ὁ πολὺς Παστέρ, ὁ De Quatrifage (1810-1862), ὁ C. Bernard, ὁ Γάλλος φυσιοδίφης Milne Edwards (1800 - 1892), ὁ παλαιοντολόγος Ζ. Barrande (1799 - 1883) καί ὁ Γερμανὸς ὀρυκτολόγος καί παλαιοντολόγος Φρειδερίκος Αὔγουστος Ouenstedt (1809 - 1899).
Διακρίνονται
ὡσαύτως ἐν τῇ αὐτῇ σεμνῇ παρατάξει: Ὁ Granh Enry ὁ Dom Codron, πρύτανις τῆς
Σχολῆς τῶν Ἐπιστημῶν τῆς Nancy, ὁ διάσημος σπερματολόγος Βιλμορὶν Ἀντριέ, ὁ
Ἐντμὸν Περριέ, καθηγητὴς τοῦ ἐν Παρισίοις Μουσείου τῆς Φυσικῆς Ἱστορίας, μέλος
τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν (1844 -1921), ὁ διάσημος Γάλλος χημικὸς
Μαρκελλῖνος Berthelot, o σοφὸς καθηγητὴς τῆς συγκριτικῆς Ἀνατομικῆς ἐν Σορβόνη
Delages (1854 -1920), ὁ Θωμᾶς Huxley, Ἄγγλος φυσιοδίφης (1825-1895), ὁ Contejean,
ὁ Ἄγγλος φυσιοδίφης William Thomas (Lord Kelvin) (1824-1907), ὁ Lord
Salisbury, γραμματεὺς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης, ὁ διάσημος βιολόγος Hans
Driesch, ὅστις, καίτοι διατελέσας μαθητής τοῦ Χάϊκελ, δέν ἐδυσκολεύθη νά διακηρύξῃ
διά τῆς Revue des Questions, τεῦχος Α΄, τοῦ ἔτους 1900, ὅτι «διά τούς
πεφωτισμένους ἀνθρώπους ὁ Δαρβινισμὸς
ἀπέθανεν»[1].
Ὁ Γερμανὸς καθηγητὴς τῆς ζωολογίας τοῦ ἐν Ἐρλάγγη Πανεπιστημίου Fleischmann, ὁ Γερμανὸς γεωλόγος καί
παλαιοντολόγος Γουσταῦος Στάινμαν, καθηγητὴς ἐν Βόννη[2]
(1856 - 1929), ὁ δρ. Ν. C. Paulesco, καθηγητὴς
τῆς φυσιολογίας ἐν τῇ ἰατρικῇ Σχολῇ τοῦ Βουκουρεστίου, κατὰ τό ἔτος 1902, o
Elie de Cyon καθηγητὴς τῆς φυσιολογίας ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ τῆς Πετρουπόλεως κατὰ
τό 1912, ὁ Γεώργιος Μιβάρτ, Ἄγγλος φυσιοδίφης, (1827-1900), ὁ καθηγητὴς Dr. Ο.
Schultse ἀνατόμος ἐν Wurzburg κατὰ τό 1897, ὁ Ἐμὶλ Ρισσάρ, μέλος τῆς Γαλλικῆς
Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν (1856), ὁ φυσιολόγος Ἀλβέρτος Ναστρέ, μέλος ἐπίσης τῆς
Γαλλικῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν (1854-1917), ὁ Γερμανός γεωλόγος καί παλαιοντολόγος
Κὰρ φὸν Τσίπελ, (1839-1904), καθηγητὴς τοῦ ἐν Μοναχῷ Πανεπιστημίου, ὁ Γερμανὸς
βοτανικὸς Ἀλβέρτος Wigand (1821-1886), ὁ ζωολόγος Dr. Cotte, καθηγητὴς τοῦ
Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου κατὰ τό 1908, ὁ ἐν Τυβίγγη καθηγητὴς Θεοδ. Eimer
(1843-1898), ὁ Karl von Baer, ὁ Γουσταῦος Βόλτς, βιολόγος (1865), ὁ βοτανικὸς
Βίλχελμ Δρέφφερ, (1845 - 1920, ὁ ζωολόγος Γεώργιος Δρέφφερ (1854 - 1921), ὁ Ρῶσος
γεωλόγος Κραπότκιν (1842 - 1921), ὁ βιολόγος Χριστόφορος Schroeder 1871,
καθηγητὴς ἐν Σορβόνη κατὰ τό 1913, ὁ Ἰωάννης Henri Fabre, Γάλλος ἐντομολόγος
(1822-1915), ὁ Γάλλος παλαιοντολόγος Κάρολος Ντεπερέ, μέλος τοῦ Γαλλικοῦ
Ἰνστιτούτου καί Πρύτανις τῆς Σχολῆς τῶν ἐπιστημῶν ἐν Λυῶν, (1854 -1929), ὁ Γερμανὸς
ἀνθρωπολόγος Hermann Klautsch (1863 - 1916), καθηγητὴς τῶν Πανεπιστημίων τῆς
Χαίντεμπερκ καί τοῦ Μπρεσλάου, ὁ Louis Vialleton, καθηγητὴς τῆς Ἱστολογίας καί
ἐμβρυολογίας ἐν τῇ Ἰατρικῇ Σχολῇ οἱ Montpellier (1859 - 1929), κ.ἄ.
Πάντες
οἱ ἐπιστήμονες οὗτοι, τό σύνολον τῶν κλάδων τῆς ἐπιστήμης τῶν σχετιζόμενων πρός
τὴν θεωρίαν τῆς ἐξελίξεως, ἀξίως ἐκπροσωποῦντες, ὁμοφώνως κατεδίκασαν τήν τε
θεωρίαν τῆς ἐξελίξεως τῶν ὄντων, ὡς καί τὴν θεωρίαν τῆς αὐτομάτου γενέσεως τῶν
πρώτων ὀργανισμῶν καί πανηγυρικῶς ἐβεβαίωσαν, κατόπιν πολυετῶν σχετικῶν ἐρευνῶν
ἐπὶ τοῦ ὅλου προβλήματος τῆς ἐπὶ τοῦ πλανήτου τούτου ἐμφανίσεως τῶν ἐνοργάνων καί
ἐμβίων ὄντων, ὅτι:[3]
«Ἐκ τῆς μελέτης τῶν ἀπολιθωμάτων ἐν γένει καί
τῶν λιθανθρακοφόρων στρωμάτων βεβαιοῦται τό ἀμετάβλητον τῶν εἰδῶν, χερσαίων τε καί
ἐναλίων ἤ ὑδροβίων, ἀπ' ἀρχῆς τῆς ἐμφανίσεως των, ὅπως καί τό ἀπότομον τῆς
ἐμφανίσεως των μεταγενεστέρων, ἄνευ σχέσεως πρός τὰ προηγούμενα[4]
ὅτι οὐδαμοῦ ὑπάρχει καί ἔνδειξις ἔστω μετασχηματισμοῦ ἤ μεταμορφώσεως οἱουδήποτε
εἴδους εἰς ἕτερον· ὅτι ἡ σύζευξις καί ἡ γονιμότης μεταξὺ ζώων ἀνηκόντων εἰς
διαφόρους τάξεις ἤ οἰκογενείας εἶναι ἀδύνατος καί ὅτι αἱ διαφοραί κλίματος ἤ
ἄλλαι μεταβολαὶ εἰς τούς ὅρους τῆς ὑπάρξεως τῶν φυτῶν καί τῶν ἀρχαιοτέρων ζώων δέν
θὰ ἠδύναντο νά παράσχωσιν εὐλογοφανῆ τίνα ἐξήγησιν τοῦ μετασχηματισμοῦ οἱουδήποτε
εἴδους, τῆς μὲν προσαρμοστικῆς ἱκανότητος τῶν ὄντων οὔσης ἄκρως περιωρισμένης καί
μὴ δυναμένης νά μεταβάλῃ οὔτε τούς ὀργανισμοὺς τῶν ὄντων, οὔτε τὰ κατ' ἰδίαν
ὄργανα αὐτῶν, τῆς δέ μονιμότητος καί τοῦ ἀμεταβλήτου αὐτῶν ὄντων ἐκδήλων
ἐπίσης, ἀπ' ἀρχῆς τῆς ἐμφανίσεως των μέχρι σήμερον[5]
.
»
Ὅτι τὰ ἐνόργανα ὄντα οὐδέποτε ὑπερβαίνουν τὰ χαρακτηριστικὰ ὅρια τοῦ εἴδους, τὰ
χωρίζοντα αὐτὰ ἀπὸ τῶν γειτονικῶν τοιούτων, πᾶσαι δέ αἱ δοκιμαὶ τῶν βοτανικῶν καί
ζωολόγων, ἐπὶ ἕνα περίπου αἰῶνα, ὅπως πραγματοποιήσουν τὸν μετασχηματισμόν τῶν
μορφῶν τῶν ἐνοργάνων ὄντων, ἀπέβησαν ἄνευ ἀποτελέσματος.
»
Ὅτι τὰ πρότερον ἐμφανισθέντα ζῷα, οἱασδήποτε τάξεως, ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ δύνανται νά
θεωρηθοῦν ὡς ἀτελέστερα τῶν κατόπιν ἐμφανισθέντων ἐν τῇ αὐτῇ τάξει. Τό αὐτὸ δέ
συμβαίνει καί εἰς τὰ φυτά, μὲ προφανῆ μάλιστα τὴν μείζονα τῶν πρώτων
τελειότητα[6].
»Ὅτι
ἐν τοῖς διαδοχικοῖς γεωλογικοῖς σχηματισμοῖς παρουσιάζονται σταθερῶς νέα εἴδη,
ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐνδείξεως ὑπάρξεως μεσαζουσῶν ἤ μεταβατικῶν μορφῶν[7],
»
Ὅτι αἱ ἔννοιαι τῆς κληρονομικότητος καί
τῆς μεταβλητότητος, ἐφ' ὧν ἐπεχειρήθη ἡ θεμελίωσις τῆς ἐξελικτικῆς θεωρίας
ἀποκλείουν ἀλλήλας, ἐφ' ὅσον ἡ κληρονομικότης εἶναι δύναμις συντηρητική,
ἀποκλείουσα μεταβολὴν[8].
»
Ὅτι ἡ συγκριτικὴ ἀνατομικὴ καί φυσιολογία διαπιστοῦσαι τὴν ὑφισταμένην
ἀντιστοιχίαν ὀργάνων καί λειτουργιῶν μεταξὺ τῶν ὄντων ὁμοίας διαπλάσεως,
ἀνηκόντων ὅμως εἰς διάφορα γένη καί εἴδη, οὐδαμῶς προάγουν εἰς τὴν ἀντίληψιν,
ὅτι τὰ ὄντα προῆλθον ἀπ' ἀλλήλων. Βεβαιοῦν ἁπλῶς ὅτι, ἐν τῇ δημιουργίᾳ τῶν συγγενῶν ὀργανισμῶν, ἠκολουθήθη ἡ ὁμοιότης σχεδίου.
»
Ὅτι αἱ ἔρευναι ἐπὶ τοῦ φαινομένου τῆς συγκλήσεως τῶν χαρακτήρων ἀπέδειξαν τὴν
ἀτέλειαν τοῦ βιογονικοῦ Νόμου, δεδομένου ὅτι οὐδεμία ἐμβρυικὴ φάσις
ἀνταποκρίνεται πλήρως πρός τὴν ὕπαρξιν πραγματικοῦ τινος προγονικοῦ τύπου[9].
»
Ὅτι οὐδ' ἀμυδρὸν φῶς λογικοῦ ὑπάρχει ἐν τῷ ἐνστίκτῳ, αἱ δέ ἐνστιγματικαὶ
πράξεις δέν εἶναι δυνατὸν νά ἀπέκτησαν τὴν τελειότητα, ἥν παρουσιάζουν δι'
ἀποπειρῶν, δοκιμῶν καί ἀναζητήσεων περὶ τοῦ προσφυεστέρου τρόπου ἐνεργείας,
δεδομένου ὅτι ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν εἰς τὰ ζωϊκὰ εἴδη, ἀπαράλλακτα ὡς βλέπομεν αὐτὰ καί
σήμερον.
»
Ὅτι ὁ περὶ ὑπάρξεως ἀγών δέν διδάσκει τὰ ζῷα, εἶναι δέ ἀνύπαρκτος ἐν τῷ
μιμητισμῷ. Αἱ δέ ἀνωμαλίαι τῶν ὀργανισμῶν δέν εἶναι ἀπόδειξις μεταβολῶν
ἐπελθουσῶν διά τῆς κληρονομικότητος.
»
Ὅτι ὁ Δαρβινισμὸς εἶναι προϊὸν καθαρᾶς φαντασίας
καί ἀνήκει εἰς τὴν ἱστορίαν, ὅπως καί τό ἕτερον περίεργον τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, ἡ Ἐγελιανὴ Φιλοσοφία.
»
Ὅτι ἡ ὑπόθεσις τῆς ἐξελίξεως τῶν ὄντων, ἐν γένει καί ἰδιαιτέρως τῆς καταγωγῆς
τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ἄλλου ζῴου εἶναι χίμαιρα,
ὑπόθεσις ΨΕΥΔΗΣ καί ΜΩΡΑ, μὴ ἔχουσα οὐδεμίαν ἐπιστημονικὴν ὑπόστασιν.
»
Ὅτι, ἐν τέλει, ἡ ζωὴ εἶναι μέγα καί μοναδικὸν μυστήριον, τό δέ μεταξὺ
ἀνόργανου φύσεως καί ὀργανικῶν ὄντων χάσμα οὔτε ἐγεφυρώθη, οὔτε θὰ γεφυρωθῇ ποτέ[10]».
Εἰς
τὰ πορίσματα ταῦτα τῶν προμνησθέντων ἐπιστημόνων, τὰ ὁποῖα καί ὑπὸ τῶν
συγχρόνων ἐρευνῶν καί διά νεωτέρων καί τελειότερων ὀργάνων καί μέσων ἀπολύτως
ἐβεβαιώθησαν, δέον νά προσθέσωμεν τάς περὶ τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως - ὑφ'
ὅλας αὐτῆς τάς μορφὰς - συμφώνους κρίσεις τῶν εἰδικῶν κριτικῶν α) τοῦ μεγάλου
Ἐγκυκλοπαιδικοῦ Λεξικοῦ «Larousse du XXe Siecle», Τομ. 6ος , σελ. 773, ἔτους
1923 καί β) τοῦ Meyers Lexikon (7ης ἐκδόσεως), τόμος 2ος , σελ. 310 - 111 καί
478 (ἔτους 1925). [11].
Θὰ
προσθέσωμεν ἐπίσης τάς γνώμας διασήμων ἐπιστημόνων συμπαθῶς διατεθέντων κατ'
ἀρχὴν πρός τὴν ῥηθεῖσαν θεωρίαν, σαφῶς ὅμως ὁμολογησάντων ἀκολούθως τό
ἀναπόδεικτον, τό ἀβάσιμον καί τό ἀναληθὲς ταύτης. Μεταξὺ τῶν ἐπιστημόνων τούτων
διακεκριμένην κατέχουσιν θέσιν ὁ Ἐσμόνδος Περριέ, ὁ Contegan, ὁ Huxley κ.ἄ.[12]
Καί
δέν ἐδίστασεν ὁ Περριέ, παρὰ τάς πρός τὴν θεωρίαν ἐξελίξεως συμπαθείας του, νά
διακηρύξῃ ὅτι:
α)
«Ἐφόσον ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ δέν σταθεροποιεῖ εἰμὴ μόνον τάς ὠφελίμους μεταβολάς,
ἄρα δέν δύναται νά ἐξηγήσῃ μέγα πλῆθος εἰδικῶν χαρακτήρων, οἵτινες διακρίνουν καί
τὰ συγγενῆ εἴδη, χωρὶς νά ἔχωσι καμμίαν προφανῶς ὠφελιμότητα, ὡς π.χ.
ὡρισμέναι ποικιλίαι χρωμάτων, ὡρισμένα ὄργανα κλπ.
»
β) Μεταβολή τις ὅπως ἔχῃ σπουδαιότητα εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, ὀφείλει νά
παρουσιάζῃ βαθμὸν ἀναπτύξεως ἱκανῆς, προκεχωρημένον. Ὁ Δαρβῖνος, διά νά ἐξηγήσῃ
τάς μεμβράνας τῶν δακτύλων τῆς ἐνυδρίδος, παραδέχεται πρός τοῦτο ὅτι, τῶν
σαρκοβόρων τινά, ὀλιγώτερον ἰσχυρὰ τῶν ὁμογενῶν αὐτῶν, ἡττηθέντα, κατέφυγον
εἰς τάς ὄχθας τῶν ὑδάτων καί ἐκεῖ ἀναγκασθέντα νά τρέφωνται δι' ἰχθύων,
μετεβλήθησαν εἰς νηκτικά.
Ἡ φυσικὴ δέ ἐπιλογὴ ηὐνόησεν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀπέκτησαν!!! μεμβρᾶναν μεταξὺ τῶν δακτύλων, διότι οὕτως ἠδύναντο νά κολυμβοῦν εὐκολώτερον. Οὕτως ἐγεννήθη ἡ μεμβρᾶνα!!! ἥτις προοδευτικῶς ἀναπτυχθεῖσα, ὑπὸ τό κράτος πάντοτε τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς, ἐδημιούργησε τὴν ἐνυδρίδα. Ἀλλὰ δέν δύναται τις νά δεχθῇ, ὅτι μία μεμβρᾶνα ἑνὸς χιλιοστομέτρου (διότι αἱ ἀτομικαί μεταβολαὶ δέν ὑπερβαίνουν συνήθως τάς ἐλαχίστας ταύτας διαστάσεις) ἐπάγεται κολύμβησιν ἐναργεστέραν. Οὕτως ἡ φυσικὴ ἐπιλογή, θεωρούμενη ὡς μόνη δρῶσα, δέν δύναται νά ἐξηγήσῃ τροποποιήσεις τόσον ἀσημάντους διά τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς.
Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ὁ μιμητισμὸς δέν δύναται νά ἐξηγηθῇ διά τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς. Τὰ λευκὰ ζῷα τῶν πολικῶν χωρῶν, λόγῳ ὁμοιομορφίας αὐτῶν πρός τούς πάγους, προστατεύουν ἑαυτὰ ἀποτελεσματικώτερον. Ἀλλ' ἡ ὁμοιομορφία αὐτὴ τότε θὰ ἦτο προστατευτικὴ πράγματι, ἐὰν τό τρίχωμα ἐγένετο ἐφάπαξ καί ὁλόκληρον λευκόν, ὄχι δέ δι' ἀνεπαισθήτων διαδοχικῶν καί μερικῶν μεταβολῶν.
Ἡ φυσικὴ δέ ἐπιλογὴ ηὐνόησεν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀπέκτησαν!!! μεμβρᾶναν μεταξὺ τῶν δακτύλων, διότι οὕτως ἠδύναντο νά κολυμβοῦν εὐκολώτερον. Οὕτως ἐγεννήθη ἡ μεμβρᾶνα!!! ἥτις προοδευτικῶς ἀναπτυχθεῖσα, ὑπὸ τό κράτος πάντοτε τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς, ἐδημιούργησε τὴν ἐνυδρίδα. Ἀλλὰ δέν δύναται τις νά δεχθῇ, ὅτι μία μεμβρᾶνα ἑνὸς χιλιοστομέτρου (διότι αἱ ἀτομικαί μεταβολαὶ δέν ὑπερβαίνουν συνήθως τάς ἐλαχίστας ταύτας διαστάσεις) ἐπάγεται κολύμβησιν ἐναργεστέραν. Οὕτως ἡ φυσικὴ ἐπιλογή, θεωρούμενη ὡς μόνη δρῶσα, δέν δύναται νά ἐξηγήσῃ τροποποιήσεις τόσον ἀσημάντους διά τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς.
Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ὁ μιμητισμὸς δέν δύναται νά ἐξηγηθῇ διά τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς. Τὰ λευκὰ ζῷα τῶν πολικῶν χωρῶν, λόγῳ ὁμοιομορφίας αὐτῶν πρός τούς πάγους, προστατεύουν ἑαυτὰ ἀποτελεσματικώτερον. Ἀλλ' ἡ ὁμοιομορφία αὐτὴ τότε θὰ ἦτο προστατευτικὴ πράγματι, ἐὰν τό τρίχωμα ἐγένετο ἐφάπαξ καί ὁλόκληρον λευκόν, ὄχι δέ δι' ἀνεπαισθήτων διαδοχικῶν καί μερικῶν μεταβολῶν.
»
γ) Ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ δέν ἐξηγεῖ, πῶς τὰ ὄργανα, ἀχρηστευόμενα συνεπείᾳ
μεταβολῆς εἰς τὸν τρόπον τοῦ ζῆν, δύνανται νά ἐξαφανίζωνται. Ἐπὶ παραδείγματι:
ὁ ἀσπάλαξ καί τὰ περισσότερα τῶν ζώντων εἰς τό σκότος εἰδῶν δέν ἔχουσιν
ὀφθαλμούς. Ἀλλ' ἡ τελεία κατασκευὴ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἀσπάλακος δέν θὰ καθίστα τό
ζῷον τοῦτο ὑποδεέστερον ἄλλου ἀσπάλακος ἔχοντος ὀφθαλμοὺς ἀτελεῖς.
»
δ) Ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ δέν δύναται νά ἐξηγήσῃ πῶς ὄργανά τινα ἐξελισσόμενα σταθερῶς
ὑπερτεροῦν τό ὅριον τῆς ὠφελιμότητος
καί καταντοῦν ἐπιβλαβῆ. Οὕτως οἱ συνεστραμμένοι χαυλιόδοντες τοῦ μαμμοὺθ δέν
δύνανται πλέον νά χρησιμεύσωσιν ὡς ὅπλα. Τό αὐτὸ ρητέον καί περὶ τῶν τεραστίων
κεράτων ἐλάφου τῆς μεγαλοπρεποῦς, ὡς καί περὶ τοῦ ὑπερβολικοῦ ὄγκου πολλῶν
ἀπολιθωμένων ἑρπετῶν καί μαστοφόρων[13].
»
ε) Αἱ ἀλληλοδιάδοχοι μεταβολαὶ γενεαλογικῆς τινος σειρᾶς, ἀποδεικνύουν ὅτι αὗται
κατευθύνονται σταθερῶς πρός ὡρισμένον
τέρμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ καλούμενη ὀρθογένεσις.
Ἡ γενεαλογικὴ σειρὰ τοῦ ἵππου μαρτυρεῖ τάσιν πιστοποιουμένην καθ' ἑκάστην
βαθμίδα ἐξελίξεως πρός ἀτροφίαν τῶν πλαγίων δακτύλων καί ἐνίσχυσιν τοῦ μέσου. Ἡ
φυσικὴ ἐπιλογή, ἥτις ἐφαρμόζεται ἀποκλειστικῶς εἰς μεταβολὰς συμπτωματικὰς καί
ἐκτάκτους, δέν λαμβάνει ὑπ' ὄψιν τὴν ὡρισμένην ταύτην κατεύθυνσιν, ἥν
παρουσιάζει ἡ ἐξέλιξις. (σ.σ. προφανῶς τείνουσα - ἐὰν βεβαίως ἐλάμβανε χώραν
τοιαύτη - εἰς ὡρισμένον ἐκ τῶν προτέρων σκοπὸν).
»
στ) Σπανίως ἡ μεμονωμένη μεταβολὴ ὀργάνου τινὸς εἶναι ἡ συμφέρουσα εἰς τό ζῶον.
Γενικῶς, ἡ τροποποίησις ἥν ὑφίσταται ὄργανον τι, ἀπαιτεῖ παραλλήλως σχετικὰς
τροποποιήσεις τῶν συνεργαζομένων μετ' αὐτοῦ ὀργάνων[14],
ἄλλως αὐτὴ δέν εἶναι ἀποτελεσματική. Ἡ πλάτυνσις τῆς οὐρᾶς τοῦ κάστορος δέν θὰ
ὠφέλει αὐτὸν εἰς τὴν κολύμβησιν, ἐὰν οἱ γειτονικοὶ σπόνδυλοι, oἱ κινητήριοι
μῦς τῆς οὐρᾶς, δέν ἐτροποποιοῦντο συγχρόνως. Ἡ ἐξέλιξις τοῦ ὀφθαλμοῦ τῶν
σπονδυλωτῶν, ὀργάνου τύπου συνθέτου, δέν δύναται νά νοηθῇ ἄνευ συγχρόνου
ἐξελίξεως πάντων τῶν μετ' αὐτοῦ συνδεομένων ὀργάνων. Ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ δέν
δύναται νά ἐξηγήσῃ τό φαινόμενον τοῦτο».
Ἐπίσης
ὁ Contejean γράφει τὰ ἑξῆς: «Τί τό γοητευτικώτερον καί σημαντικώτερον ἀπὸ τάς
ἀκαταπαύστους ταύτας ἀνακαλύψεις ἀπολελιθωμένων τύπων πραγματικῶς μεσαζόντων
μεταξὺ τῶν σημερινῶν τύπων; Εὗρον ὄντα, τὰ ὁποῖα σημειώνουν τὴν μετάβασιν
μεταξὺ τῶν πτηνῶν καί ἑρπετῶν, μεταξὺ τούτων καί τῶν θηλαστικῶν ἤ τῶν ἰχθύων;
Δυστυχῶς αὗται αἱ λαμπραὶ προσδοκίαι δέν εἶναι ἤ ἀπατηλὰ ὄνειρα.
Αἱ ἀδιάκοποι ἀνακαλύψεις τῆς παλαιοντολογίας ἀποδεικνύουν μόνον ὅτι τὰ πλαίσια τοῦ ὀργανικοῦ κόσμου, θεωρουμένου ἐν τῷ συνόλῳ του, εἶναι πολὺ πληρέστερα ἤ ἐκεῖνα τῆς ζώσης φύσεως. Αἱ οἰκογένειαι, τὰ γένη καί τὰ εἴδη τὰ ἀπολιθωμένα ἔρχονται νά παρεμβληθοῦν μεταξὺ ἄλλων οἰκογενειῶν, ἄλλων γενῶν καί εἰδῶν, χωρίς ποτέ διά τοῦτο ἡ ἀπόστασις ἡ ὁποία χωρίζει τούς εἰδικοὺς τύπους νά μειωθῇ. Θὰ συνέκρινον αὐτοπροαιρέτως τὰ εἴδη πρός τούς στρατιώτας ἑνὸς λόχου, ὅστις δέχεται νεοσυλλέκτους.
Αἱ τάξεις πυκνοῦνται, ἀλλ’ οἱ ἄνδρες δέν διακρίνονται διά τοῦτο ὀλιγώτερον ἀπ' ἀλλήλων. Θὰ ἦτο λοιπὸν μεγάλου ἐνδιαφέροντος νά ἀνακαλύψωμεν τὰ μεσάζοντα, ἀλλὰ δύναται τις νά βεβαιώσῃ μετὰ θάρρους, ὅτι τὰ μεσάζοντα ταῦτα δέν ὑφίστανται.
Καί ἂν ἀκόμη ὑποθέσωμεν τό ὀλιγώτερον, ὅτι δηλαδὴ τὰ εἴδη μετεπήδησαν ἀπὸ τῆς μιᾶς μορφῆς εἰς τὴν ἄλλην δι' ἀποτόμων ἁλμάτων, τοῦθ' ὅπερ θὰ ἦτο ἐναντίον πρός τὴν θεωρίαν τῆς βαθμιαίας μεταμορφώσεως καί ἐξελίξεως καί πάλιν τότε θὰ ἔπρεπε νά ἀνεύρωμεν εἰς κατάστασιν ἀπολιθώσεως πολλοὺς μεσάζοντας τύπους.
Αἱ μορφαὶ αὗται αἱ μεταβατικαὶ θὰ ἦσαν, λοιπόν, ἀναρίθμητοι καί ἐν πάσῃ περιπτώσει ἀπείρως πυκνότεραι παρ' ὅσον εἶναι αἱ μορφαὶ αἱ ἀντιπροσωπεύουσαι τὰ γνωστὰ εἴδη. Ἐξ ἄλλου, οἱ ἀποτελέσαντες ἰδία εἴδη τύποι, βεβυθισμένοι εἰς τό πλῆθος τοῦτο τῶν διαμέσων, δέν θὰ ἠδύναντο πλέον νά διακριθοῦν ἀπ' ἀλλήλων καί, μὲ ἄλλας λέξεις, δέν θὰ ὑφίσταντο. Ἀλλ' ἤδη συνέβη τό ἀντίθετο»[15] .
Αἱ ἀδιάκοποι ἀνακαλύψεις τῆς παλαιοντολογίας ἀποδεικνύουν μόνον ὅτι τὰ πλαίσια τοῦ ὀργανικοῦ κόσμου, θεωρουμένου ἐν τῷ συνόλῳ του, εἶναι πολὺ πληρέστερα ἤ ἐκεῖνα τῆς ζώσης φύσεως. Αἱ οἰκογένειαι, τὰ γένη καί τὰ εἴδη τὰ ἀπολιθωμένα ἔρχονται νά παρεμβληθοῦν μεταξὺ ἄλλων οἰκογενειῶν, ἄλλων γενῶν καί εἰδῶν, χωρίς ποτέ διά τοῦτο ἡ ἀπόστασις ἡ ὁποία χωρίζει τούς εἰδικοὺς τύπους νά μειωθῇ. Θὰ συνέκρινον αὐτοπροαιρέτως τὰ εἴδη πρός τούς στρατιώτας ἑνὸς λόχου, ὅστις δέχεται νεοσυλλέκτους.
Αἱ τάξεις πυκνοῦνται, ἀλλ’ οἱ ἄνδρες δέν διακρίνονται διά τοῦτο ὀλιγώτερον ἀπ' ἀλλήλων. Θὰ ἦτο λοιπὸν μεγάλου ἐνδιαφέροντος νά ἀνακαλύψωμεν τὰ μεσάζοντα, ἀλλὰ δύναται τις νά βεβαιώσῃ μετὰ θάρρους, ὅτι τὰ μεσάζοντα ταῦτα δέν ὑφίστανται.
Καί ἂν ἀκόμη ὑποθέσωμεν τό ὀλιγώτερον, ὅτι δηλαδὴ τὰ εἴδη μετεπήδησαν ἀπὸ τῆς μιᾶς μορφῆς εἰς τὴν ἄλλην δι' ἀποτόμων ἁλμάτων, τοῦθ' ὅπερ θὰ ἦτο ἐναντίον πρός τὴν θεωρίαν τῆς βαθμιαίας μεταμορφώσεως καί ἐξελίξεως καί πάλιν τότε θὰ ἔπρεπε νά ἀνεύρωμεν εἰς κατάστασιν ἀπολιθώσεως πολλοὺς μεσάζοντας τύπους.
Αἱ μορφαὶ αὗται αἱ μεταβατικαὶ θὰ ἦσαν, λοιπόν, ἀναρίθμητοι καί ἐν πάσῃ περιπτώσει ἀπείρως πυκνότεραι παρ' ὅσον εἶναι αἱ μορφαὶ αἱ ἀντιπροσωπεύουσαι τὰ γνωστὰ εἴδη. Ἐξ ἄλλου, οἱ ἀποτελέσαντες ἰδία εἴδη τύποι, βεβυθισμένοι εἰς τό πλῆθος τοῦτο τῶν διαμέσων, δέν θὰ ἠδύναντο πλέον νά διακριθοῦν ἀπ' ἀλλήλων καί, μὲ ἄλλας λέξεις, δέν θὰ ὑφίσταντο. Ἀλλ' ἤδη συνέβη τό ἀντίθετο»[15] .
Τέλος
ὁ Huxley (ἐπιφανὴς γάλλος φυσιοδίφης), ἔγραψεν εἰς τὴν «Ἐπιθεώρησιν τῶν δύο Κόσμων» τῆς 13ης Μαΐου 1895, περὶ
μὲν τοῦ ἀνθρώπου ὅτι «δέν εἶναι τό τελευταῖον ἐξαγόμενον κοσμικῆς ἐξελίξεως,
ἀλλ' ὑπόστασις ἠθικὴ ἀνεξάρτητος, ἔχουσα τὴν ἱκανότητα νά διευθύνῃ τὴν φυσικὴν
ἐξέλιξιν». Περὶ δέ τῶν λοιπῶν ἐνοργάνων ὄντων ὅτι, «ἐκ τῶν 26 χιλιάδων ζωϊκῶν
εἰδῶν ἅτινα εὑρέθησαν κατακεχωρισμένα ἐν τῷ γηΐνῳ φλοιῷ, ἕκαστον ἀποτελεῖ ἰδιότυπον εἶδος, οὐδεμία δέ μορφὴ δύναται νά ἑρμηνευθῇ καί νά προταθῇ ὡς
ἀπόδειξις μεταβάσεως ἀπὸ ἑνὸς
συμπλέγματος εἰς ἄλλο»[16].
Τοιαῦτα
ὑπῆρξαν, ἐν ἄκρᾳ συνάψει, τὰ πορίσματα τῆς Ἐπιστήμης δι' ὅλας τάς μορφὰς τῆς θεωρίας
τῆς ἐξελίξεως. Διάσημοι ἐργάται καί σκαπανεῖς αὐτῆς, εἰς ὅλους τούς κλάδους
αὐτῆς, τούς πρός τὴν θεωρίαν τῆς ἐξελίξεως σχετιζομένους, ἀξίως
ἐκπροσωποῦντες, κατεδίκασαν, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Λαμὰρκ καί τοῦ Δαρβίνου, τὴν
θεωρίαν ταῦτα ὡς μωρὰν καί [17]ψευδῆ.
Εἰς τὰ πορίσματα ἐν τούτοις ταῦτα, τὰ ἀδιάσειστα καί ἀκαταμάχητα, θὰ ἐπιτραπῇ καί
εἰς ἡμᾶς νά προσθέσωμεν τὰ κατωτέρω ἐρωτήματα διά τὴν μηχανοκρατικὴν βεβαίως ἤ ὑλιστικὴν μορφὴν τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως,
τόσον τὴν προοδευτικήν, ὅσον καί τὴν δι' ἁλμάτων, τὴν ἀρνουμένην τὴν παρέμβασιν
θείου παράγοντος ἐν τῇ γενέσει ἤ διαμορφώσει τῶν ἐνοργάνων ὄντων.
α)
Ἐὰν τυφλαὶ μηχανικαὶ ἐξωτερικαὶ ἤ καί ἐνδοοργανικαὶ ἐπιδράσεις ὑπῆρξαν οἱ
παράγοντες τῆς ὠφελείας τοῦ πρώτου ἤ τῶν πρώτων μονοκυττάρων ὀργανισμῶν, ἀσχέτως
τοῦ τρόπου τῆς ἀρχικῆς αὐτῶν γενέσεως (καίτοι, ὡς προείπομεν, ἀλλὰ καί θὰ
ἀναπτύξωμεν ἐκτενέστερον ἐν τοῖς ἑπομένοις, ἀπεκλείσθη ἀπολύτως ὑπὸ τῆς
ἐπιστήμης ἡ αὐτόματος γένεσις), πῶς ἡ ὠφέλεια αὐτὴ δέν
συνετέλεσεν εἰς τὴν αὔξησιν ἁπλῶς
τοῦ ὄγκου καί τῶν διαστάσεων τῶν ὀργανισμῶν ἐκείνων - κατὰ τὸν ἄτεγκτον διά
μέσου τῶν αἰώνων βιολογικὸν νόμον - ἀλλ' ἐπέφερε τὴν γένεσιν ὄντων
πολυκυττάρων!!!...
β)
Πῶς, ἐνῶ τυφλαὶ μηχανικαὶ δυνάμεις προὐκάλεσαν τὴν μεταβολὴν ταύτην, παρετηρήθη
ἀπ' ἀρχῆς εἰς ὅλα τὰ ὄντα τὰ ἐξ αὐτῆς προελθόντα, τοιαύτη ἁρμονία, τάξις,
σοφία, πρόνοια, σκοπιμότης κλπ., ἐν τῇ διαμορφώσει τῶν ὀργανισμῶν... Τοῦτο δέ
ἰσχύει καί δι' ὅλα τὰ ὄντα τὰ προοδευτικῶς ἐμφανισθέντα ἀργότερον ἐπὶ τῆς
σκηνῆς τῆς ζωῆς.
γ)
Πῶς ἡ διά διχοτομήσεως ἀναπαραγωγὴ τοῦ πρώτου ἤ τῶν πρώτων μονοκυττάρων ὀργανισμῶν
μετεβλήθη... καί διεμορφώθησαν, εἰς τὰ πολυκύτταρα ὄντα, ἴδια - ἰδιαίτερα
συστήματα καί ὄργανα ζωῆς καί ἀναπαραγωγῆς πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ φαινομένου τῆς
ζωῆς..., ἐν οἷς ἐξαστράπτει ἄπειρος σοφία, ἁρμονία, σκοπιμότης καί πρόνοια. Πῶς
ἐπίσης ὅλα τὰ ζῷα - καί ὁ ἄνθρωπος - ἐστερήθησαν τῆς εἰδικῆς ἱκανότητος τῆς
μεταβολῆς ἀνοργάνων στοιχείων (ἄνθρακος, ὑδρογόνου, ἀζώτου κ.ἄ., ὅπως καί τῶν
φωτονίων τῆς ἡλιακῆς κλπ ἀκτινοβολίας) εἰς ζῶντας ἱστούς καί ὀργανισμούς, τήν ὁποίαν
ἱκανότητα, ἄγνωστον πῶς!! ἀποκτηθεῖσαν, καί ἐκδηλουμένην ἰδίᾳ εἰς τό φαινόμενον
της φωτοσυνθέσεως ἔχουν τά φυτά καί τά δέντρα, καίτοι εἰς κατωτέραν ὀντολογικήν
βαθμίδα ἀνήκοντα.
δ)
Πῶς, ὑπὸ τάς αὐτὰς συνθήκας καί κατὰ
τάς αὐτὰς γεωλογικὰς περιόδους, τινὰ
μὲν τῶν ὄντων ἀνεπτύχθησαν εἰς κολοσσοὺς (δένδρα πανύψηλα, φάλαινα, ἐλέφας κ.ἄ.),
ἄλλα δέ παρέμειναν νᾶνοι...
ε)
Πῶς προῆλθεν ὁ ἀπ' ἀρχῆς ἰσχύων Νόμος τῆς κληρονομικότητος καί πῶς ἡ δῆθεν
ἐξέλιξις περιωρίσθη εἰς ἀπαραβίαστα πλέον πλαίσια εἰδῶν καί γενῶν, μηδεμίαν
ἔκτοτε μεταβολὴν ἐμφανίζουσα!!!.
στ)
Πῶς, ἰσχύοντος ἀπ' ἀρχῆς τῆς ἐμφανίσεως τῶν ἐνοργάνων ὄντων τοῦ Νόμου τῆς
κληρονομικότητος, ἐχωρίσθησαν (ἐκτὸς τῶν ἄλλων μεταβολῶν) ὡρισμένα μὲν ὄντα
τοῦ αὐτοῦ εἴδους ἤ γένους εἰς
ἄρρενα, ἄλλα δέ εἰς θήλεα, μὲ εἰδικὰ ἕκαστον, καί ἀναλλοίωτα, ἀπ' ἀρχῆς,
ὄργανα ἀναπαραγωγῆς, ἐν οἷς ἐπίσης ἐξαστράπτει καί διαδηλοῦται ἀσύλληπτος
σκοπιμότης, σοφία καί πρόνοια, πρός ἀσφαλῆ διαιώνισιν τῶν φαινομένων τῆς ζωῆς
ζ)
Πῶς ἀνεπτύχθησαν εἰς ὡρισμένα πάλιν ἄρρενα καί θήλεα ὅλως ἰδιαίτερα διακριτικὰ καί
χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα;
η)
Πῶς οἱ χυμοὶ τῶν, κατὰ τούς ἐξελικτικούς, εἰς ἔμψυχα ὄντα ζῷα, ἐξελιχθέντων
φυτῶν καί... δένδρων(!!) μετεβλήθησαν, εἰς τὰ ἐξ αὐτῶν αἱματοφόρα· εἰς αἷμα, πῶς
ἡ χημικὴ σύστασις τοῦ αἵματος διῃρέθη εἰς εἰδικὰς παραλλαγὰς δι' ἕκαστον γένος
- συνομοταξίαν αὐτῶν, ἀποκλειούσας τὴν μετάγγισιν ἀπὸ ἑνὸς γένους εἰς ἄλλο· καί
πῶς τό αἷμα τοῦ ἀνθρώπου ἐγένετο ὅλως διάφορον τοῦ αἵματος ὅλων τῶν ζώων (μηδὲ
τοῦ τόσον ὑμνηθέντος πιθήκου ἐξαιρουμένου), ὥστε νά ἀποκλείηται ἡ εἰς τὸν
ἄνθρωπον μετάγγισις αἵματος οἱουδήποτε ζῴου, ὡς ἐπιφέρουσα ἀμέσως τὸν θάνατον.
θ)
Πῶς ἀνεπτύχθησαν ἀπ' ἀρχῆς τὰ ὑπέροχα ἔνστικτα ὡρισμένων ὄντων (ἐντόμων κλπ.) καί
δὴ τὰ εἰς ἀπογόνους μὴ γνωρίζοντας τούς γεννήτορας αὐτῶν ἀπὸ τῆς πρώτης
ἐμφανίσεως των ἀναλλοιώτως[18]
μεταβιβαζόμενα, δι' ὧν καί δι' ὑπερόχων, ὡς ἐπὶ τό πολύ, ἀντιθέσεων ἀλλὰ καί
προφανέστατης καί θαυμαστῆς σκοπιμότητος καί προνοίας, ἐξασφαλίζεται ἡ κατ'
εἰδικοὺς τρόπους ζωὴ καί ἀναπαραγωγὴ αὐτῶν, ἀλλὰ καί ἡ ἐξυπηρέτησις ὅπως καί ὁ
στολισμὸς τῆς Δημιουργίας;
ι)
Πῶς ἀνεπτύχθησαν οὐ μόνον οἱ αἰσθήσεις εἰς τὰ ἀνώτερα ὄντα (αἱ μὴ ὑπάρχουσαι
εἰς τὰ μονοκύτταρα καί εἰς τὰ τόσα ἄλλα κατώτερα) μετὰ τῶν ὑπερόχων αὐτῶν
συστημάτων καί ὀργάνων, ἐν τέλει δέ τὰ συναισθήματα τῆς χαρᾶς, τῆς λύπης, τῆς
ἀγάπης, τῆς ἔχθρας, τοῦ φόβου κλπ.
ια)
Πῶς ὁ ἀτμοσφαιρικός ἀήρ ἔχει τήν ἐκπληκτικήν χημικήν ποσόστοσι ἀερίων ἐξ 78%
ἀζώτου, 20,9% ὀξυγόνου, 00,10% διοξειδίου τοῦ ἄνθρακος, 0,02% Νέου, 0,0053 ἡλίου
καί 0,001% κρυπτοῦ. Ποία ἀρχή, ποία φυσική ἐπιλογή, ποία διαδικασία ἐξελίξεως
καθόρισε αὐτήν τήν ἐκπληκτικήν χημικήν ὀργάνωσι τοῦ ἀτμοσφαιρικοῦ ἀέρος, ὅστις
ἐάν ἀπηρτίζετο ἐξ 100% Ὀξυγόνου θά
ἀνεφλέγετο αὐθωρεί ὁ πλανήτης;
ιβ)
Πῶς τό θαλάσσιον ὕδωρ πού καταλαμβάνει τό 71% τῆς γηΐνης ἐπιφανείας, μέ μέσην ἁλμυρότητα
35%, καί ὑπεροχικήν σύνθεσι διαλελυμένων ἁλάτων ἔχει τήν μυστηριώδη χημικήν ποσόστοσι
εἰς ἕνα χιλιογραμμάριον ὕδατος νά περιέχεται χλωριοῦχον νάτριον (NaCl) 23,48 gr., χλωριοῦχον ἀσβέστιον
(Mg Cl2) 4,98 gr., Θεϊκόν νάτριον (Na2
SO4) 3,92 gr.,
χλωριοῦχον ἀσβέστιον (CaCl2) 1,10 gr., χλωριοῦχον κάλιον (KCl)
0,66, δισανθρακικόν νάτριον (NaHCO3) 0,19
gr., βρωμιοῦχον κάλιον (KBr)
0,10 gr., βορικόν ὀξύ (Η3ΒΟ3) 0,03 gr.,
καί χλωριοῦχον σρόντιον (SrCl2) 0,02 gr., συνολικῆς ἁλμυρότητος 34,48 gr. εἰς ἥν ὀφείλεται ἡ συντήρησις τῆς βιοποικιλότητος τῶν
θαλασσῶν καί ἡ ζωή ἑκατομμυρίων εἰδῶν ζωῆς; Καί
ιγ) Πῶς καθορίσθησαν αἱ κινήσεις τῆς Γῆς:
α)
ἡ περί τόν ἄξονά της περιστροφή ἐντός 24 ὡρῶν, ἥτις προκαλεῖ τήν φαινομένην
ἀνατολήν καί δύσιν τοῦ Ἡλίου, τῆς Σελήνης καί τῶν ἀστέρων μετά τῶν συνοδευουσῶν
μεταβολῶν, αἱ ὁποῖαι χαρακτηρίζουν τήν ἡμέραν καί τήν νύκταν, β) ἡ περί τον Ἥλιον
ἅπαξ ἐντός ἑνός ἔτους ἐπί ἐλαφρᾶς ἐλλειπτικῆς τροχιᾶς τῆς ὁποίας ἡ ἐκκεντρότης εἶναι 0,01674.
Ἕνεκεν τῆς ἐκκεντρότητος ταύτης ἡ ἀπόστασις τῆς Γῆς ἀπό τοῦ Ἡλίου μεταβάλλεται ἐκ τῆς μέσης τιμῆς τῶν 150.000.000 χιλιομέτρων κατά 5.000.000 περίπου χιλιόμετρα κατά τήν διάρκειαν τοῦ ἔτους ὁ ἄξων περιστροφῆς της εἶναι κεκλιμένος κατά γωνίαν 66ο 33΄ 01΄΄ ὡς πρός τό ἐπίπεδον τῆς τροχιᾶς της, εἶναι δέ ὁ Βόρειος Πόλος περισσότερον κεκλιμένος πρός τόν Ἥλιον κατά τόν Ἰούνιον καί πλέον ἀπομεμακρυσμένος αὐτοῦ κατά τόν Ἰανουάριον.
Ἡ κλίσις αὕτη τοῦ ἄξονος τῆς Γῆς, συνδυαζομένη μετά τῆς περιφορᾶς της περί τόν Ἥλιον προκαλεῖ τήν μεγαλυτέραν ἡμέραν κατά τό θέρος καί τήν βραχυτέραν κατά τοῦ χειμῶνα, πρωταρχικήν αἰτίαν τῶν ἐποχῶν, γ) ἡ μετάπτωσις τοῦ ἄξονος τῆς Γῆς περί τήν κάθετον ἐπί τήν τροχιάν της καί δ) ἡ κίνησις τοῦ ἄξονος περιστροφῆς τῆς Γῆς ὡς πρός τόν γεωμετρικόν ἄξονα τοῦ σχήματός της πού προκαλεῖ τήν μετάθεσιν τῆς θέσεως τοῦ Βόρειου Πόλου τοῦ ἄξονος περιστροφῆς τῆς Γῆς ὡς πρός τόν γήϊνον φλοιόν καί ἐπιφέρει μεταβολήν εἰς τά γεωγραφικά πλάτη ὅλων τῶν σημείων, αἱ θέσεις τῶν ὁποίων ἔχουν καθορισθεῖ ὡς πρός τον Ἰσημερινόν τῆς γῆς;
Ἕνεκεν τῆς ἐκκεντρότητος ταύτης ἡ ἀπόστασις τῆς Γῆς ἀπό τοῦ Ἡλίου μεταβάλλεται ἐκ τῆς μέσης τιμῆς τῶν 150.000.000 χιλιομέτρων κατά 5.000.000 περίπου χιλιόμετρα κατά τήν διάρκειαν τοῦ ἔτους ὁ ἄξων περιστροφῆς της εἶναι κεκλιμένος κατά γωνίαν 66ο 33΄ 01΄΄ ὡς πρός τό ἐπίπεδον τῆς τροχιᾶς της, εἶναι δέ ὁ Βόρειος Πόλος περισσότερον κεκλιμένος πρός τόν Ἥλιον κατά τόν Ἰούνιον καί πλέον ἀπομεμακρυσμένος αὐτοῦ κατά τόν Ἰανουάριον.
Ἡ κλίσις αὕτη τοῦ ἄξονος τῆς Γῆς, συνδυαζομένη μετά τῆς περιφορᾶς της περί τόν Ἥλιον προκαλεῖ τήν μεγαλυτέραν ἡμέραν κατά τό θέρος καί τήν βραχυτέραν κατά τοῦ χειμῶνα, πρωταρχικήν αἰτίαν τῶν ἐποχῶν, γ) ἡ μετάπτωσις τοῦ ἄξονος τῆς Γῆς περί τήν κάθετον ἐπί τήν τροχιάν της καί δ) ἡ κίνησις τοῦ ἄξονος περιστροφῆς τῆς Γῆς ὡς πρός τόν γεωμετρικόν ἄξονα τοῦ σχήματός της πού προκαλεῖ τήν μετάθεσιν τῆς θέσεως τοῦ Βόρειου Πόλου τοῦ ἄξονος περιστροφῆς τῆς Γῆς ὡς πρός τόν γήϊνον φλοιόν καί ἐπιφέρει μεταβολήν εἰς τά γεωγραφικά πλάτη ὅλων τῶν σημείων, αἱ θέσεις τῶν ὁποίων ἔχουν καθορισθεῖ ὡς πρός τον Ἰσημερινόν τῆς γῆς;
Ἀποροῦμεν
τῇ ἀληθείᾳ πῶς λογικοὶ ἄνθρωποι καί
μάλιστα εἰδικοὶ ἐπιστήμονες, καυχώμενοι καί ἐπὶ σοφία, ἠδυνήθησαν νά πιστεύσωσιν
ὅτι: α) ὁ ἀπ' ἀρχῆς χωρισμὸς τῶν μικροβίων εἰς ὠφέλιμα καί ἐπιβλαβῆ, ὁ ἔμφυτος μεταξὺ των πόλεμος, ἀλλὰ καί ἡ
μυστηριωδῶς διατηρουμένη μεταξὺ αὐτῶν ἰσορροπία, β) τό ὑπέροχον ἱστίον τοῦ
σπόρου τῆς πεύκης καί ἡ μικρὰ πτέρυξ τοῦ σπόρου τοῦ σφενδάμου - ἡ ἀποτελοῦσα
θαυμάσιον αὐτόγυρον ἤ ἐλικόπτερον,
κατερχόμενον χωρὶς ἰδιαιτέραν κινητήριον δύναμιν, γ) τὰ εἰδικὰ περιβλήματα
ὡρισμένων σπόρων (καρύου, ἀμυγδάλου κ.ἄ.) καί τὰ εἰδικὰ περιβλήματα τρίχες,
πτερύγια κλπ καί σχήματα ὅλων τῶν σπόρων, διά τήν εὔκολον μεταφοράν των ὑπό
τοῦ ἀνέμου καί τῶν ὑδάτων, ὡς καί διά τήν εἰς τό ἔδαφος διείσδυσιν, ἐπίσης δέ ἡ
ἐκρηκτική ἱκανότης - ἰδιότης ὡρισμένων
σπόρων ἤ καρπῶν, ἵνα τό σπέρμα ἐκτινάσσηται μακράν τοῦ χώρου του, ὑπό τῶν
κλώνων ἤ φύλλων τῶν δένδρων ἤ τῶν φυτῶν καλυπτομένου, πρός διευκόλυνσιν πάντοτε
καί ἐξυπηρέτησιν τῆς ἀναπαραγωγῆς·
ὡσαύτως αἱ θαυμάσιοι κοτυληδόνες τῶν σπόρων, αἱ ὡς πρώτη τροφή τοῦ μεταξύ αὐτῶν
πυρῆνος - ἐμβρύου – τῶν φυτῶν χρησιμεύουσαι, αἱ θαυμασταί συμμετρίαι καί τά
ἰδιαίτερα συστατικά τῶν κορμῶν, τῶν φύλλων, τῶν ἀνθέων καί τῶν καρπῶν τῶν φυτῶν καί τῶν δένδρων, δ) ὁ εἰς τά αὐτά ἐδάφη χωρισμός τῶν
δένδρων εἰς διαφόρων εἰδῶν καρποφόρα καί μή, οἱ ὑπέροχοι ἰδιαίτεροι τῶν ἀνθέων καί τῶν
καρπῶν αὐτῶν χρωματισμοί, καί αἱ ἰδιαίτεροι εὔοσμοι ἤ κάκοσμοι ἀπόπνοιαι αὐτῶν,
ε) οἱ σπόνδυλοι τῶν καλάμων τῶν σιτηρῶν κλπ. καί τό κοῖλον - κενόν τοῦ ἐσωτερικοῦ
αὐτῶν, ἵνα ἀντέχωσι περισσότερον εἰς τό βάρος τῶν κορυφῶν καί τάς ἐκ τοῦ ἀνέμου ταλαντεύσεις[19],
στ) ὁ
ὑπὸ τοῦ ὀκτάποδος ἐκχυνόμενος «θολός»
καί ἡ ὑπὸ τῆς σουπιᾶς ἐκχυνόμενη «μελάνη»,
ζ) τό ὑπὸ διαφόρων φυτῶν, ἑρπετῶν καί ἐντόμων, δι' ὡρισμένους σκοποὺς καί διά θαυμασίων εἰδικῶν ὀδόντων, ὀργάνων καί συστημάτων ἐκχυνόμενον δηλητήριον, τό ὑπὸ τοῦ κώνωπος ἐκχυνόμενον
καυστικὸν ὑγρόν, ὅπερ, οὐ μόνον διατηρεῖ ὑγρὸν τό ἀπορροφώμενον αἷμα (ὅπερ
ἄλλως θὰ ἐπήγνυτο), ἀλλὰ καί ἀναισθητεῖ τό δακνόμενον μέρος τοῦ σώματος, ὥστε νά
μὴ γίνηται ἀμέσως αἰσθητὸν τό τσίμπημα, ὅπως καί τό θαυμάσιον ἀναισθητικὸν τῆς
πυγολαμπίδος, η) ἡ πῆξις καί ἡ στερεοποίησις τοῦ σιέλου τῆς ἀράχνης ἀλλὰ καί ἡ
ἰδιαιτέρα κολλητικὴ οὐσία, ἡ ὑπ’ εἰδικῶν ὀργάνων καί ἀδένων ἐν τῷ στόματι αὐτῆς
ἐκχυνομένη, δι' ἧς ἐπαλείφεται ὁ εἰς
ἱστὸν μεταβαλλόμενος σίελος διά νά συλλαμβάνωνται τὰ προσεγγίζοντα ἔντομα,
ἐπίσης δέ τό δι' αὐτοῦ πλεκόμενον θαυμάσιον δίκτυον, θ) ἡ κοινωνικὴ κλπ ζωὴ τῶν
μυρμήκων καί τῶν μελισσῶν καί τό ἑξάγωνον τῆς κηρήθρας τῶν τελευταίων[20],
ι) τὰ ὑπέροχα ἀρχιτεκτονικὰ σχήματα καί οἱ ἐσωτερικοὶ ἰδία χρωματισμοὶ τῶν
ὀστράκων[21], οἱ
θαυμάσιοι χρωματισμοὶ τῶν δερμάτων καί τῶν τριχωμάτων τῶν χερσαίων καί τῶν
ἐναλίων ζώων, οἱ ὑπέροχοι χρωματισμοὶ τῶν πτηνῶν καί δὴ τῶν παραδεισίων - καί
τὰ ὑπέροχα λοφία κλπ. τινῶν ἐξ αὐτῶν, τὴν διάταξιν καί τὴν ἐναρμόνισιν τῶν
χρωματισμῶν τῶν ὁποίων δέν ἦτο δυνατὸν νά σκεφθῇ καί ὁ καλλίτερος καλλιτέχνης
διακοσμητής· ια) αἱ ἰδιαίτεραι τῶν ζώων φωναὶ καί τὰ ἠδύμολπα ὡρισμένων πτηνῶν ἄσματα,
ιβ) οἱ προστατευτικοὶ χρωματισμοὶ τῶν ὠῶν τῶν ἐν ἐλευθέρᾳ καταστάσει βιούντων
πτηνῶν καί οἱ εἰδικαὶ τοῦ κελύφους ἑκάστου γένους κηλῖδες ἤ στίγματα, ιγ) τό
ψυχρὸν φῶς ὡρισμένων φωτοβόλων ὀργανισμῶν φυτῶν, ἐντόμων, μαλακίων καί ἰχθύων, τό
τόσον ἀπαραίτητον διά τὴν ζωὴν τῶν ὄντων τούτων ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ
πλανήτου, καί ἰδίᾳ εἰς τούς σκοτεινοὺς βυθοὺς τῶν θαλασσῶν, ιδ) ἡ θαυμαστὴ
ἀλληλεξάρτησις καί ἀλληλεξυπηρέτησις τῶν ἐνοργάνων ὄντων καί ἡ θαυμάσια
ἀναλογία συστημάτων καί ὀργάνων ἀναπαραγωγῆς, ὅπως καί ὀργάνων καί συστημάτων
ἀμύνης καί ἐπιθέσεως· ἡ συμμετρία τέλος τῶν διαστάσεων κλπ τῶν οἰκοσίτων ζώων πρός τάς διαστάσεις καί
τάς ψυχικάς καί ὀργανικάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου, οὐ μόνον διά τήν ὀργανικήν ἀλλά
καί τήν ψυχικήν ἡμῶν ἐξυπηρέτησιν καί οἱ ὑπέροχοι καί μυστηριώδεις ἐν πολλοῖς τρόποι ἀναπαραγωγῆς
διαφόρων ὑδροβίων καί χερσαίων ὄντων
(ὅπως τῶν χελιῶν κ.ἄ.), καί τόσαι ἄλλαι ὀργανικαί καί ψυχικαί λειτουργίαι καί
ἰδιότητες τῆς ἀσυλλήπτου ποικιλίας τῶν ἐνοργάνων ὄντων, ἀπό τῆς μονοκυττάρου ἀμοιβάδος
καί μέχρι τοῦ νοοῦντος ἀνθρώπου, ὧν ἡ ἀπαρίθμησις καί ἡ φιλοσοφική ἰδίᾳ ἀνάπτυξις
διαφεύγουν τῶν στενῶν ὁρίων τῆς παρούσης πραγματείας, καί αἵτινες ὡς σάλπιγγες τυρρηνικαί, διά τῆς ἐκδηλουμένης
δι' αὐτῶν ἀπείρου σοφίας, προνοίας καί σκοπιμότητος, τήν ἄπειρον δύναμιν, ἀλλά
καί τήν πάνσοφον πρόνοιαν τοῦ Δημιουργοῦ πρός τόν φιλοσοφοῦντα ἄνθρωπον
διαγγέλλουν, ὑπῆρξαν ἀποτελέσματα
τυφλῆς μηχανικῆς ἐξελίξεως, εἴτε
προοδευτικῆς - βραδείας, εἴτε ἁλματικῆς!! Ἀλλά τήν ἐξήγησιν τῆς ἀπορίας παρέχει
ρητῶς ἡ Γραφή. Πάντες οὗτοι, μακράν τοῦ
ἀποκαλυφθέντος θαυμαστῶς ἀληθινοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ εὑρισκόμενοι
καί στερούμενοι, ὡς ἐκ τούτου, θείας χάριτος καί θείου φωτισμοῦ, «παρεδόθησαν
εἰς ἀδόκιμον νοῦν. Καί φάσκοντες εἶναι
σοφοί, ἐμωράνθησαν» (πρός Ρωμ. Α΄ 22
καί 28).
[1]
Πρβλ. μακαριστοῦ Ν. Σπηλιώτου μν. ἔργ., σελ. 23.
[2]
Elie de Cyon, «Dieu ot
Science» 2e edition paris 1912 p. 408.
«Ἡ ἰδέα ὅτι τὸ ἀνθρώπινον γένος κατάγεται ἀπὸ οἱονδήποτε πιθηκοειδὲς ζῶον εἶναι ἀναμφιβόλως ἡ πλέον βλακώδης ἐκ τῶν ἐξαγγελθέντων περὶ τῆς Ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου».
[3] Τάς σχετικὰς ἐν κείμενοις γνώμας τοῦ συνόλου σχεδὸν τῶν προαναφερθέντων ἐπιστημόνων ἰδὲ εἰς τὸ μν. ἔργ. μακαριστοῦ Ν. Σπηλιώτου, σελ. 13 - 102.
Ὡσαύτως ἐν σελ. 80, 83 - 85, 88, 89-94, 112-118, 122-127, 140 καὶ 148 τοῦ συγγράμματος
τοῦ μακαριστοῦ Μητροπ. Κερκύρας Μεθοδίου ἀναφέρονται σχετικαὶ γνῶμαι καὶ ἄλλων
διακεκριμένων ἐπιστημόνων, διακηρυσσόντων τὸ ἐπιστημονικῶς ἀβάσιμον τῆς θεωρίας
τῆς «ἐξελίξεως» οἱασδήποτε μορφῆς, ὡς καὶ τῆς ἐξ ἴσου ψευδοῦς τοιαύτης τῆς
«αὐτομάτου γενέσεως».
[4]
Πρβλ. μακαριστοῦ Π. Τρέμπελα μν., ἔργ., σελ. 124 -132.
[5]
Πρβλ. μακαριστοῦ Π. Τρεμπέλα, μν., ἔργ., σελ. 117 -124.
[6]
Πρβλ. καί μακαριστοῦ Π. Τρεμπέλα, μν., ἔργ.,
σελ. 149-153 καί βιβλ. αὐτόθι.
[7] Ἰδίου μν. ἔργ., σελ. 120-140.
[8]
Κατὰ τὴν ὡραίαν παρατήρησιν τοῦ Βιγκὰν (Π. Τρεμπ., μν. ἔργ., σελ. 189), ὅταν ὁ
Δαρβῖνος χρειάζεται νά ἐξηγήσῃ τὴν ἐξέλιξιν τῶν μορφῶν καὶ τὴν παραγωγὴν νέων
εἰδῶν, τονίζει ἐξόχως τὸ μεταβλητὸν τούτων καὶ θέτει εἰς τὴν ὑπηρεσίαν αὐτοῦ
τὴν κληρονομικότητα. Ὅταν δὲ πάλιν θέλῃ νά ἐξηγήσῃ πῶς νέαι μορφαὶ καθίστανται
μόνιμοι, ἐξαίρει τότε τὴν ὑπὸ τοῦ Νόμου τῆς κληρονομικότητος ἐξασφάλισιν τῆς
μονιμότητος καὶ τοῦ ἀμεταβλήτου τοῦ χαρακτῆρος. Τάς ἀντιρρήσεις ταύτας
προσπαθὼν νά καλύψῃ ὁ Χάϊκελ, διήρεσε τὴν κληρονομικότητα εἰς συντηρητικήν!!!
καὶ προοδευτικήν!!!, διακοπτομένην, φυλετικὴν κλπ. Ἀλλὰ πόσον αἱ ἔννοιαι αὖται
ἀποκλείουνἀλλήλας, παρέλκει νά τονίσωμεν. Πρβλ. καὶ μακαριστοῦ Π. Τρεμπ., μν.
ἔργ., σελ. 186 - 189 καὶ βιβλ. αὐτὸθι.
[9]
Ἐγκυκλοπ. Λεξικὸν «Λαρούς», τοῦ 20ου αἰῶνος, Τομ. 6 (ἔτος 1933, σ.
773), πρβλ. ἀοιδίμου Ν. Σπηλιώτου μν. ἐργ. σ. 97. Τὸν δῆθεν βιογονικὸν -
βιογενετικὸν νόμον τοῦ Χάϊκελ ἀπέδειξαν ἀνύπαρκτον οἱ διάσημοι ἐμβρυολόγοι καὶ
ζωολόγοι L. Vialleton, Flisehman, Deperet κ.ὁ. (L. Vialleton, L’ Origine des
etres vit vants p. 372 - 373 καὶ Leprobleme de Γ Evolution p. 230 - 232),
Wigande (Der Darwinismas, 1874 - 1877 t.
Ill, σελ. 272) Wasmann (La probite scientifique de Hacekel, σελ. 8) κ.ἄ. Ἐπίσης
ὁ μακαριστός καθηγητὴς τῆς Ἀνατομικῆς τοῦ ἐν Ἀθήναις Πανεπιστημίου Γ.
Σκλαβοῦνος, ἐν τῷ ἔργῳ αὐτοῦ ἡ «Ἀνατομικὴ τοῦ ἀνθρώπου», Τομ. Α΄, σελ. 2 καὶ 3
(ἔκδ. 1906 καὶ 1926), γράφει ἐπὶ τοῦ θέματος, ἐκτὸς ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἀλλὰ
πρὸς τὸν βιογονικὸν νόμον ἀντιφάσκουν πολλὰ γεγονότα τῆς ὀντογονίας. Οὕτω π.χ.
ἐνῶ συμφώνως τῷ βιογονικῷ νόμῳ τὸ νευρικὸν σύστημα ἔδει νά διαπλάσσηται ἔσχατον
πάντων - διότι ἡ νωτιαία χορδὴ παρουσιάζεται μόνον εἰς τὰ σπονδυλωτὰ - ἐξ
ἐναντίας ἡ καταβολὴ αὐτοῦ τίθεται πρωϊαίτατα. Ἐνῶ τὸ ἔντερον ἐν τῇ ζωολογικῇ
κλίμακι ἀνοίγεται εἰς στόμα καὶ εἰς πρωκτόν, κατὰ τὴν ὀντογονίαν διαπλάσσεται
τυφλόν, καὶ εἶτα, προϊούσης τῆς διαπλάσεως, διανοίγεται. Ἐνῶ ὁ πρωκτὸς εἶναι ἐν
τῶν παλαιότατων ὀργάνων - διότι καὶ εἰς αὐτὰ τὰ πρωτόζωα παρατηρεῖται τὸ
σφυγμῶδες χασμάτιον - ἡ καταβολὴ αὐτοῦ κατὰ τὴν ὀντογονίαν ἐπιβραδύνεται...».
Πρβλ. καὶ μακαριστοῦ Π. Τρεμπ., μν. ἔργ., σ. 104 - 116 καὶ βιβλ. αὐτόθι, ὡς καὶ
Ν. Σπηλ., μν. ἐργ., σ. 51.
[10]
Μετὰ τὴν τοιαύτην ὑπὸ τῆς Ἐπιστήμης καταδίκην τῆς αὐτομάτου γενέσεως τῆς ζωῆς
καὶ τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς, παρέλκει νά ἀσχοληθῶμεν περὶ τῆς συναφοῦς θεωρίας τοῦ
Ἀρρένιους, καθ' ἥν ὁ πρῶτος ζῶν ἤ οἱ πρῶτοι ζῶντες μικροοργανισμοὶ ἦλθον ἐξ
ἄλλων πλανητῶν ἤ ἄλλων κόσμων. Διότι ἀποκλειόμενης τῆς «ἐξελίξεως», τὰ διάφορα ἐνόργανα ὄντα ἔδει νά ἐκτελέσουν τὰ
διαπλανητικὰ ταξίδια καὶ νά ἔλθουν εἰς τὸν ἡμέτερον πλανήτην ὑφ' ἅς μορφὰς καὶ
σχήματα ἐνεφανίσθησαν καὶ εἶναι ἐπὶ τῆς σκηνῆς τῆς ζωῆς!!!. Ἐπιπροσθέτως ὅμως
καὶ διὰ τὴν θεωρίαν ταύτην - ὅπως καὶ τὴν θεωρίαν τῆς «αὐτομάτου γενέσεως τῆς
ζωῆς», ὁ καθηγητὴς τῆς Βιολογικῆς Χημείας ἐν τῷ Ἐθνικῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν
μακαριστός Ἀναστ. Χρηστομάνος, ἀποδείξας - εἰς σειρὰν ἕξ ἄρθρων του, ὑπὸ τὸν
τίτλον «Περὶ τῆς γενέσεως τῆς ζώσης ὕλης», δημοσιευθέντων ἐν τῇ στήλῃ τοῦ
«Λαϊκοῦ Πανεπιστημίου» τῆς ἐφημερίδος «Βραδυνή», Ἀθηνῶν, κατὰ τὰ τέλη
Νοεμβρίου 1950 - τὸ ἀγεφύρωτον χάσμα μεταξὺ ἀνοργάνου καὶ ὀργανικῆς ἤ ζώσης
ὕλης, ὡς καὶ τὸ ἀδύνατον τῆς τεχνητῆς -παρασκευῆς ζώσης ὕλης ἐν τοῖς χημικοῖς
ἡμῶν ἐργαστηρίοις, καίτοι δυνάμεθα νά ἔχωμεν ἐν αὐτοῖς, τεχνητῶς, ὅλας τάς
φυσικὰς συνθήκας, ὑφ’ ἅς διῆλθεν ὁ πλανήτης ἡμῶν, ἀφ' ἧς ἐνεφανίσθη ἐπ’ αὐτοῦ ἡ
ζωή, ὅπως καὶ πρὸ ταύτης, γράφει ἐν κατακλεῖδι, εἰς τὸ τέλος τοῦ τελευταίου
ἄρθρου του (τῆς 28ης Νοεμβρίου 1950), τὰ ἑξῆς: «Ὅλαι δὲ αἱ δοθεῖσαι μέχρι
σήμερον ἐξηγήσεις (περὶ τοῦ τρόπου τῆς πρωταρχικῆς ἐμφανίσεως τῆς ζωῆς)
βασίζονται ἁπλῶς κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον ἐπὶ ρωμαντικῶν ὑποθέσεων καὶ δέν
δύνανται ποσῶς νά θεωρηθοῦν ὅτι ἀνταποκρίνονται καὶ κατὰ τὸ ἐλάχιστον εἰς τὴν
πραγματικότητα. Ἐδῶ πάλιν συναντῶμεν τὸ περίφημον «ἀγνοοῦμεν», καὶ εἴτε τὸ
θέλομεν, εἴτε ὄχι, ὁ νοῦς μας στρέφεται πρὸς μίαν ὑπερφυσικὴν δύναμιν, ἡ ὁποία
ἔδωκε πνοὴν εἰς τὴν ἄνευ ζωῆς ἐκείνην πρωτόγονον ὀργανικὴν ὕλην. Πολλοὶ μεγάλοι
φυσιοδίφαι, ὡς ὁ Ἀρρένιους, προσεπάθησαν νά ἐξηγήσουν τὴν ὕπαρξιν τῆς ζώσης
ὕλης ἐπὶ τῆς γῆς διὰ μεταφορᾶς ζώντων σπόρων μυκήτων καὶ διηθητῶν των διὰ τοῦ
ἀπείρου καὶ τῇ ἐνεργείᾳ ἴσως τῶν φωτονίων. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ θεωρία αὐτὴ
ἀπεδείχθη ἀστήρικτος, οὐδόλως ἐπιλύει τὸ ζήτημα τοῦτο, ἀλλὰ μεταθέτει ἁπλῶς τὸ
πρόβλημα τῆς ζωῆς ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς πρὸς ἄλλους μακρινούς κόσμους. Ὡς
ἐκ τούτου ὀφείλομεν νά ὁμολογήσωμεν, ὅτι ἀγνοοῦμεν τελείως σήμερον τό πῶς
ἐσχηματίσθη ἡ ζῶσα ὕλη, πᾶσαι δὲ αἱ πληροφορίαι καὶ σχετικαὶ εἰδήσεις δέν
ἀνταποκρίνονται πρὸς τὴν ἀλήθειαν». Ἐννοεῖ βεβαίως ὁ μακαριστός μόνον τάς
πληροφορίας καὶ εἰδήσεις τῆς ἀθέου, τῆς μὴ πιστευούσης εἰς Δημιουργὸν Θεὸν
Ἐπιστήμης. Διότι ὑπὸ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς παρέχονται πᾶσαι αἱ πληροφορίαι
περί τε τοῦ τρόπου ἀλλὰ καὶ τοῦ χρόνου τῆς ἐπὶ τοῦ πλανήτου τούτου ἐμφανίσεως
τοῦ φαινομένου τῆς ζωῆς, τάς ὁποίας τόσον ἐβεβαίωσαν οὐ μόνον τὰ τελευταῖα
πορίσματα τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, ἀλλὰ καὶ αἱ ἀρχαιολογικαὶ σκαπάναι.
[11]
Πρβλ. μακαριστοῦ Ν. Σπηλιώτου, μν. ἔργ., σελ. 97 - 100, ἔνθα καί αἱ σχετικαί
κριτικαί ἐν κειμένοις. Ἐπίσης ἐν σελ. 100-101 τοῦ ἰδίου ἔργου δέ περί τῶν
κυριωτέρων συγγραμμάτων τῶν ἐκδοθέντων κατά τόν παρελθόντα αἰῶνα ἐναντίον τῆς
θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, ἐν οἷς: Θεοδώρου Eimer «Die Entstehung der Arten»,
τρίτομον, 1881-1901. Φλάϊσσμαν
«Die Uarwinsche theorie» 1903. Wasmann «Die Moderne Biologie und die Entwicklungslehre», 3η έκδοσις 1906. A. Schmitt «Das Zeugnis der Versteinerungen gegen den Darwinismus
1908. Ο Ηertwig «Allgemeine
Biologie» 4η έκδοσις 1912
κ.ἄ.
[12]
μακαριστοῦ Π. Τρέμπ., μν. ἔργ., σελ. 116 καί 132-133.
[13]
Εἰς τήν κατηγορίαν τῶν ἐπιβλαβῶν ὀργάνων κλπ. δέον ἀναντιρρήτως νά περιληφθῇ καί
τό μεγαλοπρεπές πτέρωμα τῶν παραδεισίων πτηνῶν καί δή ἡ δύσχρηστος οὐρά τινῶν ἐξ
αὐτῶν, ὡς τοῦ Ταώ π.χ. ἤ παγωνιοῦ κ.ἄ., ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων δυσκολώτερον ἐκφεύγουν
τῶν ἐχθρῶν των. Ἐπίσης ἡ ὀργανική ἀδυναμία - ἀτέλεια τοῦ λύκου, ὅπως στρέψῃ τήν
κεφαλήν του δεξιά καί ἀριστερά, κατά τούς ποιμένας δέ, καί ὅπως ἀνοίξῃ εὐκόλως καί
τας σιαγόνας του. Ἀτέλειαι ὀργανικαί, δοθεῖσαι ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ πρός προφανῆ
περιορισμόν τῶν ἐπιβλαβῶν ἰδιοτήτων τοῦ θηρίου τούτου, καί ἀπό τῶν ὁποίων,
παρά τάς προσπάθειάς του, ἀναμφιβόλως, ἀπό τῆς δημιουργίας του καί μέχρι
σήμερον, δέν ἠδυνήθη νά ἀπαλλαγῇ.
[14]
Περί τοῦ Νόμου «τῆς πρός ἄλληλα συσχετίσεως τῶν ὀργάνων» καί τῆς ἀντιθέσεως αὐτοῦ
πρός πᾶσαν μορφήν ἐξελίξεως, πρβλ. καί μακαριστοῦ Π. Τρεμπ., μν. ἔργ., σελ.
195-198 καί βιβλ. αὐτόθι.
[17]
Κατὰ τὸ ἔτος 1913, ἕν ἔτος πρὸ τῆς ἐκρήξεως τοῦ παγκοσμίου πολέμου, ὁ ἄγνωστος
φυσιοδίφης Γεώργιος Μπών, καθηγητὴς ἐν Σορβόνῃ, ἐπεφορτίσθη ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου
τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως τῆς Γαλλίας τὴν εἰδικὴν ἀποστολὴν νά ἐπισκεφθῇ τὰ -
πλέον δραστήρια κέντρα τῶν βιολογικῶν ἐρευνῶν ἐν Εὐρώπῃ, ἤτοι ἐν
Αὐστροουγγαρία, ἐν Ρωσία καὶ ἐν Γερμανία, νά ἀποκομίσῃ ἐκεῖθεν τὰ τῆς κινήσεως
τῶν βιολογικῶν προβλημάτων. Οἱ κύριοι αὐτοῦ σταθμοὶ κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ἀνατεθείσης
αὐτῷ ἐντολῆς ὑπῆρξαν τὸ Στρασβοῦργον, μετὰ τῶν μεγαλοπρεπῶν ἐργαστηρίων αὐτοῦ
Χημείας, φυσιολογίας καὶ Ζωολογίας, ἡ Ἀϊδελδέργη (ὅπου ὁ βιολόγος Ντρίςς), τὸ
Βουρσμοὺρκ καὶ τὸ Μόναχον, ὅπου ὁ Ριχάρδος Χέρτβερκ διηύθυνε ἔρευνας βιολογικῆς
ζωολογίας, ἡ Βιέννη, ὅπου ὁ Prisdram ἵδρυσε περίφημον βιολογικὸν σταθμὸν διὰ
τὴν μελέτην τῶν παραγόντων τῆς ἐξελίξεως, ἡ Κρακοβία, ἡ Μόσχα, ἡ Πετρούπολις,
τὸ Βερόλινον, ὅπου ἐβασίλευον ὡς διδάσκαλοι ὁ φυσιολόγος Ροῦμπνερ καὶ ὁ
βιολόγος Ὀσκὰρ Χέρτβιγκ. Τὰ πορίσματα λοιπὸν τῆς ἐπισήμου ταύτης ἀποστολῆς
ἐκτιθέμενα ὑπ’ αὐτοῦ ἐν βιβλίῳ ἐπιγραφομένω «Ἡ Βιολογικὴ Κίνησις ἐν Εὐρώπῃ,
Παρίσιοι, Ἀρμάνδος Κολίν, 1921», ἔχουνὡς ἑξῆς: «Σήμερον ἡ θεωρία τῆς ἐπιλογῆς
ἔχει ὑποστῇ τὴν αὐτὴν τύχην, ἥν καὶ πολλαὶ ἄλλαι ἰδέαι, δέν ζῇ πλέον. Ὅσοι
παρέστησαν κατὰ τὸ Ἰωβιλαῖον τοῦ Δαρβίνου, τὸ ἐπισήμως ἑορτασθὲν κατὰ τὸ 1909
ἐν Κανταβρυγία, ἔσχον τὴν ἐντύπωσιν ὅτι αἱ βιολογικαὶ ἐξοχότητες ὁλοκλήρου τοῦ
κόσμου συνῆλθον ἐκεῖ, ἵνα κηδεύσωσι τον Δαρβινισμὸν ὡς οἷόν τε μεγαλοπρεπῶς. Οἱ
ἐκφωνημένοι λόγοι ὠμοίαζον ὑπερβολικὰ πρὸς ἐπιταφίους... κλπ.». (Ν. Σπηλ., μν.
ἔργ., σελ. 40 - 41). Τὰ αὐτὰ διεκήρυξεν ὁ πολὺς Χὰνς Ντρίςς, ἂν καὶ διετέλεσε
μαθητής τοῦ Χάϊκελ), πρὸ πεντηκονταετίας περίπου, τονίσας ὅτι «διὰ τοὺς
πεφωτισμένους ἀνθρώπους ὁ Δαρβινισμὸς ἔχει ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ». Biolog
Gentrablatt 1896, σ. 353 καὶ Μάϊος 1902.
[18] Εἶναι καταπληκτική ἡ πρόνοια πρός διαιώνισιν
τοῦ εἴδους, ἡ ἐκδηλουμένη κατά τήν ἀναπαραγωγήν ὡρισμένων ποικιλιῶν τοῦ μικροῦ ἐντόμου Ἴβις, «τῶν ψειρῶν
τῶν φυτῶν», πολλῶν ποικιλιῶν τῶν κανθάρων, τῶν σφηκῶν καί δή τῆς κιτρινοπτέρου
κ.ἄ. Ἡ σφήξ αὕτη, κεντῶσα μέ τό κέντρον της τόν τέττιγα εἰς ὡρισμένον σημεῖον τῆς κοιλίας του καί ἀνοίγουσα αὐτόθι
(μικράν ὀπήν, τόν ναρκώνει ἁπλῶς, χωρίς νά τόν φονεύῃ καί ἐναποθέτει ἐν τῇ ὀπῇ
τά ὠά της, ἵνα ἐκκολαφθοῦν ἐν καιρῷ καί εὕρωσιν οὕτω τό σῶμα τοῦ τέττιγος ὡς ἑτοίμην
τροφήν. Ἐάν ὁ τέττιξ δέν ἐναρκοῦτο, ἀλλ' ἐφονεύετο, τό σῶμα του θά ἀπεσυντίθετο
μέχρι τῆς ἐκκολάψεως τῶν ὠῶν καί ὁ σκοπός του νά χρησιμοποιηθῇ τοῦτο ὡς τροφή τῶν
νέων σφηκῶν δέν θά ἐπραγματαποιῆτο. Εἶναι δέ ὡρισμένον, τό σημεῖον της κοιλίας
τοῦ τέττιγος, εἰς ὅ ἦτο δυνατόν νά γίνη ἡ ναρκωτική
ἔνεσις. Πῶς πάντα ταῦτα ἀνεκάλυψεν ἡ
σφήξ, καί πῶς μεταδίδεται ἡ ἀνακάλυψις εἰς τάς νέας σφήκας, μή γνωρίζουσας γονεῖς
κατά τήν ἐκκόλαψιν; Θαύματα
πραγματικά ἀποτελοῦσιν πολλαί ἐνστιγματικαί ἐνέργειαι διαφόρων ἐντόμων καί ἄλλων
ἐμψύχων ὄντων, δι' ὧν ἐκδηλοῦται προφανέστατη πάνσοφος πρόνοια, καί σκοπιμότης,
ἀλλά καί γνῶσις φυσικῶν νόμων κλπ. Ὁ Γάλλος ἐντομολόγος Ἑρρῖκος Φάμπρ (1823
-1915), ὁ κατά τόν Δαρβῖνον «ἀμίμητος παρατηρητής», ἐν τῷ περισπουδάστῳ ἔργῳ
του «Ἐντομολογικαί Ἀναμνήσεις», γράφει τά ἑξῆς περί τῶν ἐνστίκτων: 1) Ὅτι δέν ὑπάρχει
οὔτε ἀμυδρόν φῶς λογικοῦ ἐν τῷ ἐνστίκτῳ· 2) ὅτι αἱ ἐνστιγματικαί πράξεις δέν εἶναι
δυνατόν νά ἀπέκτησαν τήν τελειότητα, ἥν παρουσιάζουν δι' ἀποπειρῶν καί δοκιμῶν καί
ἀναζητήσεων περί τοῦ προσφυεστέρου τρόπου ἐνεργείας κλπ. Αὗται ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν
εἰς τά ζωϊκά εἴδη ἀπαράλλακτοι, οἵας
βλέπομεν αὐτάς σήμερον· 3) ὅτι ὁ περί ὑπάρξεως ἀγών δέν διδάσκει τά ἔντομα, 4) ὅτι
αἱ μεταλλαγαί τῶν περιστάσεων δέν ἐπιφέρουν βαθείας μεταβολάς ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἐντόμων
5) ὅτι ὁ περί ὑπάρξεως ἀγών εἶναι ἀνύπαρκτος ἐν τῷ μιμητισμῷ, 6) ὅτι αἱ ἀνωμαλίαι
δέν εἶναι ἀποδείξεις μεταβολῶν μονίμως ἐγκατασταθεισῶν διά τῆς κληρονομικότητος. (Πρβλ. καί
μακαριστοῦ Ν. Σπηλ., μν. ἔργ., σελ. 44)·
[19]
Τήν μηχανικήν ταύτην ἀλήθειαν, τῆς ἀντοχῆς τῶν κιόνων εἰς μεῖζον βάρος, ὅταν τό
ἐσωτερικόν αὐτῶν εἶναι κοῖλον - κενόν, πολύ ἀργά ἀνεκάλυψεν ὁ ἄνθρωπος. Τήν ἐγνώριζον,
ὅμως, προφανῶς, ἀπ' ἀρχῆς οἱ σπόροι τοῦ σίτου, τῆς κριθῆς, τῆς σικάλεως
κλπ.!!! Καί ἐν τῇ τάσει αὐτῶν, ὅπως ἀνυψώσωσι τάς κορυφάς τῶν κορμῶν αὐτῶν ὑψηλότερον
καί εἰς αὐτάς σχηματίσωσι καί ἀναπαραγάγωσι τούς βαρεῖς καρπούς - στάχυας καί
σπόρους αὐτῶν, ἐξελισσόμενοι πάντοτε!!, ἔκαμον χρῆσιν θαυμαστῶς καί τοῦ
μηχανικοῦ τούτου νόμου, κατά τήν εἰς ὕψος ἐξελικτικήν ἀνάπτυξιν τῶν κορμῶν!!!
Θαυμάσατε λοιπόν τήν σοφίαν, ἀλλά καί τήν πρόνοιαν τοῦ σίτου καί τῶν λοιπῶν
δημητριακῶν καρπῶν, ὅπως καί τήν τοιαύτην τῶν ἐξελικτικῶν!!!
[20]
Τὴν ὑπέροχον γεωμετρικὴν καὶ μηχανικὴν ὡσαύτως ἀλήθειαν τῆς διὰ τοῦ ἑξαγώνου
ἐξοικονομήσεως μείζονος χώρου, μείζονος στερεότητος, ἀλλὰ καὶ ὀλιγωτέρων
ὑλικῶν, πολὺ ἀργὰ ἀνεκάλυψεν ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ ἡ μέλισσα τὴν γνωρίζει ἀπ’ ἀρχῆς
τῆς ὑπάρξεώς της. Διότι ἡ μέλισσα κτίζει τὰ κελλία τῶν κηρήθρων εἰς κανονικὰ
ἑξάγωνα -πρίσματα, τῶν ὁποίων αἱ βάσεις ἀντιτίθενται οὕτως, ὥστε τὸ κέντρον τῶν
ἑξαγώνων τῆς μιᾶς ἐπιφανείας τῆς κηρήθρας νά συμπίπτουν μὲ τάς γωνίας τῶν
ἑξαγώνων τῆς ἄλλης ἐπιφανείας. Διὰ τοῦ συστήματος τούτου, πλὴν τῆς στερεότητος
καὶ τοῦ ὀλιγωτέρου χώρου, ἐξοικονομεῖται καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ κηροῦ τοῦ προοριζομένου
διὰ τὴν κατασκευὴν τῶν βάσεων.
[21]
Πρός δομήν καί διαμόρφωσιν τῶν ὀστράκων τῶν διαφόρων ὀστρακοφόρων ὄντων (ἅτινα
ἀποτελοῦν πραγματικάς κατοικίας αὐτῶν) ἐφαρμόζονται ὑπέροχοι χημικοί,
μηχανικοί, ἀλλά καί ἀρχιτεκτονικοί νόμοι, τούς ὁποίους πολύ ἀργά ἐπίσης ἀνεκάλυψεν
ὁ ἄνθρωπος διά τάς διαφόρους χημικάς συνθέσεις καί τάς θολωτάς οἰκοδομάς. Τά ὀστρακοφόρα ὅμως ἐγνώριζον ἀπ’ ἀρχῆς τούς
νόμους τούτους. Καί τούς ἐφαρμόζουνἀπό τῆς πρώτης ἐμφανίσεως των ἐπί τῆς σκηνῆς
τῆς ζωῆς, θαυμαστῶς!!!.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.