Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Συγγραφή βιβλίου. Μορφές τῆς πνευματικῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς ψυχῆς. Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία καί ἡ εἴσοδός μου στόν μοναχισμό. Γέροντος Ραφαήλ Νόϊκα


Συγγραφή βιβλίου. Μορφές τῆς πνευματικῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς ψυχῆς
Ἡ ἀποδημία μου πρός τήν ἀλήθεια
Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία καί ἡ εἴσοδός μου στόν μοναχισμό

Γέροντος Ραφαήλ Νόϊκα  

 -  Ἐγράψατε κάποιο βιβλίο στήν Δύσι;

Ἔγραψα μόνο ἕνα βιβλίο πού ἔχει τόν τίτλο: «Σκέψεις». Τό ἔγραψα μέ τήν συνεχῆ προτροπή κάποιου, ὁ ὁποῖος περίμενε νά ἰδῆ ὅτι καί ὁ γυιός τοῦ φιλοσόφου Κωνσταντίνου Νόϊκα (ὁ πατέρας μου) ἠμπορεῖ νά γράψη ἕνα βιβλίο. 
Καί, ὅταν ἄνοιξε αὐτό τό βιβλίο, ἡ πρώτη σελίδα ἦτο λευκή, ἡ δεύτερη λευκή, τό ἴδιο καί οἱ ἄλλες. Τώρα στό τέλος τῆς ζωῆς μου, σκέπτομαι νά γράψω ἄλλο βιβλίο, τό ὁποῖον νά ὀνομάζε­ται: «Ἀνα­μνήσεις», διότι ἔτσι συνειθίζουν νά γράφουν πολλοί ἄνθρωποι. Ἀλλ᾿ ἐπειδή ἐγώ ἔχασα τήν μνήμη μου, καί τό βιβλίο αὐτό θά εἶναι παρόμοιο μέ τό πρῶτο.

Ἀναμφιβόλως, ἔχετε πολλά νά μᾶς μεταδώσετε μέσα ἀπό τόν χῶρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Θέλουμε νά ἀναφερθῆτε στίς μορφές τῆς πνευματικῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς ψυχῆς.

Ἀρχίζουμε ἀπό τήν φιλοσοφία, ἐπειδή πολλοί ἀκούσατε γιά τόν φιλόσοφο Νόϊκα. Πολλοί γνωρίζετε ἴσως ὅτι αὐτή ἡ λέξις «φιλοσοφία» σημαίνει στά ἑλληνικά «ἀγάπη τῆς σοφίας».
Ἐνῶ σ᾿ ἐμᾶς σοφία εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καί γιά ἐμᾶς δέν ὑπάρχει ἄλλη σοφία. Καί, ἐάν αὐτή ἡ σοφία εἶναι τρέλλα (Α΄Κορ.1,18) -καί εἶναι πράγματι τρέλλα γιά τόν κόσμο αὐτόν-τότε εἴμεθα καί ἐμεῖς «τρελλοί», ἐπειδή ἡ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου κατέστρεψε τόν ἄνθρωπο.
Ἡ ἀγάπη εἶναι λέξις στήν ὁποία ἠμποροῦμε νά περικλείσουμε ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν, Αὐτός ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε τόν οὐρανό καί τήν γῆ, γνωρίζει, χωρίς ἀμφιβολία, γιατί ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, τί ζητεῖ, γιατί ζῆ ὁ ἄνθρωπος καί προπαντός γιατί πεθαίνει.
Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός Αὐτόν καί πρός τόν πλησίον μας. Μέ τήν λέξι «ἀγάπη», λέγει ὁ Κύριος, περιέχονται ὅλοι οἱ νόμοι καί οἱ Προφῆτες (Ματ.22,36-40)  καί, ἠμποροῦμε νά προσθέσουμε, καί τά ὑπόλοιπα. Γιατί; Διότι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
Ἄλλη λέξις τήν ὁποία ἐνθυμήθηκα ἦτο μία λέξις τήν ὁποίαν εἶπε ὁ π. Σωφρόνιος στόν λόγο του πού ἀπηύθυνε τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς μου σέ μοναχό, τό 1965.  Ἕνα μέρος τοῦ λόγου του δέν τό ἄκουσα, διότι ὁ νοῦς μου σκεφτόταν ἄλλα πράγματα. Ἀλλά μέ ἐξύπνησε ἕνας λόγος πού μοῦ εἶπε καί συγκεκριμένα αὐτός: «ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά μή νικοῦμε». Ὁπότε ἐζήτησα ἀπό τόν Κύριο νά μέ βοηθήση νά καταλάβω στήν μοναχική μου ζωή, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες εἶναι δυνατόν νά νικοῦμε. Καί πιστεύω ὅτι κατάλαβα. Εἶναι λόγος πού προέρχεται ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου μας.
Διεπεράσατε μέσῳ κολάσεως, χωρίς αὐτό νά ἔγινε μία φορά, διότι τό ἔθνος μας, καθώς καί ἄλλα ἔθνη, ἰδιαίτερα τά ὀρθόδοξα, διῆλθον πραγματικά, μέσῳ τῆς κολάσεως. Ὁ διάβολος γνωρίζει ποῦ καί πῶς νά ἐπιτίθεται. Ἀλλ᾿ ἐάν δεχθοῦμε, ὅπως ὁ Ἰώβ καί ὁ Ἰωσήφ στήν Παλαιά Διαθήκη, τό ἔργο αὐτό τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται κατά παραχώρησιν, εἶναι ἀδύνατον νά μή νικήσουμε. Μόνο νά παραμείνουμε κοντά στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό!
Ἡ περιπλάνησίς μου μέ βοήθησε σ᾿ ἕνα ἔργο πολύ σπουδαῖο. Πάντοτε εἶχα ἕνα μικρό πρόβλημα μ᾿ ἕνα ὑπερπατριωτικό καί ὑπερεθνικό αἴσθημα. Ἐσκεπτόμουν ὅτι, ἐάν ἐγεννώμην σέ ἄλλο ἔθνος, θά εἶχα τήν ἴδια προσκόλλησι-«γάτζωμα»-ἀπέναντι στό ἔθνος ἐκεῖνο, ὅπου γεν­νήθηκα.
Στήν περιπλάνησί μου αὐτή, μέσα στήν δεκαετία τοῦ ᾿70 προσπάθησα νά κάνω κι ἐγώ κάτι γιά τό ἔθνος μου, γιά τήν γλῶσσα μου καί ἤθελα νά ματαφράσω στά ρουμανικά τήν ζωή τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου.2 Πρέπει νά σᾶς εἰπῶ ὅτι ἐσκόνταψα στήν πρώτη λέξι· ἀκριβῶς στήν πρώτη λέξι πού συνήντησα καί κατενόησα ὅτι δέν ἤμουν παρά ἕνας ξένος, διότι δέν εἶχαν μείνει πολλά μέσα μου ἀπό τόν ρουμανισμό μου (ρουμανική καταγωγή μου).
Στήν δεκαετία τοῦ ᾿80 ἦλθα σέ ἐπαφή μέ τήν ρουμανική λογοτεχνία καί ἀνανεώθηκε μέσα μου ἡ ρουμανική γλῶσσα. Ἐνῶ ἡ δεκαετία τοῦ ᾿70 ἦτο ἡ πλέον πτωχή περίοδος. Σχεδόν εἶχα ξεχάσει τήν γλῶσσα μου, διότι δέν εἶχα συνειθίσει ποτέ νά τήν χρησιμοποιῶ στήν Δύσι.
Τό 1972 ὁ πατέρας μου ἦλθε νά μᾶς ἐπισκεφθῆ καί συνωμιλοῦσα μαζί του ρουμανικά, ὅμως μέ πολλή δυσκολία. Δέν εὕρισκα τίς λέξεις. Εἶχε σκουριάσει ἡ μνήμη μου γιά τήν ἀνεύρεσι τοῦ ρουμανικοῦ λεξιλογίου.
Ὁπότε, σκοντάφτοντας στήν πρώτη λέξι καί ἀνακαλύπτοντας ὅτι δέν εἶμαι τίποτε παρά ἕνας ξένος καί ὅτι ὅλες οἱ γλῶσσες πού γνωρίζω, δέν εἶναι τίποτε, παρά ξένες γλῶσσες, ἔζησα τόν πόνο τόν ὁποῖον προκαλεῖ αὐτή ἡ διαπίστωσις καί αἰσθάνθηκα ἕνα εἶδος ἐλευθερίας, ὅτι ἡ καταγωγή δέν εἶναι τό σπουδαιότερο πρᾶγμα στόν ἄνθρωπο, ἀλλά  τό γε­γο­νός τῆς ὑπάρξεώς του.
Ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι δέν πλουτίζει περιφρονώντας τήν ὁποιαδήποτε πραγματικότητα. Ἀλλά καί ὅλες οἱ πραγματικότητες δέν ἔχουν πολλή σπουδαιότητα καί ἀξία. Ἡ καταγωγή ὅμως εἶναι ἡ φωλεά, ὅπως τῶν πτηνῶν. Τό πουλί γεννᾶται σέ μία φωλεά μέχρις ὅτου βγάλει τά φτερά του καί κατόπιν πετᾶ.
Μεγαλώνει στήν φωλεά του, ἀλλά, ἀφοῦ πετάξει, δέν ἐπιστρέφει σχεδόν ποτέ στήν φωλεά, ὅπου γεννήθηκε καί μεγάλωσε. Ὁ ἄνθρωπος στήν ὁποιαδήποτε περί­πτωσι, ὅταν βγάλη πνευματικά φτερά, πετᾶ πρός τά ἐκεῖ, πρός τήν αἰωνιότητα. Καί αὐτό ἦτο ἕνα βῆμα στήν ἀναζήτησί μου, γιατί πολλές φορές δέν εἶχα συνειδητοποιήσει τό αἰώνιο καί οὐσιῶδες, τό ὁποῖον εἶναι μυστικό μήνυμα, πού διέρχεται μέσα ἀπό τόν θάνατο μέ ὅλη του τήν  ἀπερίγραπτη τρομερότητα. 
Βλέπετε ὅτι οἱ ἀναζητήσεις μου μέ ὡδήγησαν στήν καλογερική ζωή. Ἐπέρασα μέσα ἀπό πολλές φάσεις, ἀλλά οὐδέποτε μέσα ἀπό τόν ἀθεϊσμό. Εἶχα καί ἐκεῖ μία διαίσθησι, ἡ ὁποία δέν μέ ἄφησε νά πνιγῶ, δηλαδή νά ἀντιπαραταχθῶ στήν σκέψι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά εἶχα ὅμως πολλές ἀμφιβολίες καί ἀκατανόητα πράγματα στόν νοῦ μου.
Ἐπέρασα, ὅπως καί ὅλος σχεδόν ὁ κόσμος, πού ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια, μέσα ἀπό κρίσεις συνειδησιακές, περισσότερο ἤ ὀλιγώτερο βαθειές, οἱ ὁποῖες μέ ὡδήγησαν σ᾿ ἕνα ἀποτέ­λεσμα, περισσότερο ἤ ὀλιγώτερο θεαματικό.
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα, ἴσως τό μεγαλύτερο ἦτο ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία καί ὁ Καλός Θεός, ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀνοησία μου, ἀντί νά μέ παιδεύση, ὅπως σκεπτόμεθα ἐμεῖς ὅτι κάνει ὁ Θεός (ἐπειδή κι ἐμεῖς, τίς περισσότερες φορές, κάνουμε ἕνα θεό, κατά τήν μορφή καί τήν ὁμοίωσί μας) μοῦ ἀπεκάλυψε τήν Ὀρθοδοξία, ὅτι αὐτή μόνη ταιριάζει στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου.
Διά τῆς πτώσεώς του ὁ ἄνθρωπος ἐξῆλθε ἀπ᾿ αὐτή τήν φύσι, ἔπεσε ἀπό τήν φύσι του καί χρειάσθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός νά ἔλθη στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καί νά τοῦ εἰπῆ: «Βλέπε, ὦ ἄνθρωπε, ἔρχομαι Ἐγώ καί γίνομαι ἄνθρωπος, διότι ἐσύ δέν ἔμαθες, δέν ἤξερες ποιός εἶσαι».
Ὁ Θεός ἦλθε στήν ἱστορία ὡς ἄνθρωπος, ἔζησε ὅλες τίς στενοχώριες μας καί ὅλα τά ἀποτελέσματα τῆς πτώσεώς μας. Ἔπρεπε νά ζήση καί τόν θάνατό μας νά περάση μέσα καί ἀπό τόν ἄδη καί ἐκεῖ ὁ Θεός ἔδωσε τό μοναδικό κτύπημα.
Μέχρι τότε ὁ Θεός ἦτο πρᾶος σάν Ἀμνός, ἀλλά κατόπιν ὁ Ἀμνός ἔσπασε τίς πόρτες τοῦ ἄδου καί, ὅπως ψάλλουμε στήν Ἀνάστασι, μέ τόν θάνατό Του ἐνίκησε τόν θάνατο. Ἐπετέλεσε ἕνα ἔργο τό ὁποῖο πρῶτος ὁ Ἀδάμ δέν ἤξερε κι οὔτε ἠμποροῦσε νά τό ἐπιτελέση, ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεώς του.
Ἀλλά διά τῆς Ἀναστάσεως, Ἀναλήψεως καί ἐγκατα­στάσεώς Του εἰς τά δεξιά τοῦ Πατρός, Αὐτός διήνυσε τόν δρόμο, πού θά χρειαζόταν νά τόν κάνη ἕνας ἄνθρωπος καί Αὐτός ἦτο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ τελειώθηκε καί μεταμορφώθηκε. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Θά ἤθελα νά σᾶς προτρέψω ὅλους νά ἰδῆτε αὐτό πού εἶναι στό βάθος καί στήν οὐσία, ἐπειδή, ὅταν φθάνη σ᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος, δέν ἠμπο­ρεῖ νά πεθάνη. Καί αὐτά εἶναι τά λόγια τά ὁποῖα ὁ π. Σωφρόνιος μᾶς ἔλεγε πολλές φορές, ἰδιαίτερα τά τελευταῖα τέσσερα χρόνια.
Γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει θάνατος, ἀκόμη καί στίς τραγικώτερες στιγμές τῆς ζωῆς του, ἄσχετα τί εἴδους τραγικότης εἶναι. Ἡ μεγαλύτερη παρηγορία εἶναι ἡ πίστις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά πεθάνη.
Μεγάλη παρηγοριά εἶναι νά γνωρίζης ὅτι ὅλες οἱ φουρτοῦνες τῆς ζωῆς εἶναι προσωρινές. Ἐνώπιον τοῦ χρόνου, στόν ὁποῖον αἰσθανόμουν τήν τραγωδία αὐτή, κλείνω τά μάτια μου σ᾿ ὅλη τήν κοσμική ὡραιότητα καί βλέπω ὁλονέν καί περισσότερο ὅτι ἡ ὡραιότης αὐτή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα σύμβολο τῆς τελευταίας πραγματικότητος.
Ὁπότε τήν παροῦσα ζωή τήν βλέπω μέ δύο ὄψεις: Τήν μία ὄψι ἠμπορῶ νά τήν ὀνομάσω λειτουργική. Γιά παρά­δειγμα: Τό φαγητό, τό ποτό καί ὅλα τά ἄλλα πράγματα τά ὁποῖα σέ κρατοῦν στήν ζωή, ἀποτελοῦν μία λειτουργία.
Ἀκόμη καί τά πράγματα τά ὁποῖα μᾶς μεθύουν μέ τίς ὡραιότητές τους καί κάθε εἶδος πού μᾶς ἑλκύει, εἶναι ἐπιτελούμενες πράξεις. Χωρίς αὐτά, στό ὁποιοδήποτε μέτρο, πεθαί­νουμε. Ὑπάρχει ὅμως καί μία ἄλλη συμβολική ὄψις, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ κάτι ἀπό τήν αἰωνιότητα. Καί ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου γατζώνεται ἀπό τό σύμβολο μέ τόν πόθο πῶς θά γίνη πραγματοποιήσιμος.
Ἡ Ἐκκλησία, ἡ Μητέρα μας, μᾶς γεννᾶ μέσα στήν αἰωνιότητα, δείχνοντάς μας ὅτι πρέπει νά ἀποκολληθοῦμε ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή. Αἰωνιότης, μέ τά ἀνθρώπινα δεδομένα δέν εἶναι παρά μερικές ἀποκα­λύψεις μέ μιά ἐλαττωμένη μορφή, τίς ὁποῖες ὀφθαλμός δέν ἠμπορεῖ νά ἰδῆ, αὐτί νά τίς ἀκούση καί στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέν ἠμποροῦν νά εἰσέλθουν, (Α΄Κορ.2,9) δηλαδή σ᾿ αὐτά τά ὁποῖα ὁ Θεός ἑτοίμασε γι᾿ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν. Ἔτσι σ᾿ αὐτά ἐδῶ σταματῶ.
Τήν Ἐκκλησία τήν ἔζησα σάν τήν κοιλία τῆς μητέρας μου καί ὅλος ὁ κόσμος εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν ἔννοια τῆς κοιλίας. Ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί ἡ φωνή Του καλεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι καί ἀπό τήν ὕπαρξι στήν Ἐκκλησία καί πάλι στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκεῖ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ αὐτή τήν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ καί ὅπου καλλιεργοῦνται, οἱ πιό πραγματικές μορφές ἁγιασμοῦ, μέσῳ τῶν ὁποίου προσφέρεται ἡ αἰωνιότητα. Σκέπτομαι τήν εἰκονογραφία, τήν λειτουργική ποίησι, τήν ἐκκλησιαστική μουσική.
Τί ἠμπορῶ ἐπί πλέον νά εἴπω γιά τά οὐσιώδη ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν προσευχή, πού εἶναι προσωπική συνο­μιλία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τά Ἅγια Μυστήρια, τά ὁποῖα εἶναι ἡ τροφή καί ἡ δύναμις αὐτῶν τῶν θείων ἐργασιῶν, τίς ὁποῖες πρέπει νά ἐπιτελοῦμε, διότι δέν ἠμπορεῖ νά τίς ἐπιτελέση μόνος του ὁ ἄνθρωπος!
Διότι κι αὐτό πρέπει νά γνωρίζουμε, αὐτό τό ὁποῖο μᾶς ζητεῖται νά τό ἐκπληρώσουμε στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι δύσκολο. Εἶναι δυνατόν. Ἀλλά αὐτό τό ὁποῖο ἦτο ἀδύνατον στόν ἄνθρωπο, τό ἐξεπλήρωσε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Καί ἐδῶ μεσολαβοῦν τά Ἅγια Μυστήρια καί ἡ δύναμίς τους τρέφει αὐτή τήν γέννησι καί αὐξάνει ὁ ἄνθρωπος-κάθε ψυχή-γιά τήν αἰωνιότητα.

***
Γέροντος Ραφαήλ Νόϊκα
Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία   
καί ἡ  εἴσοδός μου στόν μοναχισμό
Μετάφρασις - ἐπιμέλεια ὑπό ἀδελφῶν 
Ἱερᾶς Μονῆς Ὅσιου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους 
2005
Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  π. Νόϊκα -Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου