Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Τι είναι το Άκτιστο Φώς-Η θέα του στον Μοναχισμό


Θέα του Ακτίστου Φωτός και Μοναχισμός
Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους


Κατά τον μέγα Φωστήρα της Εκκλησίας, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, υπάρχουν τριών ειδών θεολογίες:
α) Η ασφαλής και μυστική των θεοπτών θεολόγων, οι οποίοι ομιλούν εκ προσωπικής εμπειρίας και κοινωνίας με τον Ζώντα Θεό.
β) Η φιλόσοφος θεολογία των μη εχόντων προσωπική εμπειρία θεοπτίας, αλλά εν ταπεινώσει δεχομένων τις εμπειρίες και θεοπτίες των Άγιων και θεολογούντων συμφώνως προς αυτές. Η θεολογία αυτή χρησιμοποιεί την αποδεικτική μέθοδο, αυτήν δηλαδή που αποδεικνύει τις θεολογικές θέσεις με συλλογισμούς βάσει της Αποκαλύψεως και των καταγεγραμμένων εμπειριών των Αγίων, και
γ) Η καινή θεολογία των θρασέων θεολόγων, οι οποίοι απορρίπτουν τις εμπειρίες των Αγίων και

θεολογούν διαλεκτικώς κατά τις δικές τους φιλοσοφικές αρχές. Εκπρόσωπος της διαλεκτικής
θεολογίας ήταν στους χρόνους του Αγίου Παλαμά ο δυτικός μοναχός Βαρλαάμ.

Την αποδεικτική μέθοδο ηκολούθησαν και οι Αγιορείται Πατέρες οι συντάξαντες τον Αγιορειτικό Τόμο το έτος 1340, οι οποίοι καταλήγουν: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν, ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν. ταύτα δια της μικράς έγνωμεν πείρας»1.
Είναι χαρακτηριστικός και ο τρόπος που υπέγραφε ο επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους, Ιάκωβος: «Ο ταπεινός Επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιάκωβος, ταις αγιορειτικαίς και πατρικαίς ανατεθραμμένος παραδόσεσι, και μαρτυρών, ότι δια των ενταύθα υπογραφάντων λογάδων, άπαν το Άγιον Όρος συμφωνούντες υπέγραψαν, και αυτός συμφωνών και επισφραγίζων, υπέγραψα. Και τούτο μετά πάντων προσγράφων. ότι τον μη συμφωνούντα τοις αγίοις καθώς και ημείς και οι μικρό προ ημών Πατέρες ημών, ημείς την αυτού κοινωνίαν ου παραδεξόμεθα»2.

Στην ταπεινή μου εισήγησι θα ακολουθήσω την αποδεικτική μέθοδο.


Α΄. Το Άκτιστον Φως, Φως της Θεότητος

Στους αγίους μοναχούς οφείλεται ο πλούτος της εμπειρίας και της θεολογίας του Ακτίστου Φωτός. Γι' αυτό και θα δώσω τον λόγο σε αγίους μοναχούς, παλαιούς και νέους, οι οποίοι θα διαπραγματευτούν την περί Ακτίστου Φωτός πίστι της Εκκλησίας. Έτσι θα διαπιστωθή ότι στον χώρο του Ορθοδόξου Μοναχισμού εβιώθη η εμπειρία του Ακτίστου Φωτός και διετυπώθη η περί αυτού θεολογία.
Ο Θεός είναι Φως, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο: «Και αυτή εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν απ' αυτού και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία» (Α΄ Ιω. α΄ 5).
Ερμηνεύων ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης το εν λόγο χωρίον γράφει: «Φως λοιπόν είναι ο Θεός και φως αληθινόν, με την λαμπρότητα του όποίου συγκρινόμενος ο ήλιος και όλα τα κτιστά φώτα, ευρίσκονται φώτα ψευδή. Φως είναι ο Θεός, κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον, διότι γεμίζει από κάθε νοητόν φως κάθε υπερουράνιον νουν, και διότι διώκει κάθε αγνωσίαν και πλάνην από τας ψυχάς εκείνας, εις τας οποίας λάμπει τας ακτίνας του και μεταδίδει εις αυτάς φως ιερόν (κεφ. δ' Περί θείων ονομάτων). Φως είναι ο Θεός νοερόν, κατά τον Θεοφύλακτον και Οικουμένιον, διατί κινεί τους οφθαλμούς της ψυχής εις το να θεωρήσουν, και διατί αποστρέφει τα ομμάτια του νοός από ταύτα όλα τα υλικά και τραβίζει την όρεξιν και επιθυμίαν του άνθρώπου, εις το να αγαπά μόνον τον Θεόν με ένα ερωτικόν πάθος»3.
Στο σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «Φως εκ Φωτός». Σε πολλά άλλα σημεία της θείας Λατρείας χαρακτηρίζουμε τον Τριαδικό Θεό ως Φως.
Άραγε στις περιπτώσεις αυτές το φως νοείται εν ηθική έννοια η εν οντολογική; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής απαντά ότι «κατ' ουσίαν αληθώς φως υπάρχων ο Θεός» και «φύσει φως ο Θεός» και «ουκ άλλο και άλλο φως υπάρχων αλλά κατ' ουσίαν εν και το αυτό, κατά τον της υπάρξεως τρόπον τρισσοφαές»4 .
Ο «υπερφαής και αρχίφωτος Θεός»5, κατά τον άγιο Γρηγόριo τον Παλαμά, έπλασε τις λoγικές φύσεις, αγγέλους και ανθρώπους, δεκτικές του θείου φωτός και ικανές να βλέπουν το θείον φως, αφού «φως είναι την του Θεού τελειωτάτην θέαν»6.
Οι θείοι άγγελοι, όσο δεν εξέπεσαν, έχουν πλέον συνεχή την κοινωνία με το Tρισήλιο Φως, που είναι και «η των πνευμάτων τροφή, των τε αγγέλων και των δικαίων»7.
Ο Αδάμ προ της παρακοής μετείχε της θείας ελλάμψεως και λαμπρότητος. Αυτήν φορούσε «ως στολήν δόξης». Έτσι δεν ήταν γυμνός «ουδ' ασχήμων υπήρχεν ότι γυμνός», αλλ' αντιθέτως ήταν πολύ λαμπρότερος αυτών που φορούν τα στολισμένα με πολύ χρυσό και πολύτιμους λίθους διαδήματα8.
Ακολουθεί όμως η παράβασις και ο χωρισμός από τον Θεό, που είναι ο χωρισμός από την Ζωή και το Φως του Θεού. Τώρα η ανθρωπίνη φύσις είναι γυμνή και άσχημη. Κάλυμμα σκότους έχει επιβληθεί στην ψυχή. Οι πρωτόπλαστοι αισθάνονται την γύμνωσί τους και εντρέπονται.
Την έλλαμψι του θείου Φωτός "προϋπέγραφε" ο Θεός στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης και μάλιστα κατά την τεσσαρακονταετή πορεία του Ισραήλ στην έρημο10.
Αναφέρονται συχνά οι Πατέρες στον Μωϋσή, ο οποίος, όταν συνωμίλησε με τον Θεό τεσσαράκοντα ήμέρες και νύκτες και εδέχθη τις δεύτερες πλάκες του Δεκαλόγου, «τόσην πολλήν δόξαν έλαβε εκ της θείας συνομιλίας το πρόσωπον αυτού, ώστε δεν εδύναντο οι Υιοί Ισραήλ να ιδούσιν αυτό. όθεν ηναγκάσθη να βάλλη κάλυμμα εις το πρόσωπόν του, και να εγκλείση τρόπον τινά την πολλήν λαμπρότητα και δόξαν την έξω χυνομένην, και ούτως εδυνήθησαν και είδον αυτόν οι Ισραηλίται. "Και είδον, φησίν, οι Υιοί Ισραήλ το πρόσωπον Μωϋσέως ότι δεδόξασται. και περιέθηκε Μωϋσής κάλυμμα επί το πρόσωπο αυτού" (Έξ. λδ΄ 35)»11.
Κατά τους αγίους Πατέρας, η δόξα και λαμπρότης του Μωϋσέως εν σχέσει προς την δόξαν του μεταμορφωθέντος Χριστού δεν είναι απλώς ολιγωτέρα αλλά πέρα πάσης συγκρίσεως.
Κατά τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο: «Έδειξεν ο Χριστός ότι εξ όλου του σώματος έβρυεν η δόξα της Θεότητος αυτού, και εξ όλων των μελών έλαμπε το φως αυτού. ου γαρ ως Μωσής έξωθεν η σαρξ αυτού έλαμψεν εν ευπρεπεία, αλλ' εξ αυτού έβρυεν η δόξα της Θεότητος αυτού»12.
Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: «οράτε ότι και Μωϋσής μετεμορφώθη αναβάς εις το Όρος, και ούτως είδε την δόξαν Κυρίου; αλλ' έπαθε την μεταμόρφωσιν, ουκ ενήργησε, κατά τον λέγοντα (ήτοι τον Θεολόγον Γρηγόριον). εις τούτο με φέρει το μέτριον ενταύθα φέγγος της αληθείας, λαμπρότητα Θεού ιδείν και παθείν. ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός οίκοθεν είχε την λαμπρότητα εκείνην»13.
Επιλέγει δε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Λέγων δε ο άγιος ότι ο Μωϋσής έπαθε την μεταμόρφωσιν και ουκ ενήργησε, δηλοί ότι έξωθεν εκ του φωτός του προσώπου Κυρίου μετεμορφώθη: ήτοι ενηλλάγη κατά ψυχήν και σώμα. και ο μεν Μωϋσής δια του γνόφον εφωτίσθη, ο δε Χριστός και αυτόν τον γνόφον φωτίζει, επειδή και φωτεινήν έδειξεν εν τω Όρει Θαβώρ την γνοφώδη νεφέλην. και ο συνομιλών με τον Θεόν, από εκεί έλαβε το φως. ο δε Χριστός μίαν μικράν φλέβα ανοίξας της κατά φύσιν πηγαίας φωτοχυσίας του, το Θαβώριον όλον εφαίδρυνε, και τους δύο Προφήτας και τους τρεις Αποστόλους ελάμπρυνε»14.
Την γυμνή από το θείο Φως ανθρωπίνη φύσι ελέησε ο Χριστός προσλαβών αυτήν και ενώσας με την θεία του φύσι στην υπόσταση του Θεού Λόγου.
Κατά την θεία Μεταμόρφωσι στο Θαβώρ απεκαλύφθη ότι ο Κύριος ενέδυσε πάλι την ανθρωπίνη φύσι με το ένδυμα του θείου Φωτός και της θείας δόξης και την εθέωσε.
Ερμηνεύων ο άγιος Νικόδημος τροπάριον του α΄ Κανόνος (του άγιου Κοσμά Μαϊουμά) της εορτής της Μεταμορφώσεως γράφει: «Αστράφας λοιπόν ο Χριστός επάνω εις το Θαβώριον Όρος με δόξαν απρόσιτον της Θεότητος, ελάμπρυνε μεν την Κτίσιν, μόνους δε τους ανθρώπους εθέωσε. γαρ η φύσις δεκτική εστί της Θεώσεως. Όθεν οι άνθρωποι δια μέσου του θεωθέντος προσλήμματος του Κυρίου εθεώθησαν κατά χάριν, κατά το "Έγώ είπα. θεοί εστέ και υιοί υψίστου πάντες"(Ψαλμ. πα΄ 6)»15.
Εις άλλο σημείο διευκρινίζει: «Σημείωσαι δε, ότι οι Μαθηταί είδον εις το Όρος το άκτιστον φως της του Κυρίου Θεότητος όχι μόνον με τον νουν, όστις είναι οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με τους αισθητούς οφθαλμούς του σώματος. Αλλά πως είδον αυτό; μένοντες εν τη φυσική δυνάμει αυτών; όχι, αλλά αλλοιωθέντες εις το κρείττον και θειότερον, και δυναμωθέντες υπό της δυνάμεως του φωτός εκείνου. επειδή κτιστοί και αισθητοί οφθαλμοί το άκτιστον και υπέρ αίσθησιν και νουν φως χωρήσαι ου δύναται. Υπό του φωτός εκείνου λοιπόν ενισχυθέντες και δυναμωθέντες οι των Αποστόλων αισθητοί οφθαλμοί, και υπέρ τους όρους της εαυτών φύσεως γεγονότες, είδον το υπερφυές εκείνο και άκτιστον και της θείας ουσίας αχώριστον φως, κατά την κοινήν δόξαν των Ιερών Θεολόγων»16 .
Είναι γνωστό ότι τόσο η ιερά υμνολογία της Εκκλησίας μας, όσο και οι άγιοι Πατέρες, τονίζουν ότι το λάμψαν εις το Θαβώρ Φως δεν είναι η ουσία του Θεού, ούτε κτιστόν φως, ούτε φάντασμα φωτός, αλλά το άκτιστον Φως του Θεού, άκτιστος και θεία και θεοποιός ενέργεια17.
Το άκτιστον της θείας Χάριτος, ενεργείας, θείου φωτός, είναι προϋπόθεσις της δυνατότητος της θεώσεώς μας.
Ο δυτικός Βαρλαάμ επολέμησε λυσσωδώς την περί θέας του Ακτίστου Φωτός εμπειρία των Αγιορειτών, διότι δεν εδέχετο την διάκρισι ουσίας και ενεργείας στον Θεό.
Αλλά ο Αγιορείτης της άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέλαβε σθεναρόν άγωνα, διότι, εάν επικρατούσε η ορθολογιστική άποψις του Βαρλαάμ, ο άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να θεωθή δια κτιστής Χάριτος.
Το Άγιον Όρος με τον Αγιορειτικό Τόμο του 1340, τον οποίο υπέγραφαν οι λογιώτεροι Αγιορείται, υιοθέτησε την διδασκαλία του αγίου Παλαμά. Ομοίως και η Εκκλησία, δια των εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδων των ετών 1341,1347 και 1351, ανεκήρυξε τον άγιο Γρηγόριο ως απλανή διδάσκαλο της Εκκλησίας και την διδασκαλία του ως διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ανεθεματίσθησαν μάλιστα οι μη δεχόμενοι την διδασκαλία αυτή και το άκτιστον της θείας Χάριτος, όπως αναφέρεται και στο "Συνοδικόν της Οpθoδoξίας".
Στις Συνόδους αυτές συμμετείχαν και πρωταγωνίσθησαν και διακεκριμένοι μοναχοί. Ειρήσθω παρεμπιπτόντως ότι μέχρι σήμερα ο δυτικός Χριστιανισμός (Παπικοί και Προτεστάνται) δεν δέχονται το άκτιστον της θείας Χάριτος, θεωρούντες μάλλον την Χάριν κτίσμα. Αλλ' όταν η Χάρις είναι κτίσμα, δεν ημπορεί να θεώση τον άνθρωπο. Γι' αυτό οι δυτικοί δεν ομιλούν περί θεώσεως αλλά μόνον περί ηθικής καλλιτερεύσεως του ανθρώπου.
Φρονούμεν ότι η σοβαρά αυτή διαφορά θα πρέπει να προστεθή στις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας αφ' ενός και Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών αφ' έτέρου.


Β'. Οι συνέπειες της ελλάμψεως του θείου Φωτός

Ο άνθρωπος ελλαμπόμενος από το θείο και άκτιστο Φως απολαμβάνει πολλών θείων και υπερφυών δωρεών. Οι συνέπειες της ελλάμψεως του Φωτός δεν είναι μόνον ηθικές, άλλά πρωτίστως είναι οντολογικές. Η παρουσία του θείου Φωτός γίνεται πηγή υπερφυών πνευματικών χαρισμάτων.
Το Άκτιστο Φως ονομάζεται από τους αγίους Πατέρας ενυπόστατον φως, διότι δεν γίνεται και απογίνεται, όπως τα πνευματικά νοήματα, αλλά μένει και φωτίζει μονίμως την ψυχή. Λέγει σχετικώς ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Η τοιαύτη, φησί, του Πνεύματος έλλαμψις, ουχ οίον νοημάτων μόνον αποκάλυψίς εστί και φωτισμός χάριτος, ώσπερ είρηται, αλλ' υποστατικού φωτός εν ταις ψυχαίς βεβαία και διηνεκής έλλαμψις»18 .
Κατά τον όσιο Νικήτα τον Στηθάτο, με την παρουσία του Φωτός οι δυνάμεις της ψυχής ειρηνεύουν και η ψυχή συνάγεται από τον έξωθεν διασκορπισμό προς το θείο Φως και ενούμενη με αυτό τελειούται και καθίσταται μύστις θείων θεωριών και κατοικητήριον της ΑγίαςΤριάδος19.
Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο, δια της ελλάμψεως του θείου Φωτός αίρεται από την ψυχή το εκ της πτώσεως του Αδάμ πνευματικό σκότος: «Φανερώς ουν δια τούτων απέδειξε, κάλυμμα σκότους επιβεβλήσθαι την ψυχή. όπερ από της του Αδάμ παραβάσεως, χώραν έσχε εις την ανθρωπότητα παραδύναι. νυνί δε από της του Πνεύματος ελλάμψεως περιαιρείσθαι τούτο πιστεύομεν εκ των πιστών και αξίων τω όντι ψυχών»20 .
Ο άνθρωπος, κατά τον π. Σωφρόνιο, δια της μετοχής και ελλάμψεως του θείου Φωτός αξιούται «βαθείας τινός αισθήσεως του Ζώντος Θεού εν τη καpδία και τω νοΐ»21, δέχεται την «αποκάλυψιν της Θεότητος του Κυρίου Ιησού Χριστού»22 και «την πείραν της αναστάσεως ως πρόγευσιν της μελλούσης μακαριότητος»23, κοινωνεί με τον Θεό πρόσωπον προς πρόσωπον24, ασκεί τις αρετές και αποκτά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος: «Το άγιον τούτο Φως, όταν εμφανίζηται εν δυνάμει, φέρει την ταπεινήν αγάπην. Αποδιώκει πάσαν αμφιβολίαν και πάντα φόβον, εγκαταλείπει μακράν εις τα οπίσω πάσας τας γήινας σχέσεις»25 , κατά δε τον αββά Φιλήμονα: «κατατρυφά του Κυρίου πνευματικήν τίνα και ακατάληπτον ευφροσύνην»26.
Συμφώνως προς την προσωπική μαρτυρία του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη στον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, οι καρποί του Αγίου Πνεύματος, που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, αποκτώνται επίσης δι' αυτού του Φωτός: «Και τότε ωσάν αρπαχθή ο νους του άνθρώπου από εκείνο το θεϊκόν φως και φωτισθή φωτισμόν θεϊκής γνώσεως, γίνεται η καρδία του γαληνή και πραοτάτη και αναβρύει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, την χαράν, την ειρήνην, την μακροθυμίαν, την καλωσύνην, την συμπάθειαν, την αγάπην, την ταπείνωσιν και τα λοιπά»27 .
Όπως παρατηρεί και ο άγιος Διάδοχος Φωτικής, μόνον δια της μετοχής του θείου Φωτός είναι δυνατή η απόκτησις της τελείας αγάπης: «Εάν γαρ μη τελείως το καθ' ομοίωσιν δια του θείου φωτός απολάβη ο νους, πάσας μεν τας άλλας αρετάς σχεδόν έχειν δύναται, της δε τελείας αγάπης έτι άμοιρος μένει»28.
Αλλά και μόνο δι' αυτού του Φωτός αποκτώνται τα υπερφυή χαρίσματα των τελείων, λέγουν οι άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος, οι Ξανθόπουλοι: « Και αυθίς ούτως, ως εξ ηλιακού δίσκου, ανατέλλει τούτοις το ανακρίνειν, το διακρίνειν, το διοράν, το προοράν, και τα παραπλήσια. και απαξαπλώς δι' αυτού απαυγάζει τούτοις η των αδήλων μυστηρίων πάσα δηλωσίς τε και αποκάλυψις. δυνάμεώς τε υπερφυούς και θείας εν πνεύματι εμπίπλανται. και δια της τοιάσδε υπερφυούς δυνάμεως και ο χους αυτών κουφιζόμενος, ή μάλλον το βρίθον της σαρκός απολεπτυνόμενον και μετεωριζόμενον, υπερίπταται. Δια ταύτης της εν Αγίω Πνεύματι φωτιστικής δυνάμεως, έτι μετά σαρκός όντες και τίνες των Αγίων Πατέρων, ως άϋλοι και ασώματοι, ποταμούς αβάτους και θαλάττας ναυσιπόρους, ποσίν αβρόχοις διήλθον. δρόμους τε μακρούς και πολυημέρους, ακαριαίως διώδευσαν. και έτερα εξαίσια, εν ουρανώ, εν γη, εν ηλίω, εν θαλάσση, εν ερημίαις, εν πόλεσιν, εν παντί τόπω και χώρα, εν θηρίοις και ερπετοίς και απλώς εν πάση τη κτίσει και πάσι τοις στοιχείοις εξειργάσαντο και δια πάντων εδοξάσθησαν. και εν προσευχαίς δε τούτων ισταμένων και τα αυτών ευαγή και τίμια σώματα γήθεν ως υπόπτερα υπερήροντο, τω αναλωτικώ και ενθέω και αύλω πυρί, τω της χάριτος, το σωματικόν πάχος, ναι μην και το βάρος, αποτεφρούμενοι. κούφως τε αίρεσθαι ενεργούμενοι, ω του θαύματος, μεταστοιχειούμενοι και μεταχαλκευόμενοι προς το θειότερον, το θεουργώ παλάμη της ενσκηνούσης αυτοίς ισχύος και χάριτος. και μετά τέλος δε, ενίων και τα σεβάσμια σώματα το αδιάλυτον φέρουσι, προδήλως την ενοικούσαν αυτοίς και πάσι τοις βεβαιοπίστοις υπέρ φύσιν χάριν και δύναμιν πιστούμενα»29
Εν τω Φωτί, λέγει ο π. Σωφρόνιος ακολουθών τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τους άλλους Πατέρας, γινόμεθα τρόπον τινά άναρχοι: «Ως άναρχος ενέργεια του Θεού, το Φως τούτο εισδύει εν ημίν δια της δυνάμεως αυτού και ημείς γινόμεθα άναρχοι, ουχί κατά την φύσιν ημών, αλλά κατά την δωρεάν της χάριτος: «Άναρχος ζωή μεταδίδεται εις ημάς»30.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «πάντες οι Δίκαιοι εν τω αυτώ ακτίστου φωτί της Θεότητος έχουν να γνωρίσουν αλλήλους και όσους ποτέ σωματικώς δεν εγνώρισαν, κατά τον μέλλοντα αιώνα»31 .

πηγή http://www.impantokratoros.gr
orthodox-world.pblogs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου