Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Ἡ Ὀρθοδοξία μας. «Οὐχ ἀρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ» Π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος.


Ἡ Ὀρθοδοξία μας 
π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος  
Δρ. Θεολογίας, Δρ. φιλοσοφίας


ι) «Οὐχ ἀρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ» (Φιλι.β΄6) (σελ.189-191)

Ἡ Θεότητα τοῦ Υἱοῦ φανερώνεται στόν Φιλιπ. α΄ 6. «ἄν καί ὑπῆρχε ἐν μορφῇ Θεοῦ, δέν ἐθεώρησε τό ὅτι ἦτο ἴσος πρός τόν Θεόν σάν ἀρπαγμόν, ἀλλ’ ἐκένωσε τόν ἑαυτόν του λαβών δούλου μορφήν».

Ὅταν λέγει «ἐν μορφῇ Θεοῦ», ἐννοεῖ πώς ἡ ὕπαρξη τοῦ Υἱοῦ εἶναι τό πλήρωμα τῆς Θεότητας τοῦ Πατρός·  δέν πρόκειται δηλαδή γιά μερική μορφή, γιά ἕνα τμῆμα τῆς μορφῆς τῆς Θεότητας.  Καί ἐφ’ ὅσον εἶναι ἴσος μέ τόν  Θεό ἀπό τή φύση Του, δέν ἐθεώρησε αὐτή τήν ἰσότητα πώς τήν ἔχει ἐξ ἁρπαγῆς.

Ἡ λέξη μορφή φανερώνει τό ὅμοιο καί χρησιμοποιεῖται σέ περίπτωση πού πρόκειται γιά τήν αὐτή οὐσία.  Δέν θά μπορούσαμε ἐπί παραδείγματι νά ποῦμε γιά ἕνα ζῶο πώς ἔχει μορφή ἀνθρώπου. 
Ἔτσι τό «δούλου μορφή» σημαίνει πώς ἀνέλαβε τή μορφή τοῦ δούλου, δηλαδή ἔγινε κατ’ οὐσίαν ἄνθρωπος.   
Κατά παρόμοιο τρόπο καί τό «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων» σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε «ἐν τῇ οὐσίᾳ τοῦ Θεοῦ», ἦταν δηλαδή τέλειος Θεός (πρβλ. Ἰω΄ιδ΄ 9).   Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ ἐναθρώπιση τοῦ Υἱοῦ θεωρεῖται συγκατάβαση, δηλαδή θεληματική «κένωση», ἐπειδή τήν ἰσότητα πρός τόν Θεόν δέν τήν εἶχε ἐξ ἁρπαγῆς, οὔτε μέ τήν ταπείνωσή Του ἐκινδύνευε νά τή χάσει.

Ἡ Θεότης καί ἡ μορφή τοῦ Υἱοῦ δέν εἶναι Θεότητα καί μορφή κανενός ἄλλου, παρά τοῦ Πατρός.  Γι’ αὐτό καί ὁ Υἱός μπορεῖ νά λέγει: «Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν» (Ἰω. ι΄30) καί «Ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί» (Ἰω. ιδ΄10).

Βεβαίως ὁ Χριστός παρακαλεῖ καί γιά μᾶς τόν Πατέρα: «ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν» (Ἰω. ιζ΄21), ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει πώς ἐμεῖς θά γίνουμε κοινωνοί τῆς Οὑσίας τοῦ Θεοῦ.  Μποροῦμε νά εἴμαστε «ἕν», μέσω τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ἐνσωμάτωσής μας στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἑνωμένο μέ τή Θεότητα σέ ἕνα καί μοναδικό πρόσωπο.  Γι’ αὐτό καί ἡ ἁγία Γραφή διασαφηνίζει: «Ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί σεῖς ἐν ἐμοί, καί ἐγώ ἐν ὑμῖν» (Ἰω. ιδ΄ 20)· «ἐγώ ἐν αὐτοῖς, καί σύ ἐν ἐμοί· γιά νά εἶναι τελειωμένος εἰς ἕν» (Ἰω. ιζ΄23).

Ὁ ὅρος «Μονογενής» ἀποκλείει τή δυνατότητα νά εἴμαστε ἐμεῖς, ἤ ἀκόμη καί οἱ ἄγγελοι, θεοί ἤ καί υἱοί Θεοῦ μέ ἱσότητα ὡς πρός τή φύση (πρβλ. Ἰώβ α΄ 6, ν΄1. Ἱωήλ λη΄17, κατά τό ἑβραϊκό, Ἰω. α΄12 Ρωμ. η΄10-17. Γαλ. γ΄26-27, δ΄5-7, 19).
Οἱ χριστιανοί ἔρχονται σέ κοινωνία μέ τόν Θεό μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί γίνονται «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄Πετρ. α΄4), γιατί «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β΄ 9). 

Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ἄν βαπτισθεῖ «ἐν ἐνί Πνεύματι» «εἰς ἕν σῶμα», καί κτισθεῖ «εἰς ἕν Πνεῦμα», εἰσέρχεται σέ προσωπική ἕνωση μέ τόν Χριστό  (Α΄Κορ. ιβ΄13), συμφιλιώνεται μέ τόν Θεό (Β΄ Κορ. ε΄19), ἐπανέρχεται στήν ἑνότητα τῆς μιᾶς ἀνθρωπίνης φύσης, γίνεται «εἷς ἐν Χριστῷ» (Γαλ. γ΄27-28) καί σώζεται ἐν Χριστῷ (Ἐφες. ε΄23-30). Ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Πατρός, γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος υἱός τοῦ ἰδίου Πατέρα (Ρωμ. η΄16-17, Γαλ. δ΄ 6, γ΄26-27).

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος διασαφηνίζει:
«Δέν εἶμεθα ἡμεῖς ἐκ φύσεως υἱοί, ἀλλ’ ὁ Υἱός πού εὑρίσκεται μέσα μας· δέν εἶναι πλέον ὁ Θεός ὁ ἐκ φύσεως Πατήρ ἡμῶν, ἀλλά τοῦ ἐντός ἡμῶν εὑρισκομένου Λόγου» (Μ. Ἀθαν.).
Τήν ἴδια ἔννοια ἔχει καί τό «ἐγώ εἶπα· θεοί ἐστε καί υἱοί  Ὑψίστου πάντες» (Ψαλμ. πα΄6)·  εἶναι θεοί μόνον καί ἐφ’ ὅσον μετέχουν τοῦ Λόγου, ἐπειδή Αὐτός εἶναι ὁ χαρακτήρας τῆς πατρικῆς ὑπόστασης (Ἑβρ. α΄ 3, πρβλ. Ἰω. στ΄ 27), «φῶς», πού προέρχεται «ἐκ τοῦ Φωτός» (πρβλ. Ἰω. η΄ 12), δύναμη, σοφία καί ἀληθινή εἰκόνα τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός (πρβλ. Α΄ Κορ. α΄12. Ἰω. ιδ΄9. Κολ. α΄15). Ἔξω ἀπό τήν κοινωνία «ἐν Χριστῷ» δέν εἶναι οἱ ἄνθρωποι θεοί, ἀλλά «ἀποθνήσκουν ὡς ἄνθρωποι» (πρβλ. Ψαλμ. πα΄ 6. Ἰω. ιδ΄ 6).

Ὁ Χριστός λοιπόν, πού ἔλαβε «δούλου μορφή», ὑπῆρχε πρίν ἀπό τήν σάρκωσή του «ἐν μορφῇ Θεοῦ»·  ἦταν Υἱός τοῦ Θεοῦ «κατ’ οὐσίαν»·  διακρίνεται ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ. 
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος συνοψίζει:
«Διότι ὁ Υἱός εἶναι τό ἴδιον τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, διά τοῦ ὁποίου (Υἱοῦ) ἡ δημιουργία συμφιλιώνεται μέ τόν Θεόν. Ἔτσι αὐτά   πού ἔκαμε ὁ Υἱός εἶναι ἔργα τοῦ Πατρός (Ἰω. ε΄ 19,30, η΄28, θ΄4).  Διότι ὁ Υἱός εἶναι ἡ μορφή τοῦ Πατρός, ἡ ὁποία ἀπεργάζεται τά ἔργα. Ἔτσι αὐτός πού βλέπει τόν Υἱόν , βλέπει τόν Πατέρα (Ἰω. ιδ΄ 9), διότι ὁ Υἱός ὑπάρχει καί θεωρεῖται μέσα εἰς τήν πατρικήν Θεότητα καί ἡ πατρική μορφή πού ὑπάρχει εἰς Αὐτόν δεικνύει ἐν αὐτῷ τόν Πατέρα καί ἔτσι ὑπάρχει ὁ Πατήρ εἰς τόν Υἱόν» (Μ. Ἀθαν.).

Ἡ Θεότητα ἀνήκει στή φύση τοῦ Υἱοῦ·  δέν τήν εἶχε «ἐξ ἁρπαγμοῦ».  Γι’ αὐτό καί μέ τή θέλησή Του «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών», χωρίς νά φοβεῖται ὅτι θά ἔχανε αὐτό πού ἀνήκει στήν φύση Του.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἡ Ὀρθοδοξία μας».
Ἔτος 1994
σελίδες 189-191


Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα από το βιβλίο πατώντας  Η Ορθοδοξία μας

___________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου