Δυσκολίες. Μέρος ΙΓ'
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Κάποια φορά ἔγινα θεατής ἑνός ἄλλου σχετικοῦ περιστατικοῦ: Μιά ὁμάδα ἀπό καμτσαντάλους, ἄντρες καί γυναῖκες, κάθονταν ἔξω ἀπό τίς καλύβες καί ξεπουπούλιαζαν τίς πάπιες, πού εἶχαν σκοτώσει οἱ κυνηγοί. Δούλευαν ἥσυχα-ἥσυχα συζητώντας.
Κάποια στιγμή τούς πλησίασε ἕνας κυνηγός. Ἀκούμπησε ἀπρόσεκτα τό τουφέκι του σ’ ἕνα τοῖχο, κι ἐκεῖνο ἔπεσε καί ἐκπυρσοκρότησε. Ὁ ξαφνικός, δυνατός κρότος τοῦ ὅπλου ἔδωσε τό ἔναυσμα γιά τήν κρίση τῶν ἄρρωστων καμτσαντάλων. Πετάχτηκαν πάνω οὐρλιάζοντας καί ἔξαλλοι ἄρχισαν νά ρίχνουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο πούπουλα καί φτερά.
Δημιουργήθηκαν μιά ἀπερίγραπτη σύγχυση, καθώς τά πούπουλα σκορπίζονταν στόν ἀέρα κάτω ἀπό πανδαιμόνιο ἀλαλαγμῶν.
Οἱ φωνές τῶν καμτσαντάλων ἐξαγρίωσαν καί τά σκυλιά, πού μέχρι τότε λαγοκοιμόντουσαν ξαπλωμένα πιό πέρα. Τρομαγμένα κι αὐτά, ἅρπαζαν στό στόμα τους τίς ξεπουπουλιασμένες πάπιες κι ἔτρεχαν σάν τρελά πέρα-δῶθε. Αὐτό ὅμως ἐρέθισε περισσότερο τούς καμτσαντάλους, καί ἀρχισαν νά τά κυνηγοῦν.
Τή στιγμή πού τό ἐπεισόδιο κινδύνευε νά ἐξελιχθεῖ σέ μάχη ἀνάμεσα σέ σκύλους καί ἀνθρώπους, ὁ κυνηγός ἔμπηξε δυνατές φωνές. Τούς διέταξε νά σταματήσουν. Οἱ φωνές ἐπέδρασαν σάν φάρμακο στα νεῦρα τῶν «πολεμιστῶν». Ἀπότομα σταμάτησαν καί βρῆκαν τόν ἑαυτό τους. Σέ λίγο ξανάπιασαν τή δουλειά σά νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτα. Μόνο τά σκυλιά συνέχισαν γιά πολλή ὥρα νά γρυλλίζουν ἀνήσυχα.
Μιάν ἄλλη φορά, κάποια γυναίκα, πού ἔπασχε ἀπό ἰμιαρέτς, παραφύλαγε μ’ ἕνα χοντρό ξύλο ἔξω ἀπό τή φωλιά ἑνός σούσλικ14. Περίμενε νά βγεῖ γιά νά τό σκοτώσει. Ἐκεῖνο πρόβαλε ἀπό τήν τρύπα του, σηκώθηκε στά πισινά πόδια κι ἄρχισε νά κουνᾶ κυκλικά τό κεφαλάκι του. Σάν ὑπνωτισμένη ἡ γυναίκα τό μιμήθηκε. Γιά ἀρκετή ὥρα στεκόταν ἐκεῖ, κουνώντας τό κεφάλι της, ἀνίκανη νά σηκώσει τό ξήλο γιά νά χτυπήσει τό ζῶο. Κι αὐτό, ἀνενόχλητο, ξαναχ
ώθηκε μέσα στή γῆ, ἀνύποπτο γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεξε.
Ἄλλοτε πάλι, στή διάρκεια κάποιας ἀκολουθίας μέσα στήν ἐκκλησία, ὁ νεωκόρος ἔσπρωξε κατά λάθος τό «εἰσοδικό» καί τό ἔριξε κάτω. Ἐκεῖνο κύλησε ἀργά πρός τήν ἔξοδο, ἀκολουθώντας τήν κλίση τοῦ πατώματος. Τότε οἱ περισσότεροι ἐκκλησιαζόμενοι ἰθαγενεῖς ἔπεσαν στό πάτωμα κ ἄρχισαν νά κυλιοῦνται, ἀκολουθώντας τήν κίνηση τοῦ «εἰσοδικοῦ» καί μουρμουρίζοντας:
-Κάτιτσα (κυλιέται)! ..... Κάτιτσα! .... Κάτιτσα!....
Ἔπιασε κάποτε στά παράλια τῆς Καμτσάτκας τό πολεμικό πλοῖο «Γιακούτ». Σ’ αὐτό ἐπέβαινε ἕνα στρατιωτικός γιατρός, πού γνώριζε τήν ὕπαρξη τῆς ἀσθένειας ἰμιαρέτς. Θέλησε νά μετρήσει ἄν στή διάρκεια τῆς κρίσεως ὑπάρχει στούς ἀσθενεῖς –καί πόση- ἱκανότητα αὐτοσυνειδησίας καί αὐτοελέγχου.
Σκέφτηκε νά ἐκτελέσει ἕνα πείραμα πολύ ἐπικίνδυνο, παίρνοντας ὡστόσο καί ἀνάλογα προφυλακτικά μέτρα. Ἐπιβίβασε σέ δυό-τρεῖς βάρκες ἀρκετούς καμτσαντάλους, ἄντρες καί γυναῖκες. Ἀνάμεσά τους ὑπῆρχε μόνο μιά ἄρρωστη γυναίκα, πού κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά τό μικρό βρέφος της. Ξανοίχτηκαν στή θάλασσα. Ὁ ἴδιος κάθησε δίπλα στήν ἄρρωστη. Στούς ἄλλους εἶχε δώσε ἐντολή νά τήν παρακολουθοῦν προσεκτικά.
Ξαφνικά ὁ γιατρός φώναξε δυνατά:
-Ρίξε στή θάλασσα τό παιδί!
Ἡ ἀναπάντεχη ἐντολή ἔκανε τή μητέρα νά ξαφνιαστεῖ καί νά τρομάξει. Τήν ἔπιασε κρίση καί ἄρχισε νά ἐπαναλαμβάνει:
-Ρίξε στή θάλασσα τό παιδί!..... Ὄχι, δέν θά τό ρίξω!... Ρίξε στή θάλασσα τό παιδί!.... Ὄχι, δέν θά τό ρίξω!...
Ὅλοι παρακολουθοῦσαν μέ κομμένη τήν ἀναπνοή.
Σέ μιά στιγμή μάλιστα ἡ μητέρα ἔκανε κάποια κίνηση γιά νά ρίξει τό βρέφος στό νερό. Οἱ ἄλλοι ἑτοιμάστηκαν νά τό σώσουν. Ὅμως δέν χρειάστηκε. Τό μητρικό ἔνστικτο φάνηκε τόσο ἰσχυρό, πού νίκησε κι αὐτή ἀκόμα τήν ἀνίατη ἀρρώστια. Μέ τρεμάμενα χέρια ἐσφιξε ἡ μητέρα τό παιδί πάνω στό στῆθος της καί τό φίλησε. Ἀμέσως μετά συνῆλθε ἀπό τήν κρίση.
Ὅπως εἶπε ὁ γιατρός ἀργότερα, ἦταν μιά ἐξαιρετική καί μοναδική ἴσως περίπτωση ἐπιβολῆς τοῦ ἀκαταγώνιστου μητρικοῦ ἐνστίκτου πάνω στό πανίσχυρο ἰμιαρέτς.
Σιγά-σιγά συνήθισα τίς κρίσεις τῶν ἀσθενῶν καί τίς ἀντιμετώπιζα πιά σάν καθημερινά φαινόμενα ρουτίνας.
Μόνο τό 1907, ὅταν πρωτοβρέθηκα στήν Καμτσάτκα σάν νεαρός ἱερομόναχος, μέ εἶχε ταράξει καί λυπήσει πολύ ἡ πρώτη ἐμπειρία πού εἶχα ἀπό τήν ἀσθένεια.
Ἤμουν, θυμᾶμαι, στή Γιζίγ, παραμονή Χριστουγέννων, ὅπου τέλεσα τόν πανηγυρικό ὄρθρο καί τή θεία Λειτουργία. Μετά τήν ἀκολουθία, ἡ παιδική χορωδία ἑτοιμαζόταν νά ψάλει τό «Μνόγκαγια Λιέτα» (Χρόνια Πολλά), σύμφωνα μέ τήν παλιά ρωσική συνήθεια.
Ἐκείνη τή στιγμή μᾶς τρύπησε τ’ αὐτιά ἕνας δυνατός κρότος. Ἦταν ἑορταστική κανονιά πού κάποιοι πιστοί εἶχαν ρίξει μέ τό παμπάλαιο κανόνι τῆς ἐκκλησίας. Τοπικό ἔθιμο κι αὐτό. Ἡ ξαφνική κανονιά προκάλεσε ταραχή καί σύγχυση στό ἐκκλησίασμα. Ἀκούστηκαν κραυγές, ξεφωνητά καί κάποια γέλια.
Οἱ ἄρρωστοι ἀπό ἰμιαρέτς φώναζαν αὐθόρμητα ἐκεῖνο πού σκεφτόταν ὁ καθένας τήν ὥρα τοῦ κανονιοβολισμοῦ. Ἕνας μικρός τῆς χορωδίας, στό ξάφνιασμά του, φώναξε κάτι ἀκατανόητο καί γέλασε. Τότε ὅλα τά μέλη τῆς χορωδίας, ἀντί νά ψάλουν τό «Μνόγκαγια Λιέτα», ξεκαρδίστηκαν στά γέλια.
Τά ἔχασα μέ ὅλ’ αὐτά. Τότε ἀκόμη δέν εἶχα ἰδέα γιά τό ἰμιαρέτς, γι’ αὐτό θεώρησα τά γέλια καί τίς φωνές τους σάν ἐκδηλώσεις ἀσέβειας. Ἔφυγα ἀπό τό ναό βαθιά πικραμένος καί ταραγμένος.
Τήν ἄλλη μέρα οἱ ἐνορίτες μοῦ ἐξήγησαν τήν αἰτία τῶν γεγονότων. Ἦταν ἡ πρώτη μου ἐμπειρία ἀπό τήν ἀρρώστια, πού ἀργότερα θά διαπίστωνα πώς ἀποτελοῦσε ἀληθινή μάστιγα γιά τό ποίμνιό μου.
14. Σούσλικ: Μικρό τρωκτικό, τῆς οἰκογένειας τῶν σκιουριδῶν. Ἡ ἐπιστιμονική του ὀνομασία εἶναι ἀρκτόμυς.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.159-164
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.