Ἡ Ὀρθοδοξία μας
π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ. φιλοσοφίας
Κεφ.6ον Ἡ ἀνόρθωση
δ) Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας (σελ.135-138)
Ὁ Θεός δημιουργεῖ ἐλεύθερα τόν κόσμο· ἡ Θεία ἐνέργεια ἐκπορεύεται ἀπό τή Θεία Μεγαλειότητα καί ὑλοποιεῖ τόν κόσμο σάν καρπό ἐλευθερίας καί ἀγάπης. Ὅμως ἡ «κτιστή ἐλευθερία» τοῦ ἀνθρώπου βαδίζει τόν ἀντίστροφο δρόμο ἀναζητώντας τόν ἴδιο τόν Θεό, στόν ὁποῖο βρίσκει «τό ἄκρο τέλος τῆς καί τήν ἔσχατη ἔννοια τῆς ὑπαρξής της».
Ἔτσι ὁ χριστιανός βλέπει τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας ὄχι στήν κτιστή του ὕπαρξη, ἀλλά στό ξεπέρασμά της: στή γνώση τοῦ Δημιουργοῦ καί στήν προσωπική κοινωνία μέ Αὐτόν ὡς ἀποτέλεσμα ἐλευθερίας καί ἀγάπης. Ἡ χριστιανική πίστη δέν ἀρνεῖται ἀλλά οὔτε καί ἀπολυτοποιεῖ τήν πραγματικότητα τῆς κτίσεως.
Δέν θεωρεῖ τήν κτίση πλάνη ἤ ἀπάτη, πιστεύοντας σέ μία μοναδική πραγματικότητα πίσω ἀπό τήν ποικιλία τῶν ὁρατῶν φαινομένων (μονισμός). Δέν τήν ταυτίζει μέ τήν ὑπερβατική πραγματικότητα, μέ τόν Θεό, κηρύττοντας πώς ἡ σωτηρία βρίσκεται μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἔξω ἀπό αὐτόν. Σκοπός τῆς λογικῆς κτίσης εἶναι νά κοινωνήσει μέ τή Θεία ζωή. Μόνο ἔτσι ἀποκτᾶ τήν ἀληθινή της ἀξία.
Κατά τήν χριστιανική ἀντίληψη ἡ κτίση δέν εἶναι τό πᾶν. Αὐτή ἡ κτιστή πραγματικότητα προσδιορίζει τά ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης καί τεχνικῆς. Ὅμως ὄχι καί τά ὅρια τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδας. Ἡ χριστιανική ἐλπίδα ξεπερνάει τήν κτιστή πραγματικότητα, τούς νόμους τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου· αὐτά δέν εἶναι ἡ τελική πραγματικότητα γιά τόν χριστιανό.
Ἀντίθετα ὁ χριστιανός πιστεύει πώς θά ὑψωθεῖ πάνω ἀπό τούς φυσικούς νόμους, τούς ὁποίους ἐντάσσει σέ εὐρύτερο πλαίσιο, καί βλέπει πίσω ἀπό αὐτούς τό Δημιουργό τῶν νόμων καί ἀντιλαμβάνεται ἕνα βαθύτερο νόημά τους. Ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοι «ἐν Χριστῷ» ξεπέρασαν τούς φυσικούς νόμους.
«Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει τήν αἰώνια ζωή μέσα του, δηλαδή στά ὅρια τοῦ κτιστοῦ εἶναι του, χώρια ἀπό τόν Θεό. Γίνεται ἀθάνατος μέ τήν μετοχή του στή Θεία ζωή, κατά τή δωρεά τῆς χάριτος. Αὐτή τήν ἀθανασία μπορεῖ νά τήν βιώσει ἀκόμα κι ἐδῶ μέ μεγαλύτερη ἤ μικρότερη ἔνταση... εἴμαστε αἰώνιοι στό μέτρο τῆς παραμονῆς μας κοντά στό Θεό. Μέ τό ‘‘μέτρο’’ ἐννοοῦμε ὄχι τή ποσότητα ἀλλά τή δωρεά τοῦ Θεοῦ» (Γέροντας Σωφρόνιος).
Αὐτή ἡ κοινωνία καί «μετοχή»δέν ἀναφέρεται στή Θεία Οὐσία. Ἐδῶ εἶναι βασικό νά ὑπενθυμίσουμε πώς ἡ Ὀρθοδοξία δέν κάνει διάκριση ἀνάμεσα στόν «ἐνθάδε καί στό ἐπέκεινα», ἀλλά ἀνάμεσα στό κτιστό καί στό Ἄκτιστο, ἀνάμεσα στόν Δημιουργό καί στά δημιουργήματα (Γέν. στ΄6-7. Ὠσ. ια΄ 8-9). Ὁ Θεός ὑπάρχει καί ζεῖ, ὄχι μόνο «κατ’ οὐσίαν», ἀλλά καί «κατ’ ἐνέργειαν».
Μέ βάση αὐτή τή διάκριση ὑπάρχει ὀντολογική ἄβυσσος πού χωρίζει τό εἶναι τοῦ Θεοῦ ἀπό τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, γιατί ἡ κτιστή πραγματικότητα δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά κτιστά της ὅρια καί νά κοινωνήσει μέ τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ὀντολογική διάκριση διασφαλίζει τήν ἔννοια τῆς σωτηρίας γιά τόν ἄνθρωπο. Χωρίς αὐτήν ὁ ἄνθρωπος θά ὁδηγεῖτο στό «συμφυρμό» καί στή σύγχυση· ὄχι στήν προσωπική κοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό, ἀλλά κυριολεκτικά στό χάος.
Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία καί στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐξασφαλίζει στόν ἄνθρωπο ἀληθινή Θεο-κοινωνία, χωρίς νά ὑπάρχει κίνδυνος ἐξουδετέρωσης τῆς ἀνθρωπίνης φύσης.
δ) Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας (σελ.135-138)
Ἔτσι ὁ χριστιανός βλέπει τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας ὄχι στήν κτιστή του ὕπαρξη, ἀλλά στό ξεπέρασμά της: στή γνώση τοῦ Δημιουργοῦ καί στήν προσωπική κοινωνία μέ Αὐτόν ὡς ἀποτέλεσμα ἐλευθερίας καί ἀγάπης. Ἡ χριστιανική πίστη δέν ἀρνεῖται ἀλλά οὔτε καί ἀπολυτοποιεῖ τήν πραγματικότητα τῆς κτίσεως.
Δέν θεωρεῖ τήν κτίση πλάνη ἤ ἀπάτη, πιστεύοντας σέ μία μοναδική πραγματικότητα πίσω ἀπό τήν ποικιλία τῶν ὁρατῶν φαινομένων (μονισμός). Δέν τήν ταυτίζει μέ τήν ὑπερβατική πραγματικότητα, μέ τόν Θεό, κηρύττοντας πώς ἡ σωτηρία βρίσκεται μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἔξω ἀπό αὐτόν. Σκοπός τῆς λογικῆς κτίσης εἶναι νά κοινωνήσει μέ τή Θεία ζωή. Μόνο ἔτσι ἀποκτᾶ τήν ἀληθινή της ἀξία.
Κατά τήν χριστιανική ἀντίληψη ἡ κτίση δέν εἶναι τό πᾶν. Αὐτή ἡ κτιστή πραγματικότητα προσδιορίζει τά ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης καί τεχνικῆς. Ὅμως ὄχι καί τά ὅρια τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδας. Ἡ χριστιανική ἐλπίδα ξεπερνάει τήν κτιστή πραγματικότητα, τούς νόμους τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου· αὐτά δέν εἶναι ἡ τελική πραγματικότητα γιά τόν χριστιανό.
Ἀντίθετα ὁ χριστιανός πιστεύει πώς θά ὑψωθεῖ πάνω ἀπό τούς φυσικούς νόμους, τούς ὁποίους ἐντάσσει σέ εὐρύτερο πλαίσιο, καί βλέπει πίσω ἀπό αὐτούς τό Δημιουργό τῶν νόμων καί ἀντιλαμβάνεται ἕνα βαθύτερο νόημά τους. Ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοι «ἐν Χριστῷ» ξεπέρασαν τούς φυσικούς νόμους.
«Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει τήν αἰώνια ζωή μέσα του, δηλαδή στά ὅρια τοῦ κτιστοῦ εἶναι του, χώρια ἀπό τόν Θεό. Γίνεται ἀθάνατος μέ τήν μετοχή του στή Θεία ζωή, κατά τή δωρεά τῆς χάριτος. Αὐτή τήν ἀθανασία μπορεῖ νά τήν βιώσει ἀκόμα κι ἐδῶ μέ μεγαλύτερη ἤ μικρότερη ἔνταση... εἴμαστε αἰώνιοι στό μέτρο τῆς παραμονῆς μας κοντά στό Θεό. Μέ τό ‘‘μέτρο’’ ἐννοοῦμε ὄχι τή ποσότητα ἀλλά τή δωρεά τοῦ Θεοῦ» (Γέροντας Σωφρόνιος).
Αὐτή ἡ κοινωνία καί «μετοχή»δέν ἀναφέρεται στή Θεία Οὐσία. Ἐδῶ εἶναι βασικό νά ὑπενθυμίσουμε πώς ἡ Ὀρθοδοξία δέν κάνει διάκριση ἀνάμεσα στόν «ἐνθάδε καί στό ἐπέκεινα», ἀλλά ἀνάμεσα στό κτιστό καί στό Ἄκτιστο, ἀνάμεσα στόν Δημιουργό καί στά δημιουργήματα (Γέν. στ΄6-7. Ὠσ. ια΄ 8-9). Ὁ Θεός ὑπάρχει καί ζεῖ, ὄχι μόνο «κατ’ οὐσίαν», ἀλλά καί «κατ’ ἐνέργειαν».
Μέ βάση αὐτή τή διάκριση ὑπάρχει ὀντολογική ἄβυσσος πού χωρίζει τό εἶναι τοῦ Θεοῦ ἀπό τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, γιατί ἡ κτιστή πραγματικότητα δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά κτιστά της ὅρια καί νά κοινωνήσει μέ τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ὀντολογική διάκριση διασφαλίζει τήν ἔννοια τῆς σωτηρίας γιά τόν ἄνθρωπο. Χωρίς αὐτήν ὁ ἄνθρωπος θά ὁδηγεῖτο στό «συμφυρμό» καί στή σύγχυση· ὄχι στήν προσωπική κοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό, ἀλλά κυριολεκτικά στό χάος.
Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία καί στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐξασφαλίζει στόν ἄνθρωπο ἀληθινή Θεο-κοινωνία, χωρίς νά ὑπάρχει κίνδυνος ἐξουδετέρωσης τῆς ἀνθρωπίνης φύσης.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ἡ Ὀρθοδοξία ὑπογραμμίζει τήν ἐνδοκοσμικότητα τοῦ Θεοῦ μέσω τῶν Θείων ἐνεργειῶν Του, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς κορυφώνεται μέ τήν φανέρωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (Ἰω. α΄ 14). Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο «ἀσυγχύτως», χωρίς δηλαδή τό «βιασμό» τῆς ἀνθρωπίνης φύσης.
Ὑπάρχει λοιπόν βασική διαφορά στή ἔννοια τῆς σωτηρίας ἀνάμεσα στή χριστιανική πίστη καί στά πανθεϊστικά-ινδουϊστικά θρησκεύματα, γιατί σ’ αὐτά δέν ὑπάρχει ὁ διαχωρισμός αὐτός μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου καί ὁδηγούμεθα ὄχι σέ προσωπική σχέση μέ ἕνα προσωπικό Θεό, ἀλλά στό συμφυρμό, στή σύγχυση καί στό χάος.
Χωρίς τή διάκριση ἀνάμεσα στήν Οὐσία καί στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει σωτηρία γιά τόν ἄνθρωπο· ὁδηγούμεθα στήν ἀπόγνωση.
Δέν μποροῦμε πλέον νά ξεπεράσουμε μόνοι μας τόν φυσικό νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου καί ἡ ζωή μας δέν ἔχει κανένα σκοπό. Ὁ π. Εἰρηναίος Μπούλοβιτς ἀνέφερε χαρακτηριστικά:
«Ἐάν ὁ Θεός δέν ἦτο ἐνεργός ἐξ ἀϊδίου, ἐάν δέν ἦτο αὐτό τό φύσει προσόν τοῦ Θεοῦ, τότε δέν θά ὑπῆρχε ὁ κόσμος, ἤ ἐάν ὑπῆρχε, θά ἦτο ἀπόρροια τῆς Θείας οὐσίας· τότε καί ἡ γέννησή του θά ἦτο ἀναγκαστική διά τόν Θεό· δέν θά ἦτο προϊόν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἁγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως θά εἴχαμε ὀντολογική ταυτότητα μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου καί αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπαράδεκτο γιά τόν χριστιανό».
Ἡ «ἐν Χριστῷ σωτηρία» εἶναι κοινωνία «κατ’ ἐνέργειαν». Ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ ἐφανέρωσε τή Θεότητα, ἀλλά ταυτόχρονα τήν ἀπέκρυψε καί οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά τήν ἀτενίσουν μέ ἄμεσο τρόπο. Ἡ σωτηρία «ἐν Χριστῷ» συνίσταται στό ὅτι οἱ ἄνθρωποι κοινωνοῦν μέ τήν Θεότητα «κατά χάριν», μέσα στή χάρη του Ἁγίου Πνεύματος, πού μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο καί μέ «μεταμορφωμένους ὀφθαλμούς» μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει τήν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ· ἡ «ἐν Χριστῷ» ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία μιλάει ἡ ἁγία Γραφή (Ματθ. ια΄ 27. Ἰω. α΄ 18. ιζ΄ 6, 26. Α΄ Τιμ. γ΄ 16), δέν εἶναι ἀποκάλυψη τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συγκατάβασή Του (Φιλιπ. β΄ 6-11).
«Ὁ μύστης τῆς θείας χάριτος καί βλέπει καί δέ βλέπει μέ τά σωματικά του μάτια. Δέν βλέπει μέ τή φυσιολογική λειτουργία τῶν ματιῶν, ἀλλά βλέπει μέ τή μεταμόρφωση τῶν ματιῶν του. Τά μάτια του ἔχουν χαριτωθεῖ· βλέπει ἀλλά κατά χάρη· συμμετέχει, ἀλλά κατά χάρη.
Ἔτσι ἡ «γνώση» τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ σωτηρία, ἐξασφαλίζεται μέ τήν πραγματική κοινωνία ἀνάμεσα στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο, πού δέν εἶναι «κατά φύσιν», ἀλλά «κατά χάριν». Ἄν ἦταν «κατά φύσιν» τότε ἡ διαφοροποίηση αὐτῆς τῆς «θείας φύσεως» θά ἀποτελοῦσε πτώση της καί ἡ «κατάσταση-ἄνθρωπος» θά ἀξιολογεῖτο ἀρνητικά.
Ἐξάλλου μιά τέτοια «κοινωνία οὐσίας» θά ἐπισήμανε ἀπορρόφηση τοῦ ἀνθρώπου καί διάλυση τῆς προσωπικότητάς του σέ μιά ἀπρόσωπη «Ὑπερουσία».
Ἔτσι, ἡ χριστιανική πίστη διασώζει τήν ἀξία καί τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ στό «ξεπέρασμα»τῆς κτιστῆς του φύσης καί στή «μετοχή» του στή ζωή τοῦ ἄκτιστου καί αἰώνιου Πατέρα.
Ὑπάρχει λοιπόν βασική διαφορά στή ἔννοια τῆς σωτηρίας ἀνάμεσα στή χριστιανική πίστη καί στά πανθεϊστικά-ινδουϊστικά θρησκεύματα, γιατί σ’ αὐτά δέν ὑπάρχει ὁ διαχωρισμός αὐτός μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου καί ὁδηγούμεθα ὄχι σέ προσωπική σχέση μέ ἕνα προσωπικό Θεό, ἀλλά στό συμφυρμό, στή σύγχυση καί στό χάος.
Χωρίς τή διάκριση ἀνάμεσα στήν Οὐσία καί στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει σωτηρία γιά τόν ἄνθρωπο· ὁδηγούμεθα στήν ἀπόγνωση.
Δέν μποροῦμε πλέον νά ξεπεράσουμε μόνοι μας τόν φυσικό νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου καί ἡ ζωή μας δέν ἔχει κανένα σκοπό. Ὁ π. Εἰρηναίος Μπούλοβιτς ἀνέφερε χαρακτηριστικά:
«Ἐάν ὁ Θεός δέν ἦτο ἐνεργός ἐξ ἀϊδίου, ἐάν δέν ἦτο αὐτό τό φύσει προσόν τοῦ Θεοῦ, τότε δέν θά ὑπῆρχε ὁ κόσμος, ἤ ἐάν ὑπῆρχε, θά ἦτο ἀπόρροια τῆς Θείας οὐσίας· τότε καί ἡ γέννησή του θά ἦτο ἀναγκαστική διά τόν Θεό· δέν θά ἦτο προϊόν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἁγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως θά εἴχαμε ὀντολογική ταυτότητα μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου καί αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπαράδεκτο γιά τόν χριστιανό».
Ἡ «ἐν Χριστῷ σωτηρία» εἶναι κοινωνία «κατ’ ἐνέργειαν». Ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ ἐφανέρωσε τή Θεότητα, ἀλλά ταυτόχρονα τήν ἀπέκρυψε καί οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά τήν ἀτενίσουν μέ ἄμεσο τρόπο. Ἡ σωτηρία «ἐν Χριστῷ» συνίσταται στό ὅτι οἱ ἄνθρωποι κοινωνοῦν μέ τήν Θεότητα «κατά χάριν», μέσα στή χάρη του Ἁγίου Πνεύματος, πού μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο καί μέ «μεταμορφωμένους ὀφθαλμούς» μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει τήν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ· ἡ «ἐν Χριστῷ» ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία μιλάει ἡ ἁγία Γραφή (Ματθ. ια΄ 27. Ἰω. α΄ 18. ιζ΄ 6, 26. Α΄ Τιμ. γ΄ 16), δέν εἶναι ἀποκάλυψη τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συγκατάβασή Του (Φιλιπ. β΄ 6-11).
«Ὁ μύστης τῆς θείας χάριτος καί βλέπει καί δέ βλέπει μέ τά σωματικά του μάτια. Δέν βλέπει μέ τή φυσιολογική λειτουργία τῶν ματιῶν, ἀλλά βλέπει μέ τή μεταμόρφωση τῶν ματιῶν του. Τά μάτια του ἔχουν χαριτωθεῖ· βλέπει ἀλλά κατά χάρη· συμμετέχει, ἀλλά κατά χάρη.
Ἔτσι ἡ «γνώση» τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ σωτηρία, ἐξασφαλίζεται μέ τήν πραγματική κοινωνία ἀνάμεσα στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο, πού δέν εἶναι «κατά φύσιν», ἀλλά «κατά χάριν». Ἄν ἦταν «κατά φύσιν» τότε ἡ διαφοροποίηση αὐτῆς τῆς «θείας φύσεως» θά ἀποτελοῦσε πτώση της καί ἡ «κατάσταση-ἄνθρωπος» θά ἀξιολογεῖτο ἀρνητικά.
Ἐξάλλου μιά τέτοια «κοινωνία οὐσίας» θά ἐπισήμανε ἀπορρόφηση τοῦ ἀνθρώπου καί διάλυση τῆς προσωπικότητάς του σέ μιά ἀπρόσωπη «Ὑπερουσία».
Ἔτσι, ἡ χριστιανική πίστη διασώζει τήν ἀξία καί τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ στό «ξεπέρασμα»τῆς κτιστῆς του φύσης καί στή «μετοχή» του στή ζωή τοῦ ἄκτιστου καί αἰώνιου Πατέρα.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἡ Ὀρθοδοξία μας».
Ἔτος 1994
σελίδες 135-138
Ἔτος 1994
σελίδες 135-138
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.