Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης. Μέρος Ζ'. Τελευταίο


Συγκεντρώνει τόν ἑαυτό του καί παρατηρεῖ δειλά-δειλά δύο πόδια γυμνά, ἕνας ὁλόλευκος χιτώνας. Τά πόδια ἔχουν πληγές, ἀλλ’ ὁ χιτώνας καθαρός. Λίγο ἀκόμα καί ἀντικρύζει δύο παλάμες, δύο παλάμες μέ πληγές.  Δέν προχωρᾶ στό ἀνασήκωμα.
Φτάνει ἕως ἐδῶ. «Ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου!». Εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τόν Σωτήρα μου. Εἶδα τούς τύπους τῶν ἥλων, τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως μέ τά στίγματα τῆς σωτηρίας μας.  Τί ἄλλο ἤθελε; Γέμισε ἡ ψυχή του, «ἠγαλλιάσατο τό πνεῦμα τοῦ ἐπι τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι του». Ἡ ἀπερίγραπτη δύναμή του σ’ αὐτό ὀφείλεται.
Ἡ ὅλη του ζωή ἐξαρτήθηκε ἀπ’ αὐτή τήν Θεοφάνεια. Τόν ἀγάπησε ὁ Θεός καί δέν τόν ἐγκατέλειψε. Ἀπομακρύνθηκε γιά δοκιμή καί πάλι ἐπέστρεψε καί τόν στερέωσε. Τόν ἤθελε, τόν ἤθελε Ὑμνογράφο Του, ὑπηρέτη Του καί ὑμνητή τῶν Ἁγίων Του.
Προσευχή πρίν γράψῃ, προσευχή στό γράψιμο, προσευχή καί μετά τό γράψιμο.  Βρισκόταν σέ συνεχῇ προσευχή. Αὐτή τόν ἀνέβαζε καί τοῦ κατέβαιναν νοήματα τόσα πολλά, πού ἀποροῦσε ποιό νά πρωτοχρησιμοποιήσῃ.
Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος φαινόταν, καθώς «ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ ἤ ἐπί τόν πρᾶον καί ἡσύχιον καί τρέμοντά μου τούς λόγους», κατά τόν Προφήτην, διά τοῦτο καί ἀλλοιωνόταν ἡ μορφή του.

Καί δέν ἤμουν ὁ μόνος πού τό καταλάβαινα, ἦταν κι ἄλλοι, καί ὅλοι τό ὁμολογοῦσαν.
Προσηλωμένος στήν καλογερική ἀδιάλειπτα, ἔκανε τόν ἀτομικό του κανόνα· πάντα κρατοῦσε περίσσευμα γιά ὧρες ἀνάγκης. Ὁ κανόνας στόν μοναχό εἶναι ὁ ἀποταμιευόμενος θησαυρός μέ τό μεγάλο ἐπιτόκιο καί τούς ἀναλόγους τόκους.
Σταματᾶ ὁ νοῦς μου γιά ἄλλα. Ἴσως ἐπειδή ἐπιμελῶς ἀπέφευγε νά μιλᾶ ὁ ἴδιος καί δέν δεχόταν νά μιλοῦν οἱ ἄλλοι γιά κεῖνον.
Ἐφοβεῖτο πολύ τό κριτήριο, λόγῳ τοῦ ὅτι ἔνοιωθε ὅτι δέν ἔκανε τίτοτε. «Τί ἀποληγήσομαι;» ἕλεγε καί ξανάλεγε.
Τήν ὥρα τοῦ κοινωνικοῦ, πρίν μεταλάβῃ, πάντα μέ δάκρυα καντανύξεως προσευχόταν καί ἐμεῖς μικροί τότε ἀρχήσαμε νά καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ στιγμή τῆς ἑνώσεως αὐτῆς μέ τό Σῶμα καί το Αἷμα του Χριστοῦ ἦταν τόσο μεγάλη καί φρικτή, γι’ αὐτό πού κοπίασε ὥστε νά φέρῃ τά εὐλογημένα δάκρυα.  Μέ τέτοια δάκρυα ἀρκετές φορές τον συναναντῶ στό κελλάκι του, ἀλλά πάντοτε μέ τήν στερεότυπη φράση, «κλαίω τίς ἁμαρτίες μου».
Ἄραγε αὐτό ἦταν; Μήπως κάτι ἄλλο; Μήπως ἔβλεπε ἤ ἄκουγε ἤ ὀσφραινόταν κάτι; Οὐκ οἶδα, ὁ Κύριος οἶδε.  Δυστυχῶς γιά μᾶς, εὐτυχῶς γιά κεῖνον, ἦταν πολύ μυστικός. Ἐλαχιστότατα ἔβγαζε ἀπό τό στόμα του κάτι γιά τόν ἑαυτό του. Τυχαῖα, ἴσως κατά παραχώρησιν Θεοῦ, ὅπως γίνεται συνήθως, γιά νά ἐνισχυθοῦμε.
Τούς ὀφθαλμοφανεῖς πειρασμούς του τούς ἔλεγε γιά δικό μας καταρτισμό. Τούς μάθαμε καί μᾶς τούς φύτευσε γιά νά προσέχουμε. Ἀλλά τῆς χάριτος τά σημεῖα, οὐδέποτε τά ἀπεκάλυπτε. Εἶχε στό νοῦ του τό πατερικό πού ἀνέφερα στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας μου, «ἀρκετή ἀποκαλυπτομένη, μοιχεία παρά τῷ Θεῷ γνωρίζεται».
Δέν γνωρίζω ἄλλα νά πῶ ἀδελφοί μου γιά τόν Γέροντά μου, γιατί ἦταν γιά τόν ἑαυτό του.  Δέν ἔκανε ὅμως κακό. Καλό προξένησε στήν ψυχή του.  Κέρδισε, δέν ἔχασε. Σέ τί θά τόν ὠφελοῦσε νά ἐξωτερικεύῃ τά βιώματά του; Τά σημεῖα τῆς χάριτος εἶναι χειροπιαστά γιά λίγους καί σέ λίγους κατανοητά.
Ἦταν ἐσωτερικός, δέν ἦταν ἐξωτερικός. Τό παράδειγμά του στήν συναναστροφή μας, μᾶς ἀρκοῦσε.Ἔτσι σκεφτότανε, ἔτσι ἔκανε.  Προσπαθοῦσε νά εἶναι τύπος ἐν πᾶσι καί τό κατάφερε. Μᾶς ἄφησε τρόπο ζωῆς, ζωῆς καλογερικῆς, ζωῆς ἁγιορείτικης, ζωῆς διακρίσεως.
Αὐτό, ἀδελφοί καί πατέρες, εἶναι τό μοναδικό τῶν ὅσων γνωρίζω. Τίποτε ἄλλο.  Πάντως ἐμεῖς καί ἄν δέν ἀκούσαμε, δέν χάσαμε. Τόν εἴχαμε ζωντανό δάσκαλο μέ τά λόγια του καί τά ἔργα του. Ἡ ἐν γένει συναστροφή του ἦταν ἕνα παράδειγμα γιά μίμηση.
Τό χάρισμα, τό τάλαντο τό ἀπέκτησε ἀπό μόνην αὐτήν τήν γνήσια καλογερική ἁγιορείτικη ζωή.  Ζωή πού δέν εἶχε παραθυράκια διαφυγῆς. Ἐν γνώσει του καλογέρεψε, ἐν γνώσει του παρέμεινε, ἐν γνώσει του ἀπέφυγε δόξες καί τιμές δελεαστικές γιά τόν καθένα μας.
  Δέν ἄλλαξε τό μοναχικό ράσο μέ τό σάκκο τοῦ Ἐπισκόπου, οὔτε τό ταπεινό ἐργαστήρι μέ τό γραφεῖο τοῦ Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου καί τήν ἀετοφωλιά του μέ θαυμάσιο σπίτι, οὔτε την ἁγιορείτικη ὀρθόδοξη παράδοσή του μέ ἀλλότρια και ὀθνεῖα δόγματα, πού σιγά-σιγά καί δειλά-δειλά δυστυχῶς μπαίνουν στό Ἅγιον Ὄρος.
Παρέμεινε πιστός στόν ἀναδείξαντα αὐτόν Χριστό μας και γενόμενος σκεῦος τοῦ Παναγίου Πνεύματος φωτίστηκε καί ἔγραψε ὅ,τι ἔγραψε. Ἄν ὁ Γεράσιμος δέν εἶχε Ἅγιον Πνεῦμα, τότε ποιός εἶχε; Ἦταν ταμειοῦχος τῆς θείας χάριτος ἤ ὄχι; «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Αὐτός ἦταν, γι’ αὐτό καί ἔγραψε καί τέτοια ἔργα.
Θά μποροῦσα νά σᾶς ἀναφέρω πάμπολλα γιά τόν Γέροντα μου ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι καί τόν ἔζησαν ὡς προσκυνηταί στό κελλί μας καί συνωμίλησαν μαζί του, ἀλλά καί στίς ἐξόδους του στόν κόσμο.
Πρίν κλείσω τήν πνευματική μου φλυαρία, χρέος θεωρῶ νά ἀναφέρω τά τῆς τελετῆς του.  Ζήτησε ἀπό τήν Παναγία ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα του, νά μή μᾶς κουράσῃ ἀλλά καί νά ἔχῃ σώας τάς φρένας του, τά μυαλά του.
Ἔτσι καί ἔγινε. Εἴκοσι λεπτά πρίν κοιμηθῇ τόν ὕπνο τῶν δικαίων, χτενίσθηκε, ξάπλωσε καί μίλησε μέ τόν γείτονά μας π. Δανιήλ τῶν Δανιηλαίων καί ἔκανε νά ἀνασηκωθῇ. Τοῦ ἔπιασα τό χέρι καί μέ κοίταξε·  ἔγειρε στό μαξιλάρι του, ἀνέπνευσε τρεῖς φορές καί κοιμήθηκε τόν αἰώνιο ὕπνο, προσδοκώντας τήν ἀνάσταση καί τήν κρίση πού μέ τόσο πόθο ἐσκέπτετο.
Ἐπειδή δέ ἦτο πάντα ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, προφανῶς θά ζήτησε νά φύγῃ ἀθόρυβα χωρίς ἰδιαιτερότητες.  Καί αὐτό ἐκπληρώθηκε.
Ὅταν κοιμήθηκε, ἔπιασε φοβερή κακοκαιρία καί χιονιάς πρωτοφανής, θαλασσοταραχή ἀναπάντεχη καί δέν μπόρεσαν νά ἔλθουν αὐτοί πού ἐπιθυμοῦσαν, φίλοι Ἀριχερεῖς, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, κληρικοί καί ἄπειροι γνωστοί λαϊκοί.
Ἔτσι ἡ κηδεία του ἔγινε ἁπλῆ, ἁπλούστατη, καλογερική, μέ τούς ἀνθρώπους πού συνέζησε. Ὅπως πάντα ἤθελε νά ἀποφύγῃ τίς φασαρίες.
Σέ φίλο κληρικό τῆς Κορίνθου πού ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά παρευρεθῇ στήν κηδεία του, τοῦ εἶπε: «Παπά μου, δέν θά ἔλθῃς, γατί θά γίνῃ ἐν Σαββάτῳ καί καιρῷ χειμῶνος». Ὅπως τό εἶπε, ἔτσι καί ἔγινε, και δέν ἦλθε ὁ κληρικός.
Εἶναι πολλά, ἀξιόλογα, ἀληθινά καί ἀνεπιτήδευτα.  Προέρχονται καί ἀπό ἐπίσημα στόματα καί ἀπό ταπεινά, ἀπό μικρούς καί μεγάλους, ἀπό μορφωμένους καί ἀμορφώτους. Ὅλα ἔχουν τήν ἀξία τους, ὅλα τήν ἀλήθεια τους.
Προτίμησα, λοιπόν, νά ἀναφερθῶ σ’ αὐτά πού ἄκουσα, πού εἶδα, πού ἔνοιωσα, καί νά σᾶς τά μεταφέρω χωρίς ῥητορίες καί θεολογικούς σχεδιασμούς. Ἄλλωστε εἶμαι καί ὁλιγογράμματος.  Δόξα τῷ Θεῷ, καί συγχωρέστε με, ἄν παρέτεινα τόν λόγο μου ἤ πάνω σ’ αὐτόν εἶπα κάτι πού ἔβλαψε.
Ἡ χάρις τῆς Κυρίας Θεοτόκου νά σᾶς σκέπῃ καί οἱ πρεσβεῖες τοῦ Τιμίου Προδρόμου νά σᾶς ἐνισχύουν στόν πνευματικό σας ἀγῶνα, δι’ εὐχῶν τοῦ σεβαστοῦ μου ἁγίου Γέροντος.
Καλό ὑπόλοιπο τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς καί καλό Πάσχα.



Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος
Ἐτήσια ἔκδοσις τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
  Ἔτος 2008 ἀριθμ. 33
Ἐπιμέλεια κειμένου 
Ἀναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com



Γιὰ νὰ διαβάσετε τα ὑπόλοιπα πατῆστε  Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου