Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Νέο-εἰδωλολατρικές περιπλανήσεις καί ἡ ἀληθής ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας (Μέρος Ε΄ Σὲ ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας). Ἱερομόναχος Φιλόθεος Γρηγοριάτης


Σὲ ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας
Νέο-εἰδωλολατρικές περιπλανήσεις  καί  ἡ ἀληθής ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας

Ἱερομόναχος Φιλόθεος Γρηγοριάτης

Πολλὰ εἶναι τὰ ἀρνητικὰ ποὺ χαρακτηρίζουν μιὰ ἐποχή. Καὶ βέβαια θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι σχεδὸν πάντοτε οἱ ἴδιοι σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχὲς (ἴδια ἡ φύσις, τὰ ἴδια πάθη, ἐγωισμοί, ματαιοδοξίες κλπ.). Ὡστόσο ὑπάρχουν πολλὲς διαφορὲς ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχή.
Ζῶντας στὴν ἐποχή μας καὶ βλέποντας καὶ πίσω στὴν Ἱστορία, νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ εὕρουμε κάτι ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ταπεινὴ γνώμη μου χαρακτηρίζει κατὰ πολὺ τὴν γενιὰ ποὺ διερχόμαστε. Φρονῶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἡ ἄνευ ὅρων καταξίωσις τοῦ ὑποκειμενικοῦ, ἢ ἡ ἀπολυτοποίησις τοῦ σχετικοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια δηλαδή, πολλοὶ ἄνθρωποι σχεδὸν παραδέχονται ἀπουσία τῆς ἀπολύτου Ἀληθείας στὸν κόσμο.
Ἔτσι τοποθετεῖται ἀπὸ πολλοὺς στὴν ἴδια μοῖρα τὸ ψευδὲς μὲ τὸ ἀληθές, ἐξισώνεται τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, γίνεται ἀποδεκτὸ ἐπὶ ἴσοις ὅροις τὸ φαῦλο, τὸ ἄσχημο, τὸ διαστρεβλωμένο, τὸ ἐξωπραγματικὸ μὲ τὸ ἀγαθό, τὸ ὡραῖο, τὸ ἀκέραιο, τὸ πραγματικό.
Χωρὶς νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀναλύσουμε ἐδῶ σὲ βάθος τὰ αἴτια αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, νομίζουμε ὅτι πηγάζει ἀπὸ μιὰ ἐπίπλαστη καὶ πονηρὴ ἀνεκτικότητα τῶν κάθε εἴδους ἰδεῶν καὶ γνωμῶν, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξασφάλισι μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν ἐλευθερίας καὶ κοσμικῆς ἀταραξίας ποὺ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν εὐμάρεια καὶ τὴν φιλαυτία.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι, οἱ νέοι (κι ὄχι μόνο) ἄνθρωποι νὰ πέφτουν σὲ σύγχυσι μὴ μπορῶντας νὰ διακρίνουν μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ζάλη καὶ τρικυμία τὸ γνήσιο, τὸ αὐθεντικὸ ἀπὸ τὸ νόθο. Καὶ συχνὰ πέφτουν πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς θύματα διαφόρων ἀρνητικῶν ἐπιρροῶν, ποὺ μὲ τεχνητοὺς συγχρόνους τρόπους προσπαθοῦν γιὰ ἰδιοτελεῖς σκοποὺς νὰ «πείσουν», νὰ ξεγελάσουν, νὰ ἀγρεύσουν ὀπαδούς.
Σκεπτόμενος κανεὶς ὅλα τὰ ἀνωτέρω, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐνθυμηθῆ μιὰ ἐρώτησι ποὺ ἐτέθη στὴν ἱστορία ἀπὸ φιλοσοφοῦντα ἄρχοντα τῶν Ρωμαίων: «Τί ἐστιν ἀλήθεια;»102 καὶ στὴν ὁποία ἐρώτησι δὲν δόθηκε ποτὲ ἀπάντησις ἀπὸ τὸν Ἐρωτώμενο πρὸς τὸν ἐρωτῶντα Ἡγεμόνα.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡγεμόνος ἐκείνου φαίνεται νὰ ἐρωτᾶ, ἄλλοτε ἐναγωνίως κι ἄλλοτε χωρὶς νὰ περιμένη συγκεκριμένη ἀπάντησι, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος:
«Τί εἶναι ἀλήθεια; Ποιός μᾶς πείθει γιὰ τὸ τί πράγματι εἶναι τὸ ἀληθινό, τὸ σωστό, τὸ ἀντικειμενικὰ ὡραῖο, ἀγαθό, ἀκέραιο, τὸ ἀπόλυτο;
Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μπορῆ νὰ τὰ ὁρίση ὅλ᾿ αὐτὰ;
Τί εἶναι τέλος πάντων αὐτὴ ἡ ἀλήθεια;»
Κάθε ἄνθρωπος ποὺ σέβεται τὸν ἑαυτό του, ἀργὰ ἢ γρήγορα ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὰ ἐρωτήματα αὐτά.
Σημασία βέβαια ἔχει, νὰ μὴ ἐρωτοῦμε ἀδιάφορα, σχεδὸν νυσταγμένα, ὅπως ἐρώτησε τότε ἐκεῖνος ὁ Ρωμαῖος Ἡγεμόνας.
Περιμένουμε πράγματι ἀπάντησι;
Πιστεύουμε ὅτι μπορεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀπάντησι νὰ κριθοῦν πολλά, νὰ ἀλλάξη ἐνδεχομένως ὅλη ἡ ζωή μας;
Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὴν γνώμη μας, τὰ δικά μας, τὸν ἑαυτό μας τὸν ἴδιο, ἂν ὄντως εἰλικρινὰ πεισθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀπάντησι αὐτὴ;
Ἢ μήπως ρωτοῦμε κι ἐμεῖς ἄραγε σὰν ἐκεῖνον τὸν Ἡγεμόνα;
«Τί ἐστιν ἀλήθεια;»
Τί κι ἂν πάρουμε ἀπάντησι; Δὲν ἀλλάζει τίποτε στὴν ζωή μας.
Ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπὸ πρὶν τί θὰ κάνουμε, ἀκόμη κι ἂν ἐλέγχωνται ὡς ψεύτικα τὰ δικά μας, οἱ γνῶμες μας:
« - Ἐγὼ σ᾿ ἐρωτῶ. Ἀπάντησέ μου ἐσύ, ἄσχετα ἂν δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ τὰ δικά μου.
Θὰ μοῦ λέγης ἐσύ, θὰ ἀπαντῶ ἐγὼ κάτι ἄλλο. Θὰ ὑπερασπίζωμαι τὴν γνώμη μου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ σ᾿ ἀφήσω νὰ νομίσης, ὅτι δὲν ἔχω κι ἐγὼ κάποια γνώμη, κάτι δικὸ μου. Δὲν μὲ πειράζει ποὺ μοῦ τὸ ἀποδεικνύεις ὅτι εἶναι λάθος. Ἐγὼ εἶμαι πιὸ «δημοκρατικὸς». Κρατῶ τὸ δικό μου, ἀλλὰ δέχομαι καὶ τὸ δικό σου, ἔστω κι ἂν φαίνεται ὅτι ἀναιρεῖ τὸ δικό μου. Δὲν μποροῦν στὸ κάτω-κάτω νὰ συνυπάρξουν καὶ τὰ δύο; Γιατί νὰ μὴ μποροῦν νὰ ζήσουν τὸ ἀληθινὸ μαζὶ μὲ τὸ ψεύτικο; Ἐμένα μὲ βολεύει τὸ δεύτερο. Ἐσὺ κράτα τὸ πρῶτο. Στὴν σημερινὴ «ἐλεύθερη ἀπὸ ἠθικὲς δεσμεύσεις» κοινωνία μας ὅλα εἶναι ἀποδεκτά, φιλικά, ὄμορφα. Μὴ μοῦ λὲς λοιπὸν νὰ θάψω τὴν γνώμη μου, γιατί ἔχω ἐπενδύσει σ᾿ αὐτήν, κι ἂς εἶναι νεκρή. Εἶναι ὅμως δική μου. Ἄφησέ με στὴν ἡσυχία μου. Δὲν θὰ ἀπαρνηθῶ τὸν ἑαυτό μου. Δὲν πρόκειται νὰ μὲ πείσης, κἂν μὲ πείσης».
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα»103.
Δὲν λαμβάνουμε ποτὲ ἀπάντησι, ὅταν ἐρωτοῦμε μὲ παρόμοιο τρόπο καὶ νόημα.
Οἱ ἀληθινὰ μεγάλοι ἄνθρωποι δὲν ἐρωτοῦν ἔτσι. Δὲν λέγουν τέτοια λόγια.
Δὲν μίλησε ἔτσι ὁ Σωκράτης, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν δέχτηκε νὰ ζήση μὲ ὑποκρισίες, ἀναιρῶντας τὸν ἑαυτό του καὶ συμβιβαζόμενος. Πίστευε σχεδὸν προφητικὰ ὅτι θὰ τὸν δικαίωνε, ὅποτε ἔκρινε σωστό, Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐρχόταν γιὰ νὰ ξυπνήση τοὺς Ἀθηναίους καὶ ὅσους ἄλλους ἐκοιμῶντο τὸν ὕπνο τῆς ἀγνωσίας104.
Δὲν ἀντέδρασε ἔτσι ὁ Πλάτων, ποὺ συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν εἰλικρινῆ, ἁπλῆ ἀποδεικτικὴ μέθοδο τοῦ διδασκάλου του· ἀντιθέτως ἐγκατέλειψε ὅλα ὅσα ἔκαμε ἕως τότε καὶ τὸν ἀκολούθησε στὴν φιλοσοφία.
Δὲν ἔπραξαν ἔτσι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ἡ Δάμαρις, οἱ Ἀθηναῖοι, ὅταν ἄκουσαν γιὰ καινούριο Θεὸ καὶ καινὴ κτίσι, ἐν μέσῳ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου τους.
Δὲν ἐδίστασαν οἱ πτωχοὶ ἀλλὰ ἁγνοὶ ἁλιεῖς τῆς Γαλιλαίας, ὅταν ἐκλήθησαν νὰ γίνουν ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
Δὲν ἔμεινε σὲ δικαιολογίες καὶ προφάσεις ὁ Σαούλ, ὅταν ἐννόησε ὅτι ἐβάδιζε ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἔπρεπε, κι ὅτι ὁ ζῆλος του μέχρι τότε ἦταν «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν».
Δὲν παρέμειναν στὶς πρώην εἰδωλολατρικές τους πεποιθήσεις τόσοι καὶ τόσοι εὐσυνείδητοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ μόλις ἀντελήφθησαν τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων, προσέτρεξαν μὲ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ πόθο πολὺ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ πράγματι ἔκαναν ὁ ἅγιος Κυπριανὸς (πρώην μάγος καὶ θαυματοποιὸς), οἱ ἅγιοι Καλλίνικος, Ἴνδης, Ἀθανάσιος, Ἀναστάσιος (πρώην ἱερεῖς τῶν εἰδώλων), ἡ ἁγία Δόμνα (πρώην ἱέρεια τῶν εἰδώλων), ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ ἀπὸ μίμων (γελωτοποιὸς).
Ἐπιλήψει με ὁ χρόνος διηγούμενον τόσα καὶ τόσα παραπλήσια παραδείγματα, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα ποὺ ἀνέφερα, ἀνθρώπων τῶν ὁποίων σημαδεύτηκε καὶ ἄλλαξε ριζικὰ ἡ ζωή, ἀπὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο ποὺ ἔγινε ἡ συνάντησίς τους μὲ τὴν Ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλλαγὴ τους αὐτὴ εἶχε πολλὲς κι ὄχι εὔκολες συνέπειες. Συνοδεύτηκε ἀπὸ εἰρωνεῖες, διωγμούς, βασανιστήρια, θάνατο. Ἐπειδὴ ὅλοι αὐτοὶ οἱ συνεπεῖς στὴν ἀπόλυτη Ἀλήθεια ἄνθρωποι ἐθεωρήθησαν προδότες τῶν πατρώων παραδόσεων, ἐπιλήσμονες τῶν ἰδανικῶν τῆς φυλῆς τους, ἀποβλητέα ὄντα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν συμπατριωτῶν τους, παραδείγματα πρὸς ἀποφυγή, βδελυκτὲς προσωπικότητες ποὺ ἔπρεπε νὰ στιγματισθοῦν καὶ νὰ διωχθοῦν.
Καὶ γίνονται ὅλοι αὐτοὶ Μάρτυρες τῆς Ἀληθείας.
Ἔκαναν μία ἡρωικὴ ἔξοδο πρὸς τὴν ὄντως ἐλευθερία. Ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν μέχρι τότε δική τους γνώμη, τὰ πιστεύω τους, τὶς θεωρίες, τὶς παραδόσεις. Ἐπειδὴ ἄκουσαν τὴν φωνὴ τῆς Ἀληθείας νὰ τοὺς παραγγέλλη: «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν ἣν ἄν σοι δείξω... καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου καὶ ἔσῃ εὐλογημένος... »105
Σ᾿ αὐτοὺς καὶ τόσους ἄλλους ποὺ πραγματικὰ (μὲ συνέπεια) καὶ εἰλικρινῆ προαίρεσι καὶ ζῆλο ἐρώτησαν «τίς ἐστιν ἡ ἀλήθεια», «Ποιός» καὶ ὄχι ἁπλῶς «τί» εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐναργῶς ἀπάντησε στὴν καρδία τους:
«Ἐγὼ εἰμι ἡ Ἀλήθεια»106.
Καὶ εὐλογήθηκε ἡ ζωή τους, ἡ πορεία τους, ὁ λόγος τους. Ἐπειδὴ δὲν ἐδίστασαν νὰ περιφρονήσουν τὴν σχετικὴ ἀνθρωπίνη γνώμη τους, γιὰ νὰ ὑπακούσουν στὴν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, ποὺ πράγματι ἐλευθέρωσε τοὺς ἴδιους, καὶ μ᾿ αὐτοὺς ὅλους ἐμᾶς τοὺς μεταγενεστέρους .
«Γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»107.
Περὶ αὐτοῦ τοῦ πράγματος ἔγραφε καὶ ὁ μακαριστὸς Ρῶσσος ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Essex, πρώην Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος καὶ ἄφησε στὴν ἐσχάτη αὐτὴ γενιά μας, ὡς ἀτίμητη κληρονομία τὴν μακαρία ἐμπειρία του περὶ τῆς Ἀληθείας:
«Δὲν προτίθεμαι νὰ γράψω περὶ τινος Ἀληθείας ἀνακαλυφθείσης ὑπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἀγνώστου μέχρι τοῦδε εἰς τὸν κόσμον. Γράφω περὶ τοῦ πῶς ἐδόθη εἰς ἐμὲ νὰ ζήσω τὴν μετάνοιὰν μου. Τὸ πνεῦμα ἡμῶν πεινᾷ καὶ διψᾷ νὰ γνωρίσῃ τὴν Ἀλήθειαν, τουτέστιν ἐκεῖνο τὸ Πρωταρχικὸν Ὄν, ὅπερ ὑπὸ οὐδενὸς περιορίζεται: τὸ ἀπόλυτον ὄντως Ὄν, περὶ τοῦ ὁποίου ὡμίλησαν οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς καὶ ἐμαρτύρησαν οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης...
... Δὲν δημιουργοῦμεν ἡμεῖς τὸν Θεὸν «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἐν εὐλαβεῖ προσευχῇ ἀναμένομεν ὅτι Οὗτος θὰ εἰσακούσῃ τῆς κραυγῆς ἡμῶν καὶ θὰ δώσῃ εἰς ἡμᾶς περὶ Ἑαυτοῦ «σημεῖον». Ἐν τῇ ὀδύνῃ ἡμῶν διανοίγομεν ἑαυτούς, ἵνα λάβωμεν ἀπάντησιν-ἀποκάλυψιν προερχομένην ἐξ Αὐτοῦ. Ἐπιθυμοῦμεν νὰ «γνωρίσωμεν» Αὐτόν, τὸν Αἴτιον τοῦ εἶναι ἡμῶν, «καθώς ἐστιν». Ἀπεκαλύφθη εἰς τοὺς πατέρας καὶ προπάτορας ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς εὐλαβῶς διαφυλάττωμεν ὡς πολύτιμον μαργαρίτην τὴν κληρονομηθεῖσαν ἐξ αὐτῶν μαρτυρίαν. Ἐμπιστευόμενοι εἰς αὐτοὺς δίδομεν πίστιν εἰς τὴν παρακαταθήκην αὐτῶν, ἀλλὰ συγχρόνως, ὡς ὁ Μωϋσῆς, κράζομεν πρὸς Αὐτόν: «Δὸς ἡμῖν τοῦ γνῶναί Σε, καθὼς Σὺ εἶ ἐν τῇ αἰωνιότητί Σου». Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς» (Ρωμ. ι´ 17) καὶ ἐντελῶς ἄλλο «τὸ γνῶναί Σε»108.
Γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, τὴν ἐνυπόστατη Ἀλήθεια, τὸν Θεὸ τῆς Ἀγάπης, τὸν Ναζωραῖο, Γαλιλαῖο (ἢ ὅπως ἀλλοιῶς εἰρωνικὰ καὶ χλευαστικὰ θέλουν νὰ Τὸν προσφωνοῦν καὶ οἱ Νεο-παγανιστὲς Ἕλληνες), τὸν Κύριο Ἰησοῦν, τὸν σταυρωθέντα καὶ ἀναστάντα, κι ἐμεῖς γίναμε καὶ μένουμε Χριστιανοί.
Δίπλα στοὺς μεγάλους, τοὺς ἁγίους, κι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ τοῦ 21ου αἰῶνος, ἀνάλογα μὲ τὰ πνευματικὰ μέτρα μας, ζοῦμε καὶ χαιρόμαστε τὴν Πίστι μας μὲ μιὰ ταπεινή, ἀλλὰ ἀληθινὴ κι ὄχι πλαστὴ ἐμπειρία, τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀπευθυνόμενοι σ᾿ ὅλους τοὺς συμπατριῶτες μας Ἕλληνες ποὺ δὲν γνώρισαν ἀκόμη ἀπὸ κοντὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ κυρίως στοὺς συμπαθεῖς Νεο-εἰδωλολάτρες, πιστεύουμε ὅτι, ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς καλοπροαίρετα ψάχνουν τὴν Ἀλήθεια, μὲ τὴν ἀνήσυχη καὶ εἰλικρινῆ Ἑλληνικὴ καρδιά τους, δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ συναντήσουν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τὸν Προσωπικὸ ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὸς θὰ τοὺς βοηθήση νὰ εὕρουν τὸν χαμένο πολύτιμο ἑαυτό τους, τὴν ὄντως ἐλευθερία τους, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν μὲ μιὰ βαθειὰ ἀνάπαυσι, ποὺ δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ πίστις στὸν Χριστό, εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστις ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπαντήση στὰ σύγχρονα ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐξαγάγη ἀπὸ ἀδιέξοδα καὶ ἀπελπισίες, νὰ λυτρώση ἀπὸ διλήμματα, ἀπὸ τρικυμίες καὶ ζάλες τῆς ζωῆς τὸν κάθε ἄνθρωπο.
Τοὺς προτείνουμε κι ἐμεῖς τὸν διαχρονικῆς ἀξίας λόγο ἀγάπης τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ἁγίου Παύλου, πρὸς τοὺς Ἀθηναίους109. Αὐτὸν ἂς ἀναγνώσουν μὲ μεγάλη προσοχή, χωρὶς προκαταλήψεις νὰ μελετήσουν, νὰ ἐμβαθύνουν καὶ μὲ ταπείνωσι νὰ φυλάξουν στὴν ψυχή τους. Καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ σπέρματα τῆς ἀληθείας δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ ἀποδώσουν ἀγαθοὺς καρποὺς εὐσεβείας.

Ὑποσημειώσεις

102. Ἰω. ιη´, 38.
103. Ματθ. κς´, 63.
104. βλ. Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους, ἐκδ. Πάπυρος, 1975, 31, σ. 66.
105. Γεν. ιβ´, 1, 2.
106. βλ. Ἰω. ιδ´, 6.
107. Ἰω. η´, 32.
108. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, μεταφρ. ἐκ τοῦ Ρωσ. Ἱερομ. Ζαχαρίου, Ἱ. Πατρ. καὶ Σταυροπ. Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1992, σ. 393, 394, βλ. καὶ 391 ἕως τέλους.
109. Πράξ. ιζ´, 22-31.

Πηγή στό διαδίκτυο  nektarios.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου