Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Νά μή κρίνουμε ἀπό τὴν ἐξωτερική τους ζωὴ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. (Μέρος Α'). Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ


Νά μή κρίνουμε ἀπό τὴν ἐξωτερική τους ζωὴ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. (Μέρος Α')
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Τήν ἡμέρα ἐκείνη, κατά τήν ὁποίαν θά κρίνη ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους δέν θά ἀναζητήση οὔτε βασιλικά στέμματα, οὔτε ὑψηλά ἀξιώματα. Θά ζητήση τίς καρδιές μας. Ὁ πιό ταπεινός χωριάτης, ὁ πιό «καραβοτσακισμένος» ἀπό τά βάσανα τῆς ζωῆς ἄνθρωπος, αὐτός πού φυλάγει κάποια στάνη μέ πρόβατα καί προσεύχεται μέ δάκρυα στόν Θεό ἤ εἶναι φυλακισμένος καί προσεύχεται ἤ εἶναι κάπου ξενητεμένος, ἤ ἀσθενής στό κρεββάτι, ἤ εἶναι μία δυστυχισμένη χήρα, στήν ὁποία δέν ἀνοίγει κανείς τήν πόρτα καί κάθεται μέ τά παιδιά της μέσα στήν δυστυχία καί τήν πτώχεια της, ἀλλά προσεύχεται στόν Θεό, ὅλοι αὐτοί τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως θά εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τούς βασιλεῖς τοῦ κόσμου, τούς σημερινούς καί τούς αὐριανούς.

Ἦταν κάποτε ἕνας  ἔνδοξος καί μεγάλος βασιλεύς, πού ἔτρεχε στόν δρόμο μέ μία χρυσῆ ἅμαξα. Εἶχε γύρω του καί ὅλους τούς αὐλικούς του, ὅπως ἁρμόζει σ᾿ ἕνα βασιλέα. Ταξιδεύοντας ὅλοι αὐτοί στήν γωνία τοῦ δρόμου συνάντησαν δύο ἄνδρες, ἐνδυομένους μέ ξεσχισμένα καί βρώμικα ροῦχα, ἀλλά μέ τίς μορφές τους χαρούμενες καί φωτεινές.
 Ὁ βασιλεύς τούς ἀνεγνώρισε ὅτι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁποίων εἶχαν λειώσει καί καταμαρανθῆ τά σώματα ἀπό τήν νηστεία, ἀπό τούς ἀσκητικούς κόπους καί ἀπό τήν ἀϋπνία. Ὅταν τούς εἶδε ἐκεῖνος ὁ βασιλεύς, ἐπήδηξε κάτω ἀπό τήν ἅμαξα καί ἔπεσε γονατιστός μπροστά στά πόδια τους γιά νά τούς προσκυνήση.
Κατόπιν σηκώθηκε, τούς ἐπῆρε τό χέρι καί τό ἀσπάσθηκε μέ σεβασμό. Ἀλλά οἱ φίλοι καί συνεργάτες του, δέν ἐχάρησαν μ᾿ αὐτή τήν πρᾶξι του καί ἔλεγαν μεταξύ τους:
-Δέν πρέπει αὐτός, πού εἶναι βασιλεύς, καί ἔχει τόση τιμή, νά κάμνη τέτοια πράγματα.
Ἀλλά δέν ἐτολμοῦσαν νά τό εἰποῦν τοῦ βασιλέως. Ὅμως ὁ βασιλεύς εἶχε ἕνα ἀδελφό καί οἱ ἄλλοι αὐλικοί τοῦ εἶπαν:
-Σέ παρακαλοῦμε νά εἰπῆς στό βασιλέα μας ἄλλη φορά νά μήν ἐξευτελίζη τήν τιμή του καί τό βασιλικό του στέμμα.
Ὁπότε αὐτός τό εἶπε στόν βασιλέα, ἀλλά αὐτός τόν κατέκρινε γιά τήν ἀπερισκεψία του καί τήν ἀνοησία του καί τόν ἔδιωξε ἀπό κοντά του. Ὁ βασιλεύς εἶχε συνήθεια, ὅταν ἐπρόκειτο νά τιμωρήση κάποιον μέ θάνατο, νά στέλλη στήν πόρτα του ἕναν ἀγγελιοφόρο, ὁ ὁποῖος νά τόν εἰδοποιῆ μέ τήν σάλπιγγα. Καί ἐκεῖνος πού θά ἄκουγε τήν φωνή τῆς σάλπιγγος ἔξω ἀπό τό σπίτι του νά γνωρίζη ὅτι τήν δεύτερη ἡμέρα δέν θά ὑπάρχη στόν κόσμο.
Ἔτσι, ὅταν ἐβράδυασε, ἔστειλε ὁ βασιλεύς τόν ἀγγελιοφόρο μέ τήν σάλπιγγα νά σαλπίση ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ ἀδελφοῦ του. Καί ἐκεῖνος πού θ᾿ ἄκουγε τήν σάλπιγγα τοῦ θανάτου, θά ἔχανε κάθε ἐλπίδα γιά τήν ζωή του καί ὅλη ἐκείνη τήν νύκτα ἦταν σέ ἀγωνία καί μέ λογισμούς ἀπελπισίας.
Ὁπότε τακτοποίησε τό σπίτι του καί ἑτοίμασε τά πάντα μέ τάξι, διότι ἐγνώριζε ὅτι πρόκειται νά πεθάνη. Τό πρωΐ, ὅταν ἐξημέρωσε, ἐφόρεσε μαῦρα καί πένθιμα ροῦχα. Τό ἴδιο ντύθηκε ἡ γυναῖκα του καί τά παιδιά τους. Κι αὐτός ἐπῆγε στό κρεββάτι τοῦ βασιλέως κλαίγοντας καί στενάζοντας μέ πολύ πόνο.
Ὅταν τόν εἶδε ὁ βασιλεύς νά κλαίη μέ τόσο πόνο, τόν ἐκάλεσε κοντά του σ᾿ ἕνα ἐσωτερικό δωμάτιο καί τοῦ εἶπε:
-Ἔε, ἄνθρωπε, ἀνόητε καί ἀπερίσκεπτε! Ἐάν φοβᾶσαι τόσο πολύ τήν σάλπιγγα τοῦ θανάτου καί τόν ἀδελφό σου ὁ ὁποῖος εἶναι ἄνθρωπος σάν καί σένα, στόν ὁποῖον δέν ἔσφαλες σέ τίποτε, οὔτε εἶσαι ἔνοχος σέ κάτι, τότε πῶς κατηγορεῖς ἐμένα, ὅτι ἀσπάσθηκα μέ ταπείνωσι τούς ἀγγελιοφόρους τοῦ Θεοῦ μου, οἱ ὁποῖοι μοῦ ὑπενθυμίζουν τόν θάνατο καί τήν φοβερή κρίσι τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερο  ἀπό ὅ,τι ἡ σάλπιγγα τοῦ θανάτου; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ κι ἔχω σφάλλει στήν ζωή μου καί ἔχω κάνει μεγάλες ἁμαρτίες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τώρα θέλω νά σοῦ δείξω τήν ἀνοησία σου καί σέ ἐτρόμαξα μ᾿ αὐτό τό εἶδος τῆς σάλπιγγας τοῦ θανάτου.
Καί ὁ ἀδελφός του εἶπε στόν βασιλέα:
-Συγχώρεσέ με, διότι ἤμουν ἀπερίσκεπτος καί σέ κατέκρινα, χωρίς φόβο καί σύνεσι.
-Σέ λίγο, τοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς, θά δείξω τήν ἀνοησία καί τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι σέ προέτρεψαν νά ἔλθης νά μιλήσης σέ μένα.
Καί ἀφοῦ τόν παρηγόρησε τόν ἀδελφό του καί τόν ἐδίδαξε τήν πνευματική σοφία καί σύνεσι, τόν ἄφησε νά πάη στό σπίτι του. Κατόπιν τόν ἐπρόσταξε νά φτιάξη δύο ξύλινα κιβώτια. Τό ἕνα τό ἐκάλυψε ὁλόκληρο μέ φύλλο χρυσοῦ καί ἔβαλε μέσα κόκκαλα καί τό ἐσκέπασε μέ ἐπίχρυσο καπάκι. Τό ἄλλο τό ἄλειψε μέ πίσσα ἐξωτερικά καί τό ἐγέμισε μέ πολύτιμες πέτρες καί μαργαριτάρια καί μέ ἄλλα θαυμαστά πράγματα καί μυρωδικά. Κατόπιν τό περιετύλιξε μέ ἕνα πλεκτό ἀπό τρίχες γίδας.

 Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 1998
29 Ὀκτωβρίου 2013

Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε  Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου