Συνάντηση ή συμπόρευση μιας ομάδας Μητροπολιτών και θεολόγων με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Σχόλια, με αφορμή μια Συνέντευξη κι ένα Συνέδριο
Ι. Χρυσοστόμου Κοινωνιολόγου – Θεολόγου
Στην εκπομπή «Πρόσωπα – Προσωπικότητες» του Γιώργου Ροδάκογλου, στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης, τον περασμένο μήνα μίλησε ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας, της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης(ΑΠΘ).
Ο κ. Σταμούλης στην εν λόγω εκπομπή, αναφερόμενος στην «πολιτισμική κατάληψη της Θεολογικής Σχολής» στην οποία, όπως λέει πρωτοστάτησε, κάνει λόγο για την ευρύτητα των θρησκευτικών πίστεων και σημειώνει ως παράδειγμα ανοίγματος της θεολογίας την φιλοξενία των μουσουλμάνων φοιτητών με την παραχώρηση μίας αίθουσας στο υπόγειο της Θεολογικής Σχολής για να τελούν τις λατρευτικές τους εκδηλώσεις.
Κατά την εβδομαδιαία εκδήλωση που οργάνωσε στο όνομα του Τμήματος Θεολογίας ο κ. Σταμούλης με θέμα «πολιτισμική κατάληψη της θεολογικής» καλούσε οι φοιτητές να επισκεφθούν αυτόν τον υπόγειο χώρο της Σχολής. Μέχρι εδώ ωραία.
Ωστόσο είναι σαφές ότι ενώ καλείοι φοιτητές να γνωρίσουν τη μορφή αυτή του πολιτισμού ως φιλοξενία του διαφορετικού, στο πλαίσιο της ανάπτυξης του πολυπολιτισμού ή του πλουραλισμού, προβάλλοντας ως αποδεικτικό στοιχείο το χώρο που προσφέρεται εδώ και χρόνια στη Σχολή στους Μουσουλμάνους, εντελώς τυχαία αποσιωπά και δεν κάνει ούτε μία νύξη για τον ωραιότατο και αγιογραφημένο ορθόδοξο ναό που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο της Σχολής!
Εκεί δεν καλεί για να προβάλλει τον πολιτισμό, διότι μάλλον προέχει το αλλόδοξο έναντι του ομόδοξου. Η ορθοδοξία έτσι φαίνεται πως δεν βρίσκεται σε προτεραιότητα ως έκφραση και ως έμπνευση πολιτισμού.
Όλα θυσιάζονται και αγνοούνται ακόμη και η ταυτότητά μας χάριν της ετερότητας των ξένων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι άνθρωπος χωρίς συνειδητοποιημένη θρησκευτική ταυτότητα, δεν μπορεί να προσφέρει ούτε σεβασμό ούτε ανεκτικότητα στον διαφορετικό ως προς το θρήσκευμα άλλο. Η ορθοδοξία φαίνεται ότι δεν χωρά ως μέγεθος στα πολυπολιτισμικά σχέδια μιας μερίδας καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας και προτιμώνται επιλογές, που ως γνωστό, εντάσσονται στα σχέδια και στα προγράμματα της συριζέϊκης αριστεράς, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της ανοικτής «φιλίας», «συνεργασίας» αλλά και της ενδεχόμενης «λυκοφιλίας».
Στη συνέντευξή του ο κ. Σταμούλης αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι εμείς είμαστε μια θεολογική σχολή, δεν έχουμε χαρακτηρισμό ομολογιακό ορθόδοξο ή κάτι άλλο εκ του νόμου, δεν ανήκουμε στην Εκκλησία, ανήκουμε στο Υπουργείο και στο Κράτος. Όμως απ’ την άλλη πλευρά είναι αλήθεια ότι η Ορθοδοξία είναι ένα κομμάτι του νεοελληνικού μας πολιτισμού και του πολιτισμού μας ευρύτερα και εμείς διακονούμε γνωσιολογικά την Ορθοδοξία.
Δε θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, (όντας) σε διάλογο με τη δυτική Χριστιανοσύνη και τα θρησκεύματα του κόσμου».
Καταρχάς αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η Ορθοδοξία παρουσιάζεται ως κομμάτι του νεοελληνικού μας πολιτισμού. Και μόνο από αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι η Ορθοδοξία μερίζεται εδώ από τον κ. Σταμούλη, θεωρείται ως μέρος ενός πολιτισμού και δεν βλέπεται ως ολοκληρωμένο εκκλησιαστικό γεγονός που ζητά τον εκκλησιασμό του κόσμου.
Είναι εντυπωσιακό ότι, σε αντίθεση με αυτό που διδάσκονται οι φοιτητές της θεολογίας στο Α΄ έτος σπουδών τους, η διδασκαλία, η έρευνα και το εν γένει έργο των μελών ΔΕΠ παρουσιάζεται εδώ από τον κ. Πρόεδρο ως γνωσιολογική και μόνον διακονία και μάλιστα άσχετη με το εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, εφόσον πρόκειται, καθώς λέγεται, για μία κρατική Σχολή που δεν ανήκει στην Εκκλησία. Και η Νεοελληνική Λογοτεχνία όμως θα μπορούσε να του πει κανείς ανήκει ως Τομέας ή ως Τμήμα στο κράτος, αλλά η επιστημονική της προσέγγιση δεν είναι μόνον γνωσιολογική αλλά και βιωματική με έμπρακτο «αναφέρεσθαι».
Το κράτος επίσης δεν είναι, ακόμη ευτυχώς, άθεο ουδέτερο και λαϊκό. Αγνοεί ηθελημένα, ίσως ο κ. Σταμούλης ότι δεν ομιλεί προς αδαείς και ότι όλοι γνωρίζουν ότι το ελληνικό Σύνταγμα του ελληνικού κράτους αρχίζει με την επίκληση της Αγίας Τριάδος, ενώ στο άρθρ. 16 ρητά προβλέπεται η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων όχι φυσικά με τον μανιχαϊκό γνωσιολογικό τρόπο που προκρίνει ο κ. Πρόεδρος, αλλά όπως προβλέπει ο εν ισχύει νόμος 1566/1985, που κάνει λόγο για την ολόπλευρη ψυχοσωματική ανάπτυξη του νέου ανθρώπου, που συμπεριλαμβάνει και την πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης.
Νέα θεολογία, επομένως, προβάλλεται από τον κ. Πρόεδρο. Η θεώρηση της θεολογικής γνώσης, μέσα από την αριστερόφρονα λογική του Σύριζα και της μικρής ομάδας των θεολόγων και των Μητροπολιτών που την στηρίζουν, ως εμπλοκής και συμπλοκής με τα πολιτικά συστήματα του κόσμου, δεν έχει καμιά σχέση με την Εκκλησία και την πίστη του λαού μας, Η μέσα από τα λεγόμενα του κ. Σταμούλη συμφωνία και σύμπραξη με το συριζέϊκο σχεδιασμό για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας είναι σαφέστατος.
Η θεολογική στήριξη που προσφέρει στην αριστερά εδώ και καιρό, λόγω και έργω, αυτή η συγκεκριμένη θεολογική και εκκλησιαστική ομάδα αλλά και η πραγματοποίηση του Συνεδρίου: Εκκλησία και Αριστερά, στο οποίο συμμετέχει μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνει την αλληλοστήριξη και αποκαλύπτει και διερμηνεύει τη διάσταση και τα χαρακτηριστικά των κοινών στόχων που μέχρι τώρα ορισμένοι δεν ήθελαν να πιστέψουν.
Το σχέδιο για χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας ωστόσο του ΣΥΡΙΖΑ και η διαφενόμενη στήριξή του από την πλευρά των παραπάνω ευτυχώς μεμονομένων εκκλησιαστικών και θεολογικών προσώπων έρχεται σε αντίθεση με την επιστημονική μαρτυρία της εκκλησιαστικής ιστορίας και της παλαιότερης και της νεότερης, που διακονείται και διδάσκεται στη θεολογική Σχολή και αναζητά την οντολογική σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας στη διαχρονική της διάσταση και με έμπρακτη μαρτυρία στην κοινωνική ζωή του τόπου μας.
Η αναζήτηση τούτη όμως μέσα σε μια εποχή πνευματικής κρίσης και σύγχυσης παραγκωνίζεται μέσα από τους σχεδιασμούς που οργανώνουν τα προσωπικά συμφέροντα, τα βραχύπνοα σχέδια και οι εκατέρωθεν ψευδοφιλίες και επιδιώξεις. Θεωρείται αντιεπιστημονική προσέγγιση η αγνόηση, υποτίμηση και διαστρέβλωση της επί πολλούς αιώνες -και μάλιστα αιώνες που συμπεριλαμβάνουν και την Τουρκοκρατία- σχέσης και γόνιμης συμβίωσης Εκκλησίας, Πολιτείας και λαού, μιας σχέσης που δεν προσδιόριζε απλώς την κοινή διαχρονική αρμονική συμβίωση αλλά και την αδιάσπαστη σύνδεση και ενότητα που υπήρχε, όπως ακριβώς την περιγράφει και ο Ελύτης: «Ελλάδα: Πίνδος και Άθως»;
Στα περίεργα αυτά ανοίγματα του Τμήματος θεολογίας, που σπεύδει να συνδράμει και ο Μακαριώτατος με τους γνωστούς πλέον «δικούς» του Μητροπολίτες, διακρίνεται μια ανθρωποκεντρική στροφή προς μία μορφή εκκοσμικευμένου πολιτισμού που δεν σχετίζεται οντολογικά, αλλά μόνον επιφανειακά και επιδερμικά με την αληθινή θεολογία, ως γεγονότος που επιδρά σωτηριολογικά στον άνθρωπο και στον πολιτισμό του.
Εδώ δηλαδή φαίνεται ότι θυσιάζεται η θεανθρωπινότητα χάριν του ανθρωποκεντρισμού και διαστρεβλώνεται τελικά ο σκοπός της Εκκλησίας, που είναι να προσκαλεί και να βοηθά τον κόσμο να γίνεται Εκκλησία και όχι να συμβαίνει το αντίθετο, να γίνεται η Εκκλησία κόσμος χωρίς καμιά σωτηριολογική προοπτική, με τη σύμπραξη κάποιων Θεολόγων, Επισκόπων και διανοουμένων.
Ακούσαμε τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο πριν από λίγο καιρό σε συνέντευξή του στη ΝΕΤ να λέει: «Είμαι και εγώ αριστερός, ξεφεύγοντας από το ρόλο του να είναι και να φαίνεται με αγάπη, ισότητα και δικαιοσύνη ποιμένας όλων και να αγκαλιάζει αδιάκριτα όλους τους πολίτες και όχι μόνον την πολιτική μερίδα που συμπαθεί.
Αυτά τα μασκοφορεμένα πολιτικά, πολιτισμικά ή κοινωνικά ανοίγματα που αρνούνται ή διαστρέφουν τα αληθινά ανοίγματα της ορθόδοξης Θεολογίας και Εκκλησίας προς τον κόσμο και τον άνθρωπο δεν προσφέρουν τίποτα στην προαγωγή του αληθινού πολιτισμού και της κοινωνίας μας και μόνον μεθοδευμένα ανοίγματα σκοπιμοτήτων με θεολογική μάσκα μπορεί να χαρακτηρισθούν.
Όταν η Θεολογία και η Εκκλησία αποφασίζουν να κάνουν ανοίγματα, σε μια εποχή μάλιστα κρίσιμη από πλευράς πνευματικής, θα περίμενε κανείς τα ανοίγματα αυτά να έχουν ταυτότητα σωτηριολογική και θεανθρώπινη και να αποπνέουν άρωμα εκκλησιαστικό, να είναι όντως θεολογικά γεγονότα, που να μην κομματιάζουν ούτε τον ενιαίο άνθρωπο σε πολιτισμική και θεολογική ύπαρξη ούτε τη θεολογία του θεανθρώπου σε πολιστισμική και σε θεολογική, ούτε το λαό σε αριστερούς και δεξιούς, με σκόπιμη προτίμηση βέβαια στους πρώτους. Η επιλογή αυτής της διαίρεσης μάλιστα είναι γεμάτη από αντιφάσεις, διότι:
α) Γίνεται λόγος για τις θρησκευτικοπολιτικές συζητήσεις του Τμήματος Θεολογίας με την «αριστερά», ενώ στην πραγματικότητα δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους καθηγητές, όπως τεχνηέντως αφήνεται να εννοηθεί από τον πρόεδρο του Τμ. Θεολογίας, αλλά οργανώνονται μόνον από μια μερίδα «αρμοδίων» επί τούτου καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας, που ως γνωστό με τα γνωστά «μέσα» και τους συνήθεις «δημοκρατικούς» τρόπους (βλ. για παράδειγμα την περίπτωση π. Βασιλείου Γοντικάκη στο Γραφείο του κ. Κωνσταντίνου) επιβάλλονται και διαφεντεύουν το Τμήμα.
β) Γίνεται εμφανές στο λόγο του Προέδρου λίγο πριν το Συνέδριο με την αριστερά ότι ουσιαστική συζήτηση, από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας, δεν πρόκειται να γίνει και ότι όλα είναι προσχηματικά γ) Θέματα που αφορούν στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας θα είχε νόημα να συζητηθούν, εάν γινόταν συνάντηση, ως θα έπρεπε, με όλα τα πολιτικά κόμματα και όχι μόνον με ένα, το «Συνασπισμό», με την υποκρυπτόμενη προσδοκία ή την υποδηλούμενη επιθυμία ή πρόβλεψη ανόδου του στην εξουσία.
δ) Δεν κατανοεί κανείς τι νόημα μπορεί να έχει επί της ουσίας η μεθοδευμένη αυτή συνάντηση, μέσα από μία «αριστερόφρονα» εκατέρωθεν συζήτηση, όταν ο ένας από τους δύο συζητητές έχει προσφέρει apriori επί πίνακι, εκ των προτέρων, ὅ, τι ζητά η «αριστερή» λογική από την Εκκλησία. ε) Απορίας άξιον είναι να θεωρεί ο κ. Πρόεδρος στη συνέντευξή του, από τη μια μεριά ότι η Θεολογική Σχολή είναι «κρατική» και από την άλλη να διαφημίζει τη σύμπραξη Ιεραρχών σε «πολιτισμικά δρώμενα» (που πάντως θεολογικά δεν ήταν), ή να διοργανώνει Συνέδριο Εκκλησίας – Αριστεράς, με στόχο, εννοείται την ενότητα και αλληλοκατανόηση, με την «συριζέϊκη αριστερά», όταν αποκλείει ή διαταράσσει την ενότητά της και το διάλογο που επιβάλλεται να έχει με το «όλον» των πολιτικών κομμάτων και των εκπροσώπων τους.
Εξάλλου διερωτώμεθα: Τι συζήτηση να κάνει κανείς σήμερα, όταν χρόνια τώρα έχουν δρομολογηθεί μεθοδευμένα από μία συγκεκριμένη ομάδα (οπωσδήποτε χωρίς διάλογο) θέματα σπουδαία, όπως η αποχριστοποίηση του μαθήματος των θρησκευτικών, η αρνητική φόρτιση του όρου «ομολογιακός», η σκόπιμη αποσύνδεσή του από την ορθόδοξη κατανόησή του ως οντολογική αναφορά και μαρτυρία του εν Χριστώ οικουμενικού ανθρώπου καθώς και η σύνδεσή του με τον «ομολογιατισμό», πού γνώρισε εντός της χριστιανοσύνης η Δύση ως ομολογιακό (konfessionell) πόλεμο στη θεολογία της.
Η γνωσιολογική αποκλειστικότητα στη θεολογία και στο μάθημα των θρησκευτικών, πού μανιωδώς υποστηρίζεται από τούς σύγχρονους «γνωσιοθεολόγους» και καταλήγει στην επιλογή ενός θρησκειολογικού - πληροφοριακού μοντέλου διδασκαλίας στα σχολεία, είναι η πλήρης υιοθέτηση της δυτικής θεολογικής διαίρεσης της ζωής από τη γνώση.
Θεωρίες και απόψεις, όπως αυτές του κ. Σταμούλη, εισάγουν ένα «θεολογικό βερμπαλισμό» και δε συμβάλλουν στην ανάδειξη μιας ορθόδοξης επιστημονικής θεολογίας ως εμπράκτου γεγονότος που αφορά τον όλο άνθρωπο και ολόκληρη τη ζωή ως οντολογική έκφραση που αναζητά το πρότυπο της εικόνας του ανθρώπου.
Η υποστήριξη ότι διά Νόμου η Θεολογική Σχολή έχει μη ομολογιακό χαρακτήρα, επειδή διδάσκονται μαθήματα αρχαίων ή οικουμενικής κίνησης ή θρησκειολογίας είναι αβάσιμη, εφόσον η ιδρυματική υπόσταση και προοπτική της Σχολής έχει ουσιαστική σχέση με την ορθόδοξη θεολογία και παράδοση. Αυτό αποδεικνύεται, όχι μόνο από τον ιδρυτικό νόμο της Θεολογικής Σχολής, αλλά και από τον εσωτερικό της κανονισμό και από τα ισχύοντα επί δεκαετίες Προγράμματα Σπουδών της.
Πιο πολύ, όμως, αποδεικνύεται από την καθομολόγηση που δίνουν οι διδάκτορες της Σχολής κατά την ορκωμοσία τους, την οποία, αν και θεσμικός εκπρόσωπος της Σχολής, ο κ. Σταμούλης επιλέγει να αγνοεί[1].
Η ορθόδοξη θεολογία έχει οντολογική αναφορά και υπόσταση, γι’ αυτό και είναι πράγματι οικουμενική, χωρώντας μέσα της κάθε γνώση και εργαζόμενη για τη μεταμόρφωσή της σε γνώση Θεού και κατά συνέπεια υπέρ της πνευματικής προόδου του ανθρώπου από το κατ΄ εικόνα στο καθ΄ ομοίωσιν και όχι υπέρ της καθήλωσής του σε μια ανθρωποκεντρική μη – πνευματική στασιμότητα, που αποβαίνει σε βάρος της αιώνιας ύπαρξής του.
Η αληθινή ορθόδοξη θεολογία μπορεί να μπολιάσει θεανδρικά και να ανορθώσει σωτηριολογικά και οντολογικά την εικόνα του ανθρώπου και όχι η θεολογία των «προσωπείων» και των πολιτικοκοινωνικοπολιτισμικών σκοπιμοτήτων!!
Όταν ανορθωθεί η εικόνα του ανθρώπου, τότε θα βελτιωθεί και η κοινωνική και η πολιτισμική και η πολιτική του κατάσταση. Ξεκινάει ανάποδα ο κ. Πρόεδρος, επιλέγοντας, ως θεολογική δεοντολογία, να δίδει προτεραιότητα στον πολιτισμό, στην πολιτική και στην κοινωνική πλευρά των προσώπων, των γεγονότων και των πραγμάτων και όχι στη Θεολογική – υπαρξιακή και πνευματική!
[1] Η ΚΑΘΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
Επειδή η περίσεμνος των θεολόγων Σχολή τη του Πρυτάνεως επινεύσει εις την τάξιν των εαυτής διδακτόρων ηξίωσε δοκιμάσαί με, αύτη τε και τη Πρυτανεία δημοσία καθομολογώ τάδε:
Τα δόγματα της Ορθοδόξου ημών Ανατολικής Εκκλησίας εσαεί τηρήσειν ακέραια και ακίβδηλα, ταις θείαις Γραφαίς αυτώ τε τω Ιερώ Ευαγγελίω και ταις των Αποστόλων διδασκαλίαις και τοις των επτά Οικουμενικών Συνόδων θεσπίσμασιν απαρατρέπτως επόμενος και μηδέν τούτοις αντίδοξον μηδ' απηχές μήδ΄ αλλότριον μήθ΄ ετέρους διδάξειν μήτ' αυτός αποδέξασθαι. Όποι' δ' αν γης απίω, το των θεολογούντων τηρήσειν αξίωμα, σεμνοπρεπεία μεν βίου, ηθών δε χρηστότητι διαπρέπων και τοιούτον εμαυτόν εν πάσι παρέχων, οίον προσήκει φαίνεσθαι τον της θεολογίας, της των επιστημών ακρότατης, αψάμενον και την ταύτης μελέτην προηρημένον.
Ταύτην μου την επαγγελίαν επιτελούντι είη ο Θεός αρωγός εν τω βίω.
Ζωηφόρος
Αλήθεια,γιατί "σκανδαλίζει" μόνο η συμπόρευση τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν σκανδάλιζε και συμπόρευση τόσες δεκαετίες με τη "δεξιά του Κυρίου";;;Αυτό κι αν είναι βλασφημία,να αποκαλούμε τη δεξιά πολιτική παράταξη "δεξιά του Κυρίου"!!! "Πάντες γαρ υμείς ΕΙΣ εστέ εν Χριστώ Ιησού".Μήπως το έχουμε ξεχάσει αυτό;;;;
ΑπάντησηΔιαγραφή