Γέρων Ιωάσαφ, ο μακαριστός γέροντάς μας.
Μέρος Β'
Μετά από αναφιλητά, σταμάτησε η μία μου λέει: «Τι να έχουμε πάτερ. Πρόβλημα. Η αδελφή μου έχει ένα παιδάκι 15 χρονών και με το μηχανάκι τρακάρισε σε μία κολώνα και είναι 20 μέρες σε αφασία. Οι γιατροί λένε ότι δεν θα ξαναξυπνήση.
Μόνο αν γίνη κάποιο θαύμα. Έχει νεκρωθή ο εγκέφαλος. Χτύπησε στο κεφάλι. Εγώ τις παρηγόρησα και τις λέω: «Πάρτε αυτή την εικόνα της Παναγίας μας και βάλτε την μέσα στο προσκέφαλο». Γιατί ήταν στην εντατική το παιδί, και οι νοσοκόμες πετάνε όλα όσα βάζουν εκεί.
Τις λέω: «Βάλτε την εικόνα μέσα στην μαξιλαροθήκη και πέστε στον παπά να κάνη μία παράκληση στην Παναγία μας, καί να έχετε ελπίδα. Η Παναγία μας θα σας βοηθήση». Ήμουν σίγουρος ότι θα τους βοηθήση. Έτσι μου ήρθε μία ιδέα.
Σε μια εβδομάδα πάω να πάρω τά αποτελέσματα και βλέπω τις κυρίες να χαμογελούν, εκεί στο κυλικείο πάλι. «Τι συνέβη;» λέω. «Πέστε μου». «Θαύμα, θαύμα, πάτερ! Το παιδί μας ξύπνησε.
Μάλιστα αύριο φεύγουμε. Είμαστε από την Βέροια. Έχουμε τις πρώτες εξετάσεις-μαγνητική; δεν ξέρω τι ακριβώς ήτανε-πού δείχνουν τον εγκέφαλο νεκρό, και τις δεύτερες εξετάσεις, πού δείχνουν κρυστάλλινο τον εγκέφαλο. Μίλησε το παιδί μας. Ξύπνησε. Είναι 15 χρόνων. Αύριο το παίρνουμε καί φεύγουμε».
Έχει κάνει πάμπολλα θαύματα αυτή η εικόνα του γέροντος Ιωάσαφ. Βρίσκεται στήν Νέα Όλυνθο Χαλκιδικής. Πανηγυρίζει 23 Αυγούστου με το Νέο, στα εννιάμερα της Παναγίας μας.
Με τον γέροντα Ιωάσαφ ζήσαμε εδώ στο κελλί 33 χρόνια. Αυτός με έκανε μοναχό μικρόσχημο.
-Προλάβατε καί τούς παλαιότερους γεροντάδες;
-Ναί, τούς δύο αδελφούς κατά σάρκα, τον πατέρα Ιγνάτιο και τον παπα-Βασίλη. Τον Δεκέμβριο του 1962 κοιμήθηκε ο π. Ιγνάτιος και τον Ιανουάριο του 1965 ο παπα-Βασίλης.
Τον Φεβρουάριο του 1974 κοιμήθηκε και ο διάκονος Αγαθάγγελος. Μείναμε εμείς οι δύο, εγώ και ο π. Ιγνάτιος, με τόν γέροντα Ιωάσαφ, ο οποίος από τότε πού έφυγε από την πατρίδα του δεν επέστρεψε ξανά πίσω.
Το είχε τάμα ο γέροντάς μας, ο π. Ιωάσαφ, να μην ξαναπάη στην πατρίδα του. Ένα χρόνο πρίν κοιμηθή, πήγαμε μαζί στην Πάτμο να προσκυνήσουμε. Από εκεί ήτανε πολύ κοντά. Μάλιστα τον πίεσα: «Γέροντα, μια πού είμαστε εδώ κοντά στην πατρίδα σου –ήτανε από τη Σάμο, τους Μυτιληνιούς της Σάμου-λέω να πάμε να δούμε και το χωριό σου».
Λέει: «Όχι, παιδί μου. Εγώ 64 χρόνια δεν πήγα, και τώρα θα πάω; Δεν θέλω να πάω, το’ χω τάμα». Και τελικά δεν πήγε.
Εκείνο που μας έκανε εντύπωση-αξιοθαύμαστο σημείο-ήταν ότι, αφ’ ότου έπαθε εγκεφαλικό –ένα μήνα περίπου πρίν κοιμηθή-, δεν πήρε καθόλου τροφή. Από την ημέρα που έπαθε το εγκεφαλικό.
Γνώριζε τους πάντες, όσους ερχότανε να τον δούν στό Νοσοκομείο (το Παπανικολάου), αλλά δεν μπορούσε να μιλήση. Χαιρόταν, όταν ερχότανε γνωστοί άνθρωποι. Άνοιγε το πρωϊ το στοματάκι του, όταν έβλεπε τον ιερέα, τον παπα-Αντώνη –ώρα του καλή-, να έρχεται με την Θεία Κοινωνία. Άνοιγε, όπως το πουλάκι πού περιμένει την μανούλα του να του φέρη την τροφή.
Μάλιστα δεν έκλεινε το στόμα του. Μέχρι να ετοιμαστή ο παπάς, ανοιχτό το στοματάκι του. Και μόλις κοινωνούσε το έκλεινε καί δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε γάλα, ούτε νερό, ούτε χυμό, τίποτα. Τον παρακαλούσαμε εμείς οι γνωστοί του άνθρωποι. Τίποτα.
Μόνο την Θεία Κοινωνία. Έκλεινε το στοματάκι του, και την άλλη μέρα το πρωϊ, μόλις έβλεπε τον παπά απ’ την πόρτα, άνοιγε μόνος του το στοματάκι του. Όλο το άλλο διάστημα δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε χυμό, ούτε τροφή. Αυτό μας έκανε μεγάλη εντύπωση.
Μάλιστα πήγαμε και στον πατέρα Παϊσιο, αφού κοιμήθηκε ο Γέροντας, και τον ρωτήσαμε: «Γέροντα, τι γνώμη έχεις για τον Γέροντά μας; Σώθηκε άραγε; Τον πήρε η Παναγία κοντά της;». Γιατί 64 χρόνια έμεινε εδώ στο περιβόλι της. Μάλιστα ασχολήθηκε με την υμνολογία. Ήτανε πολύ καλός ψάλτης.
Εδώ στην Παναγία μας, στο Πρωτάτο. Έψελνε πάρα πολύ ωραία. Ήταν και πολύ ζωηρός στο ύφος του. Θυμάμαι στην αγρυπνία, επειδή ψάλλαν ταπεινά οι πατέρες, μας έπαιρνε και λίγο ο ύπνος στο στασίδι. Μόλις έπαιρνε ο Γέροντας-και έπαιρνε το ίσο ζωηρό-ξυπνούσαμε όλοι.
Ήταν ενθουσιώδες το ψάλσιμό του. Το ζούσε. Με την ψυχή έψελνε. Μας λέει ο γερο-Παϊσιος: «Μακάρι να πάω και εγώ στην θέση πού είναι ο Γέροντας, εκεί στον ουρανό». Τώρα μας το είπε για να μας παρηγορήση ή είχε καμμία πληροφορία, δεν το ξέρουμε. Μετά από 8 μήνες κοιμήθηκε και ο π. Παϊσιος.
Ο π. Ιωάσαφ είχε πολλή αγάπη. Καθόταν στο μπαλκόνι, και όσους ασκητές Καψαλιώτες ερχότανε τους φώναζε: «Eλάτε επάνω να πιούμε ένα καφεδάκι». Μας φώναζε από πάνω, γιατί εμείς δουλεύαμε κάτω στο Αγιογραφείο: « Βασίλη! Έλα! Ανέβα πάνω!» Του έλεγα: «Γέροντα, μή τους φωνάζης.
Αφήστε να δουλέψουμε και λίγο αγιογραφία». Κάθε τόσο μας απασχολούσε. «Όχι», απαντούσε. « Κάνε το καφεδάκι εδώ πέρα. Κάνε υπακοή». Δεν ήθελε να κακοκαρδίση κανέναν. Όσους έρχονταν, τους άνοιγε την πόρτα. Όλους τους φιλοξενούσε.
Όλους τους δεχότανε με πλούσια καρδιά και όχι με μούτρα, όπως κάνουμε εμείς πολλές φορές. Με πλούσια καρδιά, με πολλή αγάπη. Είχε πολλή αγάπη στον κόσμο και ήταν πολύ αγαπητός. Τύχαινε τα τελευταία χρόνια που έπασχε από αρθριτικά-ρευματικά και πήγαινε στα λουτρά, να!
Ο κόσμος μαζευότανε δίπλα του. Όπου πήγαινε τον αγαπούσαν πολύ. Πολύ εύκολα έπιανε φιλία και όλος ο κόσμος τον αγαπούσε, γιατί ήταν ανοιχτόκαρδος και με άδολη αγάπη. Σπάνιοι τέτοιοι χαρακτήρες. Ήταν αρχοντάνθρωπος, καθώς ήταν αρχοντάνθρωποι και οι γεροντάδες μας απ’ την Μικρά Ασία. Ήταν τρία αδέρφια. Και ο πατέρας τους έγινε μοναχός εδώ στο Άγιο Όρος. Δύο αδέλφια έμειναν εδώ στις Καρυές και ο τρίτος πήγε στην Σιμωνόπετρα, ο π. Ιωάσαφ. Ο πατέρας τους πέθανε στα Καυσοκαλύβια. Το 1924 πήραν αυτό το κελλί εδώ στις Καρυές.
Ετήσια έκδοσις της Ιεράς Μονής
Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Περίοδος Β' έτος 2007 αριθ. 32
σελ 114-120
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.