«Οὐ εἰσὶ δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι, εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα...»
(Ματθ. 18,20)
(Ματθ. 18,20)
Ἕνας νέος κρατούμενος ἦρθε στὸ θάλαμο, καταδικασμένος σέ κάθειρξη εἴκοσι χρόνων βάσει τοῦ ἄρθρου 58. Ἦταν φοιτητής, μόλις εἰκοστριῶν ἐτῶν, καὶ τὸν ἔλεγαν Ἀλέξιο.
Μέ τήν ἀπειρία καὶ τή ζωηράδα τῆς νιότης, δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει σὲ ρήξη μέ τούς ἐγκληματίες. Δέν εἶχε κάνει ποτέ πρίν σέ φυλακές ἤ στρατόπεδα, κι ἔτσι ἀγνοοῦσε πώς ἄν δέν ἤθελε νά πεθάνει πολύ σύντομα, ἔπρεπε νά σωπαίνει, νά ὑποχωρεῖ, νά συμβιβάζεται....
Τά ροῦχα του ἦταν σχεδόν καινούργια. Οἱ ἐγκληματίες ἀποφάσισαν νά τόν γδύσουν. Παλιό τό «ἔθιμο»-ἔπαιζαν στά χαρτιά τά ροῦχα τῶν νεοφερμένων. Ὅποιος κέρδιζε, τά ἔπαιρνε δικαιωματικά. Κάθε ἀντίσταση ἤ ἀντίδραση ἰσοδυναμοῦσε μέ θάνατο.
Νικητής ἀναδείχθηκε ὁ Ἰβάν Κάριι.
Πλησίασε τό παλληκάρι καί τοῦ εἶπε παγερά:
-Βγάλε, φιλαράκο, τά κουρέλια σου!
Ἔτσι ἄρχισε τό δράμα. Ὁ Ἀλέξιος τόν κοίταξε σάν χαμένος. Μιλοῦσε σοβαρά; Ἦταν δυνατό νά τοῦ ἁρπάξει τά ροῦχα μέ τό ἔτσι θέλω καί νά τόν ἀφήσει γυμνό; Μπά, θ’ ἀστειευόταν... Ὄχι, δέν θά τοῦ τά δώσει. Ὅχι!
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Κάριι ἀποφάσισε νά στήσει «κωμωδία» γιά νά διασκεδάσει τούς συντρόφους του.
Μέ χαϊδευτική φωνή καί εἰρωνικά γλυκόλογα προσπάθησε νά «πείσει» τόν Ἀλέξιο, ὅτι τό συμφέρον του ἦταν νά ὑποκύψει χωρίς ἀντίσταση. Καί ξάφνου, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, τοῦ κατάφερε τό πρῶτο χτύπημα.
Ὁ Ἀλέξιος προσπάθησε ν’ ἀμυνθεῖ. Ἤδη ὅμως ὅλοι μέσα στό θάλαμο γνώριζαν πώς ἦταν ξεγραμμένος.
Θά γινόταν μεγάλο «πανηγύρι». Κανείς δέν τολμοῦσε νά μπεῖ στή μέση, νά πεῖ ἔστω μιά κουβέντα, ν’ ἀποτρέψει τήν αἱματοχυσία. Μήτε ὁ Σαζίκωφ. Ἦταν νόμος. Γίνεται ὁποιοδήποτε ξεκαθάρισμα λογαρισμῶν; Σώπα μήν ἀνακατεύεσαι. Ἀνακατεύτηκες; Θά σέ σφάξουν!
Ὁ Κάρρι χτυπάει τώρα ἀλύπητα τόν ἀδύναμο νέο. Καί ὅσο τόν χτυπάει, τόσο ἐξαγριώνεται. Τό πρόσωπο τοῦ Ἀλέξιου, πού μάταια πασχίζει νά φυλαχθεῖ, εἶναι κατακόκκινο ἀπό τό αἷμα.
Ὁλόγυρα ἔχουν μαζευτεῖ πολλοί, ποὺ παρακολουθοῦν βουβά.. Οἱ ἐγκληματίες, γιά νά διασκεδάσουν, ἔχουν χωριστεῖ σέ δυό ὁμάδες, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία ὑποστηρίζει τάχα τόν νεαρό φοιτητή.
Τήν ὥρα πού ἄρχιζε ἡ μακάβρια «παράσταση», ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποιοῦσε τὰ ξύλα κοντά στίς σόμπες, στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἔτσι δέν εἶδε πῶς ἄρχισε τό κακό. Ὅταν κατάλαβε πῶς κάτι συμβαίνει καί πῆγε κοντά, ἀντίκρυσε τόν Ἀλέξιο, πεσμένο καί αἱμόφυρτο, νά ἔχει γίνει παιχνίδι στ’ ἀτσαλένια χέρια τοῦ θηριώδους Ἰβάν Κάριι.
Ὁ μπάτσουσκα δέν ἔχασε καιρό. Χωρίς διαταγμό, ἤρεμα ἀλλά καί ἐπιτακτικά, παραμέρισε τούς συγκεντρωμένους «θεατές» καί βρέθηκε στή μέση τῆς συμπλοκῆς. Μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια ὅλων, ἔπιασε σφιχτά καί σταθερά τόν Κάριι ἀπό τό χέρι, ἀναγκάζοντάς τον νά σταματήσει.
Ὁ ἐγκληματίας κοίαταξε τόν π. Ἀρσένιο μέ ἀπορία. Πῶς τόλμησε ὁ παπάς... Ἄ, ἦρθε, κι ἐκείνου ἡ ὥρα του! Χαμογέλασε ὁ Ἰβάν. Δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει ἕνα ξεφωνητό ἄγριας χαρᾶς. Ἐξαρχῆς τοῦ καθόταν στό στομάχι αὐτό τό σιχαμερό γεροντάκι. Θά τό εἶχε περιποιηθεῖ ἀπό καιρό, ἄν δέν φοβόταν τούς ἄλλους. Τώρα ὅμως δέν θ’ ἀντιδράσει κανείς. Ἐκεῖνος ἦταν πού τόν προκάλεσε. Καί, σύμφωνα μέ τό «νόμο», ἔπρεπε νά πληρώσει.
-Ἔ, λοιπόν, παπά!...., εἶπε μέσ’ ἀπ’ τά δόντα του, σχεδόν μονολογώντας. Ἦρθε ἡ ὥρα σου! Τό τέλος σου! Πρῶτα θά σφάξω τό νεαρό, καί μετά ἐσένα...
Ὅλοι στέκοταν σάν κοκαλωμένοι. Ποιός ν’ ἀνακατευτεῖ; Θά πέσουν ἐπάνω του οἱ ἐγκληματίες καί θά τόν λυντσάρουν σάν παραβάτη τοῦ «νόμου».
Ὁ Κάριι τράβηξε μαχαίρι καί ὅρμησε στόν Ἀλέξιο.
Ἀστραπιαῖα, μέ μιά καταπληκτικά ἐπιδέξια κίνηση, τό χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου –τοῦ μειλίχιου, τοῦ ἀνεξίκακου, τοῦ ἀδύναμου π. Ἀρσενίου- ἔπεσε βαρύ καί ἀμείλικτο πάνω στό καρπό τοῦ Κάριι. Τό χτύπημα ἦταν τόσο τρομερό καί τόσο μαστορικό, πού τό ὁπλισμένο χέρι παρέλυσε καί τό μαχαίρι ἔπεσε στό πάτωμα. Ὁ π. Ἀρσένιος τό κλώτσησε μακριά καί ταυτόχρονα ἔδωσε μιά δυνατή σπρωξιά στόν Κάριι. Ὁ ἐγκληματίας ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί σωριάστηκε κάτω. Πέφτοντας, χτύπησε τό κεφάλι του στήν κώχη ἑνός κρεβατιοῦ καί βόγγηξε ἀπό τόν πόνο. Τότε κάποιοι γέλασαν.
Ὁ π.Ἀρσένιος πλησίασε τόν Ἀλέξιο καί τοῦ εἶπε:
-Σήκω, Ἀλιόσα! Πλύσου! Δέν θά σέ πειράξει πιά κανείς.
Καί σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτα, τράβηξε πάλι γιά τή δουλειά του.
Ὁ Κάριι σηκώθηκε ἀργά. Ὅλοι ἦταν σιωπηλοί, καταλαβαίνοντας πώς ὁ παλληκαράς εἶχε ξεφτιλιστεῖ καί εἶχε χάσει κάθε ἐπιρροή πάνω στούς συντρόφους του.
Κάποιος σκόρπισε μέ τό πόδι του τό αἷμαι πού εἶχε σχηματίσει μιά μικρή λιμνούλα στό πάτωμα, καί σήκωσε τό μαχαίρι.
Τό πρόσωπο τοῦ Ἀλέξιου ἦταν μελανιασμένο, τό δεξί αὐτί του κομμένο, τό ἕνα μάτι του κλεισμένο καί τό ἄλλο κατακόκκινο.
Ἕνας θανάσιμος φόβος πλανιόταν τώρα μέσα στό θάλαμο: Ὁ παπάς καί ὁ φοιτητής ἀσφαλῶς δέν θά ζοῦσαν γιά πολύ ἀκόμα. Θά τούς ξέκαναν οἱ φίλοι τοῦ Ἰβάν.
Παράδοξα καί ἀπρόσμενα, τά πράγματα ἐξελίχθηκαν διαφορετικά. Μέ τή γενναιότητά του, ὁ π. Ἀρσένιος κέρδισε τήν ἐκτίμηση καί τό θαυμασμό τῶν ἐγκληματιῶν. Ὥς τότε εἶχαν γνωρίσει τήν καλοσύνη καί τήν φιλανθρωπία του. Τώρα γνώρισαν τό θάρρος καί τήν ἀντρειοσύνη του, τήν τόλμη καί τήν παλικαριά του. Ὅλ’ αὐτά τά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητά του τούς σαγήνευαν.
Στή μορφή του ἔβλεπαν ἕναν ἄνθρωπο ἀσυνήθιστο, ἕναν ἄνθρωπο πραγματικά μεγάλο.
Ὁ Κάριι ἀποτραβήχτηκε στό κρεββάτι του. Κάτι ἄρχισε νά σιγομουρμουρίζει στούς συντρόφους του, ἐκεῖνοι ὅμως –τό ἔνιωθε κι ὁ ἴδιος- τόν ἄκουγαν μᾶλλον ἀδιάφορα. Ἀφοῦ δέν τόν ὑποστήριξαν τήν ὥρα τῆς συμπλοκῆς, δέν θά τόν ὑποστήριζαν ποτέ πιά.
Τό ἄλλο βράδυ, μόλις οἱ κρατούμενοι ἐπέστρεφαν στό θάλαμο και λίγο πρίν κλείσουν οἱ πόρτες, ὅρμησε μέσα ὁ διοικητής μέ μερικούς ἐπόπτες.
-Σηκωθεῖτε καί στοιχηθεῖτε! Φώναξε ἔξαλλος.
Πετάχτηκαν ὅλοι ἐπάνω καί μπῆκαν στή σειρά, μπροστά ἀπό τά κρεβάτια. Ἐπιθεωρώντας τους ὁ διοικητής, ἔφτασε μέχρι τόν π.Ἀρσένιο. Τόν ἅρπαξε καί ἄρχισε νά τόν χτυπάει σάν μανιακός. Τήν ἴδια ὥρα οἱ ἐπόπτες ἔβγαλαν ἀπό τή γραμμή καί τόν Ἀλέξιο.
-Γιά παράβαση τοῦ κανονισμοῦ, καί συγκεκριμένα γιά συμπλοκή καί διατάραξη τῆς τάξης, ὁ ΖΕΚ-18376 καί ὁ Ρ-281 θά ὁδηγήθοῦν στό κρατητήριο Ν-1, ὅπου θά παρεμείνουν γιά σαρανταχτώ ὥρες χωρίς φαγητό καί νερό.
Ἡ ἀνακοίνωση -ἐντολή ἔπεσε σάν κεραυνός μέσα στό θάλαμο. Ὅλοι κατάλαβαν: Ὁ Κάριι εἶχε καταδώσει... Αὐτό ὅμως γιά τούς κρατουμένους, καί μάλιστα τούς ποινικούς ἦταν ἡ πιό αἰσχρή, ἡ πιό σιχαμερή πράξη.
Τό κρατητήριο Ν-1 ἦταν ἕνα σπιτάκι κοντά στήν κεντρική πύλη τοῦ στρατοπέδου, μέ πολύ μικρά κελλιά ἀπομονώσεως ἑνός ἤ δύο ἀτόμων. Οἱ τοῖχοι ἦταν καλυμμένοι μέ φύλλα λαμαρίνας. Τό ἴδιο καί τό πάτωμα καί ἡ ὀροφή.
Ἐκεῖ λοιπόν ἔκλειναν, συνήθως γιά εἰκοσιτέσσερις ὧρες, ὅσους ἔπεφταν σέ κάποιο παράπτωμα, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ θερμοκρασία δέν ἦταν χαλημότερη ἀπό -5ο C. Καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ὅμως, κατόρθωναν νά ἐπιζήσουν μόνο ἐκεῖνοι πού πηδοῦσαν ἐπιτόπου ὁλόκληρο τό εἰκοσιτετράωρο.
Τώρα ἡ θερμοκρασία ἦταν -30ο C. Καί ὅμως, ἔστειλαν ἐκεῖ τόν π. Ἀρσένιο καί τόν Ἀλέξιο γιά σαρανταοχτώ ὧρες!
Ὅλοι τό κατάλαβαν: Τό πολύ σ’ ἕνα δίωρο θά ξεψυχοῦσαν ἀπ’ τό κρύο.
Ὁ Ἀφσένκωφ καί ὁ Σαζίκωφ βγῆκαν μπροστά καί τόλμησαν νά διαμαρτυρηθοῦν.
-Κύριε διοικητά, μ’ αὐτόν τόν καιρό τούς στέλνετε στό Ν-1; Θά παγώσουν! Θά πεθάνουν!....
Ἐπεσαν ἐπάνω τους οἱ ἐπόπτες σάν τά θηρία. Μέ γροθιές καί κλωτσιές τούς ἀνάγκασαν νά σωπάσουν.
Ὁ Ἰβάν Κάριι εἶχε χώσει ἔντρομος τό κεφάλι του στούς ὤμους. Ἦταν κιόλας μετανιωμένος γιά τήν πράξη του. Ἔνιωθε ἕναν ἀσφυκτικό κλοιό θανάτου ὁλόγυρά του. Δέν εἶχε πιά θέση στό θάλαμο. Δέν εἶχε πιά θέση στή ζωή. Οἱ ἴδιος οἱ δικοί του θά τόν ἔβγαζαν ἀπό τή μέση σύντομα.
Ἀπό το βιβλίο
π. Ἀρσένιος ο κατάδικος ''ΖΕΚ - 18376''
(σελ.80-95)
Εκδόσεις
Ἱεράς Μονής Παρακλήτου
Μεταφορά στό Διαδίκτυο - Ἐπιμέλεια κειμένου : Ἀναβάσεις
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Π.Αρσένιος ο Κατάδικος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.