ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Α΄ Περί Υπακοής, Παρακοής και Εκκοπής Θελήματος
Λόγος δεύτερος Περί
Υπακοής
Από το παράδειγμα του Ιησού μας, ο Οποίος τόσο πολύ εταπείνωσε τον
εαυτόν Του, διδασκόμεθα το μεγαλείο, που κρύβει μέσα της η υπακοή. Δεν
είναι μονάχα υπακοή, όταν υπακούωμε στον Γέροντα, αλλά υπακοή είναι σε
κάθε εντολή του Θεού. Εδώ διατάζει ο Γέροντας, αλλά πρωτίστως ο Θεός
διατάζει, με τις εντολές Του: «Ποίησον τούτο».
Ο άνθρωπος εάν κάνη, υπακοή, κατόπιν ακολουθεί η επικαρπία αυτής της υπακοής. Ο Χριστός εταπείνωσε τον Εαυτόν Του υπακούσας στον Ουράνιο Πατέρα Του. Υπήκουσε σαν άνθρωπος για να διδάξη την υψίστη αρετή της ταπεινώσεως σε μας, διότι άνευ ταπεινώσεως δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό.
Βλέπουμε ότι στον Παράδεισο, όταν ο Αδάμ και η Εύα εκτελούσαν υπακοή και φύλαγαν την εντολή του Θεού, το να μη φάγουν δηλαδή από τον καρπό, που τους απαγορεύθηκε, ήσαν ευτυχισμένοι. Ήσαν βασιλείς, των επί της γης δημιουργημάτων και πάντων εδέσποζαν και ευτυχούσαν και αισθάνονταν και έβλεπαν τον Θεό. Ήταν η πιο μακαρία ζωή που ζούσαν. Είχαν τη σκέπη του Θεού. Κανείς δεν τους ενοχλούσε, κανείς δεν τους κατεδίκαζε. Ήσαν ελεύθεροι να βαδίζουν μέσα στον Παράδεισο χωρίς φόβο, χωρίς έλεγχο συνειδήσεως.
Διατί; Διότι δεν είχαν πέσει σε κανένα πταίσμα έναντι του Θεού. Όταν κατόπιν, κάνοντας κακή χρήσι της ελευθερίας των, θέλησαν σαν ελεύθεροι να παραβούν την εντολή, την παρέβησαν και έσφαλαν στον Θεό. Αμέσως
μετά το σφάλμα των ξεπήδησε και ο έλεγχος. Αμέσως μετά την πτώσι, η συνείδησις άρχισε να δημιουργή ενοχλήσεις καταθλιπτικές μέσα στις ψυχές των. Είναι φανερό, ότι ο έλεγχος της συνειδήσεως ήταν αποτέλεσμα της παραβάσεως, της αμαρτίας.
Μετά την παράβασι, οι πρωτόπλαστοι βρέθηκαν προ αδιεξόδου. « Ήκουσαν του Θεού περιπατούντος
εν τω Παραδείσω, λέγει η Γραφή, και αυτοί εφοβήθησαν και εκρύβησαν»! Προηγουμένως όμως, όταν δεν είχαν πταίσει στο Θεό, γιατί δεν Τον εφοβούντο; Μήπως τότε μόνον περιεπάτησεν ο Θεός στον Παράδεισο; Τότε μόνο τους πλησίασε σαν παραβάτες; Σαν τέκνα που ήσαν γνήσια, δεν τους επισκεπτόταν ο Θεός και δεν περιπατούσε στον Παράδεισο; Δεν Τον εφοβούντο όμως τότε, διότι η συνείδησίς τους δεν είχε κανένα έλεγχο, ήταν πλήρης αναπαύσεως και ειρήνης, οπότε διατελούσαν και αυτοί εν ειρήνη. Λοιπόν « περιπατούντος του Θεού εν τω Παραδείσω εκρύβησαν αμφότεροι, διότι εφοβήθησαν τον Θεόν». Ο Θεός τους λέγει:
-- Αδάμ και Εύα, που είσθε; Που κρυφθήκατες;
Τι θα Του ειπούν του Θεού τώρα;
-- Αδάμ, γιατί κρύφθηκες;
-- Φοβήθηκα, λέγει ο Αδάμ. Άκουσα να περιπατής στον Παράδεισο και φοβήθηκα.
-- Μα γιατί να φοβηθής, τον Πατέρα σου φοβάσαι, τον Δημιουργός σου, τον Ευεργέτη σου; Εμένα που σου έδωσα ολόκληρο Παράδεισο, από απέραντη θεϊκή αγάθη, με φοβάσαι που σε πλησιάζω; Σε πλησιάζει η ευτυχία, η πηγή της ζωή, της χαράς και της ειρήνης και συ φοβάσαι;
-- Ναι, λέγει ο Αδάμ, φοβάμαι, διότι έσφαλα. Αλλά δεν φταίω εγώ, η Εύα, η γυναίκα, την οποία μου έδωκες, αυτή με έσπρωξε, με ώθησε και παρέβηκα την εντολή Σου και έφαγα από τον απαγορευμένο καρπό.
-- Εύα, λέγει ο Θεός, εσύ γιατί τον πλάνεσες τον άνδρα σου, γιατί έφαγες;
-- Δεν φταίω εγώ, λέγει η Εύα. Ο όφις, τον οποίον βέβαια Εσύ δημιούργησες και τον είχαμε εδώ στον παράδεισο, αυτός μου είπε να φάγω, και ότι, αν φάγω από τον καρπό αυτό, θα γίνω ισόθεος και θα γνωρίσω το καλό και το κακό. Βλέπει κανείς αμέσως τον εγωϊσμό και την αντιλογία. Ο εγωϊσμός φέρνει ως αποτέλεσμα στο νου και στην καρδιά την αντιλογία, ξεσηκώνεται εναντίον του Θεού και ρίχνει την ευθύνη εμμέσως στο Θεό. Εφ’ όσον λοιπόν ο Θεός δεν είδε μετάνοια, δεν είδε συγγνώμη, αμέσως διατάζει την εξορία των.
Ο άνθρωπος εάν κάνη, υπακοή, κατόπιν ακολουθεί η επικαρπία αυτής της υπακοής. Ο Χριστός εταπείνωσε τον Εαυτόν Του υπακούσας στον Ουράνιο Πατέρα Του. Υπήκουσε σαν άνθρωπος για να διδάξη την υψίστη αρετή της ταπεινώσεως σε μας, διότι άνευ ταπεινώσεως δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό.
Βλέπουμε ότι στον Παράδεισο, όταν ο Αδάμ και η Εύα εκτελούσαν υπακοή και φύλαγαν την εντολή του Θεού, το να μη φάγουν δηλαδή από τον καρπό, που τους απαγορεύθηκε, ήσαν ευτυχισμένοι. Ήσαν βασιλείς, των επί της γης δημιουργημάτων και πάντων εδέσποζαν και ευτυχούσαν και αισθάνονταν και έβλεπαν τον Θεό. Ήταν η πιο μακαρία ζωή που ζούσαν. Είχαν τη σκέπη του Θεού. Κανείς δεν τους ενοχλούσε, κανείς δεν τους κατεδίκαζε. Ήσαν ελεύθεροι να βαδίζουν μέσα στον Παράδεισο χωρίς φόβο, χωρίς έλεγχο συνειδήσεως.
Διατί; Διότι δεν είχαν πέσει σε κανένα πταίσμα έναντι του Θεού. Όταν κατόπιν, κάνοντας κακή χρήσι της ελευθερίας των, θέλησαν σαν ελεύθεροι να παραβούν την εντολή, την παρέβησαν και έσφαλαν στον Θεό. Αμέσως
μετά το σφάλμα των ξεπήδησε και ο έλεγχος. Αμέσως μετά την πτώσι, η συνείδησις άρχισε να δημιουργή ενοχλήσεις καταθλιπτικές μέσα στις ψυχές των. Είναι φανερό, ότι ο έλεγχος της συνειδήσεως ήταν αποτέλεσμα της παραβάσεως, της αμαρτίας.
Μετά την παράβασι, οι πρωτόπλαστοι βρέθηκαν προ αδιεξόδου. « Ήκουσαν του Θεού περιπατούντος
εν τω Παραδείσω, λέγει η Γραφή, και αυτοί εφοβήθησαν και εκρύβησαν»! Προηγουμένως όμως, όταν δεν είχαν πταίσει στο Θεό, γιατί δεν Τον εφοβούντο; Μήπως τότε μόνον περιεπάτησεν ο Θεός στον Παράδεισο; Τότε μόνο τους πλησίασε σαν παραβάτες; Σαν τέκνα που ήσαν γνήσια, δεν τους επισκεπτόταν ο Θεός και δεν περιπατούσε στον Παράδεισο; Δεν Τον εφοβούντο όμως τότε, διότι η συνείδησίς τους δεν είχε κανένα έλεγχο, ήταν πλήρης αναπαύσεως και ειρήνης, οπότε διατελούσαν και αυτοί εν ειρήνη. Λοιπόν « περιπατούντος του Θεού εν τω Παραδείσω εκρύβησαν αμφότεροι, διότι εφοβήθησαν τον Θεόν». Ο Θεός τους λέγει:
-- Αδάμ και Εύα, που είσθε; Που κρυφθήκατες;
Τι θα Του ειπούν του Θεού τώρα;
-- Αδάμ, γιατί κρύφθηκες;
-- Φοβήθηκα, λέγει ο Αδάμ. Άκουσα να περιπατής στον Παράδεισο και φοβήθηκα.
-- Μα γιατί να φοβηθής, τον Πατέρα σου φοβάσαι, τον Δημιουργός σου, τον Ευεργέτη σου; Εμένα που σου έδωσα ολόκληρο Παράδεισο, από απέραντη θεϊκή αγάθη, με φοβάσαι που σε πλησιάζω; Σε πλησιάζει η ευτυχία, η πηγή της ζωή, της χαράς και της ειρήνης και συ φοβάσαι;
-- Ναι, λέγει ο Αδάμ, φοβάμαι, διότι έσφαλα. Αλλά δεν φταίω εγώ, η Εύα, η γυναίκα, την οποία μου έδωκες, αυτή με έσπρωξε, με ώθησε και παρέβηκα την εντολή Σου και έφαγα από τον απαγορευμένο καρπό.
-- Εύα, λέγει ο Θεός, εσύ γιατί τον πλάνεσες τον άνδρα σου, γιατί έφαγες;
-- Δεν φταίω εγώ, λέγει η Εύα. Ο όφις, τον οποίον βέβαια Εσύ δημιούργησες και τον είχαμε εδώ στον παράδεισο, αυτός μου είπε να φάγω, και ότι, αν φάγω από τον καρπό αυτό, θα γίνω ισόθεος και θα γνωρίσω το καλό και το κακό. Βλέπει κανείς αμέσως τον εγωϊσμό και την αντιλογία. Ο εγωϊσμός φέρνει ως αποτέλεσμα στο νου και στην καρδιά την αντιλογία, ξεσηκώνεται εναντίον του Θεού και ρίχνει την ευθύνη εμμέσως στο Θεό. Εφ’ όσον λοιπόν ο Θεός δεν είδε μετάνοια, δεν είδε συγγνώμη, αμέσως διατάζει την εξορία των.
Από το βιβλίο ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ του Γέροντος
Εφραίμ
Ψηφιοποίηση κειμένου Κώστας
Αργυρακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.