«Μητέρα τοῦ Θεοῦ μήν τούς ἀφήσεις!»
Ἡ παράγκα ἔφευγε, χανόταν μέσα στό σκοτάδι. Κι ἐκεῖνος προχωροῦσε ἀργά, ἀφήνοντας πίσω του τόν κόσμο τοῦτο καί πλησιάζοντας σέ ἕνα ὑπέρλαμπρο, ἕνα σαγηνευτικό φῶς, πού φαινόταν κάπου μακριά.
Εἶδε τόν Σαζίκωφ νά φέρνει ἕνα κύπελλο μέ νερό κοντά στά νεκρωμένα χείλη του. Μάταια προσπάθησε νά τοῦ τό ρίξει μέσα στό στόμα. Τό νερό χύθηκε πάνω στό πρόσωπό του καί μούσκεψε τό λιγδιασμένο προσκεφάλι.
Προχωροῦσε. Προχωροῦσε πρός τό φῶς. Μά σέ μία στιγμή ἐνίωσε πώς δέν μποροῦσε νά φύγει μακριά ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, πού μαζί τους εἶχε μοιραστεῖ τίς πίκρες καί τά βάσανα τῆς φυλακῆς- τόν Ἀλέξιο, τόν Ἀλέξανδρο, τόν Φέντια, τόν Ἰβᾶν, τόσους καί τόσους. Στάθηκε ὅλος ἀγωνία. Γύρισε πίσω.
Μία κραυγή ἱκεσίας ξεπήδησε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του:
-Κύριε! Κύριε! Μήν τούς ἐγκαταλείψεις! Βοήθησέ τους καί σῶσε τους!
Ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς.
-Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μήν τούς ἀφήσεις!
Ἀπόκριση δέν ἔπαιρνε καμιά. Σιωπή, ἀπέραντη σιωπή! Ἔβλεπε μόνο, μέ θεία παραχώρηση, τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων- ἄλλες πυρακτωμένες κι ὁλοφοτες ἀπό τήν φωτιά τῆς πίστεως, ἄλλες σάν φλόγες ἀδύναμες καί τρεμάμενες, ἄλλες σάν μισόσβηστες σπίθες, ἄλλες μαῦρες κι ὁλοσκότεινες ἀπό τήν ἀπιστία. Ταράχθηκε-Κύριε!
Τόσον καιρό ζοῦσα ἀνάμεσά τους, καί δέν μποροῦσα νά δῶ τήν ψυχική τους κατάσταση. Δέν μποροῦσα νά φανταστῶ ὅτι ὑπῆρχαν ὁλόγυρά μου καί τόσοι ἀγωνιστές τῆς πίστεως, πού βρῆκαν τό φῶς μέσα στό ζοφερό αὐτό σκοτάδι! Πόσο τυφλώθηκα ἀπό τόν ἐγωισμό μου, ὥστε νά πιστέψω ὅτι μόνο ἐγώ ἤμουν κοντά Σου!
Ἡ πίστη ἦταν ζωντανή στίς καρδιές ὄχι μόνο πολλῶν κρατούμενων, ἀλλά καί φυλάκων καί ἐποπτῶν, ἀνθρώπων πού δέν ξεχώριζαν ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά προσπαθοῦσαν κρυφά νά κάνουν τό καλό, νά ὑπηρετοῦν τό Χριστό καί τό συνάνθρωπο.
-Κύριε, ποῦ ἤμουν ὡς τώρα; Πῶς δέν εἶχα καταλάβει τίποτα; Συγχώρεσε μέ καί ἐλέησε μέ!...
Ξαφνικά βρέθηκε στήν ἔξοδο τοῦ στρατοπέδου. Ἦταν νύχτα καί ὅλοι κοιμόντουσταν –ὅλοι ἐκτός ἀπό τούς φύλακες, τά σκυλιά καί τούς προβολεῖς.
Αὐθόρμητα στράφηκε καί εὐλόγησε ὁλόκληρη τήν περιοχή. Ὕστερα ἄρχισε νά προσεύχεται γιά ὅσους ἔμεναν ἀκόμα ἐκεῖ.
-Κύριε, πῶς θά τούς ἀφήσω; Τί θ’ ἀπογίνουν; Βοήθησέ τους! Μήν τούς στερήσεις τό ἔλεός Σου!...
Τό κρύο ἦταν ἀφόρητο, μά ὁ π. Ἀρσένιος δέν τό ἐνίωθε.
Ἀφοῦ προσευχήθηκε ὥρα πολλή, βγῆκε ἀπό τήν κεντρική πύλη καί βρέθηκε στό δρόμο. Μήτε οἱ φρουροί τόν ἔβλεπαν μήτε τά σκυλιά τόν μυρίζονταν μήτε οἱ προβολεῖς τόν ἐντόπιζαν!
Βαδίζοντας ἥσυχα κι ἀνάλαφρα, τράβηξε πάλι πρός τό δυνατό καί γλυκύτατο ἐκεῖνο φῶς, πού ἔλαμπε στό βάθος τοῦ σκοτεινοῦ ὁρίζοντα.
Πέρασε μέσ’ ἀπό τό δάσος, διέσχισε τό χωριό, καί , ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, βρέθηκε στήν πόλη, στήν ἐνορία του! Στεκόταν μπροστά στήν ἐκκλησία, ὅπου τόσες φορές εἶχε λειτουργήσει καί τόσους κόπους εἶχε κάνει γιά νά τήν ἀνακαινίσει.
-Ἄλλο καί τοῦτο! Κύριε, γιατί ἦρθα ἐδῶ; μονολόγησε καί μπῆκε συγκλονισμένος στό ναό.
Ἦταν ὅπως πρῶτα, ὅπως τόν εἶχε ἀφήσει, ἀλλά γεμάτος κόσμο, γεμάτος πιστούς μέ πρόσωπα φαιδρά, πού προσεύχονταν κοιτάζοντας τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τήν παλαιά θαυματουργή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέ τή θλιμμένη μορφή καί τό διαπεραστικό βλέμμα. Ὁ π. Ἀρσένιος προχώρησε. Οἱ πιστοί ἄνοιγαν διάδρομο γιά νά περάσει. Μπῆκε στό ἱερό καί ἑτοιμάστηκε γιά τήν θεία λειτουργία.
Ὅλο τό ἱερό ἦταν πλημμυρισμένο στό φῶς, ἕνα κατάλευκο οὐράνιο φῶς. Ὁ π. Ἀρσένιος εἶδε νά βρίσκονται ἐκεῖ ἀρκετοί γνωστοί του κληρικοί, ὁ ἱερομόναχος Γερμανός, ὁ πρεσβύτερος Ἀμβρόσιος, ὁ διάκονος Πέτρος καί μερικοί ἀκόμα, καθώς καί οἱ ἐπίσκοποι Ἰωνάς, Ἀντώνιος, Μπαρίς καί Θεόφιλος, ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅλοι τους τόν κοίταζαν χαρούμενοι, χαμογελώντας μέ γλυκύτητα, κανένας ὅμως δέν τοῦ μιλοῦσε.
-Κύριε! ψέλλισε ὁ π. Ἀρσένιος. Αὐτοί οἱ λειτουργοί Σου ἔχουν πεθάνει ἀπό καιρό. Καί τώρα βρίσκονται ἐδῶ!... Τί ὡραία, πού εἴμαστε ὅλοι μαζί!
Ἄρχισε νά ἱερουργεῖ, καί ἡ καρδιά τοῦ πήγαινε νά σπάσει ἀπό τή χαρά. Ἡ προσευχή τόν εἶχε συναρπάσει.
Ὅταν βγῆκε στήν ὡραία πύλη γιά νά εὐλογήσει τό ἐκκλησίασμα, διέκρινε πολλές γνωστές φυσιογνωμίες –παλαιούς ἐνορίτες του, πνευματικά του παιδιά, ἀνθρώπους πού εἶχε γνωρίσει στά ταξίδια του ἤ στά στρατόπεδα. Τούς ἤξερα ὅλους γιά νεκρούς!
-Παναγία μου, τί γίνεται ἐδῶ πέρα;
Μόλις τελείωσε ἡ λειτουργία, ἔτρεξε κι ἔπεσε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.
-Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν! τήν ἱκέτεψε μέ δάκρυα. Ἔφυγα πιά ἀπό τόν ἐπίγειο καί μάταιο κόσμο. Πρίν παρουσιαστῶ στό φοβερό κριτήριο τοῦ Υἱοῦ σου, μεσίτεψε γιά τή σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς μου ψυχῆς! Μή μ’ ἀφήσεις, Δέσποινα! Σέ ἐσένα μόνο ἐλπίζω, ὁ ἐλεεινός καί ἀνάξιος! Βοήθησε, ὅμως, κι αὐτούς τούς βασανισμένους ἀνθρώπους, πού μένουν ἀκόμα στή γῆ! Αὐτούς πού ἔζησαν καί ζοῦν μέσα σέ τόσες δοκιμασίες, τόσο πόνο!...
Ἔκλαιγε καί παρακαλοῦσε. Ὥσπου, ξαφνικά, ἄκουσε μία φωνή, μία γυναικεία φωνή, ἁπαλή μά καί ἐπιβλητική συνάμα.
-Δέν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σου, Ἀρσένιε! Ὁ Κύριος σέ στέλνει νά διακονήσεις τά παιδιά μου. Πήγαινε, καί δέν θά σού στερήσω τήν βοήθειά μου!
Ὁ π. Ἀρσένιος σήκωσε τά μάτια καί κοίταξε τήν εἰκόνα. Ἡ Παναγία στεκόταν τώρα μπροστά του ὁλοζώντανη! Ἀγκαλίασε τά πόδια της καί κραύγασε:
-Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μήν τούς ἀφήσεις! Παναγιά μου, ἐλέησε κι ἐμένα, τόν ἁμαρτωλό! Ἄς γίνει τό θέλημα τό δικό σου καί τό Κυρίου… Ἀλλά νά, ἐγώ εἶμαι πιά γέρος καί ἀδύναμος. Θά μπορέσω νά διακονήσω τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἐσύ, Δέσποινα, τό θέλεις;
-Δέν θά εἶσαι μόνος, Ἀρσένιε! Θά σέ βοηθήσουν καί ἄλλοι δικοί μου ἄνθρωποι. Στίς ψυχές πολλῶν ζεῖ ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη, ὅπως σέ ἀξίωσε ὁ Ἰησοῦς νά διαπιστώσεις. Μ’ αὐτούς θά συνεργαστεῖς γιά τό καλό της σκορπισμένης ποίμνης τοῦ Υἱοῦ μου. Πήγαινε, καί θά εἶναι δίπλα σου παντοτινά!
Ὁ π. Ἀρσένιος ἐνίωσε τό πανάχραντο χέρι τῆς ν’ ἀκουμπάει στοργικά πάνω στό κεφάλι του. Κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Δακρυσμένος σηκώθηκε, ἔβαλε μετάνοια σέ ὅλους ὅσοι ἦταν μέσα στό ναό, καί βγῆκε ἔξω. Ἀνάλαφρα, σάν νά πετοῦσε, τράβηξε γιά τό στρατόπεδο, γιά τήν παράγκα, γιά τούς συντρόφους του, τά πονεμένα παιδιά κι ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ.
Δέν κατάλαβε πότε ἔφτασε. Ἡ πόλη, οἱ παγωμένες ἐκτάσεις, τό χωριό, τό δάσος, ὅλα ἔφευγαν ἀπό δίπλα του μέ ταχύτητα ἀστραπῆς.
Ἀόρατος πέρασε ἀνάμεσα ἀπό τούς φρουρούς καί μπῆκε στόν θάλαμο. Εἶδε τό σῶμα του νά βρίσκεται ἀκόμα πάνω στό κρεβάτι. Πλησίασε καί ξάπλωσε.
-Ὅσο πάει καί παγώνει, ἄκουσε κάποιον νά λέει. Πέρασαν ἤδη πέντε ὧρες. Πρέπει νά εἰδοποιήσουμε τή διοίκηση.
-Ὀρφάνεψε ὁ θάλαμος, εἶπε ἕνας ἄλλος. Πολλούς βοήθησε. Ἐμένα μου ἔδειξε μέ τή ζωή τοῦ τό Θεό, πού Τόν πολεμοῦσα τόσα χρόνια!
-Ἔφευγα γιά τόν οὐράνιο ναό, ψέλλισε, μά ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μ’ ἔστειλε πάλι πίσω σ’ ἐσᾶς.
Μετά ἀπό δύο βδομάδες σηκώθηκε. Ὅλα μέσα στό θάλαμο τοῦ φαίνονταν ἀλλαγμένα, παράξενα. Ἡ διάθεση καί ἡ συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων ἦταν διαφορετική. Μέ κάθε τρόπο τοῦ ἔδειχναν συμπάθεια καί ἀγάπη. Μερικοί ἔκοβαν κάτι ἀπό τό λιγοστό φαγητό τους γιά νά τοῦ τό προσφέρουν. Ἀκόμα κι ὁ ἐπόπτης Βεσιόλι τοῦ ἔστελνε βούτυρο μέ τόν Σαζίκωφ.
Συνῆλθε, στάθηκε στά πόδια του, καταπιάστηκε πάλι μέ τήν ὑπηρεσία του. Ὁ Κύριος καί ἡ Θεοτόκος τόν εἶχαν ἐπαναφέρει «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». Τόν εἶχαν ξαναστείλει στόν κόσμο. Τόν εἶχαν προστάξει νά διακονήσει τόνς ἀνθρώπους.΄
Ἀπό το βιβλίο
π. Ἀρσένιος ο κατάδικος ''ΖΕΚ - 18376''
(σελ.99--111)
Εκδόσεις Ἱεράς Μονής Παρακλήτου
Μεταφορά στό Διαδίκτυο - Ἐπιμέλεια κειμένου : Ἀναβάσεις
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Π.Αρσένιος ο Κατάδικος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.