Ἡ ἀσκητική μέθοδος στήν Ὀρθοδοξία καὶ οἱ οἰκουμενικοί διάλογοι. Μέρος Γ΄.*
Πρωτοπρ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἐν Πειραιεῖ 20-11-2013
Ἡ ἄσκηση δέν περιφρονεῖ τό σῶμα.
«Ἡ ἀληθινή ἄσκηση καμμία σχέση δέν ἔχει πρός τήν πλατωνική ἤ μανιχαϊκή περιφρόνηση τῆς ὕλης ἤ τοῦ σώματος. Οἱ Χριστιανοί ἀσκητές ἀσκοῦνται, ὄχι διότι περιφρονοῦν τό σῶμα, ἀλλά διότι θέλουν νά τό καταστήσουν πειθήνιο ὄργανο τῆς ψυχῆς. Κατά τόν μζ' (47ο) Ἱερό Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ βδελυσσόμενοι (ὅσοι περιφρονοῦν μέ μίσος) τόν γάμο, ἀποστρεφόμενοι τόν οἶνο καί τήν κτίση τοῦ Θεοῦ, μεμιασμένη (μολυσμένη) εἶναι λέγοντες, δέν μπορούν νά γίνουν ἀποδεκτοί στήν Ἐκκλησία χωρίς νά βαπτισθοῦν. Ἄς μήν ἰσχυρίζονται δέ ὅτι ἔχουν βαπτισθεῖ στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφ' ὅσον θεωροῦν τόν Θεό ποιητή τοῦ κακοῦ καί καθίστανται ἐφάμιλλοι πρός τόν Μαρκίωνα καί τούς λοιπούς αἱρετικούς[1]…».
Ἡ ἄσκηση ἔχει ἐσχατολογικό χαρακτήρα.
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρισθεῖ ἐκτός τῶν ἄλλων καί ὡς Ἐκκλησία ἀσκήσεως. Αὐτό μαρτυροῦν οἱ πολλές καί μακρές περίοδοι νηστείας, οἱ μακρές ἀκολουθίες καί ἡ κατ’ αὐτές ὀρθοστασία (τά παλαιά στασίδια δέν ἔδιναν, ὡς γνωστόν, τήν δυνατότητα ἀναπαυτικοῦ καθίσματος), τά αὐστηρά ἐπιτίμια πρός τούς ἁμαρτάνοντας, ὁ σεβασμός τῶν κοσμικῶν πρός τούς αὐστηρούς μοναχούς καί ἀσκητές, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ μέ ταλαιπωρία ὁδοιπορίες καί ταξίδια πρός ἱερούς τόπους (προσκυνήματα) κ.τ.ὅ.
Εἶναι ἀδιανόητο γιά ἕνα δυτικό
Χριστιανό νά νηστεύσει ἤ νά μείνει στήν Ἐκκλησία τρεῖς ἤ πέντε ὧρες, ὅπως
μένουμε οἱ Ὀρθόδοξοι κατά τίς μακρές ἀκολουθίες καί ἰδίως τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Εἶναι ἀντιθέτως σύνηθες στούς αἱρετικούς Διαμαρτυρομένους (προτεστάντες) νά
κοινωνοῦν, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχουν φάει τό πλούσιο πρωϊνό τους. Οἱ αἱρετικοί παπικοί
κατήργησαν τελευταίως στήν Ἀμερική καί αὐτή τήν σκιώδη νηστεία τῆς Παρασκευῆς.
Τό θαυμαστό σ’αὐτά εἶναι ὅτι τό ἀσκητικό
πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας μας συνδυάζεται μέ τό ἐσχατολογικό πνεῦμα τῆς προγεύσεως τῆς
χαρᾶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἀγάπης. Ἡ ἄσκηση τῶν Ὀρθοδόξων
εἶναι χαροποιός ἄσκηση, ὅπως καί τό πένθος μᾶς εἶναι χαροποιό πένθος[2]…».
Εἶναι δυνατός ὁ συγχρονισμός τῆς ἀσκήσεως;
«Πράγματι ὁ ἀσκητισμός εἶναι κάτι τό ἀκατανόητο γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἡ συνείδηση ἔχει ἐκκοσμικευθεῖ ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς ἀθέου κουλτούρας, μέσα στήν ὁποία ζεῖ. Τά ἰδεώδη της κουλτούρας αὐτῆς εἶναι ἡ ἐπιτυχία, ἡ εὐημερία, ἡ ἀπόλαυση, τό σέξ, ἡ αὐτάρκεια. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας ἔχει ἐπίσης σχεδόν χαθεῖ. Ἁμαρτία δέν εἶναι πλέον ἡ παράβαση τοῦ ἠθικοῦ νόμου, ἀλλά ἡ μή παράβασή του, ὅταν ἐμποδίζεται ἀπ’ αὐτόν ὁ ἄνθρωπος νά ἱκανοποιήσει τίς μή ἰκανοποιηθεῖσες ἀπωθημένες ὀρέξεις του. Αὐτό διδάσκει ὁ Φρόϋντ καί ἐπί τῆς ἀρχῆς αὐτῆς θεμελιώνεται ἡ φροϋδικῆ ψυχανάλυση καί τό στύλ τῆς ζωῆς, πού διαμορφώνεται ἀπό αὐτήν…
Μέσα σ’ ἕνα στό σύνολό του παράλογο
καί μηδενιστικό κόσμο τί νόημα μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἄσκηση; Πολλοί θεολόγοι στό ἐξωτερικό
ἀπάντησαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά κενωθεῖ, νά χάσει τόν ἑαυτό της, γιά νά
κερδίσει τόν κόσμο. Ἔτσι, κήρυξαν ὅτι ὁ Θεός πέθανε («θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ
Θεοῦ»), ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἱστορικό γεγονός καί ὅτι τό Εὐαγγέλιο
δέν ἔχει σταθερές ἠθικές ἀπαιτήσεις (περιπτωσιακή ἠθική). Ἀλλά, αὐτό δέν εἶναι
κένωση, εἶναι πτώση καί μεταβολή τῆς Ἐκκλησίας σέ κόσμο. Εἶναι συσχηματισμός μέ
τόν κόσμο. Ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἔπαυε νά εἶναι ἀσκητική, θά πρόδιδε τόν Κύριό της, ὁ Ὁποῖος
ἔτσι τήν θέλησε, θά πρόδιδε ἐπίσης τόν ἄνθρωπο, διότι χωρίς τήν ἄσκηση εἶναι ἀδύνατη
ἡ θέωσή του...». Ἑπομένως, δέν πρέπει νά
παρουσιάζουμε ἕνα εὔκολο χριστιανισμό, ἀποστερημένο τοῦ ἀσκητικοῦ χαρακτήρα,
γιά νά κερδίσουμε τούς συγχρόνους ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς νέους.
«Ἀλλά, ὑπάρχει, καί τό δεύτερο ἐρώτημα
:
Εἶναι ἐπιτρεπτός ὁ συγχρονισμός καί ἡ προσαρμογή τῆς ἀσκήσεως στίς ἀνάγκες καί τήν ψυχοσωματική κατάσταση καί ἀντοχή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου;
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἀνθεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου στόν πόνο, τίς στερήσεις, τίς σκληραγωγίες ἔχει σήμερα αἰσθητῶς μειωθεῖ παρά ἤ ἴσως καί λόγω τῆς ὑπό τῆς ἰατρικῆς παρατάσεως τῆς ζωῆς. Οἱ συνθῆκες διαβιώσεως (ὁ θόρυβος τῶν μεγαλουπόλεων, οἱ ταχύτητες τῶν συγκοινωνιακῶν μέσων, ὁ ταχύς ρυθμός τῆς ζωῆς, ἡ ἀνασφάλεια καί ὁ φόβος) κάνουν τόν ἄνθρωπο ὑπερευαίσθητο, νευρικό, ἑτοιμόρροπο. Λόγοι ποιμαντικῆς διακρίσεως καί φιλανθρωπίας ἐπιτρέπουν καί ἴσως ἐπιβάλλουν κάποια προσαρμογή τῆς ἀσκήσεως, ὑπό τόν ὄρο ὅτι ἡ ἄσκηση δέν θά καταντήσει ἕνα εἶδος καταπραϋντικοῦ, ἀλλά θά διατηρήσει τόν χαρακτήρα τῆς στερήσεως, τοῦ ἀγῶνος, τῆς ἀποταγῆς τοῦ ἰδίου θελήματος καί τῆς θυσίας…».
Ἡ ἀγωγή τῆς ἀσκήσεως
«Ὑπάρχει τέλος τό ἐρώτημα τῆς ἀγωγῆς τῆς ἀσκήσεως. Πῶς δηλ. ὁ πιστός θά μάθει νά ἀσκεῖται.
Ἡ καλύτερη ἀγωγή ἀσκήσεως εἶναι ἡ ἔνταξη
τοῦ πιστοῦ στήν ζωή καί τήν λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία
παιδαγωγεῖ τά τέκνα της μέ σοφία καί στοργή στήν ἄσκηση. Οἱ ἐντός τοῦ
λειτουργικοῦ ἔτους σοφῶς κατανεμημένες νηστεῖες, οἱ κατανυκτικές ἀκολουθίες, ὅπως
τά Μεγάλα Ἀπόδειπνα, οἱ Χαιρετισμοί, οἱ ἐνδιαμέσως τῶν νηστειῶν πανευφρόσυνες ἑορτές
(τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κ.λπ.), ἐμπνέουν,
διευκολύνουν καί στηρίζουν τόν ἀσκούμενο Χριστιανό.
Τό πρόβλημα εἶναι πῶς ὅλα αὐτά θά
διοχετευθοῦν ποιμαντικῶς στόν λαό. Παλαιότερα, σχολεῖο τῆς ἀσκήσεως ἦταν ἡ ὀρθόδοξη
χριστιανική οἰκογένεια. Ἐκεῖ μάθαινε τό παιδί τήν νηστεία, τήν ἐγκράτεια, τίς
καλές καί ἅγιες παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας καί γι' αὐτό μποροῦσε, ὅταν ἔφθανε ἡ ἡλικία
τῆς ἐξάψεως τῶν παθῶν, νά συγκροτεῖται καί νά ἐγκρατεύεται.
Σήμερα πού ἡ οἰκογένεια ἐν πολλοῖς
δέν εἶναι χριστιανική, πρέπει νά διδάσκουμε συστηματικῶς τίς ἅγιες αὐτές
παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας στά Κατηχητικά Σχολεῖα, στά κηρύγματα καί σέ κάθε
ποιμαντική εὐκαιρία.
Στήν ἐποχή αὐτή τῆς ἀποστασίας, τοῦ
θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καί τῆς συγχύσεως, ἐμεῖς ἄς κηρύξουμε μέ
ταπεινοφροσύνη καί πίστη τό κήρυγμα τῆς ἐν μετάνοια, ἐγκρατεία καί ἀσκήσει ἐπιστροφῆς
στόν Πατέρα καί Πλάστη μας.
Ἡ ἀναβίωση στήν Ἐκκλησία τοῦ ἀσκητικοῦ
ἰδεώδους θά ἀποτελέσει τό σπουδαιότερο μέσο, ἀλλά καί καρπό τῆς ἐν Ἁγίω
Πνεύματι ἀνακαινίσεώς της. Θά δώσει, ἐπίσης, νέα ὤθηση καί δραστηριοποίηση στό
ποιμαντικό καί Ἱεραποστολικό της ἔργο, τό ὁποῖο μποροῦν νά ἀναλάβουν μόνο ἄνθρωποι
αὐταπαρνήσεως καί θυσίας.
Εἶναι χαρακτηριστικό τό κατανυκτικό
στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ της Κυριακῆς της Τυρινῆς, τό ὁποῖο συνοψίζει τήν ὀρθόδοξη
θεολογία τῆς ἀσκήσεως : «Τόν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας
πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἀγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκα καθάρωμεν˙
νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν ταῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετᾶς τρυφῶντες τοῦ
πνεύματος· ἐν αἶς διατελοῦντες πόθω, ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος
Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι».
Δηλ. ἄς ἀρχίσουμε μέ εὐχαρίστηση καί πνευματική χαρά τόν καιρό τῆς νηστείας τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς πρίν ἀπό τό Πάσχα, ἀφοῦ ὑποβάλλουμε τούς ἑαυτούς μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Ἄς ἀγνίσουμε ἀπό τούς ρύπους τῆς ἁμαρτίας τήν ψυχή μας ὁ καθένας καί ἄς καθαρίσουμε, ἐπίσης, καί τό σῶμα μας. Ἄς νηστεύσουμε ἀπό κάθε πάθος, ὅπως νηστεύουμε ἀπό τά ὑλικά φαγητά καί ποτά, ἀφοῦ εὐχαρίστως μετέχουμε καθαρτικά στίς ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέσα σ’ αὐτές τίς ἀρετές, ἀφοῦ διατελέσουμε καί ἐντρυφήσουμε μέ θεῖο πόθο καί ἔρωτα θεϊκό, μακάρι νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι νά δοῦμε, νά φθάσουμε, νά μετάσχουμε στό πάνσεπτο Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί στό Ἅγιο Πάσχα, ἔχοντας χαρά καί ἀγαλλίαση καί εὐφροσύνη πνευματικῶς».
Δηλ. ἄς ἀρχίσουμε μέ εὐχαρίστηση καί πνευματική χαρά τόν καιρό τῆς νηστείας τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς πρίν ἀπό τό Πάσχα, ἀφοῦ ὑποβάλλουμε τούς ἑαυτούς μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Ἄς ἀγνίσουμε ἀπό τούς ρύπους τῆς ἁμαρτίας τήν ψυχή μας ὁ καθένας καί ἄς καθαρίσουμε, ἐπίσης, καί τό σῶμα μας. Ἄς νηστεύσουμε ἀπό κάθε πάθος, ὅπως νηστεύουμε ἀπό τά ὑλικά φαγητά καί ποτά, ἀφοῦ εὐχαρίστως μετέχουμε καθαρτικά στίς ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέσα σ’ αὐτές τίς ἀρετές, ἀφοῦ διατελέσουμε καί ἐντρυφήσουμε μέ θεῖο πόθο καί ἔρωτα θεϊκό, μακάρι νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι νά δοῦμε, νά φθάσουμε, νά μετάσχουμε στό πάνσεπτο Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί στό Ἅγιο Πάσχα, ἔχοντας χαρά καί ἀγαλλίαση καί εὐφροσύνη πνευματικῶς».
Σκοπός συγγραφῆς
Ζητοῦμε συγγνώμη, διότι δέν πρωτοτυποῦμε στό θεολογικό αὐτό δοκίμιο, δέν γράφουμε κάτι τό ἐντυπωσιακό, φαινομενικό, γιά νά κολακεύσουμε ἐγωιστικά τούς ἀναγνῶστες μας. Σκοπός μας εἶναι, πρῶτον, νά ξυπνήσουμε πνευματικῶς πρῶτα ἐμεῖς, πού γράφουμε ὄλ’αὐτά, καί νά ἀκολουθοῦμε ταπεινῶς, υἱϊκῶς καί εὐσεβάστως τήν Ἁγία Γραφή, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τούς ἁγίους Προφῆτες, Ἀποστόλους, Μάρτυρες, Δικαίους, Μοναχούς, Ὁμολογητές, ὅλους δηλ. τούς ἁγίους Πατέρες καί τίς Τοπικές καί τίς ἐννέα Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Δεύτερον, γράφουμε ὄλ’αὐτά,
γιά νά εὐαγγελισθοῦμε τήν εἰρήνη, τήν ἀλήθεια, τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου
Τριαδικοῦ Θεοῦ σέ ὅσους καλοπροαιρέτως ποθοῦν καί ἀναζητοῦν τήν πραγματική ἀλήθεια
καί ἑνότητα ἐν Χριστῷ καί ἐν τή Ἐκκλησία.
[1] νγ΄ Ἁγίων Ἀποστόλων
καί ιγ΄ ΣΤ΄
[2] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΣΙΝΑÏΤΗΣ, Κλίμαξ, Λόγος ζ΄ (7ος),
ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1999, σσ. 140-156.
* Τὸ Μέρος Α΄ ἐδῶ
* Τὸ Μέρος Β΄ ἐδῶ
* Τὸ Μέρος Δ΄ ἐδῶ
Κατεβάστε ὁλόκληρο τὸ κείμενο πατώντας Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.