Ὑμνογράφος τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
Οὐράνιοι ἄνθρωποι, ἐπίγειοι Ἄγγελοι. Περίοδος ἀναγεννήσεως τοῦ μοναχικοῦ φρονήματος μετά τίς ἐθνικές περιπέτειες τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καί τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπαναστάσεως. «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα», Ἅγιος Βασίλειος, Κερασιά, Καυσοκαλύβια, Βίγλα, Ἅγ. Πέτρος, Ἁγ. Ἄννα, Νέα Σκήτη, ὅλες ἔχουν νά ἐπιδείξουν ἁγίους ἀνθρώπους, ἀξίους καλόγερους, ἀφανεῖς ἥρωες τῆς σκληρῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἔτσι ἡ ὀρφάνια τοῦ Γερασιμάκη ἦταν πρόσκαιρη.
Αὐτά τά πνευματικά ἀναστήματα πού ὑπῆρχαν καί ἄλλα πού δειλά-δειλά ἀναφαίνονταν τόν βοηθοῦσαν, τόν συγκρατοῦσαν. Καί ἡ ἀνάβασις συνεχίζεται. Ἡ κορυφή τοῦ Ἄθω εἶναι ψηλά καί ὅποιος ἀνεβεῖ ἐκεῖ βλέπει καί θαυμάζει «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη».
Στό ἐργόχειρό του τό πτωχό καί ταπεινό ἔχει συνεργάτη τήν εὐχή· τήν σωτήριο εὐχή. Συμπορεύεται μέ τήν προσοχή γιά τό φτιάξιμο τοῦ σφραγιδιοῦ, τοῦ κουταλιοῦ. Ἐργάζεται καί γιά τά δύο, ἐργάτης τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ ὑλικοῦ. Ἡ διαρκής εὐχή θαυματουργεῖ, μπαίνει μέσα του καί γι’ αὐτό τά χέρια του δουλεύουν ἀσταμάτητα καί εὐθυγραμμισμένα.
Αὐτά τά πνευματικά ἀναστήματα πού ὑπῆρχαν καί ἄλλα πού δειλά-δειλά ἀναφαίνονταν τόν βοηθοῦσαν, τόν συγκρατοῦσαν. Καί ἡ ἀνάβασις συνεχίζεται. Ἡ κορυφή τοῦ Ἄθω εἶναι ψηλά καί ὅποιος ἀνεβεῖ ἐκεῖ βλέπει καί θαυμάζει «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη».
Στό ἐργόχειρό του τό πτωχό καί ταπεινό ἔχει συνεργάτη τήν εὐχή· τήν σωτήριο εὐχή. Συμπορεύεται μέ τήν προσοχή γιά τό φτιάξιμο τοῦ σφραγιδιοῦ, τοῦ κουταλιοῦ. Ἐργάζεται καί γιά τά δύο, ἐργάτης τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ ὑλικοῦ. Ἡ διαρκής εὐχή θαυματουργεῖ, μπαίνει μέσα του καί γι’ αὐτό τά χέρια του δουλεύουν ἀσταμάτητα καί εὐθυγραμμισμένα.
Βραβεῖο τοῦ ἀγῶνα του τά καλά καί ἐπιμελημένα σφραγίδια καί κουτάλια.
Ἅλλος βέβαια τά κινεῖ τά χέρια του, ὅπως ἀργότερα θά εἰπῇ καί γιά τά ὑμνογραφήματά του. Βλέπει ὅμως συγχρόνως ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος» καί ἀρχίζει καί μειώνει, λιγοστεύει τήν ἐπιδοσή του στό ἐργόχεριο καί λίγο-λίγο ἐργάζεται γιά τά πρός τό ζῆν καί ἀσχολεῖται πλέον μέ τό διάβασμα καί τό γράψιμο· «σῶμα ἐργάζου ἵνα τραφῇς, ψυχή νῆφε ἵνα σωθῇς», καί ἡ νῆψις ὀλίγον κατ’ ὀλίγον κατοικεῖ μέσα του.
Παίρνοντας εὐλογημένη ὁρμή ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν πατερικῶν κειμένων, δέν τοῦ ἀρκοῦν πλεόν οἱ ἀναγνώσεις τῆς ἀκολουθίας στήν Ἐκκλησία. Ἀσχολεῖται μέ τήν σωτήριο εὐχή και διαβάζει ἀπό τούς Πατέρες ὅ,τι πρέπει, ὅ,τι μπορεῖ, σύμφωνα μέ τίς πνευματικές του δυνάμεις. Αὐτό ἀργότερα μᾶς τό μεταφέρει πατρικά καί πρακτικά. «Ὅταν πηγαίνουμε στό Δημοτικό σχολεῖο, δέν διαβάζουμε μαθήματα τοῦ Πανεπηστημίου. Κίνδυνος παρανοήσεως καί παραξηγήσεως, παιδιά μου». Λόγια μεστά διακριτικῆς σοφίας.
Οἱ «ἐν Ἀθήναις» γνώσεις του τόν βοηθοῦν, διότι ὠφελήθηκε ἐξ ἑλληνικῶν λόγων στό νά καταλαβαίνῃ τούς Πατέρας. Διαβάζει ἀσταμάτητα. Ἀποταμιεύει ὅσα μπορεῖ νοήματα, πού μέ τή βοήθεια τῆς ἁγίας εὐχῆς τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τυπώνονται μέσα του, καί ἡ ἀνάβασις συνεχίζεται. Βραβεύεται ἡ ἐργατικότητά του καί ἡ σωστή καλογερική μέ τάλαντο. Δέν τό κρύβει, ἀλλά ἐργάζεται μ’ ὅλη του τήν δύναμη νά τό παρουσιάσῃ αὐξημένο.
Ὁ Δωρεοδότης δίδει καί δωρεοδόχος παίρνει, γιά νά ἀνταποδώσῃ εὐχαριστώντας «ὅλῃ ψυχῇ καί διάνοιᾳ». «Ἡ τοῦ θείου Πνεύματος ἐπιδημήσασα δύναμις» ἔρχεται καί στόν πατέρα Γεράσιμο «ὡς ἦχος φερομένης βιαίας πνοῆς» καί πληροῖ τόν οἶκον τῆς ψυχῆς του καί τόν σπρώχνει στήν βουλή τοῦ Θεοῦ. Τόν θέλει Ὑμνογράφο τῶν μεγαλείων Του, τῶν εὐαρεστησάντων Αὐτόν Ἁγίων Του.
Τόν ἐκλέγει. Τόν χαριτώνει. Τοῦ ἐπιτρέπει πειρασμούς, ἀλλά καί δύναμη νά τούς σηκώνῃ καί νά τούς ἀντιμετωπίζῃ. Τόν ταπεινώνει, γιά νά μή χάσῃ. Τόν φωτίζει νά γράφῃ, ἀλλά καί νά ζητῇ: «Φώτισόν μου τό σκότος», ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τόν θέλει «υἱόν του κατά χάριν».
Καί ὁ Γεράσιμος ὑπακούει καί ἡ κάθοδος τῆς φλογός ἀρχίζει καί συνεχίζεται. «Λάλει Κύριε καί ὁ δοῦλος Σου ἀκούει».
Ἀρχίζει ἡ συγγραφή. Πρῶτο ὑμνογραφικό ἔργο σήν Παναγία, σημάδι τῆς ἀγάπης του γι’ αὐτή, ἀναγνώριση τῆς κυριότητος τοῦ τόπου Της, παράκληση γιά τήν πρεσβεία Της, σιγουριά γιά τήν κατάληξή του. Καί γράφει. Γράφει τά πρῶτα, τά δεύτερα, τά τρίτα. Δέν μένει μόνο στά γραπτά, στόν ἄγουρό του λόγο. Ταπεινώνεται. Ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι νέος καί ἄπειρος καί τά δείχνει στούς τότε σοφούς καί γνῶστες τοῦ εἴδους, ὅπως ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ζητεῖ παρατηρήσεις, διορθώσεις, προτάσεις. Ἡ ταπείνωσή του βραβεύεται μέ τίς προτροπές καί τούς ἐπαίνους. Κάθε ἀρχή καί δύσκολη, ἀλλά καί λόγος καλός γιά τήν συνέχιση. Καί συνεχίζει νά γράφει.
Ὑμνεῖ τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Πῶς ἄραγε γράφει; Ἔτσι; Ἁπλᾶ; Ἀβίαστα; Χωρίς τίποτε; Χωρίς ἐπίκληση; Ὄχι ἀδελφοί μου. Ὅλη του ἡ ζωή ἦταν προσευχή. Ἡ εὐχή ἦταν ἡ ἀναπνοή του καί τό «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν» ἡ ὁλοήμερος ἐπίκλησή του.
Τό ζητοῦσε μέ μεγάλη ταπείνωση, γιατί γι’ αὐτό ξενιτεύθηκε, καί ὁ Θεός «ἔτεινε εὐήκοον οὖς» καί τοῦ ἔλεγε: «Πατήρ σου καί Μήτηρ σου καί ἀδελφός σου εἰμί», μή φοβᾶσαι, «ἔτι σοῦ λαλοῦντος, ἐγώ πάρειμι. Καί αὐτό τό εἶχε πιστέψει, τό εἶχε χωνέψει, ὅτι τίποτε δέν εἶναι δικό του στή ζωή του, πολύ μᾶλλον αὐτό τό χάρισμα. Γι’ αὐτό καί πάντοτε διεκήρυττε ὅτι «Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἡμῶν».
«Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τό χέρι μου σ’ αὐτά. Δέν εἶναι δικά μου. Μόνα τους βγαίνουν. Ἄλλος μοῦ τά λέει», καί ἄλλα παρόμοια. Τά ἔλεγε καί τά πίστευε. Δέν ταπεινολογοῦσε κενολογώντας ψευδόμενος, διότι «τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦν ἐν αὐτῷ» καί στά γραπτά του.
Ἅλλος βέβαια τά κινεῖ τά χέρια του, ὅπως ἀργότερα θά εἰπῇ καί γιά τά ὑμνογραφήματά του. Βλέπει ὅμως συγχρόνως ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος» καί ἀρχίζει καί μειώνει, λιγοστεύει τήν ἐπιδοσή του στό ἐργόχεριο καί λίγο-λίγο ἐργάζεται γιά τά πρός τό ζῆν καί ἀσχολεῖται πλέον μέ τό διάβασμα καί τό γράψιμο· «σῶμα ἐργάζου ἵνα τραφῇς, ψυχή νῆφε ἵνα σωθῇς», καί ἡ νῆψις ὀλίγον κατ’ ὀλίγον κατοικεῖ μέσα του.
Παίρνοντας εὐλογημένη ὁρμή ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν πατερικῶν κειμένων, δέν τοῦ ἀρκοῦν πλεόν οἱ ἀναγνώσεις τῆς ἀκολουθίας στήν Ἐκκλησία. Ἀσχολεῖται μέ τήν σωτήριο εὐχή και διαβάζει ἀπό τούς Πατέρες ὅ,τι πρέπει, ὅ,τι μπορεῖ, σύμφωνα μέ τίς πνευματικές του δυνάμεις. Αὐτό ἀργότερα μᾶς τό μεταφέρει πατρικά καί πρακτικά. «Ὅταν πηγαίνουμε στό Δημοτικό σχολεῖο, δέν διαβάζουμε μαθήματα τοῦ Πανεπηστημίου. Κίνδυνος παρανοήσεως καί παραξηγήσεως, παιδιά μου». Λόγια μεστά διακριτικῆς σοφίας.
Οἱ «ἐν Ἀθήναις» γνώσεις του τόν βοηθοῦν, διότι ὠφελήθηκε ἐξ ἑλληνικῶν λόγων στό νά καταλαβαίνῃ τούς Πατέρας. Διαβάζει ἀσταμάτητα. Ἀποταμιεύει ὅσα μπορεῖ νοήματα, πού μέ τή βοήθεια τῆς ἁγίας εὐχῆς τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τυπώνονται μέσα του, καί ἡ ἀνάβασις συνεχίζεται. Βραβεύεται ἡ ἐργατικότητά του καί ἡ σωστή καλογερική μέ τάλαντο. Δέν τό κρύβει, ἀλλά ἐργάζεται μ’ ὅλη του τήν δύναμη νά τό παρουσιάσῃ αὐξημένο.
Ὁ Δωρεοδότης δίδει καί δωρεοδόχος παίρνει, γιά νά ἀνταποδώσῃ εὐχαριστώντας «ὅλῃ ψυχῇ καί διάνοιᾳ». «Ἡ τοῦ θείου Πνεύματος ἐπιδημήσασα δύναμις» ἔρχεται καί στόν πατέρα Γεράσιμο «ὡς ἦχος φερομένης βιαίας πνοῆς» καί πληροῖ τόν οἶκον τῆς ψυχῆς του καί τόν σπρώχνει στήν βουλή τοῦ Θεοῦ. Τόν θέλει Ὑμνογράφο τῶν μεγαλείων Του, τῶν εὐαρεστησάντων Αὐτόν Ἁγίων Του.
Τόν ἐκλέγει. Τόν χαριτώνει. Τοῦ ἐπιτρέπει πειρασμούς, ἀλλά καί δύναμη νά τούς σηκώνῃ καί νά τούς ἀντιμετωπίζῃ. Τόν ταπεινώνει, γιά νά μή χάσῃ. Τόν φωτίζει νά γράφῃ, ἀλλά καί νά ζητῇ: «Φώτισόν μου τό σκότος», ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τόν θέλει «υἱόν του κατά χάριν».
Καί ὁ Γεράσιμος ὑπακούει καί ἡ κάθοδος τῆς φλογός ἀρχίζει καί συνεχίζεται. «Λάλει Κύριε καί ὁ δοῦλος Σου ἀκούει».
Ἀρχίζει ἡ συγγραφή. Πρῶτο ὑμνογραφικό ἔργο σήν Παναγία, σημάδι τῆς ἀγάπης του γι’ αὐτή, ἀναγνώριση τῆς κυριότητος τοῦ τόπου Της, παράκληση γιά τήν πρεσβεία Της, σιγουριά γιά τήν κατάληξή του. Καί γράφει. Γράφει τά πρῶτα, τά δεύτερα, τά τρίτα. Δέν μένει μόνο στά γραπτά, στόν ἄγουρό του λόγο. Ταπεινώνεται. Ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι νέος καί ἄπειρος καί τά δείχνει στούς τότε σοφούς καί γνῶστες τοῦ εἴδους, ὅπως ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ζητεῖ παρατηρήσεις, διορθώσεις, προτάσεις. Ἡ ταπείνωσή του βραβεύεται μέ τίς προτροπές καί τούς ἐπαίνους. Κάθε ἀρχή καί δύσκολη, ἀλλά καί λόγος καλός γιά τήν συνέχιση. Καί συνεχίζει νά γράφει.
Ὑμνεῖ τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Πῶς ἄραγε γράφει; Ἔτσι; Ἁπλᾶ; Ἀβίαστα; Χωρίς τίποτε; Χωρίς ἐπίκληση; Ὄχι ἀδελφοί μου. Ὅλη του ἡ ζωή ἦταν προσευχή. Ἡ εὐχή ἦταν ἡ ἀναπνοή του καί τό «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν» ἡ ὁλοήμερος ἐπίκλησή του.
Τό ζητοῦσε μέ μεγάλη ταπείνωση, γιατί γι’ αὐτό ξενιτεύθηκε, καί ὁ Θεός «ἔτεινε εὐήκοον οὖς» καί τοῦ ἔλεγε: «Πατήρ σου καί Μήτηρ σου καί ἀδελφός σου εἰμί», μή φοβᾶσαι, «ἔτι σοῦ λαλοῦντος, ἐγώ πάρειμι. Καί αὐτό τό εἶχε πιστέψει, τό εἶχε χωνέψει, ὅτι τίποτε δέν εἶναι δικό του στή ζωή του, πολύ μᾶλλον αὐτό τό χάρισμα. Γι’ αὐτό καί πάντοτε διεκήρυττε ὅτι «Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἡμῶν».
«Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τό χέρι μου σ’ αὐτά. Δέν εἶναι δικά μου. Μόνα τους βγαίνουν. Ἄλλος μοῦ τά λέει», καί ἄλλα παρόμοια. Τά ἔλεγε καί τά πίστευε. Δέν ταπεινολογοῦσε κενολογώντας ψευδόμενος, διότι «τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦν ἐν αὐτῷ» καί στά γραπτά του.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος
Ἐτήσια ἔκδοσις τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
Ἔτος 2008 ἀριθμ. 33
Ἐτήσια ἔκδοσις τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
Ἔτος 2008 ἀριθμ. 33
Ἐπιμέλεια κειμένου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.