Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Ο άγιος Προφήτης Δανιήλ.Ἱστορίες Γέροντος Κλεόπα. Μέρος Γ΄ (Τελευταίο)


Ο άγιος Προφήτης Δανιήλ. 
Ἱστορίες Γέροντος Κλεόπα - Βιβλίο Α΄
Μέρος Γ΄

Οι βαβυλώνιοι λάτρευαν τότε το θεό Βήλ, στον οποίο πρόσφεραν καθημερινά πολύ σιτάρι, σαράντα πρόβατα και έξι βαρέλια κρασί. Ο Κύρος τιμούσε το Βήλ και πήγαινε συχνά να προσκυνήσει το είδωλό του, ενώ ο Δανιήλ, όπως ξέρουμε, υπηρετούσε μόνο τον αληθινό Θεό.
-    Γιατί δεν προσκυνάς το θεό Βηλ; ρώτησε κάποια ημέρα ο Κύρος τον Δανιήλ.
-    Βασιλιά μου, εγώ δεν προσκυνώ τα είδωλα. Δεν προσκυνώ τα ψεύτικα αγάλματα, διότι είναι φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια. Προσκυνώ και δοξάζω μονάχα «τον Θεό τον ζώντα», Εκείνον που έκτισε τον ουρανό και τη γη και εξουσιάζει κάθε άνθρωπο!
-    Ο Βήλ, δηλαδή, δεν είναι ζωντανός θεός; Μα καλά, δε βλέπεις τι τρώει και πίνει κάθε ημέρα;
   Ο Δανιήλ έβαλε τα γέλια.
-    Μην απατάσαι, βασιλιά μου, του είπε. Αυτό που προσκυνάς εσύ είναι χώμα με χάλκινη επένδυση. Ποτέ του δεν έφαγε και ποτέ του δεν ήπιε οτιδήποτε.
   Οργισμένος ο Κύρος, κάλεσε την ίδια στιγμή τους ιερείς που υπηρετούσαν στο ναό του Βηλ και, ενώπιον του Δανιήλ, τους είπε:
-    Πείτε μου αμέσως ποιος τρώει και πίνει τα τρόφιμα που προσφέρουμε στο Βήλ! Εάν δε μου το πείτε, θα πεθάνετε. Εάν όμως μου αποδείξετε ότι πράγματι τα τρώει ο Βήλ, τότε ο Δανιήλ θα τιμωρηθεί με θάνατο, διότι τόλμησε να τον βλασφημήσει.

-    Να γίνει κατά το θέλημά σου, βασιλιά μου! είπε ατάραχος ο Δανιήλ.
   Ο Κύρος και ο Δανιήλ μετέβησαν άμεσα στο ναό του Βήλ. Εβδομήντα ιερείς υπηρετούσαν εκεί, χωρίς να υπολογίζουμε τις γυναίκες και τα παιδιά τους που τους βοηθούσαν.
-    Εμείς όλοι θα βγούμε έξω, είπαν στον Κύρο οι ιερείς. Εσύ, βασιλιά, βάλε μόνος σου τα τρόφιμα και το κρασί στο τραπέζι, κλείδωσε τις πόρτες και σφράγισέ τις με το δαχτυλίδι σου, για να είσαι σίγουρος ότι δε θα μπει κανείς άλλος. Αύριο θα ξανάρθουμε όλοι μαζί. Κι αν διαπιστώσεις ότι δεν είναι ο Βήλ που τα τρώει και τα πίνει όλα, θανάτωσέ μας.
   Ο βασιλιάς όμως δεν ήξερε πως οι ιερείς είχαν κατασκευάσει μια μυστική είσοδο κάτω από το τραπέζι των τροφίμων από την οποία έμπαιναν κρυφά τα βράδια στο ναό και έτρωγαν τα πάντα… Όταν λοιπόν έφυγαν όλοι οι ιερείς από το ναό, οι υπηρέτες του βασιλιά τοποθέτησαν, ενώπιόν του, τα τρόφιμα και το κρασί στο «τραπέζι» του Βήλ.
Μόλις όμως τελείωσαν, ο Δανιήλ τους διέταξε να φέρουν στάχτη και να τη σκορπίσουν σε όλο το χώρο. Πράγματι εκείνοι γέμισαν το ναό με στάχτη και στη συνέχεια έκλεισαν τις πόρτες, τις σφράγισαν με το δαχτυλίδι του βασιλιά και αποχώρησαν.
   Μόλις νύχτωσε, οι ιερείς μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ανυποψίαστοι για τη στάχτη που υπήρχε παντού, μπήκαν στο ναό από την κρυφή είσοδο, όπως έκαναν πάντα, και τα έφαγαν όλα. Την επόμενη ημέρα ο Δανιήλ, ο βασιλιάς και η συνοδία του ξαναπήγαν στο σημείο των θυσιών.
-    Δανιήλ, εξέτασε προσεκτικά τις σφραγίδες που βάλαμε στις πόρτες! Είναι απείραχτες;
-    Ναι, βασιλιά μου, του απάντησε εκείνος. Οι πόρτες είναι σφραγισμένες.
   Ανοίγουν λοιπόν τις πόρτες, μπαίνει ο βασιλιάς, βλέπει τα άδεια τραπέζια και αναφωνεί:
-    Θεέ Βήλ, πόσο μεγάλος είσαι! Καμία πονηρία δεν υπάρχει σε σένα!
   Ο Δανιήλ όμως βάζει τα γέλια και του λέει:
-    Βασιλιά, μη βιάζεσαι! Ρίξε μια ματιά και στο πάτωμα…
-    Έχει παντού πατημασιές! Από άντρες και γυναικόπαιδα…! λέει έκπληκτος ο βασιλιάς και, οργισμένος από την πονηριά των ιερέων, διατάζει να τους συλλάβουν όλους μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
   Μόλις τους έφεραν ενώπιόν του, έντρομοι εκείνοι, αναγκάστηκαν να του αποκαλύψουν την ύπαρξη της μυστικής εισόδου από την οποία έμπαιναν τα βράδια και έτρωγαν τα τρόφιμα των θυσιών. Και τότε ο Κύρος διέταξε να τους θανατώσουν όλους και επιπλέον να γκρεμίσουν το είδωλο του Βήλ.

   Υπήρχε όμως εκεί κοντά κι ένας δράκοντας, τον οποίο οι Βαβυλώνιοι προσκυνούσαν ως θεό.
-    Δανιήλ, για το δράκο τι έχεις να πεις; τον ρώτησε ο Κύρος. Εκείνος πράγματι τρώει και πίνει. Δεν φαντάζομαι να πεις και γι΄αυτόν πως είναι χάλκινος… Ορίστε. Ολοζώντανος είναι. Προσκύνησέ τον!
-    Καλά βασιλιά. Θα σου πω και για το δράκο. Μόνο σε παρακαλώ, μη βιάζεσαι.
   Πάει λοιπόν τότε ο Δανιήλ παίρνει πίσσα, ξύγκι και μαλλιά, τα βράζει όλα μαζί και τα ρίχνει στο στόμα του δράκου. Τα τρώει εκείνος, σκάει και πεθαίνει…
-    Βλέπεις τώρα ποιόν προσκυνούσατε τόσον καιρό; φώναξε ο Δανιήλ.
   Οι Βαβυλώνιοι όμως, ύστερα από όλα αυτά, ξεσηκώθηκαν εναντίον του Κύρου:
   «Ο βασιλιάς ασπάστηκε την πίστη του Δανιήλ, ο οποίος έγινε αιτία να γκρεμίσουν το άγαλμα του θεού Βήλ, σκότωσε το δράκοντα και θανάτωσε τους ιερείς μας και τις οικογένειές τους!», έλεγαν αγανακτισμένοι, ενώ οι πιο τολμηροί απ΄αυτούς πήγαν στον Κύρο με απειλητικές διαθέσεις:
-    Βασιλιά, δώσε μας αμέσως το Δανιήλ, γιατί αλλιώς θα σκοτώσουμε κι εσένα και όλη σου την οικογένεια!
   Βλέποντας ο Κύρος το λαό να ξεσηκώνεται εναντίον του, αναγκάστηκε να τους παραδώσει το Δανιήλ. Κι εκείνοι τον πήραν και τον πέταξαν αμέσως στο λάκκο των λεόντων, όπου παρέμεινε για έξι ημέρες. Επτά λιοντάρια ζούσαν εκεί μέσα, που έτρωγαν καθημερινά δύο κατάδικους και δύο πρόβατα. Τα είχαν μάλιστα αφήσει επίτηδες νηστικά, για να πεινάσουν πολύ και να τον κατασπαράξουν στο λεπτό. Όμως ο Θεός σφράγισε και πάλι το στόμα τους, όπως είχε κάνει και την προηγούμενη φορά. Πάλι στον λάκκο λοιπόν ο Δανιήλ, και τα λιοντάρια να κάθονται δίπλα του σαν… αρνάκια.
   Ο προφήτης Αββακούμ βρισκόταν τότε στην Ιουδαία. Την ημέρα εκείνη είχε ετοιμάσει φαγητό για τους θεριστές και πήγαινε στην πεδιάδα να τους το δώσει. Ένας άγγελος του Κυρίου παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε:
-    Να πας φαγητό στο Δανιήλ, που βρίσκεται στη Βαβυλώνα, μέσα στο λάκκο με τα λιοντάρια.
-    Κύριε, του απάντησε ο Αββακούμ, δεν έχω πάει ποτέ στη Βαβυλώνα, ούτε που ξέρω που βρίσκεται ο λάκκος με τα λιοντάρια.
   Τότε ο άγγελος του Κυρίου τον έπιασε από τα μαλλιά και τον μετέφερε από την κορυφή του βουνού στο λάκκο των λεόντων.
   Ο Αββακούμ είδε το Δανιήλ και του φώναξε:
-    Δανιήλ, Δανιήλ, πάρε το φαγητό που σου στέλνει ο Θεός!
-    Ω Κύριέ μου, θυμήθηκες και μένα, Εσύ που ποτέ δεν εγκαταλείπεις αυτούς που Σε αγαπούν! αναφώνησε συγκινημένος ο Δανιήλ.
   Και αμέσως σηκώθηκε και πήρε το φαγητό, ενώ ο άγγελος του Θεού επανέφερε τον Αββακούμ στον τόπο του.
   Όταν ο βασιλιάς πήγε την έβδομη ημέρα στο λάκκο, για να θρηνήσει το Δανιήλ, κοίταξε από πάνω και τον είδε να κάθεται αμέριμνος…
-    Ο Θεός του Δανιήλ είναι μεγάλος! Δεν υπάρχει άλλος Θεός σαν Αυτόν! Είπε μεγαλόφωνα και διέταξε αμέσως να βγάλουν το Δανιήλ από το λάκκο και να ρίξουν μέσα εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για την άδικη ταλαιπωρία του.

   Το Δανιήλ λοιπόν τον πέταξαν δύο φορές στα λιοντάρια κι εκείνα δεν τον πείραξαν. Τους τρεις νέους τους έβαλαν μέσα στο καμίνι και η φωτιά δεν άγγιξε ούτε τα μαλλιά τους, παρόλο που το ύψος της φλόγας είχε φτάσει τους σαράντα εννέα πήχεις. Γιατί;
   Διότι η πίστη που είχαν, μαζί με τη νηστεία και την προσευχή που έκαναν, τους γλίτωσε από τη φωτιά, ενώ ο Δανιήλ με τη νηστεία και την προσευχή του προσέλκυσε τη Χάρη του Θεού, η οποία τον προστάτευσε μετατρέποντας τα πεινασμένα θηρία σε… άκακα προβατάκια.




Ἀπόσπασμα από τό βιβλίο   
Ἱστορίες Γέροντος Κλεόπα - Βιβλίο Α
σελ 61-75

Επιμέλεια κειμένου  Αναβάσεις

Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.

Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε  Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου