Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

1 Φεβρουαρίου Συναξαριστής



Προεόρτια τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Τρύφωνος Μάρτυρος, Πέτρου ἐν Γαλατίᾳ, Βενδιμιανοὺ Ὁσίου, Βασιλείου Ὁμολογητοῦ, Βασιλείου τοῦ Συναξαριστοῦ, Τιμοθέου Ὁσίου, Θεΐων μετὰ δυὸ παίδων, Καρίωνος Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Περπετούας, Σατύρου, Ροβεκάτου, Φιλικητάτης, Σατουρνίνου καὶ Σεκούνδου, Μπριντζίτας Ὁσίας, Ἀντωνίου Ἐρημίτου, Ἠλία Μεγαλομάρτυρα, τῶν Ὁσίων Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεωργίου τῶν αὐταδέλφων, τῶν Ἁγίων Ἀδριανοῦ, Πολυεύκτου, Πλάτωνος καὶ Γεωργίου ἐν Μεγάροις, Ἀναστασίου τοῦ Ναυπλιέως, Πέτρου Ἱερομάρτυρα, Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν Ἀρμουλαδῇ.



Προεόρτια τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Παραμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Οὐράνιος χορός, οὐρανίων ἁψίδων, προκύψας ἐπὶ γῆς καὶ φερόμενον βλέπων, ὡς βρέφος ὑπομάζιον, πρὸς ναὸν τὸν πρωτότοκον, πάσης κτίσεως, ὑπὸ Μητρὸς ἀπειράνδρου, προεόρτιον, νῦν σὺν ἡμῖν μελῳδοῦσι, φρικτῶς ἐξιστάμενοι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀγκάλαις δέξασθαι καθάπερ βρέφος, Συμεὼν ἐπείγεται, τὸν νομοδότην καὶ Θεόν· ᾧ καὶ βοήσει γηθόμενος· ἀπόλυσόν με· σὲ γὰρ εἶδον, Δέσποτα.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροι ὁ πρεσβύτατος Συμεών, ἐγγίζοντα βλέπων, τὸν Δεσπότην ἐν τῷ Ναῷ· ὅθεν ἐπισπεύδει, αὐτὸν ὑποδεχθῆναι, προεορτίως ᾄδων ὕμνον ἐπάξιον.




Ὁ Ἅγιος Τρύφων ὁ Μάρτυρας (Εορτή Τρύφωνας)


Ὁ Ἅγιος Τρύφων καταγόταν ἀπὸ τὴ Λάμψακο τῆς ἐπαρχίας Φρυγίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Γορδιανοῦ Γ’ (238-244 μ.Χ.), Φιλίππου (244-249 μ.Χ.) καὶ Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπὸ πτωχὴ οἰκογένεια καὶ στὴν παιδική του ἡλικία, ἔβοσκε χῆνες γιὰ νὰ ζήσει. Συγχρόνως ὅμως μελετοῦσε μὲ ζῆλο τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἦταν πολὺ φιλακόλουθος.
 Ἔτσι, σιγὰ – σιγὰ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν εὐσεβῆ φιλομάθειά του, κατόρθωσε ὄχι μόνο νὰ διδαχθεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκει τὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Γρήγορα ἡ εὐσεβὴς ψυχή του δέχθηκε τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θαυματουργεῖ. Ὅμως ὁ Ἅγιος θεράπευε ὄχι μόνο κάθε ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ ἐλευθέρωνε τὶς μολυσμένες ἀπὸ τὰ δαιμόνια ψυχές.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Γορδιανὸς πληροφορήθηκε γιὰ τὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες τοῦ Τρύφωνος, τὸν ἀναζήτησε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ἄρρωστη θυγατέρα του ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ στρατιῶτες τὸν βρῆκαν στὴν κωμόπολη τῆς Σαμψάκου νὰ φροντίζει τὶς χῆνες στὴν παρακείμενη λίμνη καὶ ἀμέσως τὸν πῆραν μαζί τους.

Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου ἀναφέρει ὅτι μόλις ὁ Ἅγιος πλησίαζε στὴν Ρώμη τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχε ἡ θυγατέρα τοῦ Γορδιανοῦ, κραύγαζε ὅτι δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κατοικεῖ μέσα της.
Οἱ ἔπαρχοι Πομπιανὸς καὶ Πρετεξτάτος τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἐκεῖνος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο γιὰ τὴ θεραπεία τῆς θυγατέρας του. Καὶ πράγματι, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου, ἡ θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος ἀπηλλάγη ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ ἕξι ἡμέρες προσευχῆς ἀποκάλυψε τὰ κακὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἤσαν παρόντες δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ πίστεψαν σὲ Αὐτόν.
Ὁ αὐτοκράτορας προσπάθησε νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη του, προσφέροντας στὸν Ἅγιο ἀξιώματα καὶ χρήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ Τρύφων εὐγενικὰ ἀρνήθηκε.
Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Δέκιος, ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος, ἐπειδὴ δὲν λάτρευε τοὺς θεοὺς τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας καὶ ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη ἀπὸ κάποιον στρατιωτικὸ ποὺ ὀνομαζόταν Φρόντων (ἢ Φόρτων) καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τῶν ἐπάρχων τῆς Ἀνατολῆς, Τιβέριου Γράγχου καὶ Κλαυδίου Ἀκυλίνου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ὁ μάντης Πομπηϊανὸς τὸν παρουσίασε στοὺς ἡγεμόνες.
 Ὁ Ἅγιος Τρύφων ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του. Τότε ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τοῦ κατατρύπησαν μὲ σπαθιὰ ὅλο του τὸ σῶμα, ἔπειτα τὸν ἔδεσαν ἀπὸ τὰ πόδια σὲ ἄλογα καὶ τὸν ἔσυραν, σὲ ὧρες φοβεροῦ ψύχους, σὲ δύσβατες καὶ πετρώδεις τοποθεσίες.
Ἐκεῖνος προσευχόταν καὶ ἔλεγε: «Κύριε, μὴν τοὺς καταλογίσεις αὐτὴ τὴν ἁμαρτία». Μετὰ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τὸν ρώτησαν ἂν σωφρονίσθηκε καὶ ἤθελε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε τότε στὸν ἔπαρχο Ἀκυλίνο: «Ἀνόσιε καὶ κακῶν ἀρχηγέ, εἶναι δυνατὸν νὰ εἶσαι σωφρονισμένος, ὅταν εἶσαι μεθυσμένος ἀπὸ τὸν διάβολο; Ἐγὼ πάντοτε περνάω τὸν βίο μου μὲ σωφροσύνη, γιατί ἔχω τὸν Χριστὸ βοηθὸ τῆς ἐλπίδας μου».
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἔκλεισαν στὸ δεσμωτήριο μὲ σκοπὸ νὰ τοῦ δώσουν διορία, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν «ἄνοια» αὐτοῦ καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ ἔπαρχος κάλεσε τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ρώτησε ἐὰν τὸ διάστημα τοῦ χρόνου καὶ τὰ βασανιστήρια τὸν ἔπεισαν νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς.
 Ὁ Ἅγιος καὶ πάλι ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἔσυραν τότε γυμνὸ πάνω σὲ σιδερένια καρφιά, κατόπιν τὸν μαστίγωσαν καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔκαψαν μὲ λαμπάδες τὰ πλευρά. Στὸ τέλος, μόλις ὁ Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ λέγοντας τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου», ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ.
Οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρος καὶ ἀφοῦ τὸ ἔχρισαν μὲ πολύτιμα μύρα καὶ τὸ τύλιξαν σὲ σινδόνα, τὸ κατέθεσαν σὲ λάρνακα καὶ τὸ ἀπέστειλαν στὴν πόλη τῆς Σαμψάκου κατὰ τὴν ἐπιθυμία του.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Τρύφωνος ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν μέσα στὸ σεπτὸ Ἀποστολεῖο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Τρύφωνα ἔκτισε ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς (527-565 μ.Χ.) στὴν τοποθεσία τοῦ Πελαργοῦ Κωνσταντινουπόλεως. Μονὴ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος ἀναφέρεται καὶ μετὰ τὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., παρακείμενη στὴ Μητρόπολη Χαλκηδόνος, στὴν ὁποία ἐκάρη μοναχὸς ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Νικόλαος ὁ Μυστικὸς (901-907, 912-925 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρυφὴν τὴν ἀκήρατον, ἰχνηλατῶν ἐκ παιδός, βασάνους ὑπήνεγκας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤθλησας ἄριστα ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, Τρύφων Μεγαλομάρτυς, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε ἐν τὴ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταὶς ἰκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς
Τριαδικὴ στερρότητι, πολυθεΐαν ἔλυσας ἐκ τῷ περάτων Ἀοίδιμε, τίμιος ἐν Κυρίῳ γενόμενος, καὶ νικήσας τυράννους ἐν Χριστῷ, τῷ Σωτήρι τὸ στέφος εἴληφας τῆς μαρτυρίας σου, καὶ χαρίσματα θείων ἰάσεων, ὡς ἀήττητος.




Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Γαλατίᾳ

Ὁ Ὅσιος Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴ Γαλατία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ περιοχὴ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν Ἄγκυρα. Μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του ἔμεινε μόνο τὰ ἑπτὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του. Ὅλα τὰ ἄλλα του χρόνια τὰ διῆλθε ὡς ἀσκητής.
Ἀρχικὰ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς Γαλατίας. Ἔπειτα πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς τρόπους ἀσκήσεως τῶν Ἀσκητῶν καὶ Πατέρων τῆς περιοχῆς καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπὸ αὐτοὺς τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴν Ἀντιόχεια.
Στὴν πόλη αὐτὴ βρῆκε ἕνα τάφο μὲ οἰκίσκο πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους καὶ κλείσθηκε μέσα. Μπροστὰ στὸν τάφο ὑπῆρχε ἕνας μικρὸς χῶρος φραγμένος μὲ κάγκελα. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος δεχόταν τοὺς εὐλαβεῖς Χριστιανούς. Γιὰ τὴ διατροφή του χρησιμοποιοῦσε, κάθε δυὸ ἡμέρες, ἕνα κομματάκι ψωμὶ καὶ λίγο νερό.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Πρῶτα ἐλευθέρωσε, μὲ τὴν προσευχή του, ἕναν δαιμονισμένο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν βασάνιζε, τὸν ὁποῖο καὶ ἔκανε συγκάτοικό του.
Μὲ ἄλλο θαῦμα θεράπευσε τὴ μητέρα τοῦ Θεοδωρήτου, Ἐπισκόπου Κύρου, γυναῖκα εὐλαβῆ καὶ εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Ἐπίσης, τύφλωσε τὸν στρατηγὸ τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ βιάσει κάποια μοναχὴ καὶ ἔτσι τὸν ἐμπόδισε νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀνόσια ἐπιθυμία του.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος, ἀφοῦ ἔζησε ἐπὶ ἐνενήντα δυὸ ἔτη θεοφιλῶς, παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο καὶ ἔλαβε τὰ ἔπαθλα τῶν πνευματικῶν καὶ ἀσκητικῶν του μόχθων.



Ὁ Ὅσιος Βενδιμιανὸς

Ὁ Ὅσιος Βενδιμιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ μεγάλη Μυσία καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου (τιμᾶται 14 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου, ὁ Βενδιμιανὸς πῆγε σὲ περιοχὴ τῆς δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας, κάτω ἀπὸ μία βραχοσχισμή, ὅπου καὶ κατασκεύασε ἕνα πολὺ μικρὸ οἰκίσκο, στὸν ὁποῖο ἀσκήτευε.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, κατὰ θεία ὀπτασία, ἀνῆλθε στὸ ὄρος τοῦ Αὐξεντίου καὶ ἔζησε ὁσίως στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ συμπλήρωσε σαράντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς, προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἔτσι, λοιπόν, ἔκλινε τὰ γόνατά του καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ἐνταφιάσθηκε στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του.

 

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα. Ἦταν ἀρχικὰ Ἐπίσκοπος Κρήτης καὶ μετετέθη στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν Νικήτα Παφλαγόνα ὁ «Βασίλειος οὗτος ὁ πρότερον μὲν Κρήτης ἐπίσκοπος γενόμενος, διὰ τὴν τῶν Ἀγαρηνῶν ἔξοδον εἰς Θεσσαλονίκην μετατεθεῖς».
 Ἡ χειροτονία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου πρέπει νὰ συνέβη κατὰ τὴν πρώτη πατριαρχία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰγνατίου (846-858 μ.Χ.) καὶ ἡ μετάθεσή του στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης πολὺ σύντομα. Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ μὴν πρόλαβε νὰ ἐγκατασταθεῖ καθόλου στὴν Κρήτη καὶ νὰ μετατέθηκε σχεδὸν ἀμέσως στὴν Θεσσαλονίκη.
Πρὸς τὸν Ἅγιο Βασίλειο Α’, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης ἀπευθύνεται ἡ βοῦλα τῆς 25ης Σεπτεμβρίου 860 μ.Χ. τοῦ Πάπα Νικολάου Α’ (858-867 μ.Χ.), μὲ τὴν ὁποία ἐπικυρώνεται ὁ διορισμός του ὡς βικαρίου τῆς Ρώμης στὸ ἀνατολικὸ Ἰλλυρικό.
Τὸ ἔτος 862 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀναντιώθηκε κατὰ τοῦ δυσεβοὺς αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ’ (842-867 μ.Χ.). Οἱ κακοποιήσεις καὶ οἱ διώξεις ποὺ ἐπακολούθησαν, τοῦ χάρισαν τὸ στέφανο τοῦ Ὁμολογητοῦ τῆς πίστεως.




Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Συναξαριστὴς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Τὰ λίγα ἁγιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε περὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Β’, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου (τιμᾶται 15 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος Βασίλειος.
Ὁ Ἅγιος αἰσθανόμενος τὴν κλήση γιὰ τὴν μοναχικὴ πολιτεία ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῶν Περιστερών, τὴν ὁποία ἀνήγειρε κατὰ τὸ ἔτος 871 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος.
 Ἡ μονὴ βρισκόταν κοντὰ στὴν κωμόπολη Σερβίλια (σήμερα Ὀρμύλια) Χαλκιδικής. Ἐκεῖ, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐκάρη μοναχὸς τὸ 875 μ.Χ. καὶ μόνασε σὲ ἀναχωρητικὸ κελί. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος μὲ τὸ προορατικό του χάρισμα τοῦ προεῖπε ὅτι θὰ φύγει ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ θὰ γίνει Ἐπίσκοπος. Οἱ προφητεῖες τοῦ Ὁσίου ἐπαληθεύθηκαν.
 Ὁ Βασίλειος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ἡ ποιμαντορία τοῦ Βασιλείου Β’ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης θὰ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ μετὰ τὴν ἀρχιερατεῖα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεσσαλονικέως, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος ἀκόμη ὡς τὸ 904 μ.Χ., τουλάχιστον μέχρι τὰ μισὰ τοῦ ἔτους, ὁπότε καὶ συνέβη ἡ καταστροφὴ τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς πειρατές. Συνεπῶς ὁ Ἅγιος Βασίλειος πρέπει νὰ τὸν διαδέχθηκε. Ὁ συντομότερος χρόνος ἐφαρμογῆς τῆς προφητείας τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου εἶναι τὸ ἔτος 904 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος

Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ἦταν ὁμολογητὴς τῆς πίστεώς μας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.




Ὁ Ἅγιος Θεΐων μετὰ τῶν δυὸ παίδων

Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησαν ὁ Ἅγιος Θεΐων μὲ τοὺς δυὸ παῖδες, οἱ ὁποῖοι τελειώθηκαν διὰ ξίφους.



Ὁ Ἅγιος Καρίων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Καρίων μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα.



Οἱ Ἅγιοι Περπέτουα, Σάτυρος, Ροβεκάτος, Φιλικητάτη, Σατουρνίνος καὶ Σεκοῦνδος οἱ Μάρτυρες

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Βίβια Περπέτουα, νέα 22 ἐτῶν, νυμφευμένη καὶ ἔχουσα τέκνο σὲ θηλασμό, καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια τῆς Καρχηδόνος. Συνελήφθη τὸ ἔτος 203 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ἀπὸ τὸν ἀνθύπατο τῆς Ἀφρικῆς Ἰλαριανὸ μαζὶ μὲ ἄλλους κατηχούμενούς της Ροβεκάτο καὶ Φιλικητάτη, πιθανῶς συζύγους, Σατουρνίνο καὶ Σεκοῦνδο καὶ ὅλοι τους ὁδηγήθηκαν στὸν χιλίαρχο, στὸν ὁποῖο καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ὁ διδάσκαλός τους Σάτυρος, μὴν ἀντέχοντας νὰ βλέπει τοὺς μαθητές του νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴ φυλακή, προσῆλθε οἰκειοθελῶς στὴ φυλακή.
Ὁ πατέρας τῆς Περπέτουας, ἄλλοτε μὲ ἤπιους λόγους καὶ ἄλλοτε μὲ ἀπειλὲς ἐπιχείρησε μάταια νὰ τὴν μεταπείσει καὶ σὲ μία στιγμὴ ὀργῆς θέλησε νὰ τῆς ἐξορύξει τοὺς ὀφθαλμούς. Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν σύλληψή τους βαπτίσθηκαν, ἔπειτα δὲ ρίχτηκαν σὲ σκοτεινὴ φυλακή, ἀλλὰ οἱ διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δωροδόκησαν τοὺς φύλακες, πέτυχαν τὴν μεταφορά τους σὲ καλύτερα κελιά, ὅπου ἡ Περπέτουα μποροῦσε νὰ βλέπει τοὺς συγγενεῖς της καὶ νὰ τρέφει τὸ παιδί της.
Κατὰ παράκληση τοῦ ἀδελφοῦ της ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅραμα, γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ περὶ τῆς τύχης τους. Τῆς δείχθηκε λοιπὸν κλίμακα ὀρειχάλκινη, ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸν οὐρανό, μὲ ἑκατέρωθεν μπηγμένα ξίφη, δόρατα, ἄγκιστρα, μαχαίρια, ὀβελίσκους, ὥστε κάθε ἀμελὴς ἀναβάτης νὰ σκίζεται, ἐνῷ κάτω ἀπὸ αὐτὴν παραμόνευε ὑπερμεγέθης δράκοντας, ποὺ ἐκφόβιζε αὐτοὺς ποὺ ἐπιχειροῦσαν νὰ ἀνέλθουν.
Ὁ Κατηχητὴς Σάτυρος, ποὺ εἶχε ἤδη ἀνέλθει τὴν σκάλα, στράφηκε πρὸς αὐτὴν καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ περπατήσει, αὐτὴ δὲ μὲ θάρρος πάτησε τὴν κεφαλὴ τοῦ δράκοντος καὶ ἀνέβηκε. Εὑρεθεῖσα σὲ μεγάλο κῆπο, εἶδε ὑπερμεγέθη πολιὸ ἄνδρα ποὺ ἄρμεγε πρόβατα καὶ περιστοιχιζόταν ἀπὸ χιλιάδες λευκοφορούντα πρόσωπα.
 Τῆς ἀπηύθυνε τὸν λόγο λέγοντάς της «καλῶς ᾖλθες τέκνον», τῆς ἔδωσε τυρὶ «ὡς ψωμί», αὐτὴ δὲ συνέπλεξε τὰ χέρια καὶ ἔφαγε, ἐνῷ οἱ παριστάμενοι εἶπαν «Ἀμήν». Ὁ ἦχος αὐτοῦ τοῦ ἐπιφωνήματος τὴν ξύπνησε, ὁπότε διηγηθεῖσα  τὸ ὅραμα στὸν ἀδελφό της, ἔδωσε τὴν ἐξήγηση ὅτι θὰ μαρτυρήσουν.
Ὁ πατέρας της, ποὺ εἶχε ἐξαφανιστεῖ γιὰ λίγο ἐλπίζοντας ὅτι ἡ κόρη του θὰ μεταστρεφόταν, ἐπανεμφανισθεῖς, πιὸ εὐγενὴς καὶ συγκρατημένος, τῆς ζητοῦσε νὰ λυπηθεῖ τὰ γηρατειά του καὶ τὴν τιμὴ τῆς οἰκογένειας καὶ τὴν καταφιλοῦσε, ἀλλὰ αὐτὴ παρὰ τὴν συγκίνησή της παρέμεινε ἀμετάπειστη.
Τέλος οἱ κρατούμενοι ὁδηγήθηκαν στὸν ἀνθυπατεύοντα Ἰλαριανὸ γιὰ ἀνάκριση. Τὸ μαρτύριο ὁρίσθηκε γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν γενεθλίων τοῦ Καίσαρος Γέτα, ἐπὶ αὐτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.). Οἱ Ἅγιοι τέλεσαν δεῖπνο ἀγάπης καὶ οἱ παρατηροῦντες Ἐθνικοὶ ἐκπλήττονταν ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Σάτυρου.
Οἱ Μάρτυρες εἰσήχθησαν στὸ ἀμφιθέατρο καὶ βάδιζαν χαρούμενοι καὶ ὑπερήφανοι. Ἀπέλυσαν τὰ θηρία. Ὁ Σατουρνίνος, ὁ Ροβεκάτος, ὁ Σεκοῦνδος καὶ ὁ Σάτυρος δέχθηκαν τὴν ἐπίθεση τῶν ἄγριων ζῴων. Ἡ Περπέτουα καὶ ἡ Φιλικητάτη ἀφοῦ δέχθηκαν τοὺς κερατισμοὺς δαμάλεως, κατερρίφθησαν ματωμένες καὶ στὴ συνέχεια ἀποκεφαλίσθηκαν. Τὸ μαρτύριο συντελέσθηκε τὸ ἔτος 202 μ.Χ.. Ἔτσι καὶ οἱ ἕξι Ἅγιοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.




Ἡ Ὁσία Μπριντζίτα (Προστάτης τῆς Ἰρλανδίας)


Ἡ Ἁγία Μπριντζίτα ἤκμασε στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. Τὸ ὄνομά της ἀναφέρεται στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Βεδέα καὶ σὲ ὅλα τὰ μαρτυρολόγια τῆς ἐποχῆς. Ἡ Ἁγία ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἵδρυσε μονὴ καὶ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴ διακονία τῶν πτωχῶν. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 525 μ.Χ.








Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Ἐρημίτης

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὴν Γεωργία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Μεγαλομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Ἠλίας, μαρτύρησε στὴν Ἠλιούπολη τοῦ Λιβάνου τὸ ἔτος 799 μ.Χ.




Οἱ Ὅσιοι Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεώργιος οἱ αὐτάδελφοι ἐκ Μυτιλήνης

Οἱ τρεῖς αὐτάδελφοι Ὅσιοι καὶ Ὁμολογητὲς ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ πρωτότοκος Ὅσιος Δαβὶδ ἀσκήτεψε καὶ ἵδρυσε κατόπιν μονὴ στὸ ὄρος Ἴδῃ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν μόνασε ἀρχικὰ στὴ μονὴ τοῦ ἀδελφοῦ του στὴν Ἴδῃ καὶ ἐπέστρεψε ὕστερα στὴ Μυτιλήνη ὅπου ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὸ Μῶλο τοῦ νοτίου λιμένος τῆς πόλεως, στὴν ὁποία ἔζησε ὡς στυλίτης ἐπὶ πολλὰ χρόνια. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἱερεὺς καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ Ὅσιος Γεώργιος.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας ὑφίστανται τὰ πάνδεινα. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐγκαθίσταται στὰ περίχωρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναπτύσσει ἐξαιρετικὴ δράση ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Ἐξορίζεται ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα Θεόφιλο, μαζὶ μὲ τοὺς Γραπτοὺς καὶ ἄλλους Πατέρες, στὴν Ἀφουσία καὶ ἀπελευθερώνεται μετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ.
Γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ρόλος του ἦταν πολὺ σημαντικός. Αὐτός, σὲ συζήτηση ἐνώπιον τῆς χήρας βασιλίσσης Θεοδώρας καὶ τῆς αὐλῆς, κατατροπώνει τὸν εἰκονομάχο Πατριάρχη Ἰωάννη Ζ’ τὸν Γραμματικὸ (836-842 μ.Χ.) καὶ ὑποδεικνύει ὡς διάδοχό του τὸν Μεθόδιο (842-846 μ.Χ.).
Ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Γεώργιος ποὺ εἶχε ἤδη καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Ὁσίου Συμεών, ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐκλέγεται καὶ χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἂν καὶ ἦταν 80 ἐτῶν. Καὶ οἱ δυὸ μὲ πολλὲς τιμὲς ἐπιστρέφουν στὸ νησί, ὅπου μετὰ ἕνα ἔτος, τὸ 844 μ.Χ., ἀναπαύεται μὲ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Συμεὼν καὶ μετὰ ἕνα ἢ δυὸ ἔτη (845 ἢ 846 μ.Χ.) ὁ Ὅσιος Γεώργιος.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀνακομίζεται ἀπὸ τὴν Ἴδῃ καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ καὶ κατατίθεται στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὸ Μῶλο τῆς Μυτιλήνης, στὴν ἴδια μὲ τοὺς ἄλλους Ὁσίους ἀδελφοὺς θαυματόβρυτο λάρνακα, ποὺ ἀποτελοῦσε ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες τὸ κέντρο τῆς λειτουργικῆς τιμῆς τῶν τριῶν Ὁσίων αὐταδέλφων.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ὁμολογητής, σὲ ἀνέκδοτο ἔργο του ἀναφέρεται μὲ ἐγκώμια στοὺς τρεῖς στενοὺς συνεργάτες καὶ ὑποστηρικτές του: τὸν μέγα Ἰωαννίκιο, τὸν κλεινὸ Συμεὼν καὶ τὸν διαβόητο στὶς θεωρίες Ἰλαρίωνα.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἀναφέρεται καὶ σὲ μικρὸ ἀπόσπασμα τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαβάζεται τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας: «Συμεὼν τοῦ ὀσιωτάτου Στυλίτου αἰωνία ἡ μνήμη».



Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανός, Πολύευκτος, Πλάτων καὶ Γεώργιος οἱ Μάρτυρες ἐν Μεγάροις

Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος καὶ ὁ τρόπος τοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀδριανοῦ, Πολυεύκτου, Πλάτωνος καὶ Γεωργίου, τῶν ὁποίων οἱ τάφοι καὶ τὰ ἱερὰ αὐτῶν λείψανα ἀνακαλύφθηκαν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ Μέγαρα.
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τῆς Τουρκοκρατίας, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1600-1670, ἕνας Μεγαρεὺς ποὺ ὀνομαζόταν Οἰκονόμου θέλησε νὰ ἀναγείρει οἰκοδομή, στὸν τόπο ὅπου σήμερα βρίσκεται ὁ φερώνυμος ναὸς τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.
Ἐνῷ δὲ οἱ ἐργάτες ἔσκαβαν, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς αἰσθάνθηκε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του θερμότητα τόσο αἰσθητή, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐργασθεῖ στὸ μέρος ἐκεῖνο.
 Τὸ εἶπε τότε στὸν Οἰκονόμου, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔσκαψε βαθύτερα μὲ τὰ χέρια του, βρῆκε μαρμάρινη πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἦταν χαραγμένα τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων. Τότε τὴν ἀνέσυραν καὶ βρῆκαν κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὰ σεπτὰ λείψανα τῶν Ἀθλοφόρων.
Ἀλλὰ κάποιοι ἱερόσυλοι, μόλις ἀποκαλύφθηκαν τὰ ἱερὰ λείψανα, τὰ σύλησαν καὶ ἀναχώρησαν κρυφὰ στὴν Πελοπόννησο. Ἀναζητηθέντες ὅμως δὲν εὑρέθησαν, λόγω καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν Τουρκικῶν ἀρχῶν.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Οἰκονόμου μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἔλαβε μαζί του καὶ τὴν πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἦταν χαραγμένα τὰ ὀνόματα τῶν Μαρτύρων καὶ ἀνέφερε στὸν τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τὰ γενόμενα στὴν πόλη τῶν Μεγάρων.
Περὶ τοῦ πῶς βρέθηκαν στὰ Μέγαρα οἱ Ἅγιοι, δυνάμεθα νὰ συμπεράνουμε δυὸ πράγματα: Ἢ ὅτι αὐτοὶ ὑπέστησαν διώξεις ἀπὸ χριστιανομάχους στὶς Σέρρες καὶ ἐκδιωχθέντες ἀπὸ ἐκεῖ κατέφυγαν στὰ Μέγαρα, ὅπου τελειώθησαν μαρτυρικά, ἢ ὅτι μαρτύρησαν στὰ Μέγαρα ὑπηρετοῦντες σὰν στρατιῶτες.



Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ναυπλιώτης

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀναστάσιος γεννήθηκε στὸ Ναύπλιο καὶ ἦταν Ζωγράφος. Ἐξισλαμίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἀφοῦ ᾖλθε στὸν ἑαυτό του, ἀποκήρυξε τὸν Ἰσλαμισμὸ καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία καὶ γενναιότητα τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νὰ τὸν δελεάσουν καὶ τὸν ἀπείλησαν μὲ τὴν ζωή του. Ἐκεῖνος ὅμως παρέμεινε ἀκλόνητος στὴ χριστιανικὴ ὁμολογία του καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὸ Ναύπλιο, τὸ ἔτος 1655 μ.Χ., ἀφοῦ διαμελίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους.



Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Πέτρος (Σκιπετρώφ) ἦταν Πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1918.



Ἐγκαίνια Ναοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν Ἀρμουλαδῇ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.


synaxarion.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου