Ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
Ἡ 14η Σεπτεμβρίου εἶναι γνωστή εἰς τούς Χριστιανούς ὡς ἡμέρα «τῆς παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Εἶναι ἡμέρα ἀργίας καί νηστείας, διά νά δυνηθοῦν οἱ πιστοί νά προσκυνήσουν «τό ζωομύριστον ξύλον» καί τόν «θαυμάτων θησαυρόν», τόν «συνθετοτρισόλβιον» Σταυρόν καί «χαρίτων παροχέα» (α’ Οἶκος εἰς τόν τίμιον Σταυρόν).
Πρίν προχωρήσωμεν εἰς τήν περιγραφήν τῆς εἰκόνος τῆς Ὑψώσεως, εἶναι ἀνάγκη νά ἴδωμεν τό ἱστορικόν τῆς ἑορτῆς καί τήν θεολογικήν της σημασίαν.
Διά τήν θέσπισιν τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὁ Καθηγητής Ἰ. Φουντούλης γράφει: «Οἱ ἱστορικές ἀρχές τῆς ἑορτῆς χάνονται μέσα στήν πολιά ἀρχαιότητα. Στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 335 ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ μεγάλου ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, πού ἔκτισε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στόν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου.
Ἔκτοτε κατά τήν ἐπέτειο τῶν ἐγκαινίων μεγάλη πανήγυρις ἐγίνετο στά Ἱεροσόλυμα. Καί στά σημερινά μας λειτουργικά βιβλία τήν ἰδία ἡμέρα ἀναγράφεται ἡ «μνήμη τῶν ἐγκαινίων τῆς ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Ἀναστάσεως» καί ἡ Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται στά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἐκείνου.
Ἡ ἑορτή διαρκοῦσε ὀκτώ ἡμέρες. Τήν δευτέρα ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τήν 14 Σεπτεμβρίου, κατά τήν μαρτυρίαν ἀρμενικοῦ λειτουργικοῦ κειμένου τοῦ Ε’ αἰῶνος, ἐγίνετο σύναξις εἰς τόν Γολγοθᾶ «καί ἔδειχναν τόν τίμιο Σταυρό σ᾽ ὅλο τό ἐκκλησίασμα».
Ὁ τίμιος Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό σεβασμιώτερο κειμήλιο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καί ἦταν ἑπόμενο εἰδική πανήγυρις νά καθιερωθῇ γι᾽ αὐτόν ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς συρροῆς τοῦ λαοῦ γιά τόν ἑορτασμό τῶν ἐγκαινίων».
Ὁ Σταυρός αὐτός, πού ὕψωνε τόσον πανηγυρικά ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἦτο ὁ ἀληθής Σταυρός, πού ἀνεῦρεν ἡ Ἁγία Ἑλένη, ἡ μητέρα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς τοῦ 4ου καί 5ου μ. Χ αἰῶνος ὁμιλοῦν διά τήν θαυματουργικήν ἀνεύρεσιν τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος π.χ., τό 395, ἀναφέρει ὅτι εἰς τόν Γολγοθᾶν ἀνευρέθησαν τρεῖς σταυροί, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀνεγνωρίσθη ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, πού ἦτο εἰς τό μέσον τῶν δύο ἄλλων καί εἶχε καί τήν γνωστήν ἐπιγραφήν (Εἰς Ἰωάν. ὁμιλία 85, 1).
Ἄλλοι συγγραφεῖς ὁμιλοῦν διά ἐπιτελεσθέντα θαύματα, τά ὁποῖα ἔγιναν αἰτία νά ἀναγνωρισθῇ ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου. Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἀναφέρει καί τό Συναξάριον τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως: «Διαπορούσης δέ τῆς Βασιλίσσης (τῆς Ἁγίας Ἑλένης), τίς ἄν εἴη ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός, διά τῆς εἰς θανοῦσαν γυναῖκα χῆραν θαυματουργίας δείκνυται· ἥ καί ἀνέστη τῇ τούτου προσψαύσει· τῶν δέ λοιπῶν δύο σταυρῶν τῶν Λῃστῶν μηδέν εἰς τοῦτο ἐνδειξαμένων εἰς θαυματοποιΐας ὑπόδειγμα. Ὅν δῆτα τίμιον Σταυρόν προσεκύνησεν ἡ Βασίλισσα, καί ἠσπάσατο μετά τῆς Συγκλήτου ἁπάσης».
Τήν ἀμηχανίαν δηλαδή τῆς Ἁγίας Ἑλένης διά τό ποῖος ἦτο ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἔλυσε τό θαῦμα, πού ἔγινεν εἰς μίαν πεθαμένην χήραν γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀνέστη ὅταν τήν ἤγγισεν ὁ Σταυρός. Τό θαῦμα αὐτό δέν ἔκαμαν οἱ δύο σταυροί τῶν ληστῶν. Ἔτσι ἡ Βασίλισσα μαζί μέ ὅλην τήν Σύγκλητον προσεκύνησε καί ἠσπάσθη τόν τίμιον Σταυρόν.
Αἱ νῖκαι τοῦ αὐτοράτορος Ἡρακλείου (610-641) κατά τῶν Περσῶν, ἡ ἁρπαγή ὑπ᾽ αὐτῶν τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί ἡ ἐπανάκτησίς του ὑπό εὐσεβοῦς Στρατηλάτου ἔδωκαν νέαν αἴγλην εἰς τήν ἑορτήν τοῦ Σταυροῦ.
Ὁ ζωοποιός Σταυρός ὑψώθη καί πάλιν εἰς τά Ἱεροσόλυμα (τόν Μάρτιον τοῦ 630). Δικαιολογημένως ψάλλει ἔκτοτε ἡ Ἐκκλησία μας: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατά βαρβάρων δωρούμενος καί τό σόν φυλάττων διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» (Ἀπολυτίκιον).
Ἀπό τό 614 ἡ τελετή τῆς Ὑψώσεως ἐγίνετο καί εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν διά νά διαδοθῇ ἐν συνεχείᾳ καί εἰς ἄλλα χριστιανικά κέντρα. Ἔτσι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ ἐπεσκίασε τήν ἑορτήν τῶν Ἐγκαινίων.
Ἀκόμη ἀπέβαλε τόν τοπικόν της χαρακτῆρα καί ἔγινεν οἰκουμενική ἑορτή, δόξα καί καύχημα ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Σταυρός πλέον ὑμνεῖται ὡς «οἰκουμένης φύλαξ» καί ὡς «ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ σημερινή τελετή τῆς Ὑψώσεως εἶναι σχεδόν ἀπομίμησις τῆς τελετῆς, πού ἔγινεν εἰς τά Ἱεροσόλυμα μετά τήν ἀνεύρεσιν τοῦ τιμίου ξύλου. «Ζητῶν δέ καί ὁ κοινός λαός προσκυνῆσαι, οὐκ ἠδύνατο καί ᾐτήσατο κἄν ἰδεῖν αὐτόν. Τότε ἀνῆλθεν ὁ Μακάριος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καί ὕψωσεν ἐπί τοῦ ἄμβωνος τόν τίμιον Σταυρόν· καί ἰδόντες, ἤρξατο ὁ λαός κράζειν τό «Κύριε ἐλέησον».
Καί ἔκτοτε ἐπεκράτησεν ἡ τιμία Ἑορτή τῆς Ὑψώσεως». (Ἀπό τό Συναξάριον τῆς ἡμέρας). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατανυκτικήν σκηνήν ἀπαθανατίζει καί ἡ βυζαντινή εἰκών τῆς Ὑψώσεως.
Τήν θεολογικήν σημασίαν τῆς ἑορτῆς εὑρίσκομεν εἰς τά τροπάρια τῆς ἡμέρας. Ἀπό αὐτά ἐκεῖνα τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τῶν Αἴνων εἶναι τά πιό μεστά εἰς νοήματα καί τά πλουσιώτερα εἰς ποιητικάς ἐξάρσεις.
Ὁ Σταυρός, πού ὑψοῦται εἰς προσκύνησιν ὑπό τῶν πιστῶν, εἶναι τό τρόπαιον, τό ὁποῖον ἔστησεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν πόλεμόν της κατά τοῦ Σατανᾶ. Ὁ Σταυρός ἤνοιξε τήν κλεισμένην θύραν τοῦ Παραδείσου, ἀφοῦ κατήργησε τήν δύναμιν τοῦ θανάτου καί ὕψωσε τούς πιστούς ἀπό τήν γῆν εἰς τόν οὐρανόν. Τό ἀκαταμάχητον ὅπλον τοῦ Σταυροῦ ἀσφαλίζει τούς πιστούς κάθε ἐποχῆς, πού ἀντιπαλαίουν μέ τόν Σατανᾶ καί γίνεται δόξα καί στολίδι τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας.
Τά θεολογικά αὐτά νοήματα συμπυκνώνει εἰς τούς στίχους του τό πρῶτον ἀπόστιχον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. α’ ἤχου:
«Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα· δι᾽ οὗ ἐξηφάνισται ἡ φθορά καί κατήργηται καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις καί ὑψώθημεν ἀπό γῆς πρός οὐράνια. Ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος».
Εἰς τά τροπάρια τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ κυριαρχεῖ τό αἴσθημα τῆς χαρᾶς διά τήν ἀνεύρεσιν καί τήν θαυματουργόν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ. Οἱ ὕμνογράφοι ὅμως δέν ξεχνοῦν ὅτι ἐπάνω εἰς τό εὐλογημένον αὐτό ξύλον ἐκαρφώθη ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός. Ἔτσι οἱ πιστοί καλοῦνται νά ἀσπασθοῦν τόν Σταυρόν «τῇ χαρᾷ καί τῷ φόβῳ· φόβῳ διά τήν ἁμαρτίαν, ὡς ἀνάξιοι ὄντες· χαρᾷ δέ διά τήν σωτηρίαν, ἥν παρέχει τῷ κόσμῳ ὁ ἐν αὐτῷ προσπαγείς (=καρφωθείς) Χριστός ὁ Κύριος, ὁ ἔχων τό μέγα ἔλεος» (Δοξαστικόν τῶν Αἴνων). Ἐπί πλέον κατά τήν ἡμέραν αὐτήν νηστεύομεν, διότι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως φέρει «τά ἴσα τῆς ἁγίας καί Μ. Παρασκευῆς».
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ
(Τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ)
(Τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ)
Τό κέντρον τῆς εἰκόνας καταλαμβάνει ὁ ἄμβων, ἐπάνω εἰς τόν ὁποῖον ὁ Ἅγιος Μακάριος (314-333) ὕψωσε τόν τίμιον Σταυρόν. Ἕνα σκοτεινόν ἄνοιγμα εἰς τήν βάσιν τοῦ ἄμβωνος δείχνει τό μέρος τῆς ἀνευρέσεως.
Τό δεύτερον μετά τόν Πατριάρχην πρόσωπον, πού κυριαρχεῖ εἰς τήν εἰκόνα εἶναι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐνδεδυμένη τήν βασιλικήν της στολήν καί συνοδευομένη ὑπό δύο εὐλαβῶν γυναικῶν. Τόν Πατριάρχην κυκλώνουν κληρικοί καί λαϊκοί, πού παρακολουθοῦν μέ ἱερόν δέος τήν τελετήν.
Τό δέος αὐτό προκαλεῖ ἀφ᾽ ἑνός ἡ θέα τοῦ Σταυροῦ καί ἀφ᾽ ἑτέρου τά θαύματα πού ἔγιναν κατά τήν ἀνεύρεσίν του. Νομίζει κανείς, καθώς παρατηρεῖ τά βυθισμένα εἰς σκέψεις πρόσωπα τῆς εἰκόνος, ὅτι ὅλοι των ἀνακαλοῦν εἰς τήν μνήμην των τά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως, τά πρίν καί τά μετά ἀπό αὐτήν.
Ἔτσι καί ὁ θεατής ἀναπολεῖ τά σωτήρια περιστατικά συμφώνως πρός τήν εὐχήν τῆς Ἐκκλησίας: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καί πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου πάλιν παρουσίας…» (Ἀπό τήν εὐχήν τῆς ἀναφορᾶς τῆς Λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου).
Ἡ σκηνή μᾶς μεταφέρει εἰς τά τελούμενα σήμερον εἰς τήν Ἐκκλησίαν κατά τήν 14ην Σεπτεμβρίου διά νά ἀκουσθῇ ἀπό ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» ὁ νικητήριος παιάν:
Τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καί τήν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν».
Πηγή: imaik.gr
alopsis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.