Ὁμιλία τοῦ π. Σάββα στό Φροντιστήριο Κυκλαρχισσῶν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης στίς 21-10-10.
Γιά νά κατεβάσετε καί νά ἀποθηκεύσετε τήν ὁμιλία πατῆστε ἐδῶ (δεξί κλίκ, 'Ἀποθήκευση προορισμοῦ ὡς, ἤ Ἀποθήκευση δεσμοῦ ὡς)
+
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΞΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
ΕΤΟΣ 2009-2010
Βιβλίο πρός μελέτην: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ,
Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, PG 150, 368-492.
ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΒ’: Προετοιμασία γιά τή Θεία Λειτουργία
Πῶς διoρθώνουμε τήν φαντασία μας (β‘ μέρος).
ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, Ἀόρατος πόλεμος, Α΄μέρος, κεφ. ΚΕ΄
Ὅταν βλέπεις ὅτι ὁ νοῦς σου κουράζεται καί δέν μπορεῖ πιά νά μείνει μέσα στήν καρδιά καί στήν προσευχή τοῦ νοῦ πού γίνεται μέσα σ’ αὐτή, τότε χρησιμοποίησε καί τόν β΄ τρόπο, δηλαδή, ἄφησέ τον νά βγαίνει ἔξω καί νά ἀσχολεῖται μέ μελέτες καί παρατηρήσεις καί σέ νοήματα θεία καί πνευματικά, τόσο σ’ αὐτά πού περιέχονται μέσα στίς Γραφές, ὅσο καί αὐτά πού βρίσκονται στά κτίσματα, ἰδιαίτερα στά νοητά, τά ὁποῖα λέγονται στήν καθομιλουμένη μεταφυσικά καί ἀφηρημένα τῆς ὕλης. Γιατί, αὐτά τά πνευματικά νοήματα, συγγενῆ μέ τόν νοῦ ἔχουν καί τήν λεπτότητα καί τήν ἰδιότητα τοῦ ἄϋλου, δέν τόν ἀφήνουν νά παχαίνει, ἀλλά τόν κάνουν μέ εὐκολία νά ἐπιστρέψει στόν τόπο τῆς καρδιᾶς καί νά ἑνωθεῖ πάλι μέ τήν νοερή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει, ὁ Θεῖος Μάξιμος, «ὅτι μόνη ἡ πράξις δέν μπορεῖ νά κάνει τόν νοῦ ἀπαθῆ, ἄν δέν τόν διαδέχονται πολλές καί ποικίλες θεωρίες». Πρόσεξε ὅμως, νά μή ἀσχολεῖσαι στούς λόγους τῶν ὑλικῶν σωμάτων καί ζώων, δηλαδή στά λεγόμενα φυσικά, ἀφοῦ εἶσαι ἀκόμη ἐμπαθῆς. Γιατί μή ὄντας ὁ νοῦς σου ἐλεύθερος ἀπό τίς μοχθηρές φαντασίες τῶν αἰσθητῶν, πρίν νά διαπεράσει μέσα στούς πνευματικούς καί ἄϋλους λογισμούς, πού βρίσκονται μέσα στά σώματα καί στά ζῶα, πιάνεται ἀπό μόνο τήν ἐξωτερική μορφή τους καί τήν ἐπιφάνεια καί εὐχαριστημένος σέ αὐτή, ἀποκτᾶ ψεύτικες δοξασίες καί πάθη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀντί νά βρεῖ ἀπάθεια καί ἀλήθεια, καθώς τό ἔπαθαν τόσοι καί τόσοι φιλόσοφοι, πού καλοῦνται φυσικοί.
Ἤ χρησιμοποίησε καί τόν γ΄ τρόπο γιά ἀνάπαυση καί παρηγοριά τοῦ νοῦ σου δηλαδή, φαντάσου τά μυστήρια της ζωῆς καί τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, δηλαδή τήν Γέννησή του στό σπήλαιο, τήν Ὑπαπαντή του στό Ναό, τήν Βάπτισή του στόν Ἰορδάνη, τήν Σαρανταήμερη νηστεία του στήν ἔρημο, τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου του, τά διάφορα θαύματα πού ἔκανε, τήν Μεταμόρφωσή του στό Θαβώρ, τό νίψιμο τῶν ποδιῶν τῶν μαθητῶν του, τήν παράδοση τῶν μυστηρίων, τήν προδοσία του, τά πάθη του, τόν Σταυρό του, τόν Ἐπιτάφιό του, τήν Ἀνάστασή του καί τήν Ἀνάληψή του, τά κάθε εἴδους βάσανα τῶν Μαρτύρων καί τίς μακροχρόνιες ἀσκήσεις τῶν Ὁσίων.
Τό ἴδιο, μπορεῖς, ἀκόμη γιά τήν συντριβή τῆς καρδιᾶς σου καί τήν μετάνοια, νά φαντάζεσαι τό μυστήριο καί τήν φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου σου, τήν τρομερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τά διάφορα εἴδη τῶν αἰωνίων κολάσεων, δηλαδή, τίς λίμνες τῆς αἰώνιας φωτιᾶς, τίς κατασκότεινες καί ὑπόγειες φυλακές, τούς πολύ κρύους τάφους, τά σκουλίκια πού πίνουν αἷμα, τήν συντροφιά μέ τούς δαίμονες, φαντάσου ἀκόμη καί τήν ἀπόλαυση τῆς ἀπερίγραπτης χαρᾶς καί τήν οὐράνια ἐκείνη βασιλεία τῶν δικαίων τήν αἰώνια δόξα καί μακαριότητα, τόν ἦχο ἐκείνων πού ἑορτάζουν τήν ἕνωση μέ τόν Θεό καί τήν παντοτεινή γνωριμία καί συγκατοίκηση ὅλων τῶν Ἁγίων [1]
Ἀλλά, γνώριζε, ὅτι δέν σοῦ λέω νά ἀσχολεῖσαι πάντα μέ αὐτά, ἀλλά νά τά μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε κάποτε καί μερικές φορές, ὡς πού νά ξεκουρασθεῖ ὁ νοῦς σου καί πάλι νά ἐπιστρέψει στήν καρδιά καί ἐκεῖ νά ἐργάζεται τό ἀφάνταστο καί ἀσχημάτιστο, διά μέσου τῆς καρδιακῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως ὅλα τά φερέοικα ζῶα, δηλαδή αὐτά πού κουβαλᾶνε μαζί τό σπίτι τους, (σάν τά σαλιγκάρια καί τίς χελῶνες) καί τά ὄστρακα, δέν ἀναπαύονται πουθενά ἀλλοῦ, παρά μέσα στά ὄστρακα, πού εἶναι ντυμένα καί μέσα στίς τρύπες τους, ἔτσι καί ὁ νοῦς, μέ φυσικό τρόπο, σέ τίποτα ἄλλο δέν ἀναπαύεται τόσο, ὅσο, στό νά βρίσκεται μέσα στό σῶμα πού φοράει, δηλαδή, μέσα στό θάλαμο τῆς καρδιᾶς καί στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο καί ἀπό ἐκεῖ, σάν ἀπό καμία πολεμήστρα, νά πολεμᾶ τούς λογισμούς καί τούς ἐχθρούς καί τά πάθη, πού ἐκεῖ μέσα εἶναι κρυμμένα, ἄν καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι αὐτό δέν τό γνωρίζουν[2].
Πάνω ἀπό ὅλα σου λέω, ὅτι γιά νά πολεμᾶς καί νά προφυλάγεσαι καλά, μήν ἀφήνεις τήν φαντασία καί τήν ἐνθύμησή σου νά θυμᾶται ὅλα ἐκεῖνα, πού εἶδες ἤ ἄκουσες ἤ μυρίστηκες ἤ γεύτηκες ἤ ἔπιασες καί ἰδιαιτέρως, τά ἄσεμνα καί κακά. Γιατί ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ μέ τήν δοκιμή, πώς περισσότερο πόλεμο κάνει κάποιος νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν φαντασία καί τήν ἐνθύμηση ἐνός πράγματος, παρά ἀπό τήν ἰδία τήν αἴσθησή του. Ἐπειδή τό νά ἰδεῖ κανείς - ὑποθετικά λέμε - ἤ νά μήν ἰδεῖ ἕνα πρόσωπο μέ πάθος, αὐτό εἶναι εὔκολο καί πόλεμο τόσο δέν ἔχει, ὅταν ὅμως τό ἰδεῖ καί τό περιεργασθεῖ, δέν εἶναι πλέον εὔκολο, ἀλλά χρειάζεται πόλεμος καί ἀγώνας, γιά νά βγάλει τήν ἐνθύμηση τοῦ προσώπου ἐκείνου ἀπό τήν φαντασία του.
Καί πολλές φορές, μία μονάχα, ἐμπαθής καί περίεργη ματιά, πού ρίξαμε σέ ἕνα ὄμορφο πρόσωπο, μᾶς ἐντυπώνει στή φαντασία τόσο βαθιά τήν ἐνθύμησή του, πού πολεμοῦμε σαράντα ἤ πενήντα χρόνια, μέχρι καί αὐτά τά γηρατειά μας καί δέν μποροῦμε νά ἐξαλείψουμε ἐκείνη τήν ἐνθύμηση καί φαντασία. Καί εἶναι ἄξιο γιά γέλια, ὅτι τό πρόσωπο ἐκεῖνο γερνάει καί ἀσχημαίνει ἤ πεθαίνει καί γίνεται χῶμα καί πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πιάνουμε μέ τά χέρια μας τά ὀστᾶ του στόν τάφο, ἀλλά ἡ φαντασία μας κρατεῖ τόσο σφικτά καί δυνατά τήν εἰκόνα του, πού πάντα τό νομίζει γιά νέο καί γιά ζωντανό καί ἔτσι σάν παράλογη καί τυφλή, μᾶς κάνει νά ἁμαρτάνουμε μέ αὐτό στή καρδία, σάν νά ἦταν καί ἀληθινό, τόσο ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι, ὅσο καί ὅταν κοιμώμαστε[3].
Ἀκόμη σοῦ ὑπενθυμίζω, νά φυλαχθεῖς καλά καί νά μή πιστεύεῖς ἤ τελείως νά δέχεσαι ὡς ἀληθινό, ἄν δεῖῇς ξύπνιος ἤ ἐνῶ κοιμᾶσαι, μέσα ἀπό τήν καρδιά σου ἤ ἔξω κανένα σχῆμα, ὅπως φῶς ἤ φωτιά ἤ σάν εἶδος ἀγγέλου ἤ ἁγίου ἤ κάτι ἄλλο παρόμοιο, ὅ,τι κι ἄν εἶναι.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
[1]
Ἄν μέ αὐτά τά θεία νοήματα καί τίς μελέτες ζωγράφιζες, ἀδελφέ, τόν
χάρτη τῆς φαντασίας σου, ὄχι μόνο θά γλυτώσεις ἀπό τίς πονηρές
ἐνθυμήσεις καί κακούς λογισμούς, ἀλλά καί θά ἐπαινεθῇς μέ παρρησία σέ
ἐκείνη τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, γιατί λέγει ὁ μέγας Βασίλειος στόν λόγο
περί Παρθενίας, ὅτι κάθε ἄνθρωπος πού βρίσκεται στό σῶμα του,
παρομοιάζεται μέ ἕνα ζωγράφο, πού ζωγραφίζει κάποια εἰκόνα μέσα σέ
ἀπόκρυφο τόπο. Καθώς λοιπόν ὁ ζωγράφος ἐκεῖνος, ὅταν βγάλει ἔξω στό
θέατρο τήν εἰκόνα του, ἐπαινεῖται μέν ἀπό τούς θεατές, ἄν ζωγράφισε
ἐπάνω σέ αὐτή χαρακτῆρες ἁγίων καί ἄλλα ὡραῖα καί ἀξιοθέατα πράγματα,
κατηγορεῖται ὅμως, ἄν ζωγράφισε σέ αὐτή σιχαμερά, ἄσεμνα καί ἀξιομίσητα
πράγματα, κατά αὐτό τόν τρόπο καί κάθε ἄνθρωπος, ὅταν μετά τό θάνατον
βρεθεῖ στήν Κρίσι τοῦ Θεοῦ, θά ἐπαινεθεῖ καί θά μακαρισθεῖ ἀπό Θεό καί
Ἀγγέλους καί Ἁγίους, ἄν στόλισε τόν νοῦ του καί τήν φαντασία του μέ
λαμπρά, θεῖα καί πνευματικά νοήματα. Καί πάλι, θά ντραπεῖ καί θά
κατακριθεῖ, ἄν γέμισε τήν φαντασία του μέ πάθη, μέ ἄσεμνα καί αἰσχρά
εἴδωλα καί εἰκόνες. Καί ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θαυμάζει πῶς ἀπό τῶν αἰσθητῶν δημιουργεῖται στήν ψυχή μέ τήν φαντασία ἤ νοητό φῶς, τό ὁποῖο παρέχει ζωή αἰώνια ἤ νοητό σκοτάδι κολαστήριο (Φιλοκαλία).
[2]
Καί ὅτι μέν τά πάθη καί οἱ λογισμοί βρίσκονται κρυμμένα στή καρδιά καί
ἀπό κεῖ βγαίνουν καί μᾶς πολεμοῦν, τό μαρτυρεῖ ὁ Κύριος, λέγοντας : «Ἀπό
τήν καρδιά βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχεῖες, κλοπές,
ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αὐτά εἶναι πού μολύνουν τόν ἄνθρωπο» (Ματθ.
15,18-19). Ὅτι ὅμως καί οἱ ἐχθροί δαίμονες τριγύρω ἀπό τήν καρδιά κρύβονται καί βρίσκονται (κάτ’ ἐνέργεια ὅμως καί ὄχι κάτ’ οὐσία, ὅπως λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν) καί αὐτό τό ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Διάδοχος (ὁ ἐπίσκοπος Φωτικῆς), λέγοντας ὅτι πρό μέν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ Θεία Χάρις παρακινεῖ τόν ἄνθρωπο στά καλά ἀπό μέσα, ὁ δέ σατανᾶς παραφυλάει στά βάθη τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς ἀφοῦ δέ βαπτισθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὁ δαίμονας πηγαίνει ἔξω ἀπό τήν καρδιά, ἐνῶ ἡ χάρις μέσα (κεφ. ος΄). Πλήν καί μετά τό Βάπτισμα (λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος κεφ. πβ΄), παραχωροῦνται
νά βρίσκονται στά βάθη τοῦ σώματος (καί μπορεῖ νά πεῖ κάποιος στήν
ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς), γιά δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου καί ἀπό κεῖ
ἐρεθίζουν τόν νοῦ μέ τήν ὑγρότητα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Γι’ αὐτό λένε οἱ
Πατέρες, ὅτι οἱ δαίμονες δέν ἀγαποῦν νά γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι αὐτοί
βρίσκονται μέσα τους, γιά νά μήν διώχνουν ἀπό ἐκεῖ καί τούς πολεμοῦν μέ
τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο λέγεται μέσα στή καρδιά, ὅπως
προείπαμε. Ὅτι οἱ δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεῖ καί ὁ θεολόγος
Γρηγόριος, λέγοντας, ὅτι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος, πώς τό ἀκάθαρτο
πνεῦμα, ἀφοῦ ἐξέλθει ἀπό τόν ἄνθρωπο, πάλιν παίρνει ἑπτά ἄλλα πνεύματα
καί εἰσέρχονται καί κατοικοῦν σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπον (Μάτθ. 12,43), αὐτό,
λέω, μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος, ὅτι γίνεται μετά τό Βάπτισμα, παραχωροῦντος τοῦ
Θεοῦ νά μπαίνουν οἱ δαίμονες στόν βαπτισθέντα, γιά τούς πονηρούς
λογισμούς καί τά λόγια καί τά κακά ἔργα, πού θά κάνει μετά τό Βάπτισμα
(Λόγ. εἰς τά Φῶτα, βλ. καί τό Κ΄ κεφάλ. τοῦ β΄ μέρους).
[3]
Βλέπε ὅτι σου ἔφερα παράδειγμα ἀπό τήν φαντασία πού γεννᾶται ἀπό τήν
ὄραση. Γιατί γνώριζε, Πώς ἄλλη αἴσθηση δέν μᾶς πολεμάει τόσο, ὅσο ἡ
ὅραση. Καί καθώς αὐτή εἶναι ἡ βασιλικώτερη, ἡ λεπτότερη, ἡ καθαρώτερη
ἀπό ὅλες τίς ἄλλες καί ἡ συγγενής μέ τό νοῦ κατά τήν λαμπρότητα καί τό
ἀσώματο, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἔτσι καί οἱ φαντασίες πού γίνονται ἀπό
αὐτή, πολύ δύσκολα σβύνουν. Κατά δεύτερο τρόπο μας πολεμοῦν οἱ φαντασίες
ἐκείνων τῶν αἰσχρῶν καί πονηρῶν λόγων, πού ἀκούσαμε καί αὐτό γνώριζε,
ὅτι καθώς, ὅταν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, τά μάτια δέν
εὐχαριστοῦνται, ἄν δέν βλέπουν καί αὐτά ἐκεῖνο πού αἰσθάνονται οἱ λοιπές
αἰσθήσεις, ἔτσι καί ἡ φαντασία, δέν εὐχαριστεῖται, ἄν ἵσως δέν κάνει
ὁρατά, ὅλα ὅσα ἀκούγονται καί γεύονται καί μυρίζονται καί πιάνονται κατά
τόν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (Φιλοκαλία).
Γιά πληρέστερη κατανόηση τοῦ Θέματος παραθέτουμε καί τό Α΄ μέρος τοῦ κεφαλαίου περί Φαντασίας ἀπό τόν Ἀόρατο Πόλεμο.
+
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΞΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
ΕΤΟΣ 2009-2010
Βιβλίο πρός μελέτην: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ,
Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, PG 150, 368-492.
ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΑ’: Προετοιμασία γιά τή Θεία Λειτουργία
Πῶς διoρθώνουμε τήν φαντασία μας (α‘ μέρος).
ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, Ἀόρατος πόλεμος, Α΄μέρος, κεφ. ΚΕ΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕ΄ Πῶς πρέπει νά διορθώνουμε τήν φαντασία καί τήν ἐνθύμησή μας.
Ἀφοῦ μιλήσαμε σχετικά γιά τήν διόρθωση τῶν αἰσθήσεών μας, ἐπακόλουθο εἶναι νά ποῦμε ἐδῶ καί πῶς πρέπει νά διορθώνουμε τήν φαντασία καί ἐνθύμησή μας, ἐπειδή καί κατά τήν γνώμη ὅλων σχεδόν τῶν φιλοσόφων, ἡ φαντασία καί ἡ ἐνθύμηση, δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά μία ἀποτύπωση ὅλων ἐκείνων τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, πού εἴδαμε, ἀκούσαμε καί μυριστήκαμε καί γευτήκαμε καί πιάσαμε. Καί γιά νά πῶ μέ συντομία, ἡ φαντασία καί ἐνθύμηση, εἶναι μία ἐσωτερική κοινή αἴσθηση, ἡ ὁποία φαντάζεται καί θυμᾶται καθαρά ὅλα, ὅσα οἱ ἐξωτερικές πέντε αἰσθήσεις μας πρόλαβαν νά προαισθανθοῦν. Καί κατά κάποιο τρόπο, ἡ μέν αἴσθηση καί τά αἰσθητά, παρομοιάζονται μέ τήν σφραγίδα, ἐνῶ ἡ φαντασία, μέ τό ἀποτύπωμα τῆς σφραγίδας.
Ἡ φαντασία αὐτή καί ἡ ἐνθύμηση μᾶς δόθηκε μετά τήν παράβαση γιά νά τήν μεταχειρισθοῦμε, ὅταν οἱ ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις ἡσυχάζουν καί ὅταν δέν ἔχουμε μπροστά μας παρόντα τά αἰσθητά ἐκεῖνα πράγματα, πού πέρασαν ἀπό τίς αἰσθήσεις καί τυπώθηκαν σέ αὐτήν. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά ἔχουμε πάντα παρόντα ὅλα ὅσα γνωρίσαμε καί ἀκούσαμε καί μυρίσαμε καί γευθήκαμε καί πιάσαμε, γι’ αὐτό τά φέρνουμε μπροστά μας μέ τήν φαντασία καί τήν ἐνθύμηση, πού τά ἔχει τυπωμένα καί ἔτσι μιλοῦμε γί αὐτά καί σκεπτόμαστε, σάν νά τά εἴχαμε καί μπροστά μας.
Γιά παραδειγα· ἐσύ πῆγες μία φορά καί εἶδες τήν Σμύρνη, ἔπειτα ἔφυγες ἀπό ἐκεῖ καί πλέον δέν τήν βλέπεις μέ τήν ἐξωτερική αἴσθηση τῶν ματιῶν, ἀλλά ὅμως μέ τήν ἐσωτερική αἴσθηση δηλαδή, μέ τήν φαντασία καί ἐνθύμηση, ὅταν θέλεις, φέρνεις τήν Σμύρνη μπροστά σου καί τήν βλέπεις, σάν νά ἦταν καί παρόν, μέ τό ἴδιο σχῆμα καί διάστημα καί μέγεθος καί τοποθεσία, πού ἔχει· ὄχι πώς τότε πηγαίνεις καί βλέπεις τήν Σμύρνη, (καθώς νομίζουν μερικοί ἀμαθεῖς). Ἀλλά βλέπεις τήν εἰκόνα τῆς Σμύρνης, τήν ὁποία ἔχει τυπωμένη μέσα ἡ φαντασία καί ἡ ἐνθύμησή σου. Αὐτή ἡ φαντασία τῶν αἰσθητῶν εἶναι, πού μᾶς ἐνοχλεῖ καί μέσα στόν ὕπνο καί μᾶς κάνει νά βλέπουμε τά διάφορα καί πολυποίκιλα ὄνειρα, στά ὁποῖα πρόσεχε νά μή πιστεύεις ποτέ.
Ἐπειδή ὅμως ἡ φαντασία αὐτή, εἶναι μία παράλογη καί χοντρή ἀποτύπωση τῶν πέντε αἰσθήσεων καί φαντάζεται τά αἰσθητά μέ τό σχῆμα καί χρῶμα καί τό μέγεθός τους, ὅπως εἴπαμε :
Α. Νά γνωρίζεις, δέ ὅτι ὁ Θεός, ὅπως εἶναι ἔξω ἀπό ὅλες τίς αἰσθήσεις μαζί καί τά αἰσθητά καί πέρα ἀπό κάθε σχῆμα καί χρῶμα καί διάστημα καί τόπο, ὡς ἐντελῶς ἀσχημάτιστος καί ἄμορφος καί ὑπάρχει παντοῦ καί πάνω ἀπό ὅλα, ἔτσι εἶναι καί ἔξω ἀπό κάθε φαντασία. Καί στή συνέχεια, γνώριζε, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι μία δύναμις τῆς ψυχῆς, πού δέν ἔχει ἐπιδεξιότητα νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, γι’ αὐτά της τά ἐλαττώματα (Βλέπε στή Φιλοκαλία, πού λέγει, ὅτι «καμία φαντασία δέν ἔχει θέση στήν περίπτωση τοῦ Θεοῦ. Διότι γενικά εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἔννοια»).
Β΄. Γνώριζε, ὅτι καί ὁ ἑωσφόρος καί ὁ πρῶτος τῶν Ἀγγέλων, ὄντας πρίν ἀνώτερος τῆς παράλογης φαντασίας καί πέρα ἀπό κάθε σχῆμα καί χρῶμα καί αἴσθηση ὡς νοῦς λογικός καί ἄϋλος καί ἀσχημάτιστος καί ἀσώματος, ὕστερα ἀφοῦ φαντάσθηκε καί ἐσχημάτισε μέ τό νοῦ τοῦ τήν ἰσοθεία, ἔπεσε ἀπό ἐκείνη τήν ἄμορφη καί ἀσχημάτιστη καί ἀπαθῆ καί ἑνιαία, ἀσώματη κατάσταση τοῦ νοῦ, κάτω στή πολυσχημάτιστη καί πολυμέριστη καί παχυλή αὐτή φαντασία, ὅπως εἶναι γνώμη πολλῶν θεολόγων καί ἔτσι, ἀπό ἄγγελος ἀσχημάτιστος, ἄϋλος καί ἀπαθής, ἔγινε διάβολος, ὑλικός, κατά κάποιο τρόπο, πολυσχημος καί ἐμπαθής[1]. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται ἀπό τούς θείους Πατέρες ζωγράφος πού μιμεῖται τά πάντα καί φίδι πολύμορφο καί τρώει τήν γῆ τῶν παθῶν, φαντασιοκόπος καί ἄλλα παρόμοια ὀνόματα. Ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό παρομοιάζεται ὡς δράκος μέ σῶμα, μέ οὐρά, μέ νεῦρα, μέ πλευρά, μέ ράχη, μέ μύτη, μέ μάτια, μέ στόμα, μέ χείλη, μέ δέρμα, μέ σάρκα καί μέ ἄλλα παρόμοια μέλη. Καί βλέπε στό Μ΄καί ΜΑ΄ κεφάλαιο τοῦ Ἰώβ. Ὅποτε, ἀπό αὐτά μάθε, ἀγαπητέ, ὅτι ἡ φαντασία μέ διάφορες μορφές, καθώς εἶναι ἐφεύρεση καί καρπός τοῦ διαβόλου, ἔτσι τοῦ εἶναι καί πολύ ἐπιθυμητή. Ἐπειδή, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους[2] αὐτή εἶναι τό γεφύρι, μέσα ἀπό τό ὁποῖο περνώντας οἱ δολοφόνοι δαίμονες, ἑνώνονται μέ τήν ψυχή καί ἔτσι τήν κάνουν κατοικητήριο αἰσχρῶν καί πονηρῶν καί βλάσφημων λογισμῶν καί ὅλων τῶν ἀκαθάρτων ψυχικῶν καί σωματικῶν παθῶν.
Γ. Γνώριζε, ὅτι κατά τόν θεολογικώτατο Ἅγιο Μάξιμο καί ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ κτίστηκε ἀπό τόν Θεό χωρίς φαντασία. Ἐπειδή, ὁ νοῦς ἐκείνου, καθαρός, μοναδικός καί πράγματι νοῦς ὤν, δέν τυπωνόταν, οὔτε σχηματιζόταν ἀπό τίς αἰσθήσεις καί τά διάφορα εἴδη τῶν αἰσθητῶν. Ἀλλά χωρίς νά μεταχειρισθεῖ τήν κατώτερη δύναμη τῆς φαντασίας καί νά φαντασθεῖ σχήματα καί χρώματα καί εἴδη καί διαστήματα, παρατηροῦσε μέ τήν ἀνώτερη δύναμη τῆς ψυχῆς, δηλαδή τήν διάνοια, μόνους γυμνούς καί ψιλούς τους λόγους τῶν ὄντων, ἄϋλα, καθαρά καί πνευματικά[3]. Ἀλλά ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, καθώς αὐτός ἔπεσε ἀπό τήν φαντασία, ἔτσι ἔκανε καί τόν Ἀδάμ, νά σχηματίσει τόν νοῦ του μέ τήν ἰσοθεΐα καί νά πέσει ἀπό τήν ἴδια αὐτή τήν φαντασία καί ἔτσι ἀπό ἐκείνη τήν νοερά, ἰσάγγελο, ἑνιαία, λογική καί ἀσχημάτιστη ζωή, γκρεμίστηκε ὁ ταλαίπωρος, στήν αἰσθητική, πολυμέριστη καί πολυσχημάτιστη φαντασία αὐτή καί τήν κατάσταση τῶν ἀλόγων ζώων. Ἐπειδή ἡ φαντασία εἶναι κυρίως ἰδίωμα τῶν ἀλόγων ζώων καί ὄχι τῶν λογικῶν.
Ἀφοῦ γιά μία φορά ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτήν τήν κατάστασh, ποιός μπορεῖ νά πεῖ, σέ πόσα πάθη, σέ πόσα κακά καί σέ πόσες πλάνες κατακρεμίστηκε μέσα ἀπό τήν φαντασία; Γέμισε τήν ἠθική φιλοσοφία ἀπό διάφορες ἁπάτες[4]. Γέμισε τή φυσική ἀπό πολλές ψευτοδοξασίες[5], καί γέμισε τήν θεολογία ἀπό ψεύτικα καί σάπια δόγματα. Γιατί, πολλοί, καί μεγάλοι καί νεώτεροι, θέλοντας νά θεωρήσουν καί νά μιλήσουν σχετικά μέ τό Θεό καὶ τά σχετικά (μέ Αὐτόν)· θέλοντας νά ὁμιλήσουν περί τῶν ἁπλῶν, ἀσχημάτιστων καὶ ἀφάνταστων μυστηρίων, ὅπου ἐνεργεῖ ἡ ἀνώτερη ἀπό ὅλες τίς δυνάμεις, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, δηλαδή, ὁ νοῦς, πρίν ἀκόμη νά καθαρίσουν τό νοῦ τους ἀπό τά ἐμπαθῆ σχήματα καί εἰκόνες τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ἀντί γιά τήν ἀλήθεια βρῆκαν τό ψέμα. Καί τό μεγαλύτερο κακό εἶναι, ὅτι καί τό ψέμα αὐτό, τό ἀσπάστηκαν καί τό κρατοῦν δυνατά σάν ἀλήθεια καί ὄντως ὄν· ἀντί γιά θεολόγοι, φάνηκαν φαντασιολόγοι, ἀφοῦ παραδόθηκαν σέ ἀδόκιμο νοῦ, κατά τόν Ἀπόστολο.
Λοιπόν, ἐσύ ἀδελφέ, ἐάν ἀγαπᾶς νά ἐλευθερωθεῖς μέ εὐκολία ἀπό τίς πλάνες αὐτές καί τά πάθη, ἐάν ἐπιθυμεῖς νά ξεφύγεις ἀπό τίς διαφόρες παγίδες καί τεχνάσματα τοῦ διαβόλου καί ἐάν ἐπιθυμεῖς νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό καί νά πετύχεις τόν θεῖο φωτισμό καί τήν ἀλήθεια, πολέμα, ἀλλά μέ ὅλες σου τίς δυνάμεις πολέμα, νά ξεγυμνώσεις τόν νοῦ σου ἀπό τά σχήματα καί τά χρώματα καί τά διαστήματα, καί γενικά ἀπό κάθε φαντασία καί ἐνθύμηση τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, καί καλῶν καί κακῶν.
Ἐπειδή ὅλα αὐτά εἶναι σάν μολυσμοί καί λάσπες καί σκοτεινιά, πού μολύνουν τήν καθαρότητα καί εὐπρέπεια καί λαμπρότητα τοῦ νοῦ καί παχαίνουν τήν ἀϋλία του. Καί σχεδόν, κανένα πάθος[6] ψυχικό ἤ σωματικό δέν μπορεῖ νά πλησίασει τόν νοῦ, παρά διά μέσου της φαντασίας αὐτῆς τῶν αἰσθητῶν. Ἀγωνίσου λοιπόν νά φυλάξεις αὐτό τό νοῦ σου ἀχρωμάτιστο, ἀσχημάτιστο, ἄμορφο καί καθαρό, καθώς τό ἔπλασε ὁ Θεός.
Αὐτό βέβαια μέ ἄλλο τρόπο δέν γίνεται, παρά ἄν τόν ἐπιστρέφεις καί τόν μαζέψεις μέσα στό στενό τόπο τῆς καρδιᾶς σου καί ὅλου του ἐσωτερικοῦ ἄνθρωπου· καί ἐκεῖ μέσα νά τόν συνηθίζεις νά βρίσκεται πότε μέν προσευχόμενος μέ πένθος, μέ τόν ἐσωτερικό λόγο τῆς καρδιᾶς, καί λέγοντας· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ»· καί νά προσέχει μόνον τά λόγια της προσευχῆς αὐτῆς, (ὅπως σχετικά μέ αὐτό σοῦ λέω στό κς΄ κεφάλαιο), ἄλλοτε παρατηρώντας τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό, μᾶλλον διά μέσου τοῦ ἑαυτοῦ σου κατανοώντας τόν Θεό καί ἀναπαυόμενος[7]. Αὐτή ἡ θεωρία καί ἡ μελέτη λέγεται κυκλική καί ἀπλανής[8]. Γιατί, ὅπως τό φίδι, ὅταν θέλει νά βγάλει τό παλιό του δέρμα, πηγαίνει καί περνάει ἀπό στενό τόπο, ὅπως λένει οἱ φυσιολόγοι, ἔτσι καί ὁ νοῦς, μέσα ἀπό τό στενό τόπο τῆς καρδιᾶς καί τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς πού βρίσκεται μέσα σέ αὐτήν, φιλτράρεται, βγάζει τό φόρεμα τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν καί κακῶν προλήψεων καί γίνεται καθαρός, λαμπρός καί κατάλληλος στήν ἕνωση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὁμοιότητα πού παίρνει μέ αὐτόν. Καί πάλι, καθώς τό νερό, ὅσο ἑνώνεται καί περνάει στριμωγμένο μέσα ἀπό τούς στενούς σωλῆνες, τόσο λεπταίνει καί δυναμώνεται καί ἀνεβαίνει σέ ὕψος· ἔτσι καί ὁ νοῦς, ὅσο ἀσχολεῖται μέ τήν ἀκριβῆ μελέτη τῆς καρδιᾶς καί τή δική του θεωρία, τόσο λεπταίνει, τόσο δυνατώτερος γίνεται καί ψηλότερος ἀπό κάθε πάθος καί ἐπίθεση λογισμῶν καί ἀπό κάθε σχῆμα καί εἶδος, ὄχι μόνον τῶν αἰσθητῶν, ἀλλά καί τῶν νοητῶν, μέ τό νά μένουν ὅλα αὐτά ἔξω διότι ἐκεῖ μέσα δέν μποροῦν νά μποῦν[9]. Ἐάν καμμιά φορᾶ πάει ὁ νοῦς σου στά ἐξωτερικά πού βλέπεις καί στίς φαντασίες τοῦ κόσμου, πάλι ξαναγύρισέ τον μέσα στόν θάλαμο τῆς καρδιᾶς, ἕως ὅτου νά συνηθίσει.
Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος καί κυριώτερος τρόπος, τόν ὁποῖον πρέπει νά ἔχεις παντοτεινό ἔργο γιά νά διορθώσεις, ἀγαπητέ, τήν φαντασία καί τήν θύμησή σου· τί λέω; Νά διορθώσεις καί νά ἐξαφανίσεις ἀπό τήν ρίζα, τίς κακές προλήψεις αὐτῆς καί τά εἴδωλα. Αὐτός ὁ ὁποῖος τρόπος, ὅσο εἶναι καρποφόρος καί ὠφέλιμος, τόσο εἶναι καί κουραστικός· καί ὅσο εἶναι κουραστικός, τόσο εἶναι καί δυσκολοεπιχείρητος (γιά νά μήν πῶ καί δυσκολοπίστευτος), κοντά στούς πολλούς καί μάλιστα στούς δικούς μας σοφούς καί διδασκάλους τοῦ τωρινοῦ αἰώνα, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά πιστέψουν στήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόσων καί τόσων θεοφόρων Πατέρων, πού διδάσκουν αὐτόν τόν τρόπο στό νεοτύπωτο βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας, τό ὁποῖο εἶναι πιό πολύτιμο ἀπό κάθε βαρύτιμο πετράδι, στεροῦνται δίκαια τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς ὁποίους ἀπολαμβάνουν πολλοί ἀμαθεῖς καί ἀγράμματοι: «Τά ἀπέκρυψε αὐτά ὁ Θεός, κατά τό λόγιο, ἀπό σοφούς καί συνετούς καί τά φανέρωσε στά νήπια» (Λούκ. 10,21). Γιατί, ὅσοι δέν πιστεύουν σ’ αὐτή τή νοερή ἐργασία, οὔτε νά καταλάβουν μποροῦν τήν ὠφέλεια πού προέρχεται ἀπό αὐτή κατά τό: «Ἄν δέν πιστεύσετε, δέν θά καταλάβετε» (Ἤσ. 7,9).
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩι ΘΕΩι ΔΟΞΑ
[1] Ὁπότε καί ὁ Σιναΐτης θεοφόρος Γρηγόριος, ἔτσι λέγει περί τῶν Δαιμόνων. «Ὄντας κάποτε καί αὐτοί νοερά ὄντα, ἀφοῦ ἐξέπεσαν τῆς ἀϋλίας καί τῆς λεπτότητος ἐκείνης, κάθε ἕνας ἀπόκτησε κάποιο ὑλικό πάχος, ἔχοντας σῶμα ἀνάλογο μέ τήν τάξι καί τήν ἐνέργεια τήν ὁποία ἔχει κάνει ἀπό τήν ἔξι τῶν παθῶν» (Κεφ. ρκγ΄ Φιλοκαλ.). Καί συνεχίζοντας παρακάτω λέγει· «ἀπό τήν ἔξι τῶν παθῶν, ἔγιναν κάπως ὑλικοί» (οἱ δαίμονες δηλαδή).
[2] Βλέπε στό ξδ΄ κεφάλαιο Καλλίστου καί Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων. Φιλοκαλία.
[3] Ὁπότε καί ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἄν καί εἶχε τήν φυσική τῶν ὄντων φιλοσοφία καί γνώση (σχετικά μέ τήν ὁποία βλέπε στό νβ΄ κεφ.), δέν εἶχε ὅμως καί τόν παθητικό αὐτόν καί σύμφωνο νοῦ, δηλαδή τήν φαντασία τῶν αἰσθητῶν, ἀλλά τόν ἐνεργείᾳ καί ἀπαθῆ, αὐτόν πού ἐπιβάλλεται ἀμέσως στούς ἀσώματους λόγους τῶν ὑπάρξεων, ὅπως εἶναι ἡ γνώμη τῶν θεολόγων. Ὁπότε ὁ θεολόγος ἐκεῖνος, Γεώργιος ὁ Κορέσσιος, σέ μία ἀπό τίς θεολογικές ἀπορίες καί λύσεις του σχετικά μέ τήν ἔνσαρκη οἰκονομία, εἶπε τά ἑξῆς· «Ἦταν ἄξιος μισθοῦ ὁ Κύριος... ἐξ αἰτίας τῆς αὐξανομένης ἐπιστήμης (δηλαδή τῆς δυσικῆς γνώσεως τῶν ὄντων) πού ὑπάρχει ἀμέσως στό Χριστό καί δέν ἐμποδίζονταν ἀπό τίποτε (ἤ ἀπό τόν ὕπνο), δηλαδή ἀπό τίς φαντασίες τοῦ ὕπνου ἤ ἀπό κάποια ἄλλη αἰτία, ὅπως συμβαίνει μέ τόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων διότι ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξαρτόταν ἀπό τίς φαντασίες, πράγμα πού γίνεται ἐμπόδιο στήν μετάδοση τῶν νοητῶν στούς ἄϋλους λόγους)». Σέ ἀπόδειξη αὐτοῦ, οὔτε λίγο συντείνει καί ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (ἐρμην. τοῦ δ΄ τοῦ κατά Λουκᾶν) ὅτι ὁ Κύριος δέν φανταζόταν τά βασίλεια τοῦ κόσμου πού τοῦ φανέρωνε ὁ ἐχθρός.
[4] Βλ. στό τέλος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου κεφαλαίου.
[5] Βλέπε πιό μπροστά σέ αὐτό τό ἴδιο κεφάλαιο.
[6] Γιατί ἄν καί τύχει καί συναρπασθεῖ κανείς ἀπό τά μάτια του καί δεῖ μέ ἐμπάθεια κανένα ὄμορφο πρόσωπο, πολεμήσει ὅμως καί δέν τυπώσει στήν φαντασία του τήν εἰκόνα τοῦ προσώπου ἐκείνου, βυθίζοντας τόν νοῦ του μέσα στήν καρδιά του, γλυτώνει ἀπό τόν ἡδονικό συνδυασμό τῶν λογισμῶν, γλυτώνει ἀπό τήν πάλη, γλυτώνει ἀπό τήν συγκατάθεση καί τελευταία γλυτώνει καί δέν πέφτει στήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό καί ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἶπε τά ἑξῆς: «Μέ συνήρπασε ὁ ὄφις, ἀλλά δέν μέ συνέλαβε. Δέν ἔστησα εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πείρα εἶναι εἴδωλο, ἀποφύγαμε τήν διάπραξη. Αὐτά εἶναι τά στάδια τῆς πλάνης του ἐχθροῦ». Ἐάν ὅμως ἀφήσει κάποιος νά τυπωθεῖ στήν φαντασία του ἡ εἰκόνα καί ἐνθύμηση τοῦ προσώπου ἐκείνου, εὔκολα μπορεῖ νά πέσει στούς μεγαλύτερους βαθμούς τῆς ἁμαρτίας ἕως καί στήν διάπραξη αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας· ὥστε τό κάθετί στή φαντασία μένει.
[7] Γι’ αὐτό λέει ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ὁ νοῦς δέν σκορπίζεται στά ἐξωτερικά πράγματα, οὔτε ἁπλώνεται στό κόσμο ἀπό τίς αἰσθήσεις, γυρίζει στόν ἑαυτό του καί μέσα ἀπό τόν ἑαυτό του ἀνεβαίνει στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ· «νοῦς μή σκεδαννύμενος ἐπί τά ἔξω, μηδέ ὑπό τῶν αἰσθητηρίων εἰς τόν κόσμον διαχεόμενος, ἐπανεισι μέν πρός ἑαυτόν, δί ἑαυτοῦ δέ, πρός τήν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει» (ἐπιστολ. α΄).
[8] Γιατί τρεῖς εἶναι οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς, κατά τόν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο:
α) ἡ κυκλική, ἡ ὁποία γίνεται ὅταν ἡ ψυχή γυρίζει ἀπό τά πολλά καί ἀπό ἔξω πράγματα, πρῶτα μαζεύεται στόν ἑαυτό της, ἔπειτα ἑνώνεται μέ τίς ἑνιαῖες καί ἀγγελικές δυνάμεις καί ἔτσι ἑνώνεται μέ τό χωρίς ἀρχή καί τέλος ἀγαθό, δηλαδή τόν Θεό,
β) ἡ ἑλικοειδής, ἡ ὁποία γίνεται, ὅταν ἡ ψυχή κινεῖται καί παίρνει τίς θεῖες γνώσεις, ὄχι τελείως νοερά καί ἑνιαία καί ἀμετάβατα, ἀλλά μεταβατικά καί μέ σκέψη, ἀπό ἕνα νόημα σέ ἄλλο φερομένη, μέ ἐνέργειες, μέ κάποιο τρόπο ἀνακατεμένη ἀπό τήν κυκλική κίνηση καί ἀπό τήν εὐθεία,
γ) ἡ εὐθεία κίνησις εἶναι, ὅταν ἡ ψυχή βγαίνει στή θεωρία τῶν γύρω ἀπό αὐτήν αἰσθητῶν πραγμάτων καί ἀπό τά ἀπό ἔξω καί αἰσθητά, ὡσάν ἀπό κάποιες εἰκόνες διάφορες καί πολλές, ἀναβαίνει στίς ἁπλές καί ἑνιαῖες θεωρίες. (Περί θείων ὀνομάτων, κέφ. δ΄).
Λέγεται κυκλική ἡ ἀνωτέρα καί πρώτη κυρία κίνηση τῆς ψυχῆς, γιατί, καθώς, παραδείγματος χάρι, ὅταν οἱ δυό ἄκρες μίας βέργας ἑνωθοῦν, γίνεται στεφάνι καί κύκλος, ἔτσι καί ὅταν ἡ νοερά καί γνωστική δύναμις καί ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται ἐξαίρετα στόν ἐγκέφαλο, ὡς σωματικό ὄργανο, ἑνωθεῖ μέ τήν νοερή οὐσία τῆς ψυχῆς πού βρίσκεται στό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί τό ἐκεῖ καθαρώτατο ζωτικό πνεῦμα, ὅπως σέ ἕνα σωματικό ὄργανο, κατά τό Εὐαγγέλιο καί τούς νηπτικούς Πατέρες (Φιλοκαλία), ἔτσι ἀπό τήν ἕνωση καί ἐπιστροφή τῶν δυό αὐτῶν, κάποιος κύκλος γίνεται καί μέ τόν κύκλο αὐτόν ἑνώνεται ὁ νοῦς μέ τήν θεία χάρη, ἡ ὁποία βρίσκεται στό μέσο τῆς καρδιᾶς.
[9] Γιά νά ἀναφέρω κάποιο καλύτερο παράδειγμα· ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπό τό κέντρο καί τό μέσον τοῦ γυαλιοῦ, πού ἀνάβει τήν ἴσκα, τόσο ἀσθενέστερες, ἀραιότερες καί σκοτεινότερες γίνονται, καί ὅσο συμμαζεύονται στό κέντρο, τόσο δυνατότερες, πυκνότερες καί λαμπρότερες γίνονται, κατά αὐτό τόν τρόπο καί ὁ νοῦς καί οἱ γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅσο μαζεύονται στό κέντρο τῆς καρδιᾶς, τόσο δυνατότερες καί λαμπρότερες γίνονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.