Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. Μέρος ΙΒ΄
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἀφοῦ τόν ἄφησε καί ἐπέστρεφε πρός ἐμένα, ἕνα λιοντάρι τρέχοντας μέ ἅρπαξε καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο. Μερικοί τσοπάνηδες μ᾿ ἔβγαλαν ἀπό τό στόμα του καί ἐμεγάλωσα κοντά τους σ᾿ αὐτό τό χωριό πού καί ἐσύ μεγάλωσες.
Τότε ὁ νεώτερος τινάχθηκε ὄρθιος, τόν ἀγκάλιασε μέ χαρά καί μέ δάκρυα καί τοῦ εἶπε:
-Ἀλήθεια, εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, διότι ἀπ᾿ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μοῦ λέγεις, ἐνθυμοῦμαι τά ἴδια καί ἐγώ. Τό εἶδα μέ τά μάτια μου, ὅταν σέ ἅρπαξε τό λιοντάρι καί μένα τήν ἴδια ὥρα μέ ἐδάγκωσε ἕνας λύκος, ἀλλά μερικοί γεωργοί μέ ἐγλύτωσαν.
Ἀφοῦ ἀναγνωρίσθηκαν μεταξύ τους ὅτι ἦσαν ἀδέλφια ἀγκαλιάζοντο καί ἦταν πολύ χαρούμενοι. Ἔκλαιγαν ἀπό πολλή χαρά καί ὁ ἕνας ἀσπαζόταν τόν ἄλλον.
Ἀκούοντας ἐκεῖ κοντά ἡ μητέρα τους τήν συζήτησι αὐτή, ἐθαύμαζε. Ὕψωνε τά χέρια της στόν οὐρανό, ἐστέναζε καί ἔκλαιγε. Ἐγνώρισε ὅτι αὐτοί οἱ νέοι ἦταν παιδιά της καί ἡ καρδιά της γλυκάθηκε μετά ἀπ᾿ αὐτές τίς πίκρες πού τήν βρῆκαν στήν ζωή της μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα. Ἐπειδή ὅμως ἦταν γυναῖκα λογική, δέν ἐτόλμησε ν᾿ ἀποκαλυφθῆ στά παιδιά χωρίς κάποια ἀπόδειξι γιά τήν ἀγία πίστι στόν Χριστό.
Ἦταν πτωχή καί ντυμένη μέ πτωχά καί χωριάτικα ροῦχα, ἐνῶ αὐτοί ἦταν στρατιῶτες ἐκλεκτοί καί ἀξιοτίμητοι.
Καί ἐθεώρησε καλλίτερο νά πάη στόν διοικητή τους καί νά τόν παρακαλέση κοντά μέ τό στράτευμά του νά ἐπιστρέψη κι αὐτή τήν Ρώμη καί ἐκεῖ θά εἶναι καλλίτερα νά κάνη τήν γνωριμία μέ τά παιδιά της καί νά μάθη γιά τόν μπαμπᾶ τους, ἐάν εἶναι ζωντανός ἤ ὄχι. Ὁπότε ἐπῆγε καί στάθηκε μπροστά στόν στρατηγό τοῦ στρατοῦ καί μέ τήν συνήθη προσκύνησι, τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
-Σέ παρακαλῶ, κράτιστε, νά μοῦ δώσης τήν ἄδεια νά ἔλθω κι ἐγώ δίπλα στό στράτευμά σου καί νά φθάσω στήν Ρώμη, διότι εἶμαι ρωμαία καί αἰχμαλωτίσθηκα ἀπό τούς βαρβάρους σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν περιοχή δεκαέξι χρόνια. Τώρα ἐπειδή εἶμαι ἐλεύθερη, μένω σέ ἄλλη χώρα καί ὑπομένω μεγάλη δυστυχία.
Ἐπειδή ὁ Εὐστάθιος ἦταν πολύ ἐλεήμων, ἀμέσως συγκινήθηκε ἀπό τήν παράκλησί της καί τῆς ἔδωσε τήν ἄδεια χωρίς φόβο νά ἐπιστρέψη στήν πατρική της κατοικία καί στόν τόπο της. Τότε ἡ γυναῖκα καθώς στεκόταν ἀντίκρυζε προσεκτικά τόν διοικητή. Τόν ἐγνώρισε ὅτι εἶναι ὁ ἄνδρας της καί εἶχε ἐκπλαγῆ μή μπορώντας νά μιλήση. Ἀλλά ὁ Εὐστάθιος δέν τήν ἐγνώρισε. Ἡ γυναῖκα του φοβόταν ν᾿ ἀποκαλυφθῆ τώρα μπροστά του. Τόν ἐγνώρισε διότι εἶδε τήν δόξα πού εἶχε καί παλαιότερα μέ τούς πολλούς στρατιῶτες, πού ἐστέκοντο μέ σεβασμό καί ὑπακοή μπροστά του. Ἐνῶ ἐκείνη ἦταν πτωχοντυμένη καί ἀδύνατη ἀπό τούς κόπους της. Ἐπῆρε τά μάτια της ἀπό ἐπάνω του καί παρεκάλεσε τόν Δεσπότη καί Θεό πῶς θά δημιουργηθῆ στό ἐγγύς μέλλον αὐτή ἡ γνωριμία μαζί του.
Κατόπιν εὑρίσκοντας τόν κατάλληλο χρόνο, μπῆκε ἀνάμεσα στόν διοικητή, ὁ ὁποῖος βλέποντάς την, τήν ἐρώτησε:
-Τί ἐπιθυμεῖτε ἀκόμη ἀπό μένα, γερόντισσα;
-Ἐκείνη, ἀφοῦ τόν ἐπροσκύνησε, τοῦ εἶπε:
-Σέ παρακαλῶ, κράτιστε, νά μήν ὀργισθῆς μέ ἐμένα, τήν δούλη σου, διότι ἔχω νά ἐρωτήσω ἕνα πρᾶγμα τήν ἐξοχότητά σου. Νά μέ ἀνεχθῆς λοιπόν, λίγο γιά ν᾿ ἀκούσης ἐμέ τήν δούλη σου.
-Καλά, λέγε μου, τῆς εἶπε ἐκεῖνος.
Ἄρχισε νά τοῦ ἀρθρώνη τά ἑξῆς:
-Ἄχ, δέν εἶσαι ἐσύ ὁ Πλακίδας πού στό βάπτισμά σου ἐπῆρες τό ὄνομα Εὐστάθιος; Ἄχ, δέν εἶδες ἐσύ τόν Χριστό ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἀνάμεσα στά κέρατα μιᾶς ἐλαφίνας; Δέν ἐξῆλθες ἐσύ διά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ρώμη μέ τήν γυναῖκα σου καί τά δύο παιδιά σου, τόν Ἀγάπιον καί τόν Θεόπιστον; Δέν ἅρπαξε διά τῆς βίας ἀπό τά χέρια σου ἐκεῖνος ὁ βάρβαρος καπετάνιος τήν γυναῖκα σου, ἡ ὁποία εἶμαι ἐγώ στ᾿ ἀλήθεια;
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Ἀναβάσεις
Αὐγούστου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Ἀναβάσεις
Αὐγούστου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.