Πῶς φωτίσει ὁ λύχνος τό Φῶς; Πῶς χειροθετήσει ὁ δοῦλος τόν Δεσπότην;
Ἀρχιμ.Παύλου Δημητρακοπούλου Πρ. Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιῶς
Ἕνα ἀπὸ τὰ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐμπνευσμένα τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων εἶναι τὸ ἰδιόμελο δοξαστικὸ τῆς πρώτης Ὥρας τῆς ἀκολουθίας τῶν Μεγάλων Ὡρῶν, ποὺ ψάλλονται τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς. Στὸ τροπάριο αὐτὸ ὁ θεοφώτιστος ὑμνογράφος (ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος) παρουσιάζει τὸν Κύριον νὰ ἔρχεται στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, ἐκεῖ ὅπου ὁ Πρόδρομος ἐβάπτιζε τὸν λαὸν βάπτισμα μετανοίας.
Ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ ζητᾶ νὰ τὸν βαπτίσει, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγνώρισε ποτὲ ἁμαρτία. Τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ἀνεγνώρισαν τὸν δημιουργό τους καὶ ἐφοβήθησαν, ὁ δὲ Πρόδρομος ἵσταται “σύντρομος”, γεμᾶτος φόβο καὶ τρόμο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καθὼς συνηδειτοποιεῖ μὲ ἄνωθεν πληροφορία ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνας τυχαῖος ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ μέχρι τότε εἶχαν ἔρθει, προκειμένου νὰ βαπτιστοῦν, ἀλλὰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες.
Κατανοεῖ τὴν χαώδη ἀπόσταση, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ Αὐτὸν καὶ δὲν τολμᾶ νὰ ὑπακούσει στὴν ἐντολή Του. Βλέπει τὴν μηδαμινότητα καὶ ἐλαχιστότητά του ἀπέναντι στὸ μεγαλεῖο τῆς θεανδρικῆς προσωπικότητος Ἐκείνου καὶ παραιτεῖται τοῦ ἐγχειρήματος.
Ἐκφράζει ἀντιρρήσεις: «Πῶς φωτίσει ὁ λύχνος τὸ Φῶς;». Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ φτωχὸ καὶ ἀδύνατο φῶς τοῦ λυχναριοῦ, νὰ φωτίσει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου; Ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἁπλὸ λυχνάρι, ἐσὺ εἶσαι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. «Πῶς χειροθετήσει ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότην;». Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ δοῦλος νὰ χειροθετήσει τὸν Δεσπότην;
Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος σου, διότι εἶμαι δημιούργημά σου. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Δεσπότης μου, διότι εἶσαι ὁ δημιουργός μου καὶ δημιουργὸς τῶν πάντων. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Λόγος, ἐγὼ ἡ φωνή, ἐσὺ ὁ Νυμφίος, ἐγὼ ὁ νυμφαγωγός. Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ καὶ νὰ ἁγιασθῶ ἀπὸ σένα καὶ ὄχι ἐσὺ ἀπὸ μένα.
Κηρύττει μετάνοιαν
Μὲ τὴν παρὰ πάνω φράση ὁ ὑμνογράφος ἀποκαλύπτει ὅλο τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ Προδρόμου, ποὺ τὸν ἀναδεικνύει ἀντάξιο μιμητὴ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πρόδρομος ὑπῆρξε, μποροῦμε νὰ ποῦμε, μετὰ τὴν Θεοτόκο τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, ἀφωρισμένος ἐκ κοιλίας μητρός, γιὰ νὰ διακονήσει στὸ σχέδιο τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας.
Ὑπῆρξε ὁ μοναδικὸς Προφήτης, γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου ὁμίλησαν πολλοὺς αἰῶνες πιὸ πρὶν ἄλλοι Προφῆτες, ὅπως ὁ Προφήτης Ἠσαΐας καὶ ὁ Προφήτης Μαλαχίας. Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καὶ ὡς ὄργανο τοῦ Θεοῦ κηρύττει μετάνοια καὶ βαπτίζει βάπτισμα μετανοίας, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ ἔργο του ἔχει μεγάλη καρποφορία.
Κατὰ χιλιάδες ἔσπευδε ὁ λαὸς πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν ἀκούση καὶ νὰ βαπτιστῆ. Εἶχε ἀποκτήσει φήμη μεγάλου Προφήτου καὶ ἀπολάμβανε μεγάλης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τὸν λαό. Πολλοὶ ὑποψιάζονταν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας –Χριστός.
Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ ὅσα διηγοῦνται οἱ Εὐαγγελιστὲς καὶ μάλιστα ἀπὸ κάποιο διάλογο, τὸν ὁποῖο διασώζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (1,19–27), πού εἶχε ὁ Πρόδρομος μὲ κάποιους ἱερεῖς καὶ λευΐτες ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς ἀπεσταλμένοι τῶν ἀρχιερέων, προκειμένου νὰ τὸν ἀνακρίνουν.
Αὐτοὶ λοιπὸν τοῦ ἔθεσαν ξεκάθαρα τὸ ἐρώτημα: Ἐσὺ ποιὸς εἶσαι; Εἶσαι ὁ Μεσσίας, ποὺ περιμένουμε, ἢ κάποιος ἄλλος; Τὶ γνώμη ἔχεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ ἔργο σου; Καὶ αὐτὸς ὁμολόγησε ἐνώπιον πάντων ὅτι δὲν εἶναι ὁ Χριστός. Τοὺς διέλυσε μιὰ τέτοια ὑποψία. Δηλαδὴ ὄχι μόνον δὲν σπεύδει, νὰ σφετεριστεῖ τὸ μεσσιανικὸ ἀξίωμα, ποὺ ἀνήκει στὸ Δεσπότη του Χριστό, ἀλλὰ μὲ σαφῆ καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο ἀπορρίπτει τὴν τιμὴ, ποὺ τοῦ προσφέρουν.
Δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας καὶ ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη δόξα τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν ἀρκεῖται μόνον μέχρις ἐδῶ. Οὔτε κἂν τολμᾶ νὰ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Χριστό. Αἰσθάνεται τὴν ἄπειρη ἀπόσταση, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ αὐτὸν καὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ λύσει τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του. Νὰ θεωρηθῆ δηλαδὴ ὡς ὁ τελευταῖος δοῦλος του. Οὔτε πάλιν τολμᾶ νὰ συγκρίνει τὸ ἔργο του μὲ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Διότι αὐτὸς μὲν βαπτίζει μὲ νερό, ἐνῶ Ἐκεῖνος θὰ βαπτίσει μὲ Πνεῦ μα Ἅγιο.
Ἔργον μεσίτου
Ὅταν ἀργότερα ὁ Χριστός, ἄρχισε πλέον τὸ δημόσιο ἔργο του, γιὰ ἕνα διάστημα ἐβάπτιζε καὶ Αὐτὸς μέσῳ τῶν μαθητῶν του τοὺς προσερχομένους πρὸς Αὐτὸν στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε τὸν φθόνο τῶν μαθητῶν τοῦ Προδρόμου, οἱ ὁποῖοι μὲ πολλὴ θλίψη κάποια μέρα τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ λαὸς πλέον τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ὅλοι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστόν.
Τότε ὁ Πρόδρομος, ὡς ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος καὶ ὡς ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, προσ παθεῖ μὲ πολλὴ ἐπιδεξιότητα καὶ σοφία, νὰ τοὺς θεραπεύσει ἀπὸ τὸ πάθος:
«Ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμ φίος ἐστίν. Ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου ὁ ἑστηκώς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι». (Ἰω. 3, 29–30).
Χρησιμοποιεῖ τὸν δεσμὸ τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς νύμφης, γιὰ νὰ παραστήσει τὸν δεσμὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς πιστούς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ φίλος τοῦ νυμφίου εἶναι ὁ νυμφαγωγός, ὁ κουμπάρος, αὐτὸς ποὺ παίρνει τὴν νύμφη ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν φέρνει στὸ γαμβρό.
Μὲ τὴν φράση αὐτὴ ὁ Πρόδρομος ὑπονοεῖ τὸν ἑαυτό του, διότι τὸ ἔργο, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός, ἦ ταν ἔργο μεσίτου καὶ νυμφαγωγοῦ. Νὰ ὁδηγήσει δηλαδὴ τὸν λαό, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πνευματικὴ νύμφη πρὸς τὸν πνευματικὸ νυμφίο τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει ἔτσι πρόξενος καὶ διάκονος τοῦ πνευματικοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἀν θρώπων.
Ὁ Πρόδρομος ὄχι μόνον δὲν ἐλυπήθη, ἀλλὰ ἀπεναν τίας χάρηκε μὲ ὑπερβολικὴ χαρά, ὅταν εἶδε τὸν λαὸ νὰ τρέχη πρὸς τὸν Χριστόν. Χάρηκε, διότι τὸ ἔργο καὶ ἡ ἀποστολή, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Χριστὸς ἦρθαν εἰς αἴσιον πέρας καὶ ἔφεραν τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα.
Ἐκεῖνος πρέπει τώρα προο δευ τικὰ ὅλο καὶ περισσότερο νὰ ἀποκτᾶ μὲ τὴν ὅλη του ἁγία καὶ ἀναμάρτητη ζωή, μὲ τὰ θαύματα καὶ τὴν διδασκαλία του, φήμη καὶ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἐνῶ αὐτὸς ἀντιθέτως θὰ πρέπει προοδευτικὰ νὰ παραμεριστεῖ καὶ ἐκμηδενιστεῖ, ὥστε ὅλοι πλέον νὰ πλησιάσουν καὶ προσκολληθοῦν στὸν Χριστό.
Τὸ δικό του ἔργο, ἡ δική του ἀποστολή, ἔχει τώρα πιὰ φθάσει στὸ τέρμα της. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς ἀρχίζει πλέον τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ τὸ δικό του.
Βαθεῖα ταπείνωσις
Τὸ συμπέρασμα ὅσων παρὰ πάνω ἀναφέραμε εἶναι ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ πρὸ πάντων χαρακτήριζε τὴν ζωὴ τοῦ Προδρόμου, ἦταν ἡ βαθειὰ τα- πείνωση.Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἡ προϋπόθεση κάθε πνευματικῆς προκοπῆς καὶ ἀναβάσεως. Ὄχι μόνον ὁ Πρόδρομος ἄλλα ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔφθασαν στὴν ἁγιότητα, ἐπειδὴ ἀπέκτησαν ταπείνωση.
Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος χωρὶς πραγματικὴ ταπείνωση, διότι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι αὐτό, ποὺ διδάσκει τὴν ταπείνωση σ᾽ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀρχίζει νὰ συνεργάζεται μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ νὰ κατεργάζεται τὸν ἁγιασμό της, τότε τὸ πρῶτο μάθημα, ποὺ τὴν διδάσκει, εἶναι ἡ ταπείνωση.
Φωτίζει δηλαδὴ τὴν ψυχὴ κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἔλθη σὲ ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ της, νὰ ἀποκτήσει αὐτογνωσία.
Τὴν βοηθᾶ νὰ συναισθανθῆ τὴν ἁμαρτωλότητά της, τὴν ἀδυναμία της, τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν, στὰ ὁποῖα εἶναι δεμένη. Καὶ ὅταν ἀργότερα, μὲ πολλοὺς ἀγῶνες, φθάσει σὲ μέτρα ἀρετῆς καὶ ἄλλα πνευματικὰ κατορθώματα, τὴν συγκρατεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ὑπερηφανείας, ὥστε νὰ μὴ ἐκπέσει τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἀπὸ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ταπείνωση ἔχουμε ἀνάγκη, ἀγαπητὲ φίλε ἀναγνῶστα, πρωτίστως καὶ κυρίως ὅλοι μας καὶ αὐτὴν ἂς εὐχηθοῦμε νὰ μᾶς δώσει ὁ Κύριος. Ἀμήν.
Ὀρθόδοξος Τύπος άρ. φύλ. 1957 4 Ἰανουαρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.