π. Σάββας Αγιορείτης
ΤΟ ΚΑΚΟ
Δέν ὑπάρχει τό ἐναντίον στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως δέν ὑπάρχει τό «ἐναντίον» καί στήν φύση του[1] .
«Ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δέν ὑφίσταται ὡς ἀντίθεση πρός τήν κακία ἀλλά καθεαυτήν»[2].
Ἡ φύση τοῦ κακου. Τό κακό δέν ἔχει οὐσία, δέν ὑπάρχει πραγματικά.
Τό κακό δέν ὑπάρχει ὡς ὀντολογική ἀρχή, ἀλλά ἐμφανίζεται δευτερογενῶς μέ τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀγαθοῦ. «Κακόν γάρ ἔξω προαιρέσεως ἐφ’ ἑαυτοῦ κείμενον οὐκ ἔστι»[3] .
«Κατά τήν χριστιανικήν ἀντίληψιν τό κακόν, ὡς καί τό ἀγαθόν, εἶναι παρόν μόνον ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει ὑποστατική μορφή τοῦ εἶναι. Ἐκτός τοῦ εἴδους αὐτοῦ τῆς ζωῆς δέν ὑφίσταται τό κακόν, ἀλλά μόνον καθωρισμέναι φυσικαί διαδικασίαι»[4].
«Τό κακό λοιπόν, ἐνῶ εἶναι ἀνύπαρκτο καθεαυτό, ἀποκτᾶ ὕπαρξη στά αὐτεξούσια ὄντα πού ἐγκαταλείπουν τό ἀγαθό. Οὔτε ὁ διάβολος ἦταν κακός ἐξαρχῆς, ἀλλά ἔγινε μέ τήν αὐτεξούσια μάκρυνσή ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀπόλυτο κακό. Αὐτό δηλώνει καί ἡ φράση«οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ»..Ἡ κακία δέν εἶναι κάποια ἰδιαίτερη οὐσία ἤ ἰδίωμα οὐσίας ἀλλά ἐναντίωση στήν ἀρετή καί ἐκτροπή στό παρά φύση»[5] .
Τό κακό καί ὁ ἄνθρωπος
Ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶναι ὁ εἰσηγητής τοῦ κακοῦ, δηλαδή ὁ ἀρχέκακος, ἀλλά θύμα τοῦ ἀρχεκάκου, πού εἶναι ὁ διάβολος...Κανένας δέν ἐπιλέγει τό κακό ὡς κακό. Τό ἐπιλέγει, ἐπειδή παρασύρεται ἤ ἐξαπατᾶται ἀπό τό ἀγαθό στοιχεῖο πού ἀναπόφευκτα παρουσιάζει. Παραταῦτα ὁ καθένας ὀφείλει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του «ἀρχηγό» τῆς κακίας πού ὑπάρχει μέσα του[6]. Καί καταπολεμώντας τήν κακία πού διαπιστώνει μέσα του, καταπολεμάει τήν κακία στή ρίζα της»[7].
Τό κοινωνικό κακό
Τό ἀνθρώπινο πρόσωπο νοσεῖ καί εἶναι αὐτό πού δημιουργεῖ καί τό κακό στήν κοινωνία. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὑγιής κοινωνία μέ ἀρρωστημένα πρόσωπα. Οὔτε θεραπεύεται ἡ κοινωνία ἀλλάζοντας τίς δομές ἀλλά μόνο ἄν θεραπευθοῦν τά ἀνθρώπινα πρόσωπα.
«Ἡ φιλαυτία πού γεννάει ὅλα τά ἀνθρώπινα κακά, δημιουργεῖ καί τό κοινωνικό κακό. Ἐξαιτίας της γίνονται οἱ ἄνθρωποι
«ἀνάρμοστοι καί ἀκόλλητοι καί ἀσύζωοι»[8]. Ὅταν παραμερίζεται ἡ φιλαυτία τῶν προσώπων, τότε αὐτομάτως περιορίζεται τό κοινωνικό κακό[9].
ΤΑ ΠΑΘΗ
Τά πάθη: παρά φύσιν καταστάσεις
Τά πάθη δέν ἀνήκουν στή φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀποτελοῦν παρά φύση καταστάσεις. Ὅπως τό κακό, ἔτσι καί αὐτά δέν ἔχουν δική τους ὑπόσταση, ἀλλά ἐμφανίζονται μέ τήν παραφθορά τῆς ψυχικῆς ὑγείας. «Τά πάθη ἀρρωστία ἐστί τῆς ψυχῆς, ἐπισυμβάντα καί ἐπεισελθόντα τῇ φύσει, καί ἐξαγαγόντα τῆς ἰδίας ὑγείας»[10]. Ὅταν ὅμως χρονίζουν στόν ἄνθρωπο, γίνονται δεύτερη φύση του καί δέν ξεπερνῶνται εὔκολα. Ἀκόμη καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καί δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν ἀπαλλάσσεται διαμιᾶς ἀπό τά πάθη του, ἀλλά χρειάζεται νά ἀφιερώσει χρόνο καί κόπο γιά τήν καταπολέμηση τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, πού ἐνῶ μετανόησε καί ἀποστράφηκε ἀποφασιστικά τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή της ζωή, χρειάστηκε νά ἀγωνιστεῖ γιά νά ἐξαλείψει τίς μνῆμες τῶν παθῶν της τόσα χρόνια, ὅσα προηγουμένως εἶχε ὑποδουλωθεῖ σ’ αὐτά[11].
Προσδιορισμός και εμφάνιση παθώνἩ αἰτία τῶν παθῶν: ἡ ἄγνοια
Ἡ πρωταρχική αἰτία τῶν παθῶν δέν εἶναι τά συναισθήματα ἤ οἱ ἐπιθυμίες ἀλλά ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ νόμου Του[i]. Ἡ ἄγνοια(ἡ ὁποία βέβαια εἶναι ἔνοχη διότι ὀφείλεται στήν ἀμέλεια καί τήν ἀδιαφορία καί τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου) σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τόν προσηλώνει στίς αἰσθήσεις[12] . Ὅταν ὁ νοῦς[ii], πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ὑποταχθεῖ στίς αἰσθήσεις, στή συνέχεια ὑποτάσσονται καί οἱ ἄλλες ψυχικές δυνάμεις. Μέ αὐτόν τόν τρόπο μολύνεται ὁλόκληρη ἡ ψυχή, ἀνατρέπεται ἡ ὁμαλή λειτουργία της καί δημιουργοῦνται τά πάθη. Ὅμως ὁ μολυσμός μπορεῖ νά προέλθει καί ἀπό τήν κακή λειτουργία ὁποιουδήποτε ἄλλου μέρους τῆς ψυχῆς (δηλ. εἴτε τοῦ θυμικοῦ ,εἴτε τοῦ ἐπιθυμητικοῦ). Ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ἑνιαία καί πολυδύναμη, ὁ μολυσμός περνᾶ σέ ὁλόκληρη καί τήν καταλαμβάνει[13].
Ἡ μητέρα ὅλων τῶν παθῶν: ἡ φιλαυτία.
Μητέρα ὅλων τῶν παθῶν εἶναι ἡ φιλαυτία. Ὁρίζεται ὡς: «ἡ πρός τό σῶμα ἐμπαθής καί ἄλογος φιλία». Ὀφείλεται στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ[14]. Ὑπάρχει βέβαια καί ἡ καλή φιλαυτία, δηλ. ἡ σωστή ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική μας τελείωση. Αὐτή προβάλλεται ἀπό τόν Κύριο σάν μέτρο γιά τήν ἀγάπη μας πρός τόν πλησίον[15]. Ἡ κακή ὅμως φιλαυτία, δηλ. ἡ ἐμπαθής καί ἄλογη φιλία πρός τό σῶμα καθηλώνει τόν ἄνθρωπο στήν ἀγάπη τοῦ κόσμου καί τήν δουλεία τῶν παθῶν[iii]. Γι’ αὐτό ἡ πνευματική ζωή ἀρχίζει μέ τήν καταπολέμηση τῶν παθῶν καί μάλιστα τῆς κακῆς φιλαυτίας.
Σχέση παθῶν καί ἁμαρτίας
Μία ἁμαρτία ὅταν ἐπαναληφθεῖ πολλές φορές γίνεται συνήθεια, κακή ἕξις, κατάστασις ἡ ὁποία λέγεται πάθος. Πάθη εἶναι ἁμαρτωλές καταστάσεις τῆς ψυχῆς, πού ἐνεργοποιοῦνται μέ τίς ἁμαρτίες[iv]. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν ὅμως καί πάθη κρυφά τά ὁποῖα δέν τά ἔχουμε ἀντιληφθεῖ διότι δέν δόθηκαν οἱ ἀφορμές δηλ. οἱ ἀντίστοιχες ἁμαρτίες οἱ ὁποῖες θά τά ἐνεργοποιοῦσαν. Λέγει ὁ ἅγιος Δωρόθεος: «Ἄλλα γάρ εἰσι τά πάθη καί ἄλλαι εἰσίν αἱ ἁμαρτίαι· τά πάθη εἰσίν θυμός, κενοδοξία, φιληδονία, μῖσος, ἐπιθυμία κακή καί ὅσα τοιαῦτα· αἱ δέ ἁμαρτίαι εἰσίν, αὗται αἱ ἐνέργειαι τῶν παθῶν ὅτε τις ἐνεργῶς ποιεῖ αὐτά· ὅτε πράττει διά τοῦ σώματος ἐκεῖνα τά ἔργα ἅ ὑπαγορεύουσιν αὐτῷ τά πάθη. Ἀμέλει ἐνδέχεταί τινα ἔχειν μέν τά πάθη, μή ἐνεργεῖν δέ αὐτά»[16]. Τά κρυφά αὐτά πάθη δέν εἶναι λιγότερο βλαβερά ἀπό τά φανερά ἐνῶ ταυτόχρονα εἶναι καί περισσότερο ἐπικίνδυνα γιατί μένουν ἀπαρατήρητα καί δέν καταπολεμοῦνται[v].
Τά τρία βασικά πάθη
Τά τρία βασικά πάθη, τά ὁποῖα πηγάζουν ἀπό τήν φιλαυτία εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ κενοδοξία. Αὐτά ἀντιστοιχοῦν στούς τρεῖς πονηρούς λογισμούς, πού ὑπέβαλε ὁ διάβολος στόν Χριστό, ὅταν τόν «ἐπείρασε» στήν ἔρημο (μετά τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία τοῦ Κυρίου Μας). Ἡ πρότασή του νά μετατρέψει τίς πέτρες σέ ψωμιά ὑπέβαλλε τήν γαστριμαργία. Ἡ πρόσκληση του νά πέσει νά τόν προσκυνήσει γιά νά πάρει ὅλα τά βασίλεια τῆς γῆς καί τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ ὑπέβαλλε τήν φιλαργυρία. Τέλος ἡ πρόκληση νά πέσει ἀπό τό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ καί νά ἐπιδείξει τό θαῦμα τῆς θαυματουργικῆς διασώσεως Του, ὑπέβαλλε τήν κενοδοξία. Ἀπό τά τρία αὐτά πάθη πηγάζουν ὅλα τά ὑπόλοιπα. Οἱ τρεῖς αὐτές ἄρρωστες ἀγάπες κυβερνοῦν τόν «κόσμο». Εἶναι ἡ φιλία πρός τίς σαρκικές ἡδονές, ἡ φιλία πρός τήν ὕλη καί ἡ φιλία πρός τήν κενή δόξα.
Γαστριμαργία
Ἡ πρώτη θέση συνήθως δίνεται στήν γαστριμαργία. Αὐτό μαρτυρεῖ τήν βαρύτητα πού ἔχει. Ἐξ αἰτίας της χάσαμε τόν Παράδεισο καί μ’ αὐτήν ἄρχισε ἡ ἐμπαθής ζωή[17]. Ἀπό τή γαστριμαργία γεννιέται ἡ πορνεία καί κάθε σαρκική ἀκαθαρσία. Ἰσχυρό ὅπλο γιά τήν καταπολέμηση τῆς γαστριμαργίας εἶναι ἡ νηστεία. Αὐτή δόθηκε ὡς ἐντολή στόν Παράδεισο. Ἀλλά καί ἡ νηστεία ὅπως καί ὅλες οἱ ἀσκήσεις χρειάζονται διάκριση καί πρέπει νά γίνονται μέ εὐλογία καί ὑπακοή στόν πνευματικό μας πατέρα. Ἡ γαστριμαργία ὅπως καί ἡ πορνεία καί γενικά ὅλα τά πάθη εἶναι παραχρήσεις φυσικῶν κινήσεων τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ διαστραμμένη κατεύθυνση καί κακή χρήση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν μας δυνάμεων.
Ἡ φιλαργυρία
Στά πάθη γενικά ἐπικρατεῖ ἡ δαιμονική ἀταξία καί σύγχυση. Σύμφωνα μέ μία ἄλλη ἐκδοχή τήν πρώτη θέση κατέχει ἡ φιλαργυρία ὡς βαρύτερη ἀπό τήν γαστριμαργία. Εἰδικότερα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης παρατηρεῖ ὅτι τό πρῶτο πάθος γιά τούς μοναχούς εἶναι ἡ γαστριμαργία ἐνῶ γιά τούς κοσμικούς ἡ φιλαργυρία[18].Ἡ φιλαργυρία δέν ἔχει κανένα ἐλαφρυντικό, γιατί ἡ ἀφορμή της δέν βρίσκεται στή φύση, ὅπως συμβαίνει μέ τή γαστριμαργία, ἀλλά στήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου[19]. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μάλιστα χαρακτηρίζει τήν φιλαργυρία ὡς τήν «ρίζα πάντων τῶν κακῶν»[20]. «Ἀπό αὐτήν γεννιέται ἡ πλεονεξία, ἡ κλοπή, ἡ ἁρπαγή καί ὅλα τά παρόμοια. Ἡ φιλαργυρία σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ματαιώνει τή σωστή λειτουργία τοῦ λογικοῦ του»[21].
Ἡ κενοδοξία
Ἡ κενοδοξία εἶναι λεπτότατο καί δυσκολοεξιχνίαστο πάθος. Δύσκολα θεραπεύεται καί εἶναι αὐτό πού ἄν δέν καταπολεμηθεῖ ὁδηγεῖ στήν ὑπερηφάνεια καί στόν φθόνο. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα εἶναι ὅτι συμπλέκεται μά κάθε ἐνάρετο ἔργο καί ἐμφανίζεται μαζί μέ τίς ἀρετές[22]. Διά τοῦτο εἶναι ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη καί ἐπιζήμια (μᾶς «κλέβει» τόν θεϊκό μισθό). Καταπολεμεῖται μέ πολλή δυσκολία καί εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν ἀρετή. Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μέγα τοῖς ἀνθρώποις ἡ κενοδοξία πρός ἀρετήν ἐμπόδιον. Ἰάσασθαι δέ καί στῆσαι τήν νόσον Πέτρου ἄν εἴη τινός ἤ Παύλου, τῶν μεγάλων Χριστοῦ μαθητῶν καί μετά τῆς ἐν λόγῳ καί ἔργῳ κυβερνήσεως εἰληφότων τό χάρισμα καί πᾶσι πάντα γινομένων, ἵνα τούς πάντας κερδίσωσιν· ἡμῖν δέ τοῖς ἄλλοις μέγα, κἄν εἰ καλῶς κυβερνοίμεθα καί ἀγοίμεθα πρός τῶν ἐπανορθοῦν τά τοιαῦτα καί διευθύνειν πεπιστευμένων»[23]. Ἀποτελεσματικά μέσο γιά τήν καταπολέμηση τῆς κενοδοξίας εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπακοή, καί τό νά κάνουμε ὅσο γίνεται κρυφά ὅλα τά καλά ἔργα.
Συνέπειες τῶν παθῶν
Τά πάθη διαστρέφουν τόν ἄνθρωπο καί τόν καθηλώνουν στό κακό. Τόν ἀλλοτριώνουν ἀπό τήν ἀρετή καί ματαιώνουν τήν ὁμοίωσή του πρός τόν Θεό. Καταστρέφουν τήν ζωή του, τήν ψυχή καί τό σῶμα του[vi]. Ἀφανίζουν τήν ὑπόστασή του. Λέγει ἕνα Θεοτοκίον τοῦ Τριωδίου: «Εἰς ἰλύν ἐνεπάγην ἁμαρτιῶν, καί οὐκ ἔστιν ὑπόστασις ἐν ἐμοί»[24].«Τό κακό ὅμως δέν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τό ἀγαθό οὔτε ἀπεριόριστο ὅπως ἐκεῖνο. Ἀποτελεῖ κατάσταση διαλύσεως, πού ἄθελά της συντελεῖ στήν ἀνάδειξη καί προβολή τοῦ ἀγαθοῦ»[25].
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Καταπολέμηση τῶν παθῶν
Τό κακό φωλιάζει στόν ἄνθρωπο μέ τά πάθη. Ἡ καταπολέμηση του δέν εἶναι δυνατή παρά μόνο μέ τήν καταπολέμηση τῶν παθῶν. Αὐτή ἀποτελεῖ τό κύριο ἔργο τῆς ζωῆς τοῦ μοναχοῦ ἀλλά καί τοῦ κάθε πιστοῦ[vii] ,viii.Ἡ τακτική τοῦ πολέμου εἶναι ποικίλη. Ἄλλοι ἐπιμένουν στήν ἄμεση καταπολέμηση τῶν παθῶν ἐνῶ ἄλλοι ρίχνουν τό κύριο βάρος τοῦ ἀγῶνα στήν καλλιέργεια τοῦ Θείου Ἔρωτα. Ἡ μεγάλη ἀγάπη στόν Χριστό ἀδρανοποιεῖ καί μεταστρέφει τά πάθη μετατρέποντάς τα σέ θεοφιλῆ. Ὅταν τά πάθη πολεμοῦνται κατά μέτωπο ὁ ἀγῶνας εἶναι αἱματηρός, τραχύς καί ἔχει ἀρνητική μορφή. Στήν περίπτωση πού τό κύριο βάρος πέφτει στό νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό ὁ ἀγῶνας γίνεται ἠπιότερος καί προσλαμβάνει θετικό χαρακτῆρα. Ἀντί ὁ χριστιανός νά ἀγωνιᾶ γιά τά πάθη του, προσπαθεῖ νά ἐνισχύσει τήν ἀγάπη του πρός τόν Χριστό καί νά τηρεῖ φιλότιμα τό θέλημά Του καλλιεργώντας παράλληλα ὅλες τίς ἀρετές. Ἔτσι ὁ πνευματικός ἀγῶνας γίνεται εὐκολώτερα καί ἀποτελεσματικότερα. Εἶναι ὁ ἁγιασμός πού γίνεται «ἀναίμακτα» ὅπως ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης. Ἀρκεῖ βέβαια ὁ πιστός πάντα νά εἶναι σέ ἐγρήγορση ἔχοντας συναίσθηση τῆς θανάσιμης ἀπειλῆς τῶν παθῶν. Ὁ Ὅσιος Ἱσαάκ ὁ Σύρος παρομοιάζει τά πάθη μέ σκυλιά πού συχνάζουν στά κρεοπωλεῖα. Μέ μιά φωνή φεύγουν. Ὅταν ὅμως παραμεληθοῦν (δηλ. ὁ ἄνθρωπος ἐφησυχάσει, λησμονήσει, ραθυμήσει καί ἀμελήσει), ὁρμοῦν σάν τεράστια λεοντάρια[26].
Μετάνοια και πένθος: προϋποθέσεις της απάθειας.
Για να εξέλθει κανείς από τη δουλεία των παθών και να επιστρέψει στην περιοχή της "ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού", χρειάζονται στην αρχή απαραιτήτως ή μετάνοια και το πένθος. Ή μετάνοια είναι ή δυνατότητα που έδωσε ό Θεός στον άνθρωπο σ ' αυτή τη ζωή να συνειδητοποίηση την εγκληματική πράξη του, το να εγκατάλειψη δηλαδή τον Δημιουργό του, και να επιστρέψει κοντά του. Εξ άλλου ή προτροπή του Προδρόμου και αυτού του Χριστού στην αρχή κι όλας της δημοσίας δράσεως τους είναι το "Μετανοείτε, ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών".
Γι` αυτό και σε όλη την πατερική παράδοση ή μετάνοια θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και μόνιμο όπλο της ζωής του Χριστιανού, έως θανάτου για την θεραπεία, την πνευματική κατεύθυνση προς τον Θεό και την τελική άφιξη του σ ' Αυτόν. Λέγει σ ' ένα λόγο του ο άγιος Γρηγόριος: Ό άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προαιρέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό". Απέχει όμως από την τελική σωτηρία "τυραννούμενος υπό της κακής συνήθειας και των προλήψεων". Γι` αυτό χρειάζεται ισόβια μετάνοια δια της οποίας αποσπά "την άνωθεν ευσπλαγχνίαν". Από πουθενά άλλου δεν εξασφαλίζεται ή ελπίδα της σωτηρίας και απαλλαγής από τα πάθη τόσο, όσο από την διαρκή μετάνοια. Σε πολλούς λόγους του ό άγιος είναι προτρεπτικός στα έργα της μετανοίας. Υποστηρίζει δε, ότι μαζί με το πνευματικό πένθος, μπορεί να φτάσει κανείς στα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα, που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Αγίων.
Το κατά Θεόν πένθος είναι ή μήτρα μέσα στην οποία κυοφορείται και μεταλλάσσεται ή ζωή τής μετανοίας Έχει δυο καταστάσεις: Μια οδυνηρή και μια ευφρόσυνη, απ ' τις οποίες χρειάζεται να περάσει ο Χριστιανός για να ζήση την αληθινή ζωή. Ή οδύνη είναι ή επίγνωση του ότι "πολλά πταίομεν" και ή αναγνώριση, κατά την κατόπτευση του εσωτερικοί μας ανθρώπου "του ειδεχθούς προσωπείου". Αυτό γίνεται αισθητό περισσότερο κατά την ώρα της προσευχής που με κατάνυξη επικαλούμαστε το έλεος του Θεού. Η δε ευφροσύνη που εν συνεχεία αισθανόμαστε είναι ή γνώση τις "θεοφιλούς ενεργείας" που αναδημιουργεί την πεπτωκυία ψυχή και φέρνει τα καρποφόρα δάκρυα τής μετανοίας. Το κατά Θεόν πένθος είναι ή λύπη που αισθάνονται οι γνήσιοι μαθηταί του Χριστού α) για την έκπτωση από το χώρο της απάθειας του παραδείσου στο χώρο του πόνου των παθών, β) για την είσοδο της ψυχής στη γέεννα του πυρός, σε περίπτωση που δεν αξιωθεί της σωτηρίας και γ) για τη στέρηση του όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού εξ αιτίας της οικείας γυμνώσεως. Ένδειξη του κατά Θεόν πένθους και της ειλικρινούς μετανοίας είναι ή αυτομεμψία, ή αληθινή ταπείνωση, ή συνεχής κατανυκτική επίκληση του ελέους του Θεού και ή σταθεροποίηση στην αρετή.
Κάθαρση των παθών και ή συμβολή του άνθρωπου.
Αν ή μετάνοια και το πένθος οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, αυτή ή απάθεια είναι έργο της Χάριτος του Θεού. Είναι απαραίτητη όμως και ή συμβολή του ανθρώπου. Είναι αναγκαίος ο αγώνας της ανθρωπινής θελήσεως, ο οποίος ενισχύεται πλουσιοπάροχα από τη θεία Χάρη.
Όταν μια ψυχή ασκείται και αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις αρχίζει σταδιακά να ζει την κάθαρση. Παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τρία στάδια καθάρσεως: του αρχαρίου, του μέσου και του τελείου. Στα δύο πρώτα φαίνεται περισσότερο ή αγωνιστικότητα του ανθρώπου και ή έμμεση παρουσία του Θεού. Στο τρίτο γίνεται εμφανής ή παρουσία του Θεού ως επιβράβευση των προτέρων αγώνων του ανθρώπου. "εις μεν τους αρχαρίους", λέγει, "επιβεβαιώσεις ότι τα διαβήματα των είναι κατά Θεόν, είναι ή απόκτησης της ταπεινώσεως, εις δε τους μέσους ή απομάκρυνσης των πολέμων, εις δε τους τελείους ή μετά περίσσειας απόκτησις του θείου φωτός".
Πρακτικά ή κάθαρση επιτυγχάνεται με την προσπάθεια να προσέγγιση ο άνθρωπος τον Θεό με την προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία Ευχαριστία. Πριν απ ' αυτά χρειάζεται αγώνας επίπονος για να εξέλθει κανείς από το εγώ με διάφορες ταπεινωτικές πράξεις, να εγκατάλειψη τις αισθησιακές απολαύσεις και να καθαρίσει τους λογισμούς που κατακλύζουν και κατακυριεύουν τον νουν. Αυτή ή προσπάθεια ονομάζεται από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο "πρώτη απάθεια", ενώ ή μυστική ένωση με το θείον που είναι ή προσέγγιση του Θεού με τον "κεκαθαρμένον" άνθρωπο ονομάζεται "δευτέρα απάθεια . Για να επέλθει δε ή δεύτερη απάθεια είναι ανάγκη να συντελεστεί ή πρώτη. Οί ασκήσεις νηστεία, κακοπάθεια, αγρυπνία και όλες γενικά οι στερήσεις στη ζωή του Χριστιανού γίνονται επ ' ελπίδι της ελεύσεως της ημέρας της απολυτρώσεως και της υποδοχής της αφθαρσίας, "όπου το φθαρτό τούτο ενδύσασθαι δει αφθαρσίαν και το θνητό αθανασίαν", κατά τον Απόστολο Παύλο. Αυτές ο άγιος τις ονομάζει σωματικές ή εξωτερικές ασκήσεις, όπου σκοπό έχουν να οδηγήσουν την ψυχή στο πένθος και την μετάνοια. Αν όμως παραμείνουν μόνον αυτές χωρίς την εγρήγορση του νοός δεν θα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική κάθαρση και ο αγώνας δεν καταξιώνεται και δεν θα μπορεί ο άνθρωπος να απεγκλωβίζεται από τον αισθητό κόσμο, όσο και ενάρετος και αν γίνεται. Είναι απαραίτητη ή εξάσκηση του νοός, που την ονομάζει ο άγιος εσωτερική άσκηση. Αυτή την εσωτερική άσκηση τη θεωρεί πιο αξιόλογη γιατί είναι ή προσπάθεια να μεταστρέψει ό άνθρωπος τον νου του πιέζοντας με ισχυρή βία "το πολυπόρευτον τής διανοίας", όπως χαρακτηριστικά λέγει, να πλησιάζει νοερά τον Θεό, όπου επιτυγχάνει τα άρρητα, γεύεται τον μέλλοντα αιώνα και γνωρίζει με νοερά αίσθηση ότι χρηστός ό Κύριος. Οπότε επιτυγχάνει τη μακαριά εκείνη κατάσταση που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από κάθε επίγειο και κτιστό πράγμα και απελευθερώνοντας τον να πηγάσει εντός του ή μακαριά απάθεια. Όταν μηδέ ειπείς, μηδέ πράξης αισχρό κατά διάνοια και όταν τω ζημιώσαντι ή κακολογήσαντι μη μνησικακήσης και όταν εν τω καιρώ τής προσευχής άυλον και ανείδεον αεί έχεις τον νουν, τότε γνώθι, ότι έφθασες εις το μέτρον της απάθειας και τής τελείας αγάπης".
Οἱ σωματικοί καί οἱ ψυχικοί πειρασμοί
Οἱ πειρασμοί πού εἶναι προκλήσεις πρός τήν ἁμαρτία μποροῦν νά διακριθοῦν στούς σωματικούς καί τούς ψυχικούς. Οἱ σωματικοί εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ πιστοῦ. Τέτοιοι εἶναι οἱ διάφορες θλίψεις καί οἱ ἀκούσιες συμφορές τῆς ζωῆς. Ὅποιος ἀποφεύγει τούς πειρασμούς αὐτούς, ἀποφεύγει τήν ἀρετή[27]. Βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐπήρρεια καί τοῦ πονηροῦ, δέν τούς ἀντιμετωπίσει μέ εὐχαριστία πρός τόν Θεό, τότε αὐτοί λειτουργοῦν βλαπτικά γιά τόν πιστό. «Ἐκεῖνοι ὅμως πού εἶναι σαφῶς ἀρνητικοί καί ἀπευκταῖοι εἶναι οἱ ψυχικοί. Τέτοιοι πειρασμοί εἶναι αὐτοί πού συνδέονται μέ τήν πίστη, μέ τό πνεῦμα τῆς βλασφημίας ἤ καί μέ τήν ἄμεση παρουσία τοῦ διαβόλου. Ἀπό τέτοιους πειρασμούς πρέπει νά προσευχόμαστε νά μᾶς προστατεύει ὁ Θεός[28]. Ἀλλά καί ἡ ἄμεση πολεμική τοῦ διαβόλου μπορεῖ νά ἐπιτραπεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τήν δοκιμασία τοῦ πιστοῦ. Αὐτή ὅμως παρατηρεῖται συνήθως στή ζωή τῶν ἁγίων. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ στιχομυθία μεταξύ κάποιου ὑποτακτικοῦ καί τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένα. Στό ἐρώτημα τοῦ ὑποτακτικοῦ, «γιατί μέ πολεμοῦν οἱ δαίμονες» ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἀπήντησε: «Δέν μᾶς πολεμοῦν οἱ δαίμονες, ὅσο κάνουμε τά θελήματά μας. Γιατί τά θελήματά μας ἔγιναν δαίμονες. Αὐτά μᾶς πιέζουν, γιά νά τά ἱκανοποιήσουμε. Ἄν θέλεις νά δεῖς μέ ποιούς πολέμησαν οἱ δαίμονες, σκέψου τόν Μωυςῆ καί τούς ὁμοίους του»[29].
Ἀπελευθέρωση ἀπό τά πάθη καί τελείωση.
Ἐνῶ ἡ γένεση τῶν παθῶν ἀρχίζει ἀπό τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου,( ὁ ὁποῖος πάσχει ἀπό ἄγνοια)καί καταλήγει στή θέλησή του, ὁ πόλεμος ἐναντίον τους ἀκολουθεῖ τήν ἀντίθετη πορεία. «Ἀρχίζει ἀπό τή θέληση καί φτάνει στό νοῦ. Ἀρχίζει μέ τήν ὑποταγή τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, πού φωτίζουν τόν ἀνθρώπινο νοῦ. Γιά νά καθαρθεῖ τέλος ὁ νοῦς καί νά μπορέσει νά διατηρήσει τόν θεῖο φωτισμό, πρέπει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά ἐμπαθῆ νοήματα πού καθηλώνουν τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία καί τήν παράχρηση τοῦ κόσμου. Ἐπιπλέον πρέπει νά προσηλωθεῖ στήν πνευματική ζωή»[30], στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί στόν Θεῖο Ἔρωτα. Δι αφορετικά διατρέχει τόν κίνδυνο νά ἐπανέλθει στήν ἐμπαθῆ κατάσταση, καί μάλιστα μέ οἴηση γιά τήν πνευματική γνώση πού ἀπέκτησε[31] καί γίνονται «τά ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου χείρονα τῶν πρώτων»[32].
Τά ἐμπαθῆ νοήματα = οἱ σύνθετοι λογισμοί πού ἀποτελοῦνται ἀπό : α)πάθος(=ἡ ἄλογη ἀγάπη ἤ τό ἄκριτο μίσος κάποιου πράγματος) καί β)νόημα(= ἡ ἁπλή μνήμη κάποιου πράγματος).
Ἀναλύοντας τήν ἔννοια τοῦ ἐμπαθοῦς νοήματος ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής σημειώνει: Ἄλλο εἶναι τό πρᾶγμα, ἄλλο τό νόημα καί ἄλλο τό πάθος. Πράγμα εἶναι π.χ. ὁ ἄνδρας, ἡ γυναίκα, ὁ χρυσός κ.τ.λ. Νόημα εἶναι ἡ ἁπλή μνήμη κάποιου πράγματος. Πάθος εἶναι ἡ ἄλογη φιλία κάποιου πράγματος ἤ τό ἄκριτο μίσος ἀπέναντί του.Ἐμπαθές νόημα τέλος εἶναι ὁ λογισμός πού εἶναι σύνθετος ἀπό πάθος καί νόημα. Πῶς μπορεῖ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος καί πιό συγκεκριμένα ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά ἐμπαθῆ νοήματα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά χωρίσει τά πάθη ἀπό τά νοήματα γιά νά παραμείνουν ἁπλοί καί καθαροί οἱ λογισμοί[33]. Ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ μοναχοῦ (ἀλλά καί τοῦ κάθε πιστοῦ) ἐναντίον τοῦ πονηροῦ εἶναι νά χωρίσει τά πάθη ἀπό τά νοήματα· νά ἀπαλλάξει δηλαδή τίς μνῆμες ἤ τίς παραστάσεις τῶν πραγμάτων ἀπό τίς ἐμπαθεῖς διαθέσεις πρός αὐτά καί νά τά ἔχει μέσα του ἁπλά καί καθαρά[34]. Δέν χρειάζεται νά ἀναλάβει ὁποιονδήποτε ἀγῶνα ἐναντίον τῶν πραγμάτων ἤ τῶν νοημάτων τους, ἀλλά ἐναντίον τῶν παθῶν πού συνδέονται μέ τά νοήματα τῶν πραγμάτων. Λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Οὐ πρός τά πράγματα «ὁ νοῦς πολεμεῖ τοῦ θεοφιλοῦς, οὐδέ πρός τά τούτων νοήματα· ἀλλά πρός τά πάθη τά τοῖς νοήμασι συνεζευγμένα»[35] .Ὅταν τά πάθη χωριστοῦν ἀπό τά νοήματα τῶν πραγμάτων, τότε τά πράγματα θεωροῦνται ἀπαθῶς. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό, χρειάζεται πνευματική ἀγάπη καί ἐγκράτεια[36], [37].
Ἡ ἀτελής καταπολέμηση
«Ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν παθῶν γίνεται καί ἀπό ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πόλεμος ὅμως αὐτό γίνεται ἐπιλεκτικά καί περιορίζεται συνήθως σέ πάθη πού εἶναι κοινωνικῶς ἐπιλήψιμα. Τό κυριότερο μάλιστα στίς περιπτώσεις αὐτές εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει ἡ ἐπίγνωση τῆς ρίζας τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια (=φιλαυτία ἡ ὁποία εἶναι αὐτολατρεία, αὐτοθέωση, αὐτοπεποίθηση, αὐτοΰψωση ὑπεράνω πάντων).Καί ἐφόσον αὐτή παραμένει ζωντανή, τά πάθη διατηροῦνται ἀπρόσβλητα. Ἀντίθετα στήν Ἐκκλησία στόχος τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ταπείνωση(=«τό ἔχειν ἑαυτόν ὑποκάτω πάντων καί ἐπιγράφειν Θεῷ τά κατορθώματα»).
Ἡ ἀπάθεια
Ἀπάθεια κατά τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση σημαίνει ἀποστροφή τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς (δηλ. τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ ἤ ἀλλοιῶς τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἐπιθυμίας) ἀπό τά πονηρά καί ἡ ἐπιστροφή του πρός τά καλά. Δέν εἶναι μία αὐτοεγκατάλειψη σέ κάποιο πεπρωμένο ἤ μιά ἀναισθησία ἤ ψυχική ἀναλγησία. Ὁ ἀπαθής ἄνθρωπος εἶναι ὁ θεραπευμένος ἀπό τά πάθη του. Εἶναι αὐτός πού ἔχει ἀποβάλλει τίς πονηρές συνήθειες (δηλ. τήν ἄλογη ἀγάπη καί τό ἄκριτο μῖσος πρός τά πράγματα ἤ τά πρόσωπα ἤ τά νοήματα αὐτῶν) καί πλουτίζει μέ καλές. «Ἀλλ’ ἡμεῖς οὐ τοῦτ’ εἶναι ἀπάθειαν ἐδιδάχθημεν, ὦ φιλόσοφε, τήν τοῦ παθητικοῦ νέκρωσιν, ἀλλά τήν ἀπό τῶν χειρόνων ἐπί τά κρείττω μετάθεσιν αὐτοῦ καί τήν ἐπί τά θεῖα καθ’ ἕξιν ἐνέργειαν, ὁλικῶς ἀπεστραμμένου τά πονηρά ἐπεστραμμένου πρός τά καλά, καί οὖτος ἡμῖν ἀπαθής, ὁ τάς πονηράς ἕξεις ἀποκτησάμενος καί ἐν τοῖς ἀγαθοῖς πλουτήσας»[38] . Ὁ ἀπαθής κατάφερε νά ἐπαναπροσανατολίσει τίς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του καί νά τίς ἐπαναφέρει στή σωστή τους λειτουργία. Ὅλες οἱ φυσικές δυνάμεις καί λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καλές καί χρήσιμες γιά τήν προκοπή καί τήν τελείωσή του. Εἶναι ἡ Πατρική περιουσία πού μᾶς δόθηκε γιά νά ἐπιτύχουμε τό «καθ’ ὁμοίωσιν»[viii]. Εἰδικότερα τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό τοῦ ἀνθρώπου, πού κατά τήν κλασσική ψυχολογία συναπαρτίζουν τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς του δέν πρέπει νά νεκρωθοῦν ἤ νά ἀφανιστοῦν ἀλλά νά ἀνορθωθοῦν καί νά ἐπαναπροσανατολιστοῦν[ix]. Ἀντί γιά παράδειγμα ὁ θυμός νά στρέφεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας νά στραφεῖ ἐναντίον τοῦ πονηροῦ καί τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν (διά τοῦτο μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό).
Ἀπάθεια καί ἀγάπη
«Εἰδικότερα μάλιστα ἡ ἀπάθεια συνδέεται μέ τήν ἀγάπη καί βιώνεται ὡς ἔνθεο πάθος, πού ἐξαφανίζει τά ἁμαρτωλά πάθη καί ἀνθοφορεῖ τίς ἀρετές. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης παρατηρεῖ: «Ἀπάθειαν ἔχει ψυχή[x], ἡ οὕτω ποιωθεῖσα ταῖς ἀρεταῖς, ὡς οἱ ἐμπαθεῖς ταῖς ἡδοναῖς»[39]. Μέ τήν τέλεια ἀγάπη καί τήν ὁλοκληρωτική ἀπάθεια εὐρύνεται ὁ ἄνθρωπος σέ καθολικό πρόσωπο, πού ἀγκαλιάζει μέσα του ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί ζεῖ τήν ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως»[40]. Διδάσκει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τέλειος ἐν ἀγάπῃ καί εἰς ἄκρον ἀπαθείας ἐλθών οὐκ ἐπίσταται διαφοράν ἰδίου καί ἀλλοτρίου, ἤ ἰδίας καί ἀλλοτρίας, ἤ πιστοῦ καί ἀπίστου, ἤ δούλου καί ἐλευθέρου ,ἤ ὅλως ἄρσενος καί θηλείας· ἀλλ’ ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν[xi] τυραννίδος γενόμενος, καί εἰς τήν μίαν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀποβλεπόμενος, πάντας ἐξ ἴσου θεωρεῖ, καί πρός πάντας ἴσως διάκειται»[41].
Τό κακό καί οἱ ἄλλοι
Ἡ πείρα μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος διακρίνει εὔκολα τό κακό πού βρίσκεται στούς ἄλλους ἤ γενικότερα στήν κοινωνία, ἀλλά δύσκολα ἀναγνωρίζει τό κακό πού φωλιάζει μέσα του. Γι’ αὐτό εὔκολα ἐπισημαίνει ἤ καί καυτηριάζει τά πάθη καί τίς κακίες στά πρόσωπα τῶν ἄλλων ἤ τό κοινωνικό κακό, ἐνῶ δύσκολα κάνει τό ἴδιο στόν ἑαυτό του. Τό κακό ὅμως δέν καταπολεμεῖται στά πρόσωπα τῶν ἄλλων ἤ στήν ἀπρόσωπη κοινωνία. Ἡ ἰδεαλιστική ἄποψη τοῦ Καντίου ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνήθικος, ὅταν ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τήν κοινωνία[42], ἔχει ὁλέθριες ἠθικές καί κοινωνικές συνέπειες. Ἔτσι ἀντιδιαστέλλεται ὁ «ἠθικός ἄνθρωπος» ἀπό τήν «ἀνήθικη κοινωνία» καί δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ ἠθικότητα καλλιεργεῖται μέ τήν καταπολέμηση τοῦ κακοῦ στά πρόσωπα τῶν ἄλλων ἤ γενικότερα στήν κοινωνία. Ἡ ἰδεαλιστική ὅμως αὐτή θεώρηση τῆς ἠθικότητας εἶναι σέ τελική ἀνάλυση ἀνήθικη καί ἀντιχριστιανική, γιατί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἐμπάθεια καί τήν ἔπαρση, ἐνῶ παράλληλα συντελεῖ στήν καλλιέργεια καί ἐνίσχυση τοῦ κακοῦ στήν προσωπική καί τήν κοινωνική ζωή»[43].
Τό κακό στόν κόσμο ὀφείλεται στό προσωπικό κακό τοῦ καθενός μας
Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος:«Μή τοίνυν ἔξωθεν τό κακόν περισκόπει, μηδέ ἀρχέγονόν τινα φύσιν πονηρίας φαντάζου· ἀλλά τῆς ἐν ἑαυτῷ κακίας ἕκαστος ἑαυτόν ἀρχηγόν γνωριζέτω»[44]. Τό κακό, ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου, τῆς ἐλευθερίας μας. Γιά νά καταπολεμηθεῖ πρέπει τό αὐτεξούσιο θέλημά μας νά ὑποταχθεῖ ἑκούσια στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συναισθανθεῖ τήν προσωπική του εὐθύνη γιά τήν παρουσία τοῦ κακοῦ στόν κόσμο καί νά τό πολεμήσει στόν ἑαυτό του. Ἡ μετάθεση τῆς εὐθύνης γιά τό κακό στούς ἄλλους ἀποτελεῖ βαρύτατο λάθος, πού ἐπαναλαμβάνει οὐσιαστικά τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ[45].
Ὅλοι εἴμαστε συνυπεύθυνοι
Ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά περιορίζεται στόν ἑαυτό του καί νά ἀδιαφορεῖ γιά ὅ,τι συμβαίνει γύρω του. Ἡ ζωή τοῦ καθενός συνδέεται ὀργανικά μέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Καί καθετί πού χρειάζεται ὁ κόσμος πρέπει νά πραγματοποιηθεῖ στόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Ἡ ἐλευθερία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀποφυγή τοῦ κακοῦ, ἡ ἄρνηση τῆς βίας, ἡ ἐξάλειψη τοῦ μίσους πρέπει νά καταστοῦν προσωπικές ἐπιδιώξεις, γιά νά ὑπάρξουν καί ὡς ἐπιτεύγματα ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Κάθε ἄνθρωπος ὡς μέλος τῆς ἀνθρωπότητας μετέχει στό κακό ἤ στό καλό πού ὑπάρχει γύρω του. Καί ὅταν τά πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος, βαραίνει ἤ ἀνακουφίζει ἀντίστοιχα ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Συνέπειες κοσμικῶν διαστάσεων δέν εἶχε μόνο τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ. Κάθε ἁμάρτημα ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου ἐπηρεάζει ὁλόκληρο τόν κόσμο[46]. Ἀντίστροφα καί κάθε νίκη ἐνάντια στήν ἁμαρτία πού φωλιάζει μέσα μας εἶναι νίκη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Διά τοῦτο ἡ μεγαλύτερη προσφορά ἑνός ἀνθρώπου πρός ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα εἶναι ὁ προσωπικός του ἐξαγιασμός. «Εἰρήνευσε σύ καί θά δεῖς χιλιάδες ἀνθρώπους νά ἔλθουν νά εἰρηνεύσουν κοντά σου» ἔλεγε ὁ μεγάλος ὅσιος Στάρετς Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Οἱ ἅγιοι ἐπειδή χαλιναγώγησαν τά πάθη τους καί τά μεταμόρφωσαν στό ἔνθεο πάθος τοῦ Θείου Ἔρωτα εἶναι (καί ὄχι ἁπλῶς κάνουν) τήν μεγαλύτερη ἱεραποστολή καί τό ὑψηλότερο κήρυγμα στόν ἀλλοτριωμένο ἀπό τά πάθη κόσμο.
Ἡ ὑπερηφάνεια: τό εὔκρατο κλῖμα τῶν παθῶν
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό εὔκρατο κλῖμα μέσα στό ὁποῖο δημιουργοῦνται καί ἀναπτύσσονται τά διάφορα πάθη. Ἡ ὑπερήφανος ἄνθρωπος θεωρώντας τόν ἑαυτό του αὐθεντία καί ἀνώτερο πάντων καί αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐμπιστεύεται στό λογισμό του (πού οὐσιαστικά εἶναι συνήθως ἐπηρρεασμένος ἀπό τόν πονηρό).Αὐτό ἔχει σάν ἀποτέλεσμα νά μήν μπαίνει στόν κόπο νά γνωρίσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι οἱ προδιαγραφές τοῦ Κατασκευαστοῦ του γιά νά Ζήσει πραγματικά καί νά χαρεῖ τήν ὄντως ζωή. Μένει στήν ἄγνοια ἀπό τήν ὁποία γεννιοῦνται ὅλα τά πάθη. Ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἰδία κρίση, ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ἀρνηθεῖ τήν τάξη πού εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός στόν Παράδεισο καί τόν ὁδήγησε στήν παρακοή, τήν ἀνταρσία κατά τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμπαθή ζωή. Χαρακτηρίζεται ἀπό τούς Πατέρες ἡ ὑπερηφάνεια ὡς πολύμορφο καί ἀκάθαρτο πνεῦμα, πού ἀγωνίζεται νά παγιδεύσει τόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται. Προσπαθεῖ τό πνεῦμα αὐτό νά παγιδεύσει τόν σοφό μέ τήν σοφία (ρίχνοντάς τον πρῶτα στήν κενοδοξία), τόν δυνατό μέ τήν δύναμη, τόν πλούσιο μέ τόν πλοῦτο κ.ο.κ.[47]. Ἀπέναντι ὅμως σέ ὅλα αὐτά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιτάξει τή σκέψη γιά τή γήινη προέλευσή του, δηλ. ὅτι εἶναι πηλός, χῶμα. Ἄν στρέψει «κάτω τό βλέμμα» ἐξουδετερώνει κάθε προσβολή, γιατί μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐξαφανίζεται ἡ ὑπερηφάνεια[48]. Ὁ «πηλός», τό χῶμα εἶναι κάτω ἀπό ὅλους καί ὅταν τό πατοῦν δέν διαμαρτύρεται[49].
Ἡ ταπείνωση
Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἰσχυρό ἀπό τήν ταπείνωση. Μέ αὐτήν ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στήν τάξη πού ὅρισε ὁ Θεός. Αὐτή μαραίνει τά πάθη καί ἀπομακρύνει τούς πειρασμούς[50]. Ὅσο περισσότερο ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο ἀνυψώνεται ἀπό τόν Θεό. «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»[51]. Γιαυτό καί ἡ αὐτομεμψία ἀποτελεῖ βασική προϋπόθεση γιά τήν πνευματική προκοπή. Ὅσο προχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, τόσο προχωρεῖ στήν ταπείνωση. Καί ὅσο προχωρεῖ στήν ταπείνωση, τόσο πιό ἀνώδυνη καί φυσική τήν αἰσθάνεται. Ὁ ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώβ μᾶς διδάσκει στό Πνευματικό Ἀλφάβητο: «Η μετάνοια, η συντριβή και το πένθος για τις αμαρτίες είναι ή αρχή της ταπεινώσεως. Και όταν βάλης αρχή στην ταπείνωσι, τη γνήσια και ειλικρινή, το πρώτο πράγμα πού θα αισθανθείς θα είναι το μίσος προς κάθε έπαινο και κάθε ανθρώπινη δόξα. Έπειτα θα εξορισθούν σταδιακά από μέσα σου ο θυμός, η οργή, η μνησικακία, ο φθόνος και όλα τα κακά. Ύστερα θ' αρχίσης να θεωρής τον εαυτό σου ως τον αμαρτωλότερο όλων των ανθρώπων και άξιο της κολάσεως. Αυτή ή συνείδησις όμως θ' αυξάνη και θα τρέφη την ταπείνωσι, κι έτσι όλο και περισσότερο θα προχωρής προς την κατάκτησι της κορυφής αυτής της θείας αρετής.
Όποιος γνώρισε πραγματικά τον εαυτό του έκανε την αρχή για την άποκτησι της ταπεινώσεως, Γιατί είδε το μέγεθος της αδυναμίας του αλλά και τον βόρβορο πού κρύβει μέσα της ή ψυχή του. Απελπισμένος τότε από τον εαυτό του, στράφηκε "συντετριμμένος και τεταπεινωμένος" προς τον Θεό ζητώντας ακατάπαυστα το έλεος Του.
Να λοιπόν με ποίον τρόπο, λένε οι Πατέρες, θα διαπίστωσης αν άρχισες ν' αποκτάς τη μακαριά ταπείνωσι: αν κυριευθής από μόνιμο και φλογερό έρωτα της προσευχής.
Τι είναι λοιπόν ταπείνωσις; Είναι, όπως είπε κάποιος άγιος, η γνώσις του εαυτού σου και της μηδαμινότητος σου. Και ο δρόμος πού οδηγεί στην ταπείνωσι είναι α)οι σωματικοί κόποι, πού γίνονται με επίγνωσι του σκοπού τους, β)το να θεωρής ειλικρινά τον εαυτό σου χειρότερο άπ' όλους τους ανθρώπους και, περισσότερο ακόμη, κάτω απ’ όλη την κτίσι, καθώς και γ)η αδιάλειπτη προσευχή. Αυτός ο δρόμος φέρνει στην ταπείνωσι. Η φύσις της ταπεινώσεως όμως είναι θεϊκή και ακατάληπτη. Γι' αυτό και κανείς δεν μπορεί να σε διδάξη με λόγια το πώς δημιουργείται και αναπτύσσεται στην ψυχή, αν δεν το διδαχθής νοερά από τον Κύριο και από την πείρα του πνευματικού αγώνος σου.
Γιατί οι σωματικοί κόποι οδηγούν στην ταπείνωσι; Διότι οι κόποι ταπεινώνουν το σώμα. Και όταν ταπεινώνεται με επίγνωσι το σώμα, ταπεινώνεται και η ψυχή.
Γιατί το να θεωρή κανείς τον εαυτό του κάτω άπ' όλη την κτίσι οδηγεί στην ταπείνωσι; Διότι όταν τοποθετηθής εσωτερικά έτσι. είναι αδύνατο να θεώρησης τον εαυτό σου καλύτερο από τον αδελφό σου ή να υπερηφανευθής για κάτι ή να κατακρίνης ή να εξουθένωσης κάποιον.
Και γιατί η αδιάλειπτη προσευχή οδηγεί στην ταπείνωσι; Διότι, αν κοιτάξης στα βάθη της ψυχής σου, θα δης ότι κανένα καλό δεν έχεις και ότι τίποτε δεν μπορείς να κατορθώσης χωρίς τη βοήθεια και τη χάρι του Θεού. Και τότε δεν θα κουραστής να Τον ικετεύης να σ' ελεήση και να σε σώση. Κι αν κατορθώσης κάτι, γνωρίζεις καλά ότι στη δύναμι του Θεού το οφείλεις και όχι στή δική σου δύναμι Και ταπεινώνεσαι βαθιά, τρέμοντας μήπως χάσης τη Βοήθεια και τη χάρι του Θεού. Κι έτσι με ταπείνωσι προσεύχεσαι και με την προσευχή ταπεινώνεσαι και προοδεύεις πνευματικά Τέτοια ταπείνωσι είχαν οι άγιοι. Αυτή η ταπείνωσις, μας διδάσκει ο αββάς Δωρόθεος, είναι η τέλεια ταπείνωσις και αναπτύσσεται στην ψυχή σαν φυσικό αποτέλεσμα της ακριβούς τηρήσεως των εντολών του Κυρίου»[52].Ἡ ταπείνωση τῶν ἁγίων. Τά δύο εἴδη.
Στήν πατερική παράδοση διακρίνονται δύο εἴδη ταπεινώσεως. Μέ τήν πρώτη ταπείνωση τοποθετεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του «ὑποκάτω πάντων», ἐνῶ μέ τή δεύτερη ἀποδίδει ὅλα τά κατορθώματα στόν Θεό. Ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, οἱ ἅγιοι ἔχοντας ὡς βάση τήν ταπείνωση αὐτοῦ τοῦ δευτέρου αὐτοῦ εἴδους ἀποφεύγουν τήν ἀνθρώπινη δόξα, γιά νά μή λερώσουν τό ἔνδυμά τους. Ἀντίθετα ὅσοι ἐπιζητοῦ τήν ἀνθρώπινη δόξα μοιάζουν μέ γυμνούς πού θέλουν νά βροῦν κάποιο κουρέλι ἤ κάτι παρόμοιο, γιά νά καλύψουν τή γυμνότητά τους[53]. Ἡ ταπείνωση αὐτή δέν εἶναι ἁπλῆ ἠθική ἀρετή, ἀλλά ὀντολογικό γνώρισμα τῆς ὑπάρξεώς τους.
Ἡ κακοπάθεια-ἐγκράτεια καί ἡ ταπείνωση.(Ἡ συσταύρωση μέ τόν Χριστό). ῾
Η κακοπάθεια ἐξολοθρεύει τήν ἡδονή, τήν φιληδονία, ἁγνίζει τό σῶμα, περικόπτοντας τά σωματικά ἁμαρτήματα. ᾿Αλλά καθαρίζει παράλληλα καί τήν ψυχή. Διότι ταπεινώνει τό σῶμα καί μαζί μέ τό σῶμα-πρᾶγμα φαινομενικά παράδοξο- συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή. ῾Η ταπεινή ψυχή ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεου,άφοῦ ὁ Θεός ταπεινοῖς δίδωσι χάριν. Κατέρχεται ἡ καθαρτική Θ. Χάρις καί ἒτσι ἡ ψυχή καθαρίζεται. ᾿Επειδή τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας πού ἒχει συσσωρευθεῖμέσα μας εἶναι πολύ, (μᾶς διδάσκει ὁ ῝Οσιος Νικήτας Στηθᾶτος) ἒχει ἀνάγκη καί ἀπό πολύ καθαρτική φωτιά τῆς μετανοίας μέ δάκρυα καί θεληματικούς κόπους τῆς ἀσκήσεως.Γιατί καθαριζόμαστε ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας ἢ μέ θεληματικούς κόπους ἢ μέ ἀθέλητες ὀδύνες πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Ἄν προηγοῦνται τά θεληματικά δέν μᾶς ἒρχονται τά ἀθέλητα. ῝Οταν ὃμως τά θεληματικά δέν καθαρίζουν τό ἐσωτερικό τοῦ ποτηρίου καί τοῦ πιάτου, τότε ἒρχονται οἱ ὀδύνες σφοδρότερες καί συντελοῦν στήν ἀποκατάστασή μας στό ἀρχικό κάλλος, γιατί ἒτσι τά οἰκονόμησε ὁ Τεχνίτης>>[1][37].Δέν ὑπάρχει ἂλλος δρόμος καί ἂλλος τρόπος. Χρειάζεται ἑκούσια κακοπάθεια καί ἀποδοχή τῆς ἀκούσιας, ἂν δέν εἶναι ἀρκετή ἡ προσπάθειά μας γιά τήν κάθαρση μέ τήν ἑκούσια μίμηση τῶν παθημάτων καί τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Γιά νά καθαρθοῦμε, νά ἀναστηθοῦμε, πρέπει νά σταυρωθοῦμε, νά πονέσουμε, να χύσουμε αίμα <<πνευματικό>> υπακοής και <<σωματικό>> (άσκησης), νά θλιβοῦμε· εἲτε ἑκούσια εἲτε ἀκούσια.
Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Μερικοί θέλουν νά φθάσουν στήν ᾿Ανάσταση χωρίς νά περάσουν ἀπό τό Γολγοθᾶ. Δέν γίνεται. ῝Οπως ὁ ᾿Απόστολος Πέτρος ἐξελθών ἒξω ἒκλαυσε πικρῶς, ὃπως ἡ πόρνη, ὃπως ὁ τελώνης, ὃπως ὃλοι οἱ ἃγιοι, ἒκλαιγαν καί κακοπαθοῦσαν, <<ὑστερούμενοι θλιβόμενοι κακουχούμενοι συνεχῶς, μιμούμενοι τόν Κύριο, ἒτσι ὁφείλουμε καί ἐμεῖς νά κάνουμε· μάλιστα δέ, νά ἀγαπήσουμε τά δάκρυα, τήν κακοπάθεια. ᾿Εκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη μέ τόν κλαυθμό τά κόβει, καί ἐκεῖνος πού θέλει νά ἀποκτήσει τίς ἀρετές μέ τόν κλαυθμό τίς άποκτᾶ μᾶς διδάσκει ὁ ῝Αγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος[1][38]· καί ῝Οπως ἡ τροφή καί ἡ πόσις εἶναι ἀναγκαία γιά τό σῶμα, ἒτσι καί τά δάκρυα γιά τήν ψυχή, ὣστε αὐτός πού δέν κλαίει κάθε ἡμέρα (δειλιάζω νά πῶ κάθε ὣρα, γιά νά μή φανῶ βαρύς) καταστρέφει τήν ψυχή του μέ τήν πείνα καί χάνεται...᾿Αφαίρεσε τά δάκρυα καί συναφαίρεσες μ᾿ αὐτά τήν κάθαρση· χωρίς δέ κάθαρση κανείς δέν θά δεῖ τόν Θεό>>[1][39]
«Ὥσπερ ἀδύνατον ὄφιν τήν ἑαυτοῦ παλαιότητα ἐκδύσασθαι, μή στενήν εἰσδύντα ὀπήν, οὕτω καί ἡμεῖς τάς παλαιάς προλήψεις, καί τήν τῆς ψυχῆς παλαιότητα, καί τόν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου χιτῶνα οὐ μή ἀποβάλωμεν, ἐάν μή τήν στενήν καί τεθλιμμένην τῆς νηστείας καί ἀτιμίας ὁδόν παρέλθωμεν». Νηστεία καί ἀτιμία συντελοῦν τά μέγιστα στήν προσπάθεια γιά νά ἀποβληθεῖ τό ἐκ τῆς κάτωθεν περιπλανήσεως ἀποκτηθέν εἰδεχθές προσωπεῖον ὥστε νά γιορτάσει ὁ ἄνθρωπος τήν προσωπική του ἀνάσταση ἀπό τά πάθη, νά γίνει ἡ κάθαρση τῆς καρδίας του.
Ὁ Κύριος κακοπαθοῦσε ἑκούσια ἀπό τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία στιγμήτῆς ζωῆς Του· καί βέβαια δέν εἲχε ἀνάγκη ὁ Κύριος ἀσκήσεως καί μετανοίας, ἀλλά ἒζησε ἒτσι, γιά νά διδάξει ἐμᾶς, γιά νά μᾶς δώσει πρότυπο ζωῆς· τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση καί τρόπο ζωῆς· τήν μετάνοια. Γιαυτό νήστεψε 40 ἡμέρες, πού εἶναι πολύ μεγάλη ἂσκηση. Γιά νά μᾶς διδάξει ὃτι ὅπως διά τῆς ἀκρασίας (τῆς μή τηρήσεως τῆς ἐγκρατείας), τῆς μή τηρήσεως τῆς πρώτης ἐντολῆς, πού ἦταν ἡ νηστεία (<<μή φάγετε χάσαμε τόν παράδεισο, ἒτσι διά τῆς νηστείας, τῆς ἐγκρατείας καί τῆς ὑπακοῆς θά τόν ξανακερδήσουμε. Γι᾿ αὐτό καί μεῖς καλούμεθα νά μιμηθοῦμε-τό κατά δύναμη- τόν Κύριο. Κοπιάζοντας σωματικά μέ δάκρυα, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες, ἐγκράτεια σωματικῆς ἀνάπαυσης, χειρωνακτική ἐργασία. Εἶναι ὃλα αὐτά ἀπό τά ἰσχυρότερα ὃπλα πού ἒχουμε. Ἄν τό πρῶτο πάθος εἶναι, ὅπως καί εἶναι πράγματι, ἡ φιλαυτία, ἡ πρώτη ἀρετή, κατά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἶναι ἡ περιφρόνηση τῆς ἀνάπαυσης. Πρό πάντων τῶν παθῶν, ἡ φιλαυτία· πρό δέ πασῶν τῶν ἀρετῶν, ἡ τῆς ἀναπαύσεως καταφρόνησις[57].Ἀπό τή φιλαυτία προέρχονται ὅλα τά ἄλλα πάθη, ἐνῶ ἡ περιφρόνηση τῆς ἀνάπαυσης γεννᾶ ὅλες τίς ἀρετές. Ἡ ἀνάπαυση καί ἡ ἀργία ἔχουν καταστροφικά ἀποτελέσματα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, καί μποροῦν νά βλάψουν κάποιον περισσότερο ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν δαιμόνων. Ὅταν τό σῶμα ἀποδεχθεῖ τήν ἀνάπαυση καί τήν ἀργία, κάθε κακία τελειοποιεῖται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἄν κανείς ἐπιθυμεῖ ἔντονα τό καλό, ἡ ἀνάπαυση καί ἡ ἀργία σιγά-σιγά ἀφαιροῦν ἀπό αὐτόν ἀκόμη καί αὐτή τή διάθεση τοῦ καλοῦ, τήν ὁποία εἶχε.[58] Γι' αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο νά περιφρονεῖ κανείς τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος καί νά ἀγαπᾶ καί νά ἐπιδιώκει τόν κόπο καί τίς δυσκολίες, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν στήν τελείωση τῶν ἐντολῶν, ἀποτελοῦν τήν αἰτία τῆς ἀρετῆς καί θεραπεύουν τά πάθη.[59]Οἱ θλίψεις καί οἱ κίνδυνοι ἐξαφανίζουν τήν ἡδυπάθεια τῶν παθῶν, πού τρέφει καί αὐξάνει ἡ ἀνάπαυση. Καί <<ὥσπερ καθαίρουσι τά φάρμακα τήν ἀκαθαρσίαν τῶν χυμῶν τῶν πονηρῶν ἐκ τοῦ σώματος, οὕτως ἡ σφοδρότης τῶν θλίψεων καθαίρει τά πονηρά ἐκ τῆς καρδίας>>[60].
Marc 9.29.1 to Marc 9.29.2 <Τοῦτο τό γένος (τῶν δαιμόνων, τῶν παθῶν) οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ>> εἶπε ὁ Κύριος. Γιαυτό καί οἱ ἃγιοι πέρασαν τή ζωή τους μέ ἂκρα νηστεία καί ἐγκράτεια γενικότερα. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος γιά τή νηστεία: [61]<<Βλέπεις τί κάνει ἡ νηστεία· καί ἀρρώστειες θεραπεύει καί ρεύματα σωματικά ξηραίνει καί δαίμονες βγάζει καί λογισμούς πονηρούς ἀποδίώχνει καί τόν νοῦ λαμπικάρει καί καρδιά καθαρή καί σῶμα ἁγιασμένο καί στό θρόνο τοῦ Θεοῦ μπροστά στήνει τόν ἄνθρωπο. Καί γιά νά μή νομίσεις, ὅτι αὐτά εἶναι μόνο λόγια, ἔχεις τήν μαρτυρία τοῦ εὐαγγελίου πού λέει ὁ Κύριος . Τόν ρώτησαν οἱ μαθητές Του λέγοντας: Κύριε δεῖξε μας, μέ ποιό τρόπο ἐκδιώκονται τά ἀκάθαρτα πνεύματα. Καί εἶπε ὁ Κύριος: << αὐτό τό γένος δέν βγαίνει, παρά μέ νηστεῖες καί προσευχές>>. Καθένας λοιπόν πού ἐνοχλεῖται ἀπό πνεῦμα ἀκάθαρτο, ἐάν νοήσει καί χρησιμοποιήσει αὐτό τό φάρμακο, ἐννοῶ τή νηστεία, ἀμέσως τό πνεῦμα τό πονηρό στενοχωρούμενο φεύγει, ἐπειδή φοβᾶται τή νηστεία. Διότι πάρα πολύ εὐχαριστιοῦνται οἱ δαίμονες μέ τήν κραιπάλη καί τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος. Μεγάλη δύναμη ἡ νηστεία, καί μεγάλα κατορθώματα γίνονται μ' αὐτήν. Διότι ἀπό ποῦ οἱ ἄνθρωποι κάνουν μεγάλες δυνάμεις καί θαύματα γίνονται διά μέσου αὐτῶν, καί θεραπεῖες στούς πάσχοντες δωρίζει ὁ Θεός διά μέσου αὐτῶν, παρά διά τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ταπεινοφροσύνης καί τοῦ ὀρθοῦ τρόπου ζωῆς; διότι ἡ νηστεία εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀγγέλων, καί ἐκεῖνος πού τήν χρησιμοποιεῖ βρίσκεται στήν ἀγγελική τάξη>>.Ἔχει γραφτεῖ: Ez 4.10.1 to Ez 4.11.24.104.11 υιέ ανθρώπου μέ ζυγαριά νά τρώς τό ψωμί σου καί μέ μέτρο νά πίνεις τό νερό σου (Ίεζεκιήλ δ΄,10-11) ἐπειδή αυτό είναι αρκετό γιά νά διατρέφεται εκείνος πού αγωνίζεται κατά Θεόν. Διότι άν δέν δώσεις αίμα...δέν θά λάβεις πνεύμα. Καί ο θείος Δαβίδ: Ps 108.24.1 to Ps 108.24.2108.24 τά γόνατά μου ασθένησαν από τή νηστεία καί η όψη μου αλλοιώθηκε μέ τήν στέρηση του λαδιού>> (Ψαλμ. 108, 24). Καί ο Θεολόγος (άγ. Γρηγόριος): « Μέ τίποτε άλλο δέν ευαρεστείται ο Θεός, όσο μέ τήν κακοπάθεια, καί στά δάκρυα ανταποδίδει τό έλεός Του». Καί ο άγιος Ισαάκ: «Οπως η μητέρα φροντίζει γιά τό παιδί της, έτσι καί ο Χριστός φροντίζει γιά τό σώμα πού κακοπαθεί δι΄ Αυτόν, καί είναι πάντοτε κοντά στό σώμα αυτό καί τό βοηθεί καί δέν τό αφηνει νά κατάπέσει τελείως» καί πάλι: <<σέ κοιλιά γεμάτη δέν ὑπάρχει γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ & [ Ἄρα θά λέγαμε, δέν ὑπάρχει γνώση καί θέα οὔτε καί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως στό ὁποῖο ἔσπευδε νά φθάσει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, συσταυρούμενος καί συννεκρούμενος μέ τόν Κύριο]. Ὅπως ἀκολουθοῦν σέ ἐκείνους πού σπέρνουν δάκρυα τά δεμάτια τῆς ἀγαλλιάσεως, ἔτσι ἀκολουθεῖ ἡ χαρά, στήν κακοπάθεια γιά τόν Θεό. Καί μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔκλεισε τό στόμα του σέ κάθε ἡδυπάθεια πού τόν χωρίζει ἀπό τόν δημιουργό Του>>. Καί πάλι λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: <<Γιά πολύ καιρό ἀφοῦ δοκίμασα πειρασμούς ἀπό δεξιά καί ἀπό ἀριστερά καί ἀφοῦ δέχτηκα ἀμέτρητες πληγές ἀπό τόν ἀντίπαλο καί ἀφοῦ ἀξιώθηκα μεγάλων παρηγοριῶν κρυφά, ἀπό τόν Θεό, ἀπέκτησα προσωπική πείρα ἀπό τά πολλά χρόνια, δοκιμαζόμενος ἀπό τό Θεό καί μέ τή χάρη Του ἔμαθα τοῦτα: τό θεμέλιο ὅλων τῶν καλῶν καί ἡ ἀνάκληση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ ἐχθροῦ καί ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ τό φῶς καί στή ζωή, εἶναι αὐτοί οἱ δύο τρόποι: 1)Νά περιορίσει κανείς τόν ἑαυτό του σέ ἕνα τόπο (ἐγκράτεια μετακινήσεων- ὄχι περισπασμός,διάχυση, ἐξωστρέφεια, ἀλλά κατά τό πατερικό <<κάθου εἰς τό κελλίον σου καί αὐτό σέ διδάξει πάντα>>)2)νά νηστεύει πάντοτε, δηλ, νά κανονίσει τόν ἑαυτό του σοφά καί μέ συνετά ὥστε νά ἔχει ἐγκράτεια στήν κοιλία, ἀμετακίνητη διαμονή (τό ἀντίθετο μέ ὅ,τι γινεται σήμερα: ἀκαταστασία στίς μετακινήσεις, τουρισμός κ.λ.π.) στήν ἡσυχία καί ἀδιάλειπτη σχολή (θά λέγαμε ἐνασχόληση μέ τόν Θεό καί ἀμεριμνία γιά ὅ,τι ἄλλο κατά τό:σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμί ὁ Θεός καί μελέτη Θεοῦ.
Ἀπό ἐδῶ προέρχεται ἡ ὑποταγή τῶν αἰσθήσεων· ἀπό ἐδῶ ἡ νήψη τοῦ νοῦ· ἀπό ἐδῶ ἐξημερώνονται τά ἄγρια πάθη πού κινοῦνται μέσα στό σῶμα· ἀπό ἐδῶ προέρχεται ἡ πραότητα τῶν λογισμῶν· ἀπό ἐδῶ οἱ διάφορες φωτεινές κινήσεις τῆς διανοίας· ἀπό ἐδῶ ἡ σπουδή πρός τά ἱερά ἔργα τῆς ἀρετῆς· ἀπό ἐδῶ τά ὑψηλά καί λεπτά νοήματα· ἀπό ἐδῶ τά ἄμετρα δάκρυα πού χύνονται κάθε ὥρα καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου· ἀπό ἐδῶ ἡ καθαρή σωφροσύνη ἡ ὁποία ἀπέχει τελείως ἀπό κάθε φαντασία πού πειράζει τή διάνοια· ἀπό ἐδῶ ἡ ὀξυδέρκεια καί ἡ ὀξύτητα τῆς γνώσεως ὅσων βρίσκονται μακριά· ἀπό ἐδῶ πηγάζουν τά βαθύτερα μυστικά νοήματα... καί ἡ διάκριση τῶν πονηρῶν πνευμάτων ἀπό τίς ἀγγελικές Δυνάμεις καί τῶν ἀληθινῶν ὁράσεων ἀπό τίς μάταιες φαντασίες... Καί μέ λίγα λόγια ἀπό ἐδῶ προέρχεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀληθινοῦ καί ἡ χαρά τῆς ψυχῆς καί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ἀνάπαυση στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μαζί μέ τό Χριστό (ΑΓ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΩΝ: Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής...Φιλοκαλία τομ. Ε , σελ.55,56) Γιαυτό <<λέει στό Γεροντικό ὃτι ρώτησε ἓνας ἀδελφός κάποιο Γέροντα λέγοντας· Τί εἶναι ἡ ταπείνωση;>> Κι ὁ Γέροντας εἶπε·<<῾Η ταπείνωση εἶναι μεγάλο καί θεϊκό ἒργο. ῾Ο δέ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση εἶναι οἱ σωματικοί κόποι πού γίνονται μέ έπίγνωση καί τό νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό ὃλη τήν κτίση καί τό νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα.
Ὁ σωματικός κόπος ταπεινώνει τό σῶμα καί μαζί μέ τό σῶμα-πρᾶγμα φαινομενικά παράδοξο- συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή.Γιατί ὃμως ἡ ταπείνωσις τοῦ σώματος προκαλεῖ τήν συνταπείνωση τῆς ψυχῆς; Τό πρᾶγμα δέν εἶναι καθόλου παράδοξο. ῝Οταν ξέπεσε ἡ ψυχή ἀπό τήν τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στήν παράβαση, παραδόθηκε ἡ ἂθλια, ὃπως λέει ὁ ῝Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος(P.G.36.341BC),στήν φιληδονία καί στήν αὐτονομία, πού ὁδηγεῖ στήν πλάνη, καί ἀγάπησε τά σωματικά καί κατά κάποιο τρόπο ταυτίστηκε μέ τό σῶμα καί ἒγινε ὃλη σάρκα, ὃπως λέει ἡ ῾Αγ. Γραφή. Δέν θά παραμείνει τό πνεῦμα μου σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή εἶναι σάρκες (Γεν.6,3).᾿Από τότε λοιπόν ἡ ταλαίπωρη αὐτή ψυχή ὑποφέρει μαζί μέ τό σῶμα καί συμφωνεῖ μ᾿ ὃσα αὐτό διαπράττει .Λέγει πάλι ὁ ἀββᾶς Δωρόοθεος· Διαφορετική κατάσταση ἒχει ἡ ψυχή τοῦ γεροῦ καί διαφορετική τοῦ ἀρρώστου, ἂλλη τοῦ πεινασμένου καί ἂλλη τοῦ χορτάτου. Παρόμοια πάλι, ἂλλη κατάσταση ἒχει ἡ ψυχή αὐτοῦ πού ἱππεύει καί ἂλλη ἐκείνου πού κάθεται πάνω σέ γαϊδουράκι,ἂλλη ἐκείνου πού κάθεται σέ θρόνο καί ἂλλη αὐτοῦ πού κάθεται καταγῆς, ἂλλη τοῦ καλοντυμένου καί ἂλλη τοῦ κουρελῆ. Γι᾿ αὐτό ἐπειδή γνωρίζει ὁ Κύριος ὃτι ἀνάλογα μέ τήν ἐξωτερική συμπεριφορά συσχηματίζεται καί ἡ ἀρετή τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ πῆρε λέντιο(πετσέτα), μᾶς ὑπέδειξε μέθοδο γιά νά φθάσουμε στήν ταπείνωση.Διότι μέ τά ἒργα τοῦ σώματος ἐξομοιώνεται ἡ ψυχή καί μέ ὃσα πράττει, τυπώνεται καί σχηματίζεται σύμφωνα μέ αὐτά.Διαφορετικά νιώθει αὐτός πού κάθεται σέ θρόνο καί διαφορετικά αὐτός πού κάθεται στήν κοπριά.
῾Ο σωματικός κόπος ταπεινώνει τό σῶμα. Συνταπεινώνει δέ, καί τήν ψυχή. Γιαυτό ὃταν πολεμήθηκε ὁ Εὐάγριος ἀπό τήν βλασφημία, ἐπειδή γνώριζε ὃτι ἡ βλασφημία προέρχεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί ὃτι ὃταν ταπεινώνεται τό σῶμα ταπεινώνεται μαζί καί ἡ ψυχή, γιά σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες δέν ἒμεινε σέ στεγασμένο χῶρο, ὣστε τό σῶμα του, ὃπως λέει ὁ βιογράφος του, νά γεμίσει τσιμπούρια σάν τά ἂγρια ζῶα.῝Ωστε ὁ κόπος αὐτός δέν ἒγινε γιά νά θεραπεύσει τήν βλασφημία ἀλλά γιά νά προκαλέσει τήν ταπείνωση. Τότε στἠν ταπεινωμένη ψυχή, κατέρχεται ἡ Θ. Χάρις καί τήν καθαρίζει. <<Εἶναι πρᾶγμα θαυμαστό νά βλέπεις τόν ἀσώματο νοῦ νά μολύνεται ἀπό τό σῶμα καί νἀ σκοτίζεται· καί πάλι διά μέσου τοῦ πηλοῦ (σώματος) ὁ ἂϋλος (νοῦς) ν ά ἀνακαθαίρεται καί νά λεπτύνεται .Εἲμαστε ψυχοσωματική ἑνότητα.Σῶμα (σάρκα) καί ψυχή (πνεῦμα)· καί ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός>>. Διά τοῦτο <<ὃσο τό σῶμα θάλλει (εἶναι δυνατό), τόσο ἡ ψυχή ἀδυνατίζει (στερεῖται τῆς Θείας Χάριτος ἀφοῦ ὐπερηφανεύεται μαζί μέ τό σῶμα)· καί ὃσο τό σῶμα ἀδυνατίζει, τόσο ἡ ψυχή θάλλει (λαμπρύνεται,γεμίζει ἀπό τή Θεία Χάρη, ἀφοῦ ταπεινώνεται μαζί μέ τό σῶμα)
Ἀπό τά ἀνωτέρω εἶναι φανερό ὅτι ἡ κακοπάθεια, ἡ ἀγάπη γιά τόν σωματικό κόπο, αὐτή καθ᾿ ἑαυτή ὁδηγεῖ στήν ταπεινοφροσύνη. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι αἰτία καθάρσεως καί τῆς ψυχῆς. Πότε ὃμως; ῝Οταν γίνεται μέ έπίγνωση. Διότι: ῾Υπάρχει, πολύ μεγάλος, ὁ κίνδυνος τῆς ὑπερηφάνειας ὃταν κακοπαθοῦμε σωματικά, χωρίς ἐπίγνωση, χωρίς σωστό φρόνημα.Διά τοῦτο χρειάζονται καί τά δύο ἀλλα πράγματα· α) τό νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό ὃλη τήν κτίση καί β)τό νά προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα, ζητώντας τό ἒλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχει πολύ μεγάλος ὁ κίνδυνος τῆς ὑπερηφάνειας ὃταν κακοπαθοῦμε σωματικά, χωρίς ἐπίγνωση, χωρίς σωστό φρόνημα.
2)῾Υπερηφάνεια ἑωσφορική, ἒναντι καί αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ δεύτερη ὑπερηφάνεια.῍Αν δέν προσέξουμε, ἀπό τήν πρώτη ὑπερηφάνεια φθάνουμε στήν δεύτερη. Τίς εὐεργεσίες καί τά ἐπιτεύγματα τοῦ Θεοῦ τά ἀποδίδουμε στόν ἑαυτό μας. ῾Από αὐτή μᾶς προφυλασει ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ συνεχής ἐκζήτηση τῆς Θείας βοήθειας, ὁπότε ὃ,τι καταφέρνουμε τό ἀποδίδουμε στή Θ. Χάρη.
ΑΝΑΚΑΙΦΑΛΑΙΩΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝΚαλούμαστε νά ἀνορθώσουμε τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς μας καί νά τά ἐπαναφέρουμε διά τῆς Θείας Χάριτος στήν φυσιολογική τους λειτουργία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς δίδουν γιά κάθε μέρος τῆς ψυχῆς καί ἀπό ἕνα φάρμακο. Τό λογιστικό θεραπεύεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τό θυμικό μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καί τό ἐπιθυμητικό μέ τήν ἐγκράτεια, ἡ ὁποία καθαρίζει καί τήν σάρκα καί παύει τίς σωματικές ἁμαρτίες. Χωρίς ἀμφιβολία μαζί μέ αὐτά εἶναι ἀναγκαιοτάτη, ἐκ τῶν «ὧν οὐκ ἄνευ», ἡ συνειδητή μυστηριακή ζωή. Μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρός, ἡ τακτική συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας παρέχει τήν Θεία ἐνίσχυση πού εἶναι ἀπαραίτητη διά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη. Γιά νά ἐπιτύχουμε ἑπομένως τήν κάθαρση:
Α1) ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΟΠΑΘΕΙΑ-ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ
α. ΤΗΝ ΕΚΟΥΣΙΑ (ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ, ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΕΣ, ΧΑΜΑΙΚΟΙΤΙΑ Κ.Λ.Π.) καί
β.ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΙΑ. ΠΡΕΠΕΙ ΔΗΛ. ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΙΣ ΑΚΟΥΣΙΕΣ ΚΑΚΟΠΑΘΕΙΕΣ Ἤ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΣΑΝ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΚΑΘΑΡΣΗ (ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ, ΘΑΝΑΤΟΙ, ΑΚΗΔΙΑ, ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ, ΔΙΩΓΜΟΙ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ Κ.Λ.Π.)
Α2) ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΔΙΩΞΟΥΜΕ(ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΜΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΟΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΠΟΥ) ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΝΑ ΦΘΑΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗ ΑΓΑΠΗ.
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ (ΟΠΩΣ ΤΟΝΙΣΤΗΚΕ ΠΑΡΑΠΑΝΩ) ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ ΜΕ: 1) ΤΟ ΝΑ ΒΑΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ (ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΜΑΡΤΩΛΟΤΕΡΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑΝ, ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΥΠΑΚΟΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΙΣΧΡΟΤΕΡΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΑΦΟΥ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΕΝΩ ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ, ΔΗΛ. ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ) ΚΑΙ 2) ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΥΠΑΚΟΗ (ΔΗΛ. ΝΑ ΚΟΨΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΜΑΣ ΤΟ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟ) ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ- ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ-ΣΤΟΝ Ἤ ΣΤΗΝ ΣΥΖΥΓΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΑΔΕΛΦΟ, ΠΛΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. ΓΙΑ ΝΑ ΦΘΑΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ 3) ΤΟ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΚΟΠΟ (ΔΙΟΤΙ Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΚΟΠΟΣ ΤΑΠΕΙΝΩΝΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΟΠΟΤΕ ΣΥΝΤΑΠΕΙΝΩΝΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ) ΚΑΙ 4) ΤΟ ΝΑ ΕΞΑΣΚΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ.
Πολύ βοηθητικά γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη εἶναι καί τά ἑξῆς:
Α3) Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΚΕΛΛΙ, ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΕΛΛΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ. ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟΚΟΠΗ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΑ ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ. ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΟΥ. ΜΕΤΑ-ΝΟΙΑ (ΜΕΤΑ-ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΑΙΑ ΣΤΟ ΘΕΟ).
Α4) ΕΚΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΟΛΟΥ ΤΟΥ 24ΩΡΟΥ.
Α5) ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΟΙ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ.
Α6) ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ.
Α7) ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΚΟΣΜΟ» ΔΗΛ. ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ.
Ἐκτός ἀπό τά ἀνωτέρω πού ἀφοροῦν θά λέγαμε κυρίως στή εὐθυγράμμιση τοῦ θελήματός μας μέ τήν θέληση τοῦ Θεοῦ ἀξιοποιώντας τίς προσωπικές μας δυνάμεις (τό «κατ’ εἰκόνα»)εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν μεταστροφή καί διόρθωση τῶν παρά φύσιν λειτουργιῶν τῆς ψυχῆς:
Β)Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ
Γ)Η ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΑΓΑΠΗ
8/1/2010
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
[1] Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον Μωυσέως, ἐκδ. W.Jaeger, Gregorii Nysseni Opera, τόμ. 7,1, σ. 4, PG 44,301A
[2] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.59.
[3] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν 7, ἐκδ. W.Jaeger, Gregorii Nysseni Opera, τόμ. 5, σελ. 407, PG 44, 725B. Πρβλ. καί Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Μαρῖνον, PG 91, 56Β
[4] Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 21993, σ. 182
[5] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.59-60.
[6] Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 2,5, PG 31,40A.
[7] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 60.
[8] Ἁγ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 3,12,PG 3, 444Β
[9] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.60.
[10] Ἁγ. Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος 83, ἔκδ. Ἰ. Σπετσιέρη, σ. 317.
[11] Βλ. Ἁγ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Βίος ὁσίας Μαρίας Αἰγυπτίας 28,PG 87, 3716D-17A.
[12] Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, PG 90,257Α
[13] «Μολύνεται τοίνυν ὅλη, κακίας ἐγγεγενημένης ἀφ’ ἡστινοσοῦν τῶν ἐν αὐτῇ δυνάμεων, καί κοινωνοῦσι πᾶσαι τῆς μιᾶς τῷ ἑνιαίῳ τῆς ψυχῆς». Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια περί προσευχῆς καί καθαρότητος καρδίας 3, ἔκδ. Π. Χρήστου, Ἁγ.Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ. 159.
[14] Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 3,8,PG 90,1020Α. Ἐπιστολή πρός Ἰωάννην Κουβικουλάριον, PG 91,397Α
[15] «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Λευϊτ. 19,18.
[16] Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλία 1,4,PG 88,1621D.
[17] Βλ. Ἁγ. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολή 1,69,PG78,228D-29A.
[18] Βλ. Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ 26,PG 88, 1028C
[19] Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός Ξένην 30, ἔκδ. Π. Χρήστου, Ἅγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ. 208.
[20] Α’ Τιμ. 6,10
[21] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 64.
[22] Βλ. Ἁγ. Νείλου Ἀγκύρας, Περί τῶν ὀκτώ τῆς πονηρίας πνευμάτων 15, PG 79, 1160C . Ἁγ. Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ 22, PG 88,949ΑΒ.
[23] Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς 51,PG 35,461 Α.
[24] Θεοτοκίον Καθισμάτων μετά τήν γ’ ᾠδή τοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς, στό Τριώδιον.
[25] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 6Ἡ4.
[26] Βλ. Ἁγ. Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος 55, ἔκδ. Ἰ. Σπετσιέρη, σ. 220.
[27] Βλ. Ἁγ. Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος 44, ἔκδ. Ἰ. Σπετσιέρη, σ. 186.
[28] Βλ. Ματθ. 26,41. Πρβλ. Ἁγ. Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος 44, ἔκδ. Ἰ. Σπετσιέρη, σ. 186-7.
[29] Βλ. Ἀποφθέγματα ἁγίων Γερόντων (περί ἀββᾶ Ποιμένος 67),PG 65, 337ΒC.
[30] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.66-7.
[31] Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 70, PG 90, 1037C .
[32] Ματθ. 12,45
[33] Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 42-43, PG 90, 1029ΑΒ.
[34] Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 41, PG 90, 1029ΑΒ.
[35] Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 40, PG 90, 1028D- 1029Α.
[36] Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 43, PG 90, 1029ΑΒ.
[37] Βλ. Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.67-68.
[38] Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 2,19, ἔκδ. Π. Χρήστου, Ἅγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ. 208.
[39] Ἁγ. Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ 29, PG 88,1149Α.
[40] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.69.
[41] Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 2, 30, PG 90, 993Β.
[42] Βλ. Ι.Kant, Die Religion innerhalb der Grenzen der blossen Vernunft, ἔκδ. Κ. Vorlander, Hamburg 1956, σ. 100.
[43] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.69-70.
[44] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 2, 5, PG29,37D-40Α
[45] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.70.
[46] Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 81999, σ. 38.
[47] Βλ. Ἁγ. Ἐφραίμ Σύρου,Πρός καθαίρεσιν ὑπερηφανείας, ἔκδ. Κ. Φραντζολᾶ, Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Ἔργα, τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 73.
[48] Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Ὁμιλία β’ εἰς ἄνθρωπον, ἐκδ. W.Jaeger, Gregorii Nysseni Opera, Supplementum, Leiden 1972, σ. 61, PG 44, 289D-92A
[49] Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.71.
[50] Βλ. Ἀββᾶ Δωροθέου,Διδασκαλία 2, 3, PG 88, 1644C .
[51] Παροιμίες 3, 34
[52] Ἁγ. Δημητρίου τοῦ Ροστώφ, Πνευματικό ἀλφάβητο, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, σελ. 37-40.
[53] Βλ. Ἀββᾶ Δωροθέου,Διδασκαλία 2, 6-7, PG 88, 1645C-48C .
[54]Αγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής· Εὐεργετινός τόμ. Β', σελ.195
[55]<<Οἱ θλίψεις καί οἱ κίνδυνοι ἐξολοθρεύουν τήν ἡδυπάθεια τῶν παθῶν>> ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ·<<᾿Ασκητικά>> σελ.119
[56] <<῾Η πονηρία γεννιέται ἀπό τήν οἲηση καί τήν ὀργή>>(῝Αγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ·<<Κλῖμαξ>> Λογ. ΚΣΤ,' στ. λ').Ἀντίπαλος καί τῶν δύο εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Διότι· 1)<<ὁ θυμός(ὀργή)... θά μᾶς πεῖ...Αὐτή πού μέ ἐπιβουλεύεται ὀνομάζεται ταπεινοφροσύνη>> (῝Αγιος ῾Ιωάννης τῆς Κλίμακος ·<<Κλῖμαξ>> Λογ. Η,' στ. λα' καί 2)<<Δρόμο καί ἀφορμή γιά τήν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς ἀρετῆς (τῆς ταπεινοφροσύνης)...συνιστῶ τήν ὑπακοή καί τήν εὐθύτητα τῆς καρδίας, πού ἐκ φύσεως εἶναι ἀντίθετες πρός τήν οἲηση>>(῝Αγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ·<<Κλῖμαξ>> Λογ. ΚΕ,' στ. ).῍Αρα καί ἡ ταπεινοφροσύνη ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό αὐτές (δηλ. άπό τήν ὑπακοή καί τήν εὐθύτητα τῆς καρδίας) έξολοθρεύει τήν οἲηση· ἐξολοθρεύει καί τήν ὀργή ὃπως εἲπαμε.῍Ετσι έξολοθρεύει καί τήν πονηρία πού γεννιέται ἀπό τήν οἲηση καί τήν ὀργή.
[57]Στό βιβλίο τοῦ Δ. Καλλιντέρη, Πάθη καί ἀρετές κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἀββᾶ Ἰσαάκ: Ἀσκητικά Λογ. ΟΑ', σελ.278
[58]Στό βιβλίο τοῦ Δ. Καλλιντέρη, Πάθη καί ἀρετές κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λογ.ΟΓ' σελ.291
[59] Ἔ.ἀ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά Λογ. ΚΖ' σελ. 119
[60] Ἔ.ἀ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά Λογ. ΟΑ' σελ.278
[61] De virginitate 7.1 to De virginitate 7.20
[i]Ὁ ἄνθρωπος ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος, μέ τήν παράχρηση τῶν κατά φύση δυνάμεών του ὁδηγήθηκε στήν ἄγνοια τῆς αἰτίας τῆς ὑπάρξεώς του. «Οὕτω δέ παραβάτης γενόμενος καί τόν Θεόν ἀγνοήσας» ὑπέταξε τή νοερή δύναμη τῆς ψυχῆς του στίς αἰσθήσεις. Ἔτσι, συνεχίζει, δέν ἐξομοιώθηκε μόνο μέ τά ἄλογα ζῶα, ἀλλά καί τά ξεπέρασε σέ ἀλογία, γιατί μετέτρεψε τόν κατά φύση λόγο του σέ παρά φύση. Ὅσο λοιπόν φρόντιζε νά γνωρίζει τά ὁρατά πράγματα μόνο μέ τήν αἴσθηση, τόσο περισφιγγόταν στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅσο ἔσφιγγε ὁ κλοιός αὐτός τῆς ἀγνοίας, τόσο προσπαθοῦσε νά στηριχθεῖ ἀπό τήν ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν πραγμάτων πού γνώριζε. Καί ὅσο περισσότερο δοκίμαζε τήν ἀπόλαυση αὐτή, τόσο δυνάμωνε τόν ἔρωτα τῆς φιλαυτίας πού γεννιέται ἀπό αὐτήν. Τέλος ὅσο περισσότερο φρόντιζε γιά τόν ἔρωτα τῆς φιλαυτίας, τόσο περισσότερους τρόπους ἐπινοοῦσε γιά ν’ ἀπολαύσει τήν ἡδονή, ἡ ὁποία εἶναι ταυτόχρονα γέννημα καί σκοπός τῆς φιλαυτίας (Πρός Θαλάσσιον, PG 90, 253CD). Ἡ ὑποταγή τῆς νοερῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς στίς αἰσθήσεις χαρακτηρίζει τήν κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἀποδοχή τῆς συμβουλῆς τοῦ διαβόλου καί τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό. Αὐτό ἀποτελεῖ καθολική ἀντιστροφή τῶν ψυχικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, πού ὁδηγεῖ καί στήν καθολική διαστροφή τῆς ὑπάρξεώς του. Κατά τήν τριμερή διάκριση τῆς ψυχῆς σέ λογιστικό, θυμοειδές καί ἐπιθυμητικό, ἡ φυσική θέση τοῦ λογιστικοῦ εἶναι νά κυβερνάει καί νά κατευθύνει τά δύο ἄλλα μέρη, πού συναπαρτίζουν τό παθητικό τῆς ψυχῆς. Ἀντίστοιχα τό θυμοειδές καί τό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς πρέπει νά ὑποτάσσονται στό λογιστικό. Ὅταν δέν συμβαίνει αὐτό, ἀλλά τό λογιστικό, δηλαδή ἡ νοερή δύναμη τῆς ψυχῆς, ὑποτάσσεται στό παθητικό καί τό ὑπηρετεῖ, τότε ἔχουμε κατάσταση διαστροφῆς. Τά πάθη ἁλυσοδένουν τό νοῦ μέ τά ὑλικά πράγματα καί σάν βαρύτατες πέτρες στέκονται ἀπό πάνω του καί τόν κρατοῦν καθηλωμένο στή γῆ, ἐνῶ αὐτός ἀπό τή φύση του εἶναι ἐλαφρότερος καί ὀξύτερος ἀπό τή φωτιά (Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί ἀγάπης 3, 56, PG 90, 1033C .
[ii] Ὁ νοῦς, πού ἀποτελεῖ τήν ἀνώτερη δύναμη τῆς ψυχῆς, δέ διαχωρίζεται ἀπό αὐτήν. Ἐπειδή ὅμως τά πάθη ξεκινοῦν ἀπό τό νοῦ, ὁ ὁποῖος γι’ αὐτό χαρακτηρίζεται καί «πρωτοπαθής», δέν ὑπάρχει λύτρωση ἀπό αὐτά, χωρίς τήν κάθαρση τοῦ νοῦ. Ἀλλά καί ἡ ὑποταγή τοῦ νοῦ στά πάθη γίνεται μόνο διά μέσου τῶν αἰσθήσεων, καί ἰδιαίτερα τῶν ὀφθαλμῶν. Αὐτό φανερώνεται μέ τήν ἴδια τήν Εὔα, ποῦ πρῶτα εἶδε «ὅτι καλόν εἰς ὄρασιν, καί ὡραῖον τοῦ κατανοῆσαι, καί τότε συγκατατεθεῖσα τῇ καρδίᾳ ἥψατο καί ἐγεύσατο τοῦ ἀπηγορευμένου ξύλου»(Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός Ξένην 41, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ. 215. Πρβλ. Γέν. 3, 6). Γι’ αὐτό καί ἡ κάθαρση πρέπει νά ἀρχίζει ἀπό τό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς. Ἄν δέ θεραπευθεῖ αὐτό, δέ θεραπεύεται τό θυμικό. Καί ἄν δέ θεραπευθοῦν τά δύο αὐτά, δέ θεραπεύεται ὁ νοῦς, δηλαδή τό λογιστικό τῆς ψυχῆς(Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός Ξένην 41, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ. 208).
Ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ μπορεῖ νά ζήσει καί νά καταξιώσει τήν ὕπαρξή του μόνο σέ ἀναφορά καί κοινωνία μέ τό Θεό. Ὅ,τι εἶναι καί ὅσα ἔχει στή διάθεσή του ἔχουν νόημα μέσα στό πλαίσιο τῆς κοινωνίας αὐτῆς. Ὅλες οἱ δυνάμεις καί οἱ ἱκανότητες του ὑπάρχουν, γιά νά τόν ὁδηγοῦν στό ἀρχέτυπό του: «Μᾶς δόθηκε νοῦς, γιά νά γνωρίζουμε τό Χριστό· ἐπιθυμία, γιά νά τρέχουμε πρός αὐτόν· μνήμη, γιά νά τόν θυμούμαστε. Ἄλλωστε καί κατά τή δημιουργία μας αὐτός ἦταν τό ἀρχέτυπο»( Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς 6,PG150,680Α). Ἀλλά καί ὅσα ὑπάρχουν στή διάθεσή μας ὑπάρχουν γιά νά μᾶς γνωρίσουν τό Θεό, γιά νά μᾶς κάνουν τή ζωή μας κοινωνία μέ τό Θεό (Α.Schmemann, Γιά νά ζήσει ὁ κόσμος (μεταφρ. Ζ. Λορεντζάτου), Ἀθήνα 1970, σ. 19). Ὁ κόσμος καί τά πράγματα τοῦ κόσμου ὑπάρχουν ὡς σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἀφορμές ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν πλάστη του. Ἐνῶ λοιπόν ἔπρεπε ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει τό νοῦ του προσηλωμένο στό Θεό, αὐτόν νά ποθεῖ καί πρός αὐτόν νά βαδίζει, ἀγνόησε τό Θεό, ἐγκλωβίστηκε στή φιλαυτία του καί ὑποδουλώθηκε στήν τυραννία τῶν παθῶν. Γιά νά ἐπανέλθει λοιπόν στήν κατά φύση κατάστασή του, ὀφείλει νά βαδίσει τόν ἀντίθετο δρόμο. Ὀφείλει νά πολεμήσει τά πάθη του, νά νικήσει τή φιλαυτία του καί νά γνωρίσει τό Θεό. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά γίνει ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ὅμως τό ἔκανε δυνατό μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Ὁ Χριστός, ἀποκαλύπτοντας ὡς τέλειος Θεός στόν ἄνθρωπο τό Θεό πού αὐτός ἀγνοοῦσε καί ἐπαναφέροντας ὡς τέλειος ἄνθρωπος τόν ἐκπεσμένο ἄνθρωπο στήν κατά φύση κατάστασή του, ἄνοιξε τό δρόμο τῆς σωτηρίας καί ἀνακαινίσεως του.
[iii] Ἡ κακή φιλαυτία ἀδικεῖ τήν ψυχή καί στρέφει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του. Γίνεται ὁ ἄνθρωπος φιλαυτος «καθ’ ἑαυτοῦ»(Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, PG 90, 257Β). Συμβαίνει δηλαδή νά πολεμάει τόν ἑαυτό του ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης πρός τόν ἑαυτό του. Τό παράδοξο αὐτό φαινόμενο (πού ἀντιστοιχεῖ στά αὐτοάνοσα νοσήματα τῆς κλασσικῆς ἰατρικῆς) ὀφείλεται σέ τελική ἀνάλυση στήν ἄγνοια, ἤ ὅπως ἀκριβέστερα σημειώνει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στήν «ἄλογον καί ἀνόητον τῆς ἀγνοίας ἕξιν, τήν πάντων μητέρα τῶν κακῶν»(Πρός Θαλάσσιον, PG 90, 301Β). Ἔτσι ἡ πρωταρχική αἰτία τῶν παθῶν, ἀπ’ ὅπου ἀναδύεται καί ἡ μητέρα τους, ἡ φιλαυτία, εἶναι ἡ ἄγνοια.
[iv] Τά πάθη καί οἱ ἀρετές ἐκφράζουν ἀντίστοιχα τήν παρά φύση καί τήν κατά φύση ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει καί ἡ ὑπέρ φύση ζωή, στήν ὁποία ἀντιστοιχεῖ τό ὑπέρ φύση πάθος τῆς θεώσεως. Γιά νά φτάσει ὅμως κανείς στό ὑπέρ φύση πάθος τῆς θεώσεως χρειάζεται νά πολεμήσει τά παρά φύση πάθη καί νά καλλιεργήσει τήν κατά φύση ζωή τῶν ἀρετῶν.
[v] Ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς ἀποκαθίσταται μέ τήν θεραπεία τῶν παθῶν καί ὄχι μέ τήν ἁπλῆ ἀπουσία τῶν ἁμαρτωλῶν πράξεων. Γι’ αὐτό καί οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ δέν περιορίζονται στήν καταπολέμηση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλά προχωροῦν καί στήν ἐκρίζωση τῶν παθῶν. Ἔτσι λέγει ὁ ὅσιος Δωρόθεος, ἐνῶ ὁ Νόμος ἔλεγε «μή μοιχεύσῃς», ὁ Χριστός λέει, «μηδέ ἐπιθυμήσῃς»(Βλ. Ἔξ. 20, 13 καί Ματθ. 5, 27-8). Κι ἐνῶ ὁ Νόμος ἔλεγε «μή φονεύσῃς», ὁ Χριστός λέει, «μήτε ὀργισθῇς»(Βλ. Ἔξ. 20, 15 καί Ματθ. 5, 21-22). Ὁ Νόμος δίδασκε νά μήν κάνουμε ὅσα δέν θέλουμε νά πάθουμε. Ὁ Χριστός ὅμως προχωρεῖ στό βάθος τῆς ψυχῆς καί θέλει νά ξεριζώσει τό ἴδιο τό μίσος, τήν ἴδια τήν φιληδονία, τήν ἴδια τήν φιλοδοξία καί τά λοιπά πάθη.(Διδασκαλία 1, 5,PG88, 1624ΑΒ)
[vi] Τά πάθη ὁδηγοῦν στήν αὐτοκαταστροφή τόν ἄνθρωπο. Μοιάζουν μέ τά αὐτοάνοσα νοσήματα τῆς κλασσικῆς ἰατρικῆς. Ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀρετή καί τόν ὁδηγοῦν στήν κακία ἡ ὁποία ὅμως δέν ὑπάρχει οὐσιαστικά, δέν ἔχει ὑπόσταση. Ἡ κακία εἶναι τό «μή ὄν». Ἡ ψυχή ἔτσι δέν βρίσκει φυσική ἀνάπαυση καί κατά κάποιον τρόπο τιμωρεῖται ἀπό τήν κακία στήν ὁποία ὁδηγήθηκε διά τῶν παθῶν. «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» λέγει χαρακτηριστικά ὁ Ἀπ. Παῦλος(Ρωμ. 6,23). Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος σημειώνει χαρακτηριστικά(Διδασκαλία 10, 3, PG 88, 1725D-28B) τά ἑξῆς: Τό ξύλο, ὅταν σαπίσει λίγο, δημιουργεῖ τό σκουλήκι. Τό σκουλήκι αὐτό πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, ἀλλά δημιουργήθηκε ἀπό τή σήψη, τρώει τό ξύλο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό χαλκό, πού σκουριάζει καί στή συνέχεια καταστρέφεται ἀπό τή σκουριά. Τό ἴδιο τέλος γίνεται καί μέ τό ὕφασμα πού δημιουργεῖ τό σκόρο καί φθείρεται ἀπό αὐτόν.Ἔτσι λοιπόν καί ἡ ψυχή δημιουργεῖ τήν κακία, πού ἦταν προηγουμένως ἀνύπαρκτη καί ἀνυπόστατη, καί τιμωρεῖται ἀπό αὐτήν. Ἡ κακία λοιπόν, ὅπως συνοψίζει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, «ἀρρωστία ἐστί τῆς ψυχῆς στερουμένης τῆς ἰδίας αὐτῆς καί κατά φύσιν ὑγείας, ἥτις ἐστίν ἡ ἀρετή»(Διδασκαλία 10, 3, PG 88, 1728Β).
[vii],viii Γιά νά ἐπιτύχουμε στόν ἀγῶνα μας πρέπει νά γνωρίζουμε τούς ἐχθρούς, τούς τρόπους καί τά μέσα τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ πονηρός γιά νά μᾶς κάνει νά ἁμαρτήσουμε. Τά μέσα μέ τά ὁποῖα μᾶς πολεμοῦν οἱ δαίμονες εἶναι οἱ λογισμοί (μέ τούς ὁποίους πολεμοῦν κυρίως τούς μοναχούς) καί τά πράγματα (μέ τά ὁποῖα πολεμοῦν κυρίως τούς κοσμικούς). «Τοῖς μέν κοσμικοῖς οἱ δαίμονες διά τῶν πραγμάτων μᾶλλον παλαίουσι, τοῖς δέ μοναχοῖς ὡς ἐπί τό πλεῖστον διά τῶν λογισμῶν· πραγμάτων γάρ διά τήν ἐρημίαν ἐστέρηνται· καί ὅσον εὐκολώτερον τό κατά διάνοιαν ἁμαρτάνειν τοῦ κατ’ ἐνέργειαν, τοσοῦτον χαλεπώτερος καί ὁ κατά διάνοιαν πόλεμος τοῦ διά πραγμάτων συνισταμένου»( Εὐαγρίου, Λόγος πρακτικός 48, «Sources Chretiennes», τόμ. 171, σ. 608). Βέβαια δέν προέρχονται ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τούς δαίμονες διότι καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγεῖται σ’ αὐτούς. Τό ἴδιο πρέπει νά δεχθοῦμε καί γιά τά πράγματα τά ὁποῖα πειράζουν τούς κοσμικούς.
Οἱ πονηροί λογισμοί
Στήν πατερική γραμματεία ἔχουμε μία σχηματική παρουσίαση τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Οἱ γενικότατοι λογισμοί στούς ὁποίους ἀνάγονται ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ὀκτώ: «Πρῶτος ὁ τῆς γαστριμαργίας, καί μετ’ αὐτόν ὁ τῆς πορνείας· τρίτος ὁ τῆς φιλαργυρίας· τέταρτος ὁ τῆς λύπης· πέμπτος ὁ τῆς ὀργῆς· ἕκτος ὁ τῆς ἀκηδίας· ἕβδομος ὁ τῆς κενοδοξίας· ὄγδοος ὁ τῆς ὑπερηφανείας»(Εὐαγρίου, Λόγος πρακτικός 6, ἔκδ. Α. Guillaumont καί C. Guillaumont, Evagre le Pontique, τόμ. ΙΙ, «Sources Chretiennes», τόμ. 171, Paris 1971, σ. 506-8). Ἡ μητέρα αὐτῶν τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν εἶναι ἡ φιλαυτία(κατά τούς ἀνατολικούς Πατέρας) ἐνῶ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Μέγα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός υἱοθέτησε τήν συστηματική κατάταξη τῶν ἀνατολικῶν Πατέρων. Λέγει χαρακτηριστικά:«πρέπει να κάνουμε λόγο για την διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία.
Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας:
1. ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
2. ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
3. ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ
4. ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
5. ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
6. ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ
7. ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
8. ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ.
Το να μας παρενοχλούν ή να μην μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας. Το να επιμένουμε όμως σε αυτούς ή να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε αυτό είναι στην εξουσία μας.
Στους λογισμούς αυτούς διακρίνουμε τα εξής:
ΠΡΟΣΒΟΛΗ, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, ΠΑΛΗ, ΠΑΘΟΣ, ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ. Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου. «Κάνε τούτο ή εκείνο» όπως συνέβη στο Κύριο και Θεό μας. «Πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» Ματθαίος 4,3. Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας. Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και με ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας.
Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από τον συνδυασμό του λογισμού που υποβάλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής μελέτη και φαντασία. Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει – δηλαδή του εμπαθούς λογισμού – ή προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος: «Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός, και αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους». (Γαλ. 5,17.) Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια. Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός. Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε. Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μια και όλα τα επόμενα.
Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο:
Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.
Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείτε η φιλαργυρία.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείται η οργή.
Με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη.
Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον θεό καταργείται η ακηδία.
Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.
Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.
Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινοί γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες. Η ψυχή λοιπόν όπως προαναφέραμε, έχει τρία μέρη:
1. λογισμός
2. θυμός.
3. επιθυμία.
Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος. Όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία, τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος.
Ο λογισμός τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθη υποταγμένα, και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του Θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια Αγία Τριάδα.
Ο θυμός τότε κινείται κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία.
Η δε επιθυμία όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σαρκός, και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα.Γιατι η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα. Είτε προς την σαρκική ηδονή, είτε προς την μάταιη δόξα, ή προς απόκτηση χρημάτων. Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί τον Θεό και τις άγιες εντολές του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει τον λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια.
Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ την βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν τον Θεό».(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος ψυχωφελής καί θαυμάσιος, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΗ Δ http://www.pigizois.gr/pneumatikoi_logoi/damaskinos.htm).
Ἡ ἀπάθεια εἶναι ἡ κατά φύσιν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἐνῶ τά πάθη εἶναι ἡ παρά φύσιν κατάστασις. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά φυσική δύναμη νά κάνει τήν ἀρετή. Λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «ποιοῦμεν οὖν ἐνταῦθα φύσει ὄντες τάς ἀρετάς, πρός τό ταύτας ποιεῖν ἔχοντες φυσικήν τήν δύναμιν»(Κεφάλαια διάφορα θεολογικά καί οἰκονομικά 1, 75, PG 90, 1209C ). Ἡ φυσική αὐτή δύναμη τοῦ ἀνθρώπου νά κάνει τήν ἀρετή προέρχεται ἀπό τό ὅτι εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀναφέρεται στόν Θεό. Μέ τήν ἀρετή ἐκδηλώνεται καί ἐνεργοποιεῖται αὐτό τό φυσικό του χάρισμα (δηλ τό νά ἀναφέρεται στόν Θεό). Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖται σ’ αὐτήν τήν θέση, ἐνεργεῖ κατά φύση καί τήν ἀρετή. Γι’ αὐτό ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει: «Μή φοβᾶστε, ὅταν ἀκοῦτε γιά τήν ἀρετή, οὔτε νά σᾶς παραξενεύει τό ὄνομά της, γιατί δέ βρίσκεται μακριά μας οὔτε ἔξω ἀπό μᾶς, ἀλλά πραγματοποιεῖται μέσα μας καί εἶναι εὔκολο πρᾶγμα, ἀρκεῖ μόνο νά θελήσουμε»(Βίος ὁσίου Ἀντωνίου 20, PG 26, 873Α). Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος πάψει νά ἀναφέρεται στόν Θεό, τότε προσηλώνεται στόν κόσμο καί αὐτοφυλακίζεται στήν φιλαυτία του. Κάθε σκέψη καί κάθε πράξη του ἔχει σάν κέντρο τόν ἑαυτό του καί ὄχι τόν Θεό. Ἐπιστρέφει συνεχῶς στόν ἑαυτό του μέ μία ἄρρωστη ἀγάπη καί θεωρεῖ τήν ὑποδούλωση στά πάθη του φυσική καί φυσιολογική.
Ἡ ψυχή παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ Ὠριγένης δέν εἶναι «γεννητική» ἀλλά «δεκτική» τῶν ἀγαθῶν. Δέν «γεννᾶ» ἀλλά «τίκτει» τίς ἀρετές, τίς δέχεται δηλ. ἀπό τόν Χριστό πού εἶναι ὁ μόνος σπορεύς τῶν ἀγαθῶν καί τίς φανερώνει. Ὡς νύμφη Χριστοῦ ἡ ψυχή, λέγει, «γυναικός τρόπῳ ἐξ ἄλλου γεννᾶν πέφυκεν ἅς δύναται τίκτειν ἀρετάς πρακτικάς τε καί διανοητικάς»(Εἰς Ἰωάννην, ἀποσπ. 45). Διά τοῦτο κάθε εἶδος ἀρετῆς, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς πραγματοποιεῖται ἀπό μᾶς μόνο ὅταν ὁ Θεός ἐνεργεῖ μέσα μας («ἐνεργοῦντος τοῦ Θεοῦ ἡμῖν προσγίνεται»). Ἀντίθετα ἄν ὁ Θεός δέν ἐνεργεῖ μέσα μας, τότε κάθε τί πού κάνουμε εἶναι ἀμαρτία. «Τοῦ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ’ ἡμῶν γινόμενον»(Ὁμιλία 33, PG 151, 416D-17A). Ἡ αἰτία πού ὁ Θεός δέν ἐνεργεῖ μέσα μας εἶναι ἡ ὑπερηφάνειά μας, ἡ αὐτοπεποίθησή μας, ἡ αὐτονόμησή μας ἀπό τόν Θεό διά τῆς κακῆς χρήσης τοῦ αὐτεξουσίου μας (δηλ. τῆς ἐλευθερίας μας). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ κακοῦ καί σ’ αὐτήν βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ ἅδη.
Εἶναι τό «σκότος τό ἐξώτερον», πού κρατεῖ τόν ἄνθρωπο μακριά ἀπό τό Θεό τῆς ἀγάπης (Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστιι, σ. 46). Ἡ ἀρετή τελικά συνίσταται στήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό διά τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος νικᾶ ἔτσι τήν κακή φιλαυτία ἐνῶ πραγματώνει τήν καλή φιλαυτία. Διδάσκει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Οἱ πιστοί πού ἀγαποῦν τίς ψυχές τους καί θέλουν νά τίς διαφυλάξουν γιά τήν αἰώνια ζωή ἀκούοντας τίς ἀπειλές καί τίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ καταλαμβάνονται ἀπό φόβο γιά τήν κόλαση καί τήν ἀτελεύτητη ὀδύνη, καί ἀπό πόθο γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν αἰώνια εὐφροσύνη.
Ἔτσι ἐλευθερώνονται ἀπό τά πάθη τους καί σπεύδουν νά ἑνωθοῦν μέ τό Θεό, γιατί αὐτός μόνο μπορεῖ νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ὀδύνη τῆς κολάσεως καί νά τούς προσφέρει τήν αἰώνια χαρά. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἀποκτοῦν τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, συνδέονται περισσότερο μαζί του καί ἀσκοῦν κάθε εἶδος ἀρετῆς (ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 33, PG 151, 416CD). Ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν παρατηρεῖ καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐκ ἔστι τῶν ἀναπαυομένων ἐνθάδε, ἀλλ’ ἐκείνων ἐστί τῶν ἐν θλίψει πολλῇ καί στενοχωρίᾳ διαξάντων τόν βίον τοῦτον»( Περί παρθενίας 18, PG 28μ 273Α). Εἶναι αὐτῶν πού μιμοῦνται τόν τρόπο ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος πέθανε ἀφήνοντας ὑποδειγμα στούς ἀνθρώπους γιά νά βαδίσουν καί αὐτοί στά ἴχνη Του (Α’ Πέτρ. 2, 21).
[ix] Οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς διασπῶνται ἐξ αἰτίας τῶν παθῶν· χάνουν τόν προσανατολισμό καί τήν ἑνότητά τους. Ἀντί νά κατευθύνονται πρός τόν Θεό καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀγαπᾶ μέ τόν Θεῖο Ἔρωτα τόν Πατέρα του, κινοῦνται πρός τά κτίσματα διασπασμένες μεταξύ τους καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται «αὐτείδωλον» ἤ λατρεύει τά κτίσματα (γίνεται «εἰδωλολάτρης»). Είναι βασική διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο νους και η λογική είναι δυο παράλληλες ενέργειες της ψυχής.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος στο ότι η ψυχή είναι κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος και γράφοντας ότι η Αγία Τριάς είναι Νους, Λόγος και Πνεύμα, λέγει ότι καί η ψυχή, δημιουργημένη από τον Θεό κατ’ εικόνα Του, είναι «νοερά, λογική τε και πνευματική». Γι’ αυτό οφείλει να φυλάττη την τάξη αυτής, να αναφέρεται ολοκληρωτικά στον Θεό. Να βλέπει μόνον τον Θεό, να κοσμεί τον εαυτό της με την διαρκή μνήμη και θεωρία και με την θερμοτάτη προς αυτόν και διάπυρη αγάπη (Φιλοκαλία Δ’, σελ. 147, μ’).
[x] Ποιά εἶναι ἡ φύση καί ποιές οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς; Ἡ ψυχή εἶναι τό πνευματικό στοιχεῖο τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα καί ψυχή· ἐάν εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός (δηλ. ἔχει βαπτισθεῖ) τότε ἔχει καί ἕνα τρίτο στοιχεῖο: τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού ἔλαβε κατά τό ἅγιο Βάπτισμα καί τό ἅγιο Χρῖσμα. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η ψυχή τοῦ ἀνθρώπου είναι ζώσα, απλή, ασώματη, αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, λογική και νοερά, ασχημάτιστη, ενώ χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα και του δίδει ζωή, αυτεξούσια, θελητική και ενεργητική, τρεπτή δηλαδή εθελότρεπτη, κτιστή: «Ψυχή τοίνυν εστίν ουσία ζώσα, απλή, ασώματος, σωματικοίς οφθαλμοίς κατ’ οικείαν φύσιν αόρατος, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, οργανικώ κεχρημένη σώματι και τούτω ζωής αυξήσεώς τε και αισθήσεως και γεννήσεως παρεκτική... αυτεξούσιος, θελητική τε και ενεργητική, τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή, πάντα ταύτα κατά φύσιν εκ της του δημιουργήσαντος αυτήν χάριτος ειληφυία, εξ ης και το είναι και το φύσει ούτως είναι είληφεν» (αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 152) Έδωσε ο Θεός στόν ἄνθρωπο «ψυχήν λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος» (αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδοσις... ένθ. ανωτ. σελ. 150 και 152).
Η ψυχή είναι απλή και αγαθή «υπό του Δεσπότου αυτής κτισθείσα» (Ησύχιος Πρεσβύτερος, Φιλοκαλία Α’, σελ. 148, μγ’). Τον ίδιο σχεδόν ορισμό με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό δίδει και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος βεβαίως προηγήθηκε του πρώτου: «ψυχή εστιν ουσία γεννητή, ουσία ζώσα, νοερά, σώματι οργανικώ και αισθητικώ δύναμιν ζωτικήν και των αισθητών αντιληπτικήν δι’ εαυτής ενιούσα, έως αν η δεκτική τούτων συνέστηκε φύσις» (P G 46, 29). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου «εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν» (Α’ Κορ. ιε’, 45), λέγει ότι ψυχή ζώσα σημαίνει «αείζωον, αθάνατον, ταυτόν δ’ ειπείν λογικήν∙ η γαρ αθάνατος λογική∙ και ου τούτο μόνον, αλλά και κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτην γαρ η όντως ζώσα ψυχήν» (Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμος Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 85).Ἡ ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν.
Σύμφωνα μέ τήν Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση αθανασία του ανθρώπου δεν είναι η ζωή της ψυχής πέραν του τάφου, αλλά η υπέρβαση του θανάτου με την Χάρη του Χριστού. Η ζωή εν Χριστώ είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο αθάνατο, γιατί χωρίς την εν Χριστώ ζωή υπάρχει νέκρωση, αφού η Χάρη του Θεού εἶναι ἐκείνη πού δίδει ζωή στην ψυχή.
Πῶς δημιουργήθηκε ἡ ψυχή.
Η ψυχή δημιουργήθηκε από τον Θεό· διά τοῦτο εἶναι καί λέγεται κτιστή. Ὁ ἅγιος προφήτης Μωϋσῆς στήν Γένεση σύμφωνα μέ τήν ἀποκάλυψη πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό γράφει: «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. Β’, 7). Αυτό το χωρίο μας περιγράφει την δημιουργία της ψυχής του ανθρώπου. Ερμηνεύοντας το ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι είναι απαραίτητο να δη κανείς τα λεγόμενα με τους οφθαλμούς της πίστεως, και ότι λέγονται «μετά πολλής της συγκαταβάσεως και δια την ασθένειαν την ημετέραν». Το «έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον και ενεφύσησεν» είναι «ανάξιον Θεού∙ αλλά δι’ ημάς και το ασθενές το ημέτερον ούτω ταύτα διηγείται η θεία Γραφή, ημίν συγκαταβαίνουσα, ίνα ταύτης αξιωθέντες της συγκαταβάσεως, ανελθείν προς το ύψος εκείνο ισχύσωμεν» (P G τόμος 53, 102-105).
Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός έπλασε το σώμα του ανθρώπου και το έκανε εις ψυχήν ζώσαν, που περιγράφει η θεία Γραφή, είναι συγκαταβατικός. Περιγράφεται έτσι για την δική μας ασθένεια. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι όσα λέγονται περί του Θεού ανθρωποπαθώς «συμβολικώς εστι λελεγμένα», έχουν δε υψηλότερο νόημα, αφού «απλούν το θείον και ασχημάτιστον». Και επειδή η Γραφή λέγει ότι ενεφύσησεν ο Θεός στο πρόσωπο του ανθρώπου, ας δούμε την ερμηνεία περί του στόματος του Θεού, που κάνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Στόμα δε και λαλιάν το ενδεικτικόν της βουλήσεως αυτού εκ του παρ’ ημίν δια στόματος και λαλιάς σημαίνεσθαι τα εγκάρδια νοήματα» (αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδοσις... ένθ. ανωτ. σελ. 74 ). Βέβαια άλλο είναι το στόμα και άλλο το εμφύσημα. Ὅπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όλα όσα σωματικώς έχουν διατυπωθή για τον Θεό, εκτός από αυτά που έχουν λεχθεί για την σωματική επιδημία του Λόγου, «κεκρυμμένην έχει τινά έννοιαν εκ των καθ’ ημάς τα υπέρ ημάς εκδιδάσκουσαν» (ένθ. ανωτ. σελ. 76).Ἡ ψυχή, όπως και το σώμα, είναι κτίσμα Θεού (Ησύχιος Πρεσβύτερος, Φιλοκαλία Α’, σελ. 171, ρκβ’) .Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτό του Θεού, λέγει ότι είναι «ου μόνον ανοίας αλλά και ατοπίας μεστός ο λόγος» ότι το εμφύσημα τοῦ Θεοῦ στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα τοῦ Ἀδάμ από την ουσία του Θεού. Αν αυτό ήταν αληθινό τότε δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη, ούτε στον έναν θα ήταν ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη. Η ουσία του Θεού «ου μερίζεται ουδέ αλλοιούται, αλλ’ εστιν αναλλοίωτος». Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η «του αγίου Πνεύματος ενέργεια». Όπως ο Χριστός είπε «λάβετε Πνεύμα άγιον»(μετά τήν Ἀνάσταση ὅταν ἐνεφανίσθη στούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες), έτσι και το θείο εμφύσημα «ανθρωπίνως ακουόμενον, Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και άγιον». Κατά τον άγιον, δεν είναι ἡ ψυχή ένα κομμάτι του Θεού,Ἡ ψυχή εἶναι ἕνα κτίσμα τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε διά τῆς ἐνεργείας του Παναγίου Πνεύματος. Αὐτό έκτισε και δημιούργησε τήν ψυχή, χωρίς ὅμως καί να γίνει αυτό ψυχή. «Τούτο το Πνεύμα προελθόν, ουκ αυτό γέγονε ψυχή, αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό εις ψυχήν μετεβλήθη, αλλά ψυχήν εδημιούργησε∙ δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το Άγιον, κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής. Πατήρ γαρ και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα»( αγ. Νικοδήμου αγιορείτου: Εορτοδρόμιον, εκδ. Σπανού, σελ. 73, σημ. 1).
Ἡ ψυχή δημιουργεῖται ταυτόχρονα μέ τό σῶμα.
Ὅπως τονίζουν οι άγιοι Πατέρες, δεν έχουμε ύπαρξη του σώματος άνευ τῆς ψυχής ούτε και ύπαρξη ψυχής άνευ του σώματος. Αμέσως μόλις δημιουργεί ο Θεός, το σώμα κτίζει και την ψυχή. Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης γράφει: «Ούτε γαρ σώμα προ της ψυχής υφίστατο, ούτε ψυχή προ του σώματος»(PG 89, 724 ). Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιγραμματικά τονίζει, αντικρούοντας την άποψη του Ωριγένη, ότι «άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται, ου το μεν πρώτον, το δε ύστερον» (αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδοσις... ένθ. ανωτ. σελ. 150). Η ψυχή και το σώμα δημιουργούνται ταυτόχρονα. Η ψυχή δεν υφίσταται προ της δημιουργίας του σώματος, αλλά κτίζεται μαζί με αυτό: «Την ψυχήν ούτε γαρ προϋφίσταται του σώματος∙ ούτε μεθυφίσταται∙ αλλ’ άμα τη τούτου γενέσει κτίζεται και αυτή» (ἁγ. Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, λόγος ΚΣΤ’, σελ. 136, σημ. 2)
Ὁ ὅρος ψυχή εἶναι πολυσήμαντος στήν ἁγία Γραφή καί στούς ἁγ. Πατέρες
Ἔχει πολλές σημασίες. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Χρηστός Γιανναράς, «οι Εβδομήκοντα μεταφραστές της Π.Δ. μετέφεραν στα ελληνικά με την λέξη ψυχή το εβραϊκό nephesch που είναι ένας πολυσήμαντος όρος. Ψυχή ονομάζεται κάθε τι έμβιο, κάθε ζώο, συνηθέστατα όμως μέσα στην Γραφή πρόκειται για τον άνθρωπο. Δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης – το πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό – αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση. Η ψυχή δεν κατοικεί απλώς στο σώμα, αλλά εκφράζεται με το σώμα, που κι αυτό, όπως και η σάρκα ή η καρδία αντιστοιχεί στο εγώ μας, στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούμε την ζωή. Ψυχή είναι ένας άνθρωπος, είναι κάποιος...» (Γιανναρά Χρήστου: Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, σελ. 88).
Η ψυχή δεν είναι η αιτία της ζωής, αλλά είναι κυρίως ο φορέας της ζωής(ένθ. ανωτ. σελ. 88). Ψυχή είναι η ζωή που υπάρχει σε κάθε κτίσμα, όπως στα φυτά και τα ζώα. Ψυχή ὀνομάζεται και η ζωή που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, είναι και ο κάθε άνθρωπος που έχει ζωή.
Η λέξη ψυχή μέ τήν ἔννοοια τῆς ζωῆς χρησιμοποιείται ἀπό τούς ἁγίους ἀγγέλους ,από τον Κύριο και ἀπό τους αγίους Αποστόλους. Ο άγγελος Κυρίου πού ἐμφανίσθηκε στον ἅγιο Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου τοῦ εἶπε: «εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ∙ τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου» (Ματθ. β’, 20). Ο Κύριος, περιγράφοντας τον Εαυτό Του ως καλόν ποιμένα, λέγει: «εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός, ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρτων προβάτων...» (Ιω. ι’, 11). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφοντας περί τῆς Πρίσκιλλας και τοῦ Ακύλα λέγει ὅτι αὐτοί «υπέρ της ψυχής μου τον εαυτόν τράχηλον υπέθηκαν» (Ρωμ. Ιστ’, 4). Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις ο όρος ψυχή σημαίνει την ζωή.
Μέ τήν λέξη ψυχή ὑπονοεῖται καί η ζωή που εκφράζεται μέσα από το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας, είναι αυτό το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας.Ο Κύριος είπε στους Μαθητές Του: «μη φοβηθήτε από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι∙ φοβηθήτε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεένη» (Ματθ. ι’, 28). Οι άνθρωποι διά τῆς παρακοῆς εἰς τόν Θεόν καί τῆς ἀμετανοησίας φονεύουν την ψυχή τους. Ὁ Κριτής Κύριος δύναται νά τούς τοποθετήσει στήν αἰώνια κόλαση ἐφόσον δέν θέλουν νά Τόν ἀγαποῦν. Ἡ ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στόν ἀρχέκακο διάβολο καί τά πάθη φονεύει τήν ψυχή. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τότε ἔχει ἀπενεργοποιημένη τήν Θεία Χάρη.
Αὐτή βέβαια ὑπάρχει, ὅσο ὁ ἀμετανόητος ἄνθρωπος ζεῖ βιολογικά, διότι εἶναι «ἀμεταμέλητα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ», ἀλλά εἶναι «ὡς ἀποῦσα». Ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος βιολογικά (καί δέν ἔχει μετανοήσει) τότε καί ἡ βαπτισματική ἁγιοπνευματική χάρη τόν ἐγκαταλείπει καί τήν ψυχή παραλαμβάνουν οἱ δαίμονες. Διά τοῦτο ὁ Κύριος στην παραβολή του άφρονος πλουσίου παρουσιάζει τον Θεό να λέγη στον άφρονα πλούσιο: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου∙ α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’, 20). Οἱ δαίμονες ὡς στερημένη τῆς ἄκτιστης ζωοποιοῦ χάριτος, είναι νεκρά πνεύματα. Δέν μετέχουν του Θεού πού εἶναι ἡ Ζωή. Μεταδίδουν μάλιστα την νέκρωση και σ’ αυτούς που συνδέονται μαζί τους. Είναι ζωντανές οντότητες, αλλά δεν υπάρχουν κατά Θεόν. Η διπλῆ ἔννοια τῆς λέξης ψυχή(α)ψυχή=ζωή καί β)ψυχή=τό πνευματικό στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς μας πού εἶναι φύσει θνητή ἀλλά χάριτι ἀθάνατη) φαίνεται καί ἀπό τά ἑξῆς λόγια τοῦ Κυρίου: «ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν∙ ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ιστ’, 25). Στην μία περίπτωση με τον όρο ψυχή εννοεί ο Κύριος το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας και στην άλλη περίπτωση εννοεί την ζωή. Ο Απόστολος Παύλος ἐπίσης εύχεται στους Θεσσαλονικείς: «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη» (Α’ Θεσ. Ε’, 23). Δεν πρόκειται εδώ για το λεγόμενο τρισύνθετο του ανθρώπου, αλλά με τον όρο πνεύμα εννοεί την Χάρη του Θεού τήν ὁποία δέχεται η ψυχή, το χάρισμα. Ἀπό αὐτά τά τελευταῖα εἶναι φανερό ότι: υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ ψυχής και σώματος. Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει στην Αποκάλυψή του: «...είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του αρνίου» (Αποκ. στ’, 9). Το σώμα εσφάγη, αλλά η ψυχή βρίσκεται πλησίον του Θεού και μάλιστα συνομιλεί με τον Θεό, όπως αναφέρει στην συνέχεια ο Ευαγγελιστής. Ἐπίσης η λέξη ψυχή χρησιμοποιείται για να δηλώση τον όλο άνθρωπο. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω...» (Ρωμ. ιγ’, 1). Με τον όρο λοιπόν «ψυχή» εννοείται:α) ολόκληρος ο άνθρωπος ἤ β) το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς του ἤ γ) η ζωή που υπάρχει στον άνθρωπο, στα φυτά και στα ζώα, σ’ όλα εκείνα που μετέχουν της ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλώντας για το άκτιστο Φως, το οποίο εγγίνεται στην θεοφόρο ψυχή «υπό του ενοικούντος Θεού», λέγει ότι αυτό είναι η ενέργεια του Θεού και όχι η ουσία του Θεού .Ὅπως ὅμως λέγεται Φως η ουσία, έτσι λέγεται Φως και η ενέργεια τοῦ Θεοῦ. Το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Ψυχή λέγεται και η πνευματική και η βιολογική (ζωή), αλλά γνωρίζουμε καλά ότι άλλο η πνευματική και άλλο η βιολογική (ζωή): «ώσπερ υπό της ψυχής η ζωή εγγίνεται τω εμψύχω σώματι, λέγομεν δε και την ζωήν αυτήν ψυχήν, αλλ’ ίσμεν άλλο τι παρά ταύτην ούσαν την εν ημίν ούσαν και παρεκτικήν ζωής ψυχήν, ούτω και τη θεοφόρω ψυχή υπό του ενοικούντος Θεού εγγίνεται το φως» (ἁγ. Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1982, τόμος 2ος, σελ. 198)
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς διδάσκει σχετικά μέ τό πιό τιμημένο ἀπό ὅλα τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο:«Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο από όλα τα κτίσματα είναι «κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού. Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ` εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο. Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί. «Καθ` ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού. Δηλαδή, το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους του, να οικτίρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια. «Να γίνετε, (λέει ο Χριστός και Θεός), σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος Πατέρας σας» Λουκάς 6,36. Το «κατ` εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατί ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του. Το «καθ` ομοίωσιν», όμως το έχουν σπάνιοι και μόνο οι ενάρετοι και άγιοι, οι οποίοι μιμούνται – κατά το δυνατό σε ανθρώπους – την αγαθότητα του Θεού.(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος ψυχωφελής καί θαυμάσιος, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΗ Δ http://www.pigizois.gr/pneumatikoi_logoi/damaskinos.htm).
Ἐπίσης γιά τό ἴδιο θέμα γράφει καί ὁ π. Κάλλιστος Γουέαρ: «ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ: Βασικά, η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο υποδηλώνει το κάθε τι που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζωά, που τον κάνει με την πλήρη και αληθινή έννοια ένα πρόσωπο -έναν ηθικό παράγοντα ικανό για το σωστό και για το λάθος, ένα πνευματικό ον προικισμένο μ' εσωτερικήν ελευθερία...Αφού ο Θεός είναι ελεύθερος και ο άνθρωπος επίσης είναι ελέύθερος. Και όντας ελεύθερη κάθε ανθρώπινη ύπαρξη συνειδητοποιεί την θεϊκήν εικόνα μέσα της με το δικό της διακριτικό τρόπο...Ο καθένας, όντας ελεύθερος είναι ανεπανάληπτος· και ο καθένας όντας ανεπανάληπτος είναι άπειρα πολύτιμος. Τ' ανθρώπινα πρόσωπα δεν πρέπει να τα μετράμε ποσοτικά: δεν έχουμε δικαίωμα να δεχτούμε ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει μεγαλύτερη αξία απ' οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο, ή ότι δέκα πρόσωπα υποχρεωτικά πρέπει να έχουν μεγαλύτερη αξία από ένα. Τέτοιοι υπολογισμοί είναι μια προσβολή για την αυθεντική προσωπικότητα. Ο καθένας είναι αναντικατάστατος και επομένως ο καθένας πρέπει ν' αντιμετωπίζεται σαν ένας σκοπός για τον εαυτό του και ποτέ σαν ένα μέσο για κάποιον απώτερο σκοπό. Ο καθένας δεν πρέπει να θεωρείται αντικείμενο αλλά υποκείμενο. Αν βρίσκουμε τους ανθρώπους ανιαρούς και πληκτικά όμοιους, είναι γιατί δεν έχουμε φτάσει στο επίπεδο της αληθινής προσωπικότητας για τους άλλους και για τους εαυτούς μας, όπου δεν υπάρχουν στερεότυπα αλλ' ο καθένας είναι μοναδικός... Η εικόνα είναι αυτό που ο άνθρωπος κατέχει απ' την αρχή και που του δίνει τη δύναμη να ξεκινήσει από την αρχή στην πνευματική Οδό· η ομοίωση είναι αυτό που ελπίζει ν' αποκτήσει στο τέρμα του ταξιδιού του. .
.Όλοι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι κατ' εικόνα του Θεού και, όσο διεφθαρμένη κι αν είναι η ζωή τους, η θεϊκή εικόνα μέσα τους είναι απλώς συσκοτισμένη και καλυμένη, ποτέ όμως ολότελα χαμένη. Η ομοίωση όμως ολοκληρώνεται μόνο από τους εκλεκτούς της ουράνιας βασιλείας του Μέλλοντος Αιώνος.
Κατά τον αγ. Ειρηναίο, ο άνθρωπος στην πρώτη του δημιουργία ήταν «σαν ένα μικρό παιδί», και χρειαζόταν ν' «αυξηθεί» προς την τελείωσή του. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος στην πρώτη του δημιουργία ήταν αθώος και ικανός ν' αναπτυχθεί πνευματικά (η «εικόνα»), αλλ' αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν αναπόφευκτη ή αυτόματη. Ο άνθρωπος κλήθηκε να συνεργαστεί με τη χάρη του Θεού και έτσι, με τη σωστή χρήση της ελεύθερης θέλεησής του, αργά και με προοδευτικά βήματα έπρεπε να γίνει τέλειος κατά Θεό (η «ομοίωση»).Αυτό δείχνει πως η γνώση ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα Θεού, μπορεί να ερμηνευτεί με μια δυναμική παρά με μια στατική έννοια. Δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος ήταν προικισμένος από την αρχή με μιαν απόλυτα συνειδητοποιημένη αγιότητα και γνώση, αλλ' απλώς ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία ν' αναπτυχθεί σε απόλυτη κοινωνία με το Θεό...
Η εικόνα και η ομοίωση σημαίνουν προσανατολισμό, σχέση... Το να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος έχει φτιαχτεί κατ' εικόνα Θεού είναι το να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί για επικοινωνία και ένωση με το Θεό, και ότι, αν απωθήσει αυτή την επικοινωνία παύει να είναι σωστός άνθρωπος. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όπως ο λεγόμενος «φυσικός άνθρωπος», που να υφίσταται χωριστά απ' το Θεό· άνθρωπος που είναι αποκομένος απ' το Θεό, είναι σε πολύ αφύσικη κατάσταση. Η διδασκαλία της εικόνας εννοεί επομένως, ότι ο άνθρωπος έχει το Θεό ως το εσώτατο κέντρο της ύπαρξής του. Το θεϊκό στοιχείο είναι το αποφασιστικό στην ανθρωπότητά μας· χάνοντας την αίσθηση του θεϊκού, χάνουμ' επίσης και την έννοια του ανθρώπινου.
Αυτό έχει επιβεβαιωθεί εκπληκτικά από τα όσα συνέβησαν στη Δύση από την εποχή της Αναγέννησης, και πιο ευδιάκριτα από τη βιομηχανική επανάσταση. Μια αυξανόμενη κοσμικότητα έχει συνοδευθεί από μιαν απανθρωποποίηση της κοινωνίας που συνεχώς μεγαλώνει.
Το σαφέστερο παράδειγμα γι' αυτό μπορεί να το δει κανείς στη Λενινιστική-Σταλινική μορφή του Κομμουνισμού, όπως είναι στη Σοβιετική Ένωση [το βιβλίο αυτό με τον τίτλο Orthodox Way γράφτηκε, πριν από την πτώση του κομμουνισμού, το 1979]. Εδώ η άρνηση του Θεού συμβαδίζει με μια σκληρή καταπίεση της προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου. Αυτό δεν είναι καθόλου εκπληκτικό. Η μόνη σίγουρη βάση για ένα δόγμα ανθρώπινης ελευθερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι η πεποίθηση ότι κάθε άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Θεού.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος όχι μόνο κατ' εικόνα Θεού, αλλά πιο συγκεκριμένα, κατ' εικόνα του Τριαδικού Θεού. Όλα όσα ειπώθηκαν νωρίτερα για τη «βίωση της Τριάδος» αποκτούν πρόσθετη δύναμη, όταν εκφράζονται με όρους του δόγματος της εικόνας. Αφού η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι Τριαδική, συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος, όπως ο Θεός, συνειδητοποιεί την αληθινή του φύση με την αμοιβαία ζωή. Η εικόνα σημαίνει σχέση όχι μόνο με το Θεό, αλλά και με τους ανθρώπους. Όπως τα τρία θεϊκά πρόσωπα ζουν μέσα και το ένα για το άλλο, έτσι και ο άνθρωπος -έχοντας φτιαχτεί κατ' εικόνα τριαδική- γίνεται πραγματικό πρόσωπο βλέποντας τον κόσμο μέσ' απ' τα μάτια των άλλων, κάνοντας δικές του τις χαρές και τις λύπες των άλλων.
Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μοναδική, αλλ' όμως ο καθένας μέσα στη μοναδικότητα έχει δημιουργηθεί για να επικοινωνεί με τους άλλους.«Εμείς που πιστεύουμε πρέπει να θεωρούμε όλους τους πιστούς σαν ένα μόνο πρόσωπο... και θάπρεπε να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τη ζωή μας για χάρη του διπλανού μας» (αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος).
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθούμε παρά μόνο μέσω του διπλανού μας. Αυτό είναι καθαρότητα καρδιάς: όταν βλέπεις τον αμαρτωλό ή τον άρρωστο, να νιώθεις συμπόνοια γι' αυτούς και να τους δείχνεις τρυφερότητα» (Οι Ομιλίες του αγ. Μακαρίου). «οι γέροντες συνήθιζαν να λένε ότι θάπρεπε ο καθένας μας να παρατηρεί τις εμπειρίες του διπλανού του, σαν να ήταν δικές του. Θάπρεπε να υποφέρουμε μαζί με το διπλανό μας στο κάθε τι και να κλαίμε μαζί του, και να συμπεριφερόμαστε σαν να είμασταν μέσα στο σώμα του· κι αν τον βρει κάποια στενοχώρια, θάπρεπε να νιώσουμε τόση θλίψη, όση θα νιώθαμε για τον εαυτό μας» (Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου). Όλ' αυτά αληθεύουν, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος κατ' εικόνα του Τριαδικού Θεού» (Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας Ο Ορθόδοξος Δρόμος, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ, Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ, http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/kallistos_dromos_kef3.html).Το κατ’ εικόνα βέβαια δεν αναφέρεται στο σώμα, αλλά κυρίως και πρωτίστως στην ψυχή. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή εἶναι πλασμένη κατ’ εικόνα του Θεού. Και όπως ο Θεός είναι Τριαδικός: Νους, Λόγος και Πνεύμα, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου έχει τρεις δυνάμεις: νου, λόγο και πνεύμα(αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δ’, 145, λστ’, -146, λζ’).Κατ’ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι καί οἱ ἄγγελοι. Ἀλλά τό ἀνθρώπινο κατ’ εἰκόνα(νοῦς + λόγος + πνεῦμα) είναι ισχυρότερο (πληρέστερο) από εκείνο των αγγέλων(νοῦς + λόγος).Αὐτό συμβαίνει διότι, όπως θα δούμε, η ψυχή του ανθρώπου ζωοποιεί συνημμένο σώμα (μέ τό πνεῦμα της) ἐνῶ ἡ ψυχή τοῦ ἀγγέλου δέν ἔχει πνεῦμα πού ζωοποιεῖ συνημμένο σῶμα ἀφοῦ οἱ ἄγγελοι εἶναι ἀσώματοι.Σε όλη την φύση υπάρχουν «εικονικά υποδείγματα» της Αγίας Τριάδος(Ιερομονάχου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς: «Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον άγ. Γρηγόριον Παλαμά», Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 38). Πρό παντός ὅμως, αυτό φαίνεται στον άνθρωπο (ἀνθρώπινη ψυχή=νοῦς+λόγος+πνεῦμα). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για την Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό ἐξηγεῖ για ποιους λόγους «πλαττομένου τε και αναπλαττομένου (του ανθρώπου) το της αγίας Τριάδος φανερούται μυστήριον».Γράφει ότι αυτό έγινε όχι μόνον επειδή ο άνθρωπος είναι ὁ μόνος μύστης και επίγειος προσκυνητής της Αγίας Τριάδος, αλλά «και μόνος κατ’ εικόνα ταύτης». Τα μεν αισθητικά και άλογα των ζώων έχουν μόνον πνεύμα ζωτικό,( τό ὁποῖο μάλιστα δεν μπορεί να υφίσταται καθεαυτό) ἐνῶ δεν έχουν νου και λόγο. Οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι έχουν νου και λόγο, επειδή είναι νοεροί και λογικοί, αλλά δεν έχουν πνεύμα ζωοποιό, επειδή δεν έχουν συνημμένο σώμα που νά ζωοποιείται από το πνεύμα. Έτσι, επειδή μόνον ο άνθρωπος έχει νου, λόγο και πνεύμα ζωοποιό, εφ’ όσον ζωοποιεί συνημμένο σώμα, είναι «μόνος κατ’ εικόνα της τρισυποστάτου φύσεως»( αγ. Γρηγορίου Παλαμά, ομιλίαι Οικονόμου, σελ. 248-249).Την ίδια διδασκαλία αναπτύσσει, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στα φυσικά και θεολογικά κεφάλαιά του. Όπως ο Τριαδικός Θεός είναι Νους, Λόγος και Πνεύμα, το ίδιο και ο άνθρωπος. Το πνεύμα που ζωοποιεί το σώμα είναι «ο νοερός έρως του ανθρώπου» «όπερ εκ του νου εστι και του λόγου εστί∙ και εν τω λόγω και τω νω εστι∙ και εν αυτώ έχει τον τε λόγον και τον νουν»(Φιλοκαλία Δ’, σελ. 147, λη’ ). Η νοερά και λογική των αγγέλων φύση ενώ έχει νου, λόγο και πνεύμα, εν τούτοις «ουκ έχει και ζωοποιόν το πνεύμα τούτο» (ένθ. ανωτ. σελ. 146, λη’). Ο άγιος Γρηγόριος παρουσιάζει καί τεκμηριώνει την διαφορά μεταξύ του κατ’ εικόνα του ανθρώπου και του κατ’ εικόνα των αγγέλων και μέ ένα άλλο ἐπιχείρημα. Ὅπως εἶναι γνωστό στον Θεό υπάρχει διάκριση ουσίας καί ενέργειας, Αὐτές συνάπτονται διηρημένως και διαιρούνται συνημμένως. Αυτό είναι το μυστήριο της αδιαιρέτου διαιρέσεως ουσίας και ενεργείας.
Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη από τον άνθρωπο, ενώ οι ενέργειες του Θεού είναι μεθεκτές.Ἐπειδή ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γι’ αυτό ἔχουμε αὐτήν τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας καί στήν ἀνθρώπινη ψυχή. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή διαιρείται αδιαιρέτως σε ουσία και ενέργεια. Συγκρίνοντας ο άγιος την ψυχήν των ζώων με την ψυχή των ανθρώπων, λέγει ότι τα ζώα έχουν την ψυχή κατ’ ενέργειαν και όχι κατ’ ουσίαν. Η ψυχή κάθε αλόγου ζώου είναι ζωή τοῦ «κατ’ αυτήν εμψύχου σώματος∙ και ουκ ουσίαν, αλλ’ ενέργειαν έχει ταύτα την ζωήν, ως προς έτερον ούσαν, αλλ’ ου καθ’ αυτήν». Γι’ αυτό η ψυχή των ζώων, επειδή έχει μόνον ενέργεια, αποθνήσκει με το σώμα. Αντίθετα η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει μόνον ενέργεια, αλλά και ουσία: «Αλλ’ ου μόνον ενέργειαν, αλλά και ουσίαν έχει την ζωήν, ως ζώσα καθ’ αὑτήν».
Γι’ αυτό και όταν διαλύεται το σώμα αυτή δεν συνδιαλύεται. Παραμένει αθάνατη. Η λογική και νοερά ψυχή είναι σύνθετη, αλλά «αύτη προς έτερον ούσα, σύνθεσιν εμποιείν ου πέφυκεν» (αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 143-144, λ’, λα’, λβ’, λγ’). Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στην διδασκαλία του αναφέρει ότι οι δυνάμεις της ψυχής είναι τρεις α) η θρεπτική, β) η φανταστική και ορμητική, γ) η λογιστική και νοητική. Της θρεπτικής δυνάμεως μετέχουν τα φυτά. Της θρεπτικής, της φανταστικής και ορμητικής μετέχουν τα άλογα ζώα, της δε λογιστικής και νοητικής μαζί με τις προηγούμενες μετέχουν οι άνθρωποι(Φιλοκαλία Β’, σελ. 32, λβ’). Αυτό δείχνει την μεγάλη αξία του ανθρώπου εν σχέσει προς τα άλογα ζώα. Επίσης τα προηγουμένως λεχθέντα δείχνουν καθαρά και την διαφορά του ανθρώπου από τους αγγέλους.
Γι’ αυτό ο Χριστός ενανθρωπήσας προσέλαβε σώμα ανθρώπου και όχι μορφή αγγέλου, έγινε Θεάνθρωπος και όχι Θεάγγελος.
Διαίρεση καί δυνάμεις τῆς ψυχῆς
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η ψυχή είναι λογική και νοερά.Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος στο ότι η ψυχή είναι κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος και γράφοντας ότι η Αγία Τριάς είναι Νους, Λόγος και Πνεύμα, λέγει ότι η ψυχή, δημιουργημένη από τον Θεό κατ’ εικόνα Του, είναι «νοερά, λογική τε και πνευματική». Γι’ αυτό οφείλει να φυλάττη την τάξη αυτής, να αναφέρεται ολοκληρωτικά στον Θεό. Να βλέπει μόνον τον Θεό, να κοσμεί τον εαυτό της με την διαρκή μνήμη και θεωρία και με την θερμοτάτη προς αυτόν και διάπυρη αγάπη( Φιλοκαλία Δ’, σελ. 147, μ’).
« Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους. Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις, είναι νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία, και αίσθηση. Οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες. Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή. Γι αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες».(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος ψυχωφελής καί θαυμάσιος, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΗ Δ http://www.pigizois.gr/pneumatikoi_logoi/damaskinos.htm).
Η ψυχή ἐξ αἰτίας των παθών και των αμαρτιών διασπάται. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἑνοποίηση τῶν δυνάμεών της γιά νά μπορέσει νά προσφερθεῖ στόν Θεό. Η ενοποίηση επιτυγχάνεται κυρίως με την εφαρμογή τῶν λόγων του Χριστού. Ο ἅγιος Θεόληπτος, Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, τονίζει κυρίως την αξία της προσευχής. «Και η καθαρά προσευχή, νουν και λόγον και πνεύμα προς εαυτήν συνάπτουσα, δια μεν του λόγου το όνομα, δια δε του νου τω παρακαλουμένω Θεώ ατενίζει αρεμβάστως, δια δε του πνεύματος την κατάνυξιν, την ταπείνωσιν και την αγάπην εμφανίζει, και ούτω δυσωπεί την άναρχον Τριάδα, τον Πατέρα και τον Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον ένα Θεόν»(ένθ. ανωτ. σελ. 10) Με τον λόγο μνημονεύουμε διαρκώς το όνομα του Χριστού, με τον νουν ατενίζουμε τον Θεό αρρεμβάστως και με το πνεύμα πληρούμεθα από κατάνυξη, ταπείνωση και αγάπη. Με αυτόν τον τρόπο ενώνονται οι τρεις δυνάμεις της ψυχής και προσφέρονται στην Αγία Τριάδα. Έτσι επιτυγχάνεται η θεραπεία της ψυχής .
Η διάσπαση των δυνάμεων της ψυχής συνιστά τήν ασθένεια και η ενοποίηση συνιστά την θεραπεία. Ο ἅγιος Νικήτας ο Στηθάτος διαιρεί την ψυχή σε τρία μέρη αλλά επιμένει κυρίως στα δύο, το λογικό και το παθητικό. Το λογικό είναι αόρατο και άσχετο στις αισθήσεις, «ως εκτός και εντός υπάρχον αυτών»...Ὁ νους έχει σχέση με τον Θεό, δέχεται τις ενέργειες του Θεού.
Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στον νου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ λογική, ως ενέργεια, είναι εκείνη που διατυπώνει και εκφράζει τις εμπειρίες του νου. Το παθητικό της ψυχής κατακερματίζεται στις αισθήσεις και στα πάθη. Λέγεται παθητικό «ως εξεταζόμενον εν τοις πάθεσιν» (Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 328, θ’).Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, αναλύοντας τις δυνάμεις της ψυχής και περιγράφοντας τι ακριβώς κυριαρχεί σε κάθε δύναμη, λέγει ότι στο λογικό ενεργούν οι λογισμοί, στο θυμικό τα θηριώδη πάθη, στο επιθυμητικό η μνήμη της κτηνώδους ορέξεως, στο νοερό οι φανταστικές μορφώσεις και στο διανοητικό οι έννοιες (Φιλοκαλία Δ’, σελ. 39, ξγ’). Ο ίδιος άγιος αναφέρει ότι με την δημιουργία της ψυχής ὡς λογικής και νοεράς, δια της ζωτικής εμπνεύσεως «θυμόν και επιθυμίαν κτηνώδη ου συνέκτισεν αυτή ο Θεός, αλλ’ εφέσεως δύναμιν ορεκτικήν και προς αυτή θέλξεως ανδρείαν ερωτικήν...» (ένθ. ανωτ. σελ. 43, πβ’). Με την δημιουργία της ψυχής δεν «συνεκτίσθη αυτή θυμός άλογος και άνους επιθυμία» (ένθ. ανωτ. σελ. 42, πα’). Αυτά ήλθαν ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Υπάρχει οπωσδήποτε μια σχέση και συνάφεια της ψυχής προς το σώμα. Αλλά τι είναι αυτή η σχέση και σε ποιο βαθμό υπάρχει;
Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Κάθε στοιχείο μόνο του δεν αποτελεί τον άνθρωπο.
Ο άγιος Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυς, λέγει ότι η ψυχή καθ’ εαυτήν δεν είναι άνθρωπος, αλλά λέγεται «ανθρώπου ψυχή». Καθώς επίσης και το σώμα δεν λέγεται ο άνθρωπος, αλλά «ανθρώπου σώμα». «Είπερ ουν κατ’ ιδίαν μεν τούτων ουδέτερον άνθρωπός εστιν, το δε εκ της αμφοτέρων συμπλοκής καλείται άνθρωπος, κέκληκεν δε ο Θεός εις ζωήν και ανάστασιν τον άνθρωπον, ου το μέρος, αλλά το όλον κέκληκεν, όπερ εστί την ψυχήν και το σώμα» (ἁγ. Ιουστίνου, περί αναστάσεως, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών συγγραφέων, Αθήναι 1955, 4, 229-230. βλ. Χρήστου Βάντσου: Ο Γάμος και η προετοιμασία αυτού εξ επόψεως ορθοδόξου Ποιμαντικής, Αθήνα 1977, σελ. 70). Η ψυχή, όπως έχουμε σημειώσει, κτίσθηκε μαζί με το σώμα. Και ακόμη το έμβρυο «εν τη συλλήψει εψύχωται». Μαζί με την σύλληψη δημιουργείται η ψυχή και «τοσούτον η ψυχή ενεργεί τότε, όσον και η σαρξ∙ κατ’ αύξησιν γαρ την του σώματος και αύτη τας οικείας ενεργείας διαδείκνυσι»(ἁγ. Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 136, σημ. 2). Όσο αυξάνεται το σώμα τόσο φανερώνει και τις ενέργειες της η ψυχή.
Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της ψυχής και του σώματος, αφού «ουκ έσται η ψυχή σώμα, αλλ’ ασώματος» (αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, P G 10, 1141). Παρά ταύτα δεν είναι δυνατόν καθόλου να βρεθή και να υπάρξη ή να ονομασθή το σώμα ή η ψυχή άσχετα και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο . «Η γαρ σχέσις ακίνητος» (αγ. Μαξίμου, Φιλοσοφικά και θεολογικά μελετήματα, τόμος Α’, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1978, σελ. 222).Οι αρχαίοι φιλόσοφοι πίστευαν ότι η ψυχή βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος. Θεωροῦσαν το σώμα ὡς φυλακή της ψυχής και πίστευαν ότι η σωτηρία της ψυχής είναι η ελευθεύρωσή της από το σώμα. Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι η ψυχή είναι πανταχού του σώματος.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι οι άγγελοι και η ψυχή, που είναι ασώματα όντα, «ουκ εν τόπω εστίν, αλλ’ ουχί και πανταχού εστιν». Η ψυχή συνέχουσά το σώμα με το οποίο κτίσθηκε «πανταχού του σώματός εστιν, ουχ ων εν τόπω, ουδ’ ως περιεχομένη, αλλ’ ως συνέχουσά τε και περιέχουσα και ζωοποιούσα τούτο κατ’ εικόνα και τούτ’ έχουσα Θεού» (Φιλοκαλία Δ’, 156, ξα’).Ο ίδιος άγιος, έχοντας υπ’ όψη ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι την τοποθετούν στον εγκέφαλο σαν σε ακρόπολη (οι ελληνίζοντες) και άλλοι δίδουν σ’ αυτήν το ενδοκάρδιο «και το κατ’ αυτό του ψυχικού πνεύματος» ως γνησιώτατον όχημα (Ιουδαΐζοντες), λέγει ότι εμείς γνωρίζουμε ακριβώς ότι το λογιστικό ευρίσκεται μέσα στην καρδιά, όχι σαν σε αγγείο, αφού είναι ασώματο, ούτε έξω από την καρδιά, αφού είναι συνημμένο. Η καρδία του ανθρώπου είναι το ηγεμονικό όργανο, κατά τον άγιο Γρηγόριο. Εἶναι ο θρόνος της Χάριτος. Εκεί βρίσκεται ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής. Σύμφωνα μέ τον λόγο του Χριστού μας«ου το εισερχόμενον εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά το εκπορευόμενον εκ του στόματος τούτο κοινοί τον άνθρωπον» (Ματθ. ιε’, 11), καθώς επίσης τον λόγο του Κυρίου «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί» (Ματθ. ιε’, 19).
Ο άγιος ακόμη παραθέτει και τον λόγο του αγίου Μακαρίου ότι «η καρδία ηγεμονεύει όλου του οργάνου και, επάν κατάσχη τας νομάς της καρδίας η χάρις, βασιλεύει όλων των λογισμών και των μελών∙ εκεί γαρ εστιν ο νους και πάντες οι λογισμοί της ψυχής». Γι’ αυτό ο βασικός σκοπός της θεραπείας είναι, κατά τον άγιο, να επαναφέρουμε «τον εγκεχυμένον δια των αισθήσεων νουν» από τήν ἐκτός τῆς καρδίας περιπλάνηση, μέσα στην καρδία, που είναι «το των λογισμών ταμείον» «και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν»(ἁγ. Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. Θεσσαλονίκη 1982, τόμος 2ος, σελ. 124-126).Ἡ ψυχή χρησιμοποιεί, σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ως όργανο την καρδιά και διευθύνει το σώμα. Έχει μια ενότητα με το σώμα, δεν είναι κάτι ξένο σ’ αυτό. Ο Νεμέσιος ο Εμέσης διδάσκει ότι η ψυχή «ασώματος ούσα και μη περιγραφόμενη τόπω, όλη δι’ όλου χωρεί και του φωτός εαυτής, και του σώματος, και ουκ έστι μέρος φωτιζόμενον υπ’ αυτής εν ω μη όλη πάρεστιν».
Παρά ταύτα «η ψυχή, ενουμένη τω σώματι, μένει παντελώς ασύγχυτος» (P G 40, 597 600) .Η ψυχή ενεργεί και διευθύνει όλο το σώμα και όλα τα μέλη του σώματος. Είναι διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι ο Θεός διευθύνει τον κόσμο προσωπικά, χωρίς κτιστά μέσα, αλλά με την άκτιστη ενέργειά Του. Έτσι, όπως ο Θεός ενεργεί στην φύση, κατά τον ίδιο τρόπο και «η ψυχή τα του σώματος μέλη και ενεργεί και κινεί έκαστον προς την ιδίαν ενέργειαν» (αγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 42, πα’). Επομένως, όπως έργο του Θεού είναι να διοική τον κόσμο, «ούτω και ψυχής κυβερνήσαι το σώμα» (οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 207, λα’)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που ενδιέτριψε πολύ στο θέμα της σχέσεως ψυχής και σώματος λέγει, ότι συμβαίνει με την ψυχή ό,τι καί στον Θεό. Η ψυχή έχει μέσα της μονοειδώς «πάσας τας προνοητικάς του σώματος δυνάμεις». Και όταν ακόμη βλάπτονται μερικά μέλη του σώματος, όταν εξαχθούν τα μάτια και κωφαθούν τα αυτιά, η ψυχή δεν έχει λιγότερες προνοητικές δυνάμεις του σώματος.
Η ψυχή δεν είναι οι προνοητικές δυνάμεις, αλλά έχει προνοητικές δυνάμεις. Παρά την ύπαρξη μέσα της των προνοητικών δυνάμεων, εν τούτοις είναι «μία και απλή και ασύνθετος», μη «πολλαπλασιαζομένη ή συντιθεμένη» (Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 682-684 ). Στο χωρίο αυτό ο άγιος συνδέει αὐτό πού συμβαίνει στην ψυχή εν σχέσει προς το σώμα, με αὐτό πού γίνεται ἀπό τον Θεό εν σχέσει προς όλη την κτίση. Ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις προνοητικές δυνάμεις Του. Ο Θεός είχε τις προνοητικές δυνάμεις και πριν ακόμη δημιουργηθή ο κόσμος. Ακόμη είναι πολυδύναμος και παντοδύναμος και δεν καταργεῖται το ενιαίον και απλούν του Θεού εξ αιτίας των δυνάμεων που υπάρχουν σ’ Αυτόν (ένθ. ανωτ.). Αυτό δείχνει καθαρά ότι η ψυχή είναι «κατ’ εικόνα Θεού».
Ό,τι συμβαίνει στον Θεό, κατ’ αναλογία συμβαίνει και στην ψυχή του ανθρώπου. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η ψυχή είναι άϋλος και ασώματος «τη ιδία φύσει ενεργούσα τε και κινουμένη και δια των σωματικών οργάνων τας ιδίας κινήσεις ενδεικνυμένη» (P G 46, 29). Ο ίδιος άγιος (Γρηγόριος Νύσσης) επιγραμματικά διδάσκει ότι δεν κρατείται η ψυχή από το σώμα, αλλά αυτή κρατεί το σώμα. Δεν βρίσκεται μέσα στο σώμα σαν σε αγγείο ή ασκό, αλλά μάλλον το σώμα είναι μέσα σ’ αυτήν.
Χωρεί η ψυχή δι’ όλου του σώματος «και ουκ εστι μέρος φωτιζόμενον υπ’ αυτής, εν ω μη όλη πάρεστιν» (ένθ. ανωτ. 45, 217). Το γενικό συμπέρασμα, αναφορικά με την σχέση της ψυχής προς το σώμα, είναι ότι η ψυχή βρίσκεται μέσα σε όλο το σώμα, δεν υπάρχει τμήμα του ανθρωπίνου σώματος στο οποίο δεν βρίσκεται η ψυχή. Ἐπίσης η καρδιά είναι το πρώτο λογιστικό της ψυχής ταμείο. Ἐκεί βρίσκεται το κέντρο της ψυχής, όχι σαν σε αγγείο, αλλά σαν σε όργανο, που διευθύνει όλο το σώμα . Ἀκόμη ἐνῶ ἡ ψυχή, διακρίνεται από το σώμα, εν τούτοις συνδέεται στενώτατα με αυτό.
[xi] Γράφει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γιά τά πάθη:« πρέπει να κάνουμε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη.
Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια. Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα οποια είναι:
Ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής, και συνεχή μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών η φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.
Σωματικά πάθη είναι. Γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασελγεία, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη. Κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα. Μαντείες, οιωνισμοί, κληδωνισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου, και τον κάνει γήινο και κτηνώδη, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς τις εργασίες των αρετών.
Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό.
Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία, και η άγνοια.
Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση, και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρώτη αιτία όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος κι εμπαθείς προσκόλληση σ` αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης η θρασύτητα και το γέλιο.
Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νίψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς τον Χριστό. Γιατι είναι παρά πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής. Είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, των απολαύσεων, της ραθυμίας, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας.
Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται, για όλα αυτά, και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση, με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σε αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστηση σ` αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας του, εκείνος που στερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στην μνησικακία.
Αν τώρα μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλίμονο! Κάνει τότε εκείνο που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ` αυτή.
Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε. Δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά ζητεί και τα λοιπά πάθη.
Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνο η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, αλλά να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές.
Γι` αυτό εκείνος που αγαπά την φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος. Γιατι όπως ο ακόλαστος έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα. Ή μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόσο βία από την φύση να τον σπρώχνει σ` αυτά.
Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο. Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατι δεν βιάζεται σ` αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά από την κακή του προαίρεση. Γι' αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικάται εκούσια από την φιλοχρηματία.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνο στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του.
Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής, προσθέτουμε και τα παρακάτω με συντομία.
Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό, και το επιθυμητικό.
Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά: Απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών, είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό.
Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής:
Η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη.
Η ίαση και θεραπεία είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη.
Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής:
Η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασελγεία, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας, και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών απολαύσεων.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Κατεβάστε το όλο από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.