Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Αἱ ἐσφαλμέναι θεολογικαί προϋποθέσεις διά τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα (Μέρος Γ΄ –Τελευταῖον)

Μέ ἀφορμήν τόν διάλογον εἰς τήν Βιέννην μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.
Ὑπό τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς τοῦ Α.Π.Θ 

Διατί δέν δύναται νά ὑπάρξη τυπική καί οὐσιαστική ἑνότης μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν 

Για να διαβάσετε τα προηγούμενα μέρη πατήστε: Εσφαλμέναι θεολογικαί προϋποθέσεις για το πρωτείο


Ἄν προσεγγίσουμε ἱστορικοδογματικά τό παπικό Πρωτεῖο καί τό Filioque, παρατηροῦμε ὅτι ἡ ἐμφάνιση καί ἡ ἐξέλιξή τους εἶναι παράλληλη.
Οἱ δύο αὐτές δογματικοῦ χαρακτήρα ἐκτροπές συμπορεύονται ἱστορικά. Ἡ ἱστορική ἀφετηρία τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἐντοπίζεται στόν Δ΄ αἰώνα, τόσο στή Δύση ὅσο καί στήνἈνατολή.
Ἤδη στήΔυτική σύνοδο τοῦ 371 ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ σύνοδοι χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ πάπα εἶναι ἄκυρες. Στήν Ἀνατολή ὁ Μ. Βασίλειος κάνει λόγο γιά τήν «ἐπηρμένη παπική ὀφρῦ», ἐνῶ τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς πληροφοροῦν γιά τίς παπικές ἀξιώσεις, πού διαβιβάζουν οἱ παπικοί ἀντιπρόσωποι μέχρι καί τήν Η' Οἰκουμενική (879/890) ἐπί Πατριάρχου Φωτίου.
Εἶναι διεθνῶς ἱστορικά ἐπιβεβαιωμένο, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή οὐδέποτε ἀνεγνώρισε στόν ἐπίσκοπο Ρώμης Πρωτεῖο διοικητικῆς δικαιοδοσίας καί ἐξουσίας οὔτε στή θεωρία οὔτε στήν πράξη, παρά μόνον «Πρεσβεῖα τιμῆς», πού σημαίνει, ὅτι ἦταν πρῶτος μεταξύ ἴσων, "primus inter paris" (βλ. 28ος Κανόνας Δ΄ Οἰκ. Συνόδου).
Τέλος, ἡ ἄρνηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς νά ὑποταχθεῖ στίς ἀξιώσεις τῶνΔυτικῶν περί πρωτείου
ἐξουσίας σ' ὅλη τήνἘκκλησία ἔγινε ἡ ἀφορμή γιά ἀπόσχιση τῶν παπικῶν τό 1054 ἀπό τήνἘκκλησία. Στίς ἑνωτικές προσπάθειες, πού ἀκολούθησαν ἡ Δύση ἐπιχειροῦσε νά ἐπιβάλει πάντοτε στήν Ἀνατολή τήν μοναρχικοῦ τύπου Ἐκκλησιολογία της, μέ βάση τήν ὁποία ὁ πάπας θά ἔπρεπε νά θεωρεῖται ὡς ἡ μόνη ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ δογματική κατοχύρωση τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἔγινε ἐπισήμως στήν Α΄ Βατικανή Σύνοδο (1870).  Στήν Σύνοδο αὐτή μαζί μέ τό Ἀλάθητο τοῦ πάπα καθορίστηκε τό ἀκριβές περιεχόμενο τοῦ Πρωτείου, πού νοεῖται ὡς διοικητική ἐξουσία σ' ὅλη τήνἘκκλησία, μέ προοπτική τήν διαφύλαξη τῆς ὀρθῆς πίστεως.
Εἶναι λοιπόν προφανές, ὅτι τό παπικό Πρωτεῖο ἀποτελεῖ δομικό συστατικό στοιχεῖο τοῦ Παπισμοῦ καί μέρος τῆς δογματικῆς διδασκαλίας του, μέ τήν ἔννοια ὅτι χωρίς αὐτό δέν εἶναι δυνατή ἡ πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἡ δογματική ἀφετηρία τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἀνάγεται διά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στόν ἴδιο τόν Χριστό.
Τήν παραπάνω μοναρχική Ἐκκλησιολογία τῆς Α΄ Βατικανῆς ἐπιχείρησε νά μετριάσει ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος (1962-1964) μέ τήν εἰσαγωγή μιᾶς ἰδιότυπης Ἐκκλησιολογίας τῆς κοινωνίας (communio), πού ἀναφέρεται στή συλλογικότητα τῶν ἐπισκόπων [Συνοδικός Ὅρος "Lumen Gentium" (Φῶς Ἐθνῶν) ἀρ. 22].
Μέ βάση τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο [ἀποκλείεται κάθε δυνατότητα δράσεως τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος χωρίς τόν ἐπικεφαλῆς του, ἐνεργεῖ μόνον συλλογικά καί σέ κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης. Ὁ πάπας τοποθετεῖται κατά κάποιο τρόπο «ὑπεράνω τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος» ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ τοποτηρητοῦ τοῦ Χριστοῦ (vicarius Christi)] στήν πραγματικότητα φαίνεται νά ἰσχύει μιά διπλῆ ὑπέρτατη διοικητική ἀρχή: Ἀπό τή μία εἶναι ὁ σύλλογος τῶν ἐπισκόπων μέ ἐπικεφαλῆς τόν πάπα, καί ἀπό τήν ἄλλη εἶναι μόνη ἡ κεφαλή.
Εἶναι ὅμως ἰδιαίτερα σημαντικό, ὅτι πολύ συχνά ἡ Σύνοδος ἐπαναλαμβάνει ὅτι ὁ πάπας μπορεῖ νά ἀσκεῖ τή διακονία του «μόνος».  Εἶναι λοιπόν προφανές, ὅτι οὐσιαστικά δέν ἐπιτεύχθηκε ἡ ἁρμονία ἀνάμεσα στόν παπισμό καί τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Οἱ δύο Ἐκκλησιολογίες τοποθετήθηκαν ἡ μία δίπλα στήν ἄλλη σέ μιά προβληματική ἄρθρωση. Ἡ ἱστορία ἀπέδειξε τήν ἀπόλυτη ἀντιπαλότητα τῶν δύο Ἐκκλησιολογιῶν στή Δύση. Ἡ πρόβλεψη πάντως τῶν Δυτικῶν θεολόγων εἶναι, ὅτι μᾶλλον θεωρητικῶς καί πρακτικῶς θά δοῦμε καί πάλι νά ἐπιβάλλεται μιά καθαρά μοναρχιανική Ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία θά ἀπωθήσει τίς μορφές συλλογικότητας καί συνοδικότητας, πού πρόσφατα ἐπανεμφανίστηκαν στό προσκήνιο (βλ. σχε- τικῶς K. Schatz...).
Ὅπως γίνεται εὔκολα κατανοητό ἀπό τά παραπάνω, τό παπικό Πρωτεῖο –σέ συνδυασμό μάλιστα μέ τό παπι- κό Ἀλάθητο– καθιστᾶ θεωρητικῶς καί πρακτικῶς τελείως ἀδύνατη τήν καταδίκη τοῦ πάπα σέ περίπτωση δογματικῶν σφαλμάτων του. Αὐτό καί μόνο βεβαιώνει τήν ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτήρα στρέβλωση τῆς συνο- δικότητας τῶν ἐπισκόπων, καί σαφῶς ἀντιβαίνει στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε θεσμικά ἀπό τήν Ἀποστολική Σύνοδο καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Τό Πρωτεῖο, ὅπως νοηματοδοτήθηκε στή Δύση, ὄχι μόνο δέν ὑπηρέτησε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀντίθετα κυοφόρησε διασπαστικές τάσεις καί τελικά πυροδότησε τήν ἔκπτωση τοῦ παπισμοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία, σέ συνδυασμό βέβαια καί μέ τίς ἄλλες ἀποκλίσεις ἀπό τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐσφαλμένες θεολογικές προϋποθέσεις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου συνδέονται ἄρρηκτα μέ τό ἱστορικά σύγχρονό του Filioque, τό ὁποῖο μάλιστα χρονικά προηγήθηκε στή θεσμοποίησή του, ἀφοῦ ἤδη ἀπό τόν ΣΤ΄ αἰώνα υἱοθετήθηκε στή Δύση ἀπό τή Σύνοδο τοῦ Τολέ- δου (547) καί προστέθηκε μέ τοπική ἰσχύ στό Σύμβολο Νικαίας-Κων/πόλεως (589).
Οἱ ἐσφαλμένες θεολογικές προϋποθέσεις τοῦ Πρωτείου θά πρέπει νά ἀναζητηθοῦν πρωτίστως στήν Πνευματολογία τῆς Δύσεως. Εἰδικώτερα στή ζωή καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας στή Δύση ἀτονεῖ ὁ πνευματολογικός παράγοντας, μέ ἀποτέλεσμα νά υἱοθετεῖται τό Filioque, τό ὁποῖο ὑποβιβάζει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί σέ δογματικό-θεωρητικό ἐπίπεδο. Κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει παράλληλα καί μέ τό παπικό Πρωτεῖο, τό ὁποῖο φανερώνει θεολογικά στήν πράξη τή μείωση τῆς χαρισματικῆς διαστάσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τή μείωση τῆς σημασίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα σ' αὐτήν, ἐκφράζοντας συμπυκνωμένα τόν τρόπο ὀργανώσεως τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ μέ τόν συγκεντρωτικό καί ἱεροκρατικό χαρακτῆρα του καί τήν κυριαρχική ἐξουσία του στόν κλῆρο καί τό λαό.
Ἀκόμη πιό συγκεκριμένα, οἱ ἐσφαλμένες θεολογικές προϋποθέσεις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἔχουν σαφῆ πνευ- ματολογικό χαρακτῆρα γιά τόν ἑξῆς λόγο. Οἱ Δυτικοί, πολύ νωρίς καί πάντως σταδιακά ὅλο καί περισσότερο, ἀλλοτριώθηκαν ἀπό τήν βιωματική ἐμπειρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, πού ἀφορᾶ στή χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ θά ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία μετά τήν Πεντηκοστή «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», καί θά ἐγγυᾶται πρακτικῶς διά τῆς ἀοράτου καί ἐν πάσῃ αἰσθήσει παρουσίας του τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Δυτική Χριστιανοσύνη δηλαδή ἔχασε τή βιωματική ἐμπειρία τῆς ἑνότητας μέ τήν ἄκτιστη θεία δόξα καί θεοποιό Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἐκκλησιολογική δομή τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, στήν ὁποία άναφερθήκαμε, βεβαιώνει τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ἡ δομή αὐτή, μέ θεμελιακό συστατικό στοιχεῖο τό Πρωτεῖο, δέν ἐπιτρέπει τήν χαρισματική λειτουργία τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας, ἀφοῦ ἡ ὑποστατική Ἀλήθεια καί θεανθρώπινη κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ὑποκαταστάθηκε ἀπό τήν κτιστή παρουσία τοῦ τοποτηρητῆ της, τοῦ πάπα, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀγνοήθηκε προκλητικά ἡ ἀναφορά στήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μέ ἄλλα λόγια, ἐπειδή οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν κάνουν διάκριση ἀνάμεσα στήν ἄκτιστη οὐσία καί τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι δέν ἔχουν βιωματική ἐμπειρία τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας καί Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος -ἐξ οὗ καί ἡ περί κτιστῆς Χάριτος δογματική διδασκαλία τους- ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν θεολογικῶς τήν ἀόρατη παρουσία τοῦ Θεανθρώπου ὡς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν ἀόρατη παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία ὀντολογικῶς, κατά τήν ἄκτιστη καί θεοποιό ἐνέργειά του, ὡς ἐγγυητοῦ τῆς ἀλήθειάς της ἕως τῆς συντελείας. 

Λόγω ἐλλείψεως τῶν παραπάνω θεολογικῶν προϋποθέσεων οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν θεολογικῶς πῶς θά ἐμφανίσει ὁ Χριστός ἀοράτως τόν ἑαυτό Του στά ζῶντα μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του καί ὄχι στόν ἄλλο κόσμο, ἀλλά καί ἄκτιστη βασιλεία Του, μή ἐρχομένη «μετά παρατηρήσεως» (βλ. Λκ. 17, 20-21), γιά ὅσους δέν ἔχουν ἐνεργά πνευματικά αἰσθητήρια.
Ἐδῶ ὅμως γεννᾶται εὔλογα τό θεολογικό ἐρώτημα: Ποιά εἶναι ἡ πρωτογενής αἰτία γι' αὐτήν τήν θεολογική σύγχυση καί ἀταξία, ἡ ὁποία ἐκβάλλει ἄμεσα στήν Ἐκκλησιολογία καί πρακτικῶς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μέ σωτηριολογικές πλέον συνέπειες;
Τό παπικό Πρωτεῖο, εἴτε μέ τήν ἀπροκάλυπτη ἔννοια τῆς ἐξουσίας εἴτε μέ τό προκάλυμμα τῆς διακονίας (βλ. Κείμενο τῆς Ραβέννας) στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ὡς πρωτογενῆ αἰτία τόν ἐγωισμό, τήν κενοδοξία καί τήν ὑπερηφάνεια, πού ἀπό τή φύση τους εἶναι κακίες διασπαστικές τῆς ἑνότητας, ὁποιασδήποτε μορφῆς. Ὁ ποικιλόμορφος ἐγωισμός εἶναι ἡ πρωτογενής αἰτία κάθε ἑτεροδιδασκαλίας, κατά τή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (βλ. Α΄ Τιμ. 6, 3-6).
Αὐτός φουσκώνει καί διαφθείρει τόν νοῦ καί τόν ὁδηγεῖ στήν ἔκπτωση ἀπό τή ΜΙΑ καί πάντοτε ἑνιαία Ἐκκλησία. Ἡ ἴδια πρωτογενής αἰτία ἄλλωστε ἀπέσπασε τόσο τόν Ἑωσφόρο καί τούς ὁμόφρονές του ἀγγέλους, ὅσο καί τό προγονικό ζεῦγος, ἀπό τήν ἀρχέγονη Ἐκκλησία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους του. Τό ἐγωιστικό φρόνημα εἶναι ἀσύμβατο μέ τήν βιωματική ἐμπειρία τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας στήν Ἐκκλησία.
Ἡ βιωματική αὐτή ἐμπειρία ἔχει πάντοτε ὡς θεμελιῶδες χαρακτηριστικό γνώρισμά της τήν ταπεινοφροσύνη, ἡ ὁποία φανερώνεται κυρίως ὡς ὑπακοή μόνο στό θέλημα τῆς μίας καί Θεανθρώπινης κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, κατά τό πρότυπο τῆς ὑπακοῆς τοῦ Θεανθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός κατά τήν ἱστορική παρουσία του στή γῆ ἀπέκρουσε κατηγορηματικά κάθε κενόδοξη ἐπιθυμία γιά τήν ὑπεροχή ὁρισμένων μόνον Ἀποστόλων (βλ. Μθ. 20, 20-28 καί 23, 8-11, Μκ. 10, 35-45), λέγοντας στούς δύο ἐπίλεκτους μαθητές του: «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε» (Μθ. 20,22). Ἀκόμη, εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό καί τό γεγονός ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, ἀφότου ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατά τήν Πεντηκοστή καί ἔχοντάς το ἔκτοτε μέσα τους βιωματικῶς «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» καί ἐνεργό στόν μέγιστο βαθμό, δέν διεκδίκησαν κανένα Πρωτεῖο, οὔτε διοικητικῆς ἐξουσίας οὔτε διακονίας, ὅπως πιστοποιεῖται ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι, βλέπουμε λ.χ. ὅτι στήν Ἀποστολική Σύνοδο δέν ἦταν Πρόεδρος ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, καί ὅτι δέν ἐπικράτησε συνοδικῶς ἡ θέση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἀλλά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (βλ. Πρξ. 15). Ἐκεῖ, γιά πρώτη φορά ἀποδείχθηκε μέ αὐθεντικό τρόπο ὅτι τό Ἀλάθητο δέν τό κατέχει κανένα θεσμικό πρόσωπο, ἀλλά ἡ σύνολη Ἐκκλησία, ὅταν συμβαίνει νά ἐκφράζεται θεσμικά μέσῳ μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά διαφωτιστικά, ὡς πρός τό θέμα μας, εἶναι καί ὅσα μαρτυροῦνται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων [τόσο κατά τή ἐκλογή τοῦ Ἀποστόλου Ματθία, ὅσο καί] γιά τήν ἐκλογή τῶν ἑπτά Διακόνων, ἰδιαίτερα ὅσα σχετίζονται μέ τόν τρόπο καί τά ἁγιοπνευματικά κριτήρια ἐπιλογῆς τους (βλ. Πρξ. 6, 2- 3).
Κύριο κριτήριο ἐπιλογῆς εἶναι ἡ ἐνεργός παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς ὑποψηφίους διακόνους («ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά πλήρεις πνεύματος καί σοφίας» Πρξ. 6,3). Εἶναι ἄλλωστε ἱστορική ἀλήθεια ὅτι οὐδέποτε ἕνας Ἀπόστολος διοίκησε τήν Ἐκκλησία. Τήν διοίκησαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἰσοτίμως, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν Ἀποστολική Σύνοδο.
Ἀλλά καί μετά τούς Ἀποστόλους, οἱ διάδοχοί τους, ὡς ἰσότιμοι ἐπίσκοποι, διοίκησαν τήν Ἐκκλησία συνερχόμενοι σέ συνόδους ὑπό τήν προεδρία ἰσοτίμου ἐπισκόπου, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Τά «Πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ Πρώτου δέν καταργοῦν τήν ἰσοτιμία. Καί αὐτός πού ἔχει τά «Πρεσβεῖα τιμῆς» ἔχει μία ψῆφο καί ὑπόκειται στήν κρίση τῶν ἰσοτίμων του ἐπισκόπων.
Γι' αὐτό ἄλλωστε καί μερικοί Πρῶτοι τόσο στήν Ἀνατολή ὅσο καί στή Δύση καταδικάστηκαν ὡς αἱρετικοί κατά τήν πρώτη χιλιετία.
Κατά συνέπεια, τό παπικό Πρωτεῖο δέν ἔχει θεολογική βάση οὔτε ἁγιοπνευματική καί ἐκκλησιολογική νομιμοποίηση.  Στηρίζεται σαφῶς σέ κοσμικοῦ χαρακτήρα νοοτροπία ἐξουσίας-διακονίας. 
Ἀνατρέπει τήν ἁγιοπνευματική δομή τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σχετικοποιεῖ καί πρακτικῶς καταργεῖ τή Συνοδικότητα ὡς ἁγιοπνευματική λειτουργία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, καί εἰσάγει τό κοσμικό φρόνημα σ' αὐτήν, ἀκυρώνει τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπισκόπων, ἰδιοποιεῖται τήν ἀπόλυτη διοικητική ἐξουσία ἐφ' ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας οὐσιαστικά τόν Θεάν θρωπο καί τοποθετώντας ὡς ὁρατή κεφαλή ἕναν ἄνθρωπο καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπαναλαμβάνει θεσμικά πλέον τό προπατορικό ἁμάρτημα. 

Καί, ὅπως μέ τό Filioque καταλύθηκε στή Δύση θεσμικά ἡ ἰσοτιμία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί εἰδικώτερα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ὑποβιβάστηκε στήν ὀντολογική κατηγορία τῶν κτισμάτων, ἔτσι καί μέ τό παπικό Πρωτεῖο, θεσμικά, ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀπουσία τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, τό ὁποῖο οὐσιαστικά μεταλλάσσεται ἀπό θεανθρωποκεντρικό σέ ἀνθρωποκεντρικό.
Τέλος, ἡ θεραπεία τῆς παραπάνω ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς τῶν παπικῶν μπορεῖ νά ἀναζητηθεῖ μόνον στήν ἐν ταπεινώσει ἐπιστροφή τους στήν παραδοσιακή Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.


πηγή   Ορθόδοξος Τύπος 8 Οκτωβρίου ΄10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου