Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

"Σίμωνος Μοναχοῦ: Πατήρ Εὐμένιος - ὁ κρυφός Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας".



Ο πατήρ Εὐμένιος (κατά κόσμον Κωνσταντῖνος Σαριδάκης) γεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου 1931 στό χωριό  Ἐθιά τοῦ Νομοῦ Ἡρακλείου, ὄγδοο καί τελευταῖο παιδί μιᾶς πτωχῆς οἰκογενείας. Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά προχωρήση στό σχολεῖο πέρα ἀπό τήν Τρίτη τοῦ Δημοτικοῦ. 
Σέ ἡλικία 14 ἐτῶν, μετά ἀπό θεία κλήση, ἀποφάσισε ὅτι θά γινόταν μοναχός. Πράγματι, 17 ἐτῶν πῆγε στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Νικήτα, ὅπου τό 1951 ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Σωφρόνιος.
Τό 1954 ἐστρατεύθη, ἀλλά πρίν ὁλοκληρώσει τήν θητεία του, τοῦ παρουσιάσθηκε ἡ βασανιστική νόσος τῆς λέπρας. Περιπλανήθηκε σέ διάφορα νοσοκομεῖα καί κατέληξε στό «Λοιμοδῶν».
Ἐκεῖ θεραπεύθηκε καί παρέμεινε διακονώντας ἀκούραστα μέ πολλή ἀγάπη τούς συνασθενεῖς του.
Τότε ὁ Θεός τοῦ ἐχάρισε τήν μεγάλη εὐλογία, νά ἀναλάβη καί τήν φροντίδα τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου τοῦ λεπροῦ, ὁ ὁποῖος μετεκομίσθηἐκεῖ ἀπό τό «λωβοκομεῖο» τῆς Χίου, τό ὁποῖο εἶχε κλείσει. Στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου, ὁ νέος μοναχός βρῆκε τόν θεοφόρο Γέροντα, στόν ὁποῖον ἔκανε τελεία ὑπακοή.
Ὁ πατήρ Σωφρόνιος θεραπεύθηκε ἀπό τήν λέπρα, ἀλλά ἔμελλε νά πληγῆ ἀπό ἄλλη μάστιγα: τόν σακχαρώδη διαβήτη καί, ἀργότερα, τήν νεφρική νόσο.
Στίς 19 Ἀπριλίου 1975 χειροτονήθηκε ἱερεύς στήν Κρήτη, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Τιμόθεο καί ἔλαβε τό ὄνομα Εὐμένιος. 
Ὁ Μητροπολίτης Νικαίας Γεώργιος τοῦ ἀνέθεσε τό ἔργο τοῦ ἐφημερίου καί πνευματικοῦ στόν Ἱερό Ναό τοῦ νοσοκομείου. Σέ αὐτό τό ἔργο ἐκδαπανήθηκε μέ ἀπέραντη ἀγάπη στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, μέ τέλεια αὐτοθυσία. 
«Πλήρης χάριτος καί Πνεύματος Ἁγίου» εὐεργέτησε, παρηγόρησε καί βοήθησε ποικιλοτρόπως μεγάλο πλῆθος ἀνθρῶπων.
Κατά τά δύο τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, νοσηλεύθηκε στόν «Εὐαγγελισμό», ὅπου ἀγωνίσθηκε τό τελευταῖο ἄθλημα τῆς ὑπομονῆς στούς ἱσχυρούς σωματικούς πόνους, δοξάζοντας τόν Θεό «πάντων ἕνεκεν». Τήν 23η Μαΐου 1999 ἡ μακαρία ψυχή του ἀνῆλθε στόν οὐρανό, ὅπου εἶχε τό «πολίτευμα».
ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ του μέ τούσ ἀνθρώπους, ὁ πατήρ Εὑμένιος, ἐνῶ δέν ἦταν ἀπρόσιτος καί ἀπόμακρος, ὅταν τόν πλησίαζες, σοῦ δημιουργοῦσε ἕνα δέος καί μιά συστολή γιά τό πρόσωπό του, μιά εὐλάβεια. Δέν μποροῦσες νά ἀγγίξης τόν πατέρα Εὐμένιο ἤ νά χαριεντιστῆς μαζί του, παρ’ ὅλο πού ὁ ἴδιος καί χαρίεις ἦτο καί χιοῦμορ ἔκανε.
Δέν μποροῦσες νά ἀργολογῆς μαζί του, γιατί ὁ ἴδιος ἦτο ἐκεῖ ἐπί εἰκοσιτετραώρου βάσεως ἀπασχολημένος, στόν συγκεκριμένο χῶρο καί χρόνο, γιά τήν ἐξυπηρέτησι τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς.
Μέλημά του ἦταν νά ἀποκαταστήση τήν σχέσι μας μέ τόν Θεό. Μᾶς ἔλεγε νά μήν ἁμαρτάνωμε, ὄχι γιά νά εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι, ἀλλά γιά νά μήν διαταράσσσεται ἡ καλή μας σχέσι καί ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό Πατέρα μας. Μᾶς ἔλεγε νά κοινωνοῦμε συχνά, γιά νά εἴμαστε συνέχεια συνδεδεμένοι μαζί Του.
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ τῆς δεκαετίας τοῦ 1990 ἡ χώρα μας ἐμαστίζετο ἀπό ἀνομβρία. Οἱ ἀρχές
ἀνησυχοῦσαν γιά τήν ὑδροδότησι τοῦ λαοῦ, τά δέ μέσα ἐνημερώσεως εἶχαν προσθέσει, στά ἄλλα δελτία τῶν εἰδήσεών τους, καί δελτίο νεροῦ. Κάθε μέρα μᾶς ἔλεγαν ὅτι ἡ λίμνη τοῦ Μαραθῶνος εἶχε τόσα κυβικά μέτρα νεροῦ, τό ὁποῖο ἐπαρκοῦσε γιά τόσες ἡμερες. Μᾶς συνιστοῦσαν δέ, νά μή σπαταλοῦμε ἄσκοπα τό νερό καί νά λάβουμε διάφορα μέτρα, ὥστε νά περιορίσουμε τήν κατανάλωσί του.
Ὁ πατήρ Εὐμένιος νοσηλευόταν τήν ἐποχή ἐκείνη στό Νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», ἐπί τρεῖς μῆνες περίπου, βαρεία ἄρρωστος καί μέ προοπτική νά τοῦ κόψουν οἱ γιατροί τό πόδι. Ἀνήμερα τοῦ Μ.Σαββάτου, τό πρωΐ, μοῦ εἶπε νά τόν πάρω καί νά πᾶμε στήν Μητρόπολι νά ἐκκλησιασθοῦμε, άφοῦ προηγουμένως εἴχαμε πάρει ἄδεια ἐξόδου ἀπό τό Νοσοκομεῖο. Στήν συνέχεια, πήγαμε καί προσκυνήσαμε στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης καί στόν Ἅγιο Παντελεήμονα, στήν Νέα Πεντέλη.
Ἐπιστρέφοντας, μέ ρώτησε ἐάν ἡ λίμνη τοῦ Μαραθῶνος εἶναι κοντά. Ἀφοῦ τοῦ ἀπήντησα καταφατικά, μοῦ λέει: «Μποροῦμε νά πᾶμε ἐκεῖ;». Ὅταν φθάσαμε, ὁ Παππούλης περπατοῦσε πάνω στό φράγμα καί σταύρωνε τήν λίμνη κι ἔλεγε εὐχές πολλές καί διάφορες. Ἐγώ προσπαθοῦσα νά βρίσκωμαι ὅσο τό δυνατόν πιό κοντά του, γιατί φοβόμουν μήπως πέσει, μιά καί τό πόδι του ἦταν πολύ βεβαρημένο. 
Ὅταν, ὅμως, τόν πλησίαζα πολύ, σταματοῦσε τίς εὐχές καί μοῦ ἔλεγε: «Ξέρεις, ὅταν ἡ λίμνη γεμίση μέ νερά, μέ πολλά νερά, θά ἀρχίσουν νά χύνωνται ἀπό τά πλάγια, ἀπ’ αὐτά πού λέγονται ὑπερχειλιστῆρες». Κι ἐγώ τοῦ ἔλεγα: «Καλά, Παππούλη» καί τόν ἄφηνα καί ἀπομακρυνόταν λίγο καί ἐκεῖνος συνέχιζε νά σταυρώνη τήν λίμνη καί νά λέη εὐχές, καί νά σταυρώνη τήν λίμνη καί νά ξαναλέη εὐχές, καί πάλι εὐχές. Μετά φύγαμε.

Σέ λίγες ἡμέρες ἄρχισε νά βρέχη καταρρακτωδῶς, μέρα- νύχτα. Ὁ Παππούλης μας, μέ τίς εὐχές του, ἄνοιξε τούς οὐρανούς καί σταμάτησε τήν ἀνομβρία. Σημειωτέον ὅτι εἶχε νά βρέξη κανονικά περίπου τρία χρόνια καί οἱ ἀρχές προσανατολίζοντο νά φέρουν ἀκόμα καί μέ ὑδροφόρες νερό γιά τήν ὑδροδότησι τῶν Ἀθηνῶν.
 ________________

Ψηφιοποίηση κειμένου Εύη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου