Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ο Πηλουσιώτης (Ἑορτὴ Ἰσίδωρος, Ἰσιδώρα)
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἐγεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο περὶ τὸ 360 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς θεοφιλεῖς και ἦταν συγγενὴς τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 – 412 μ.Χ.) καὶ Κυρίλλου Α’ (412 – 444 μ.Χ.). Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔλαβε μεγάλη και θαυμαστὴ θεολογικὴ και φιλοσοφικὴ γνώση. Στὴν ἀρχὴ ἐργάσθηκε ὡς διδάσκαλος καὶ κατηχητὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Ἐπιζητώντας ὅμως τὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ δύναται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἔργο τῆς ζωῆς του, τὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο μοναστήρι στὸ ὄρος Πηλούσιο, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Πηλουσιώτης. Ἀργότερα χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ στὴ συνέχεια ἐκλέγεται ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του.
Τὸ εὐγενὲς και ὑπέροχο ἦθος του, ὁ ὑποδειγματικὸς ἀσκητικὸς βίος και ἡ τεράστια θεολογικὴ κατάρτισή του συνετέλεσαν, ὥστε ταχέως νὰ ἀποκτήσει μεγάλο κύρος καὶ φήμη, νὰ ἀναδειχθεῖ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πηλουσίου, νὰ καταστεῖ περίβλεπτος καὶ νὰ θεωρεῖται μοναδικὸς στὶς ἑρμηνεῖες χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κατὰ τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο τὸ ἔτος 431 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος ἀναφαίνεται μὲ μεγάλη ὑπόληψη καὶ σπουδαῖο κύρος στὴν Ἐκκλησία.
Ἔλεγχε μὲ παρρησία τοὺς ἁμαρτάνοντες, ἐφώτιζε τοὺς πάντες μὲ τὸ θεῖο του λόγο, ἐνουθετοῦσε τοὺς ἄρχοντες, ὑπεστήριζε τοὺς κλονιζόμενους καὶ ἦταν ἡ «μοῦσα τῆς ἡμετέρας αὐλῆς», ὅπως ἀποκαλοῦσε αὐτὸν ὁ ἱερὸς Φώτιος.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 440 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ κοσμούμενος, παντοδαπεῖ εὐκλεῶς, τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Ἰσίδωρε Ὅσιε· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, σεαυτὸν ἐκκαθάρας, πράξει καὶ θεωρίᾳ, διαλάμπεις ἐν
κόσμῳ· δι’ ὧν μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Κοντάκιο. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐωσφόρον ἄλλον σε ἡ Ἐκκλησία, εὑραμένη ἔνδοξε, ταῖς τῶν σῶν λόγων ἀστραπαῖς, λαμπρυνομένη κραυγάζει σοι· χαίροις παμμάκαρ θεόφρον Ἰσίδωρε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι σοφίας διαπρεπής, ἀποδεδειγμένος, καταλάμπεις πᾶσαν τὴν γῆν, ἐκ τοῦ Πηλουσίου, τῶν λόγων τᾶς ἀκτπινας, ὥσπερ πυρσὸς ἐκπέμπων, Πάτερ Ἰσίδωρε.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Εἰρηνουπόλει
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος Εἰρηνουπόλεως τῆς Κιλικίας καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακοσίους δεκαοκτώ Ἁγίους Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τὸ ἔτος 325 μ.Χ., γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Ἀρείου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος
Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος τοῦ Μγκβιμέλι ἔζησαν στὴν Γεωργία τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀρχικὰ ἦταν δούκας τοῦ Ζιχαντίνι καὶ ἀρχηγὸς τοῦ μεγαλύτερου κράτους στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλείου τοῦ Κάρτλι (Δυτικὴ Γεωργία). Στὴν συνέχεια ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους γεωργιανοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Σίου καὶ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ τελευταῖος.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀσκόπευε νὰ γίνει μοναχὸς ὅταν, πηγαίνοντας σὲ ἕνα κυνήγι, ἔγινε θεατὴς ἑνὸς θαύματος: εἶδε ἕνα περιστέρι νὰ φέρνει τροφὴ στὸν ἐρημίτη Ἅγιο Σίο.
Αὐτὸς ἀρχικὰ ἦταν ἀντίθετος στὴ ἀπόφαση τοῦ Εὐάγριου, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ βιαστική. Ὁ Εὐάγριος ὅμως, ἐπέμενε καὶ τελικὰ ὁ Ἅγιος Σίος τοῦ παρήγγειλε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι, νὰ τακτοποιήσει ὅλες τὶς ὑποθέσεις του, νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του καὶ ἔπειτα νὰ πάει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι καὶ νὰ βάλει μέσα στὸ νερὸ ἕνα μπαστούνι ποὺ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ ἐδώριζε.
Ἐὰν ὁ ποταμὸς ἐστέγνωνε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Εὐάγριου, αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνα θεϊκὸ σημάδι γιὰ νὰ ξεκινήσει τὸν μοναχικὸ βίο, διαφορετικὰ ὁ φιλόδοξος μοναχὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν σκοπό του.
Ἔκτοτε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀσκητῶν γύρω τους ἄρχισε νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγεννήθηκε τὸ μοναστήρι. Ὁ Εὐάγριος μὲ δικά του ἔξοδα ἀγόρασε γιὰ τὴν ἀδελφότητα τὸ χωριὸ Σαλτέμπα μαζὶ μὲ τὰ προσαρτημένα ἐδάφη.
Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος Σίος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, ἀπομονώθηκε σὲ σπήλαιο καὶ ὅρισε τὸν Ὅσιο Εὐάγριο ἡγούμενο τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων τελεῖται καὶ στὶς 4 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος ὁ Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Ἀρβὴλ Περσίδος
Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Περσικῆς πόλεως Ἀρβὴλ ἐπὶ βασιλέως Σαβωρίου. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἔγινε στὴν Περσία, ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἀρχιμάγο τοῦ βασιλέως ποὺ ὀνομαζόταν Ἀδελφωρᾶς.
Ὁ εἰδωλολάτρης ἀρχιμάγος τὸν ἐπίεζε, μὲ ἀπειλὲς καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε, πῶ ς δὲν φοβᾶσαι προτρέποντάς με νὰ πράξω κάτι ποὺ δὲν πρέπει; Νομίζεις ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ ἀρνηθῶ τὸ Δημιουργὸ καὶ νὰ προσκυνήσω τὸ κτίσμα καὶ δημιούργημά Του;».
Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ ράβδους γεμάτες ρόζους. Ὅση ὥρα τὸν ἐκτυποῦσαν ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ ἔλεγε: «Κύριε, μὴν τοὺς λογαριάσεις αὐτὴ τὴν ἁμαρτία· δὲν ξέρουν τί κάνουν».
Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Μάρτυρας
Εἶναι ἄγνωστο πότε καὶ ποῦ ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος. Οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ἐτελειώθη διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητὴς ὁ Στουδίτης
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητὴς ἐγεννήθηκε στὴν Κυδωνία τῆς Κρήτης τὸ 792 μ.Χ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν θεῖο του Θεοφάνη, ποὺ ἦταν μοναχὸς στὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός. Στὴν ἡσυχία τῆς Μονῆς, ὁ Νικόλαος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ λάβει μεγάλη θεολογικὴ καὶ φιλολογικὴ παιδεία, νὰ διακριθεῖ στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ νὰ φθάσει στὰ ὕψη τῆς ἠθικῆς τελειότητος. Ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε καὶ στὴν τέχνη τῆς ἀντιγραφῆς χειρογράφων.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ Μονὴ Στουδίου καὶ οἱ μοναχοί της ὑπέστησαν μεγάλες διώξεις γιὰ τὴν προσήλωσή τους στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.) ἀντιστάθηκε, ὁ δὲ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.) συνεκάλεσε Σύνοδο ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν ἐξόρισε στὴν Προικόννησο. Διάδοχός του ἐχειροτονήθηκε ὁ Θεόδοτος ὁ Μελισσηνὸς (815 – 821 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος συγκρότησε Σύνοδο, γιὰ νὰ καταδικάσει τοὺς προμάχους τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ Σύνοδο προσεκάλεσε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στουδίου Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος δὲν προσῆλθε στὴ Σύνοδο, ὄχι γιατὶ ἐφοβόταν, ἀλλὰ γιατὶ ἤθελε νὰ στιγματίσει διὰ τῆς ἀποχῆς του τὴν παράνομη συγκρότηση τῆς Συνόδου. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐξορίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Θεόδωρο.
Λίγο μετὰ ἐφυλακίσθηκε γιὰ τρία χρόνια, παλεύοντας μὲ τὴ δίψα καὶ τὴν πείνα, καὶ στὴ συνέχεια ἐξορίσθηκε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή.
Ὁ διάδοχος τοῦ Λέοντος τοῦ Ε’, Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλός (820 – 829 μ.Χ.), ἐπέτρεψε τὴν ἐπάνοδο σὲ ὄλους τοὺς ἐξορισθέντες ὑπὸ τοῦ Λέοντος Ε’. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε στὴν Χαλκηδόνα τὸν Πατριάρχη καὶ συναγωνιστή του Νικηφόρο. Ἀκολούθως ἔμεινε γιὰ λίγο χρόνο στὸν Ἀστακηνὸ Κόλπο, καὶ τέλος ἐπανῆλθε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου.
Ἀλλὰ γιὰ λίγο μόνο, ἀφοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε νὰ ἀποδώσει στοὺς Ὀρθοδόξους τὶς ἀφαιρεθεῖσες ἀπὸ αὐτοὺς ἐκκλησίες καὶ νὰ ἐπιτρέψει τὴν ἀνάρτηση εἰκόνων σὲ αὐτές. Ἀκολουθεῖ τὸν αὐτοεξόριστο Γέροντά του, Ὅσιο Θεόδωρο, στὴ νῆσο Πρίγκηπο.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος, μὲ τὴν λήξη τῆς εἰκονομαχίας καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.), ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα παραιτεῖται, προτείνοντας ὡς διάδοχό του τὸν πρεσβύτερο Σωφρόνιο.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διώξεις καὶ αὐτοεξορία σὲ μετόχι τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου, στὸ Πραίνετο τῆς Νικομήδειας, ἱδρύει, τὸ ἔτος 859 μ.Χ., τὸ μοναστήρι τοῦ Κονορωβίου βοηθούμενος ἀπὸ κάποιον πλούσιο καὶ εὐσεβὴ ποὺ ὀνομαζόταν Σαμουήλ.
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐδῶ τὸν παρέσυραν οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἔριδες μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καὶ Φωτίου. Μετέβη λοιπόν, ἀπὸ ἐδῶ στὴν Προικόννησο, μετὰ στὴ Μυτιλήνη καὶ στὴ συνέχεια στὸ Ἑξαμίλι τῆς Θρακικῆς Χερσονήσου, ἀπ’ ὅπου ὁδηγήθηκε μὲ συνοδεία φρουρᾶς, τὸ ἔτος 866 μ.Χ., ὡς αἰχμάλωτος κατὰ κάποιο τρόπο, στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Α’ (867 – 886 μ.Χ.) καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία του (867 – 877 μ.Χ.), προσέφεραν στὸν πολυπαθὴ Ὅσιο τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου. Ἐκεῖνος, λυπούμενος γιὰ τὴν ἀκαταστασία τῆς ἐποχῆς, ἀρνήθηκε.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 868 μ.Χ. καὶ τὸ τίμιο λείψανό του κατατέθηκε κοντὰ στὰ ἱερὰ σκηνώματα τῶν ἐνδόξων Στουδιτῶν Ναυκρατίου καὶ Θεοδώρου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κυδωνίας, καὶ ὑπόδειγμα, ὁσίου βίου, ἀνεδείχθης Στουδῖτα Νικόλαε· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, ὀμολογίας ἀγῶσι διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐκ Κυδωνίας ὡς φωστὴρ λαμπρὸς ἀνέτειλας
Καὶ Ἐκκλησίας καταυγάζεις τὰ πληρώματα
Τῇ στερρᾷ ὁμολογίᾳ σου Θεοφόρε.
Τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὴν προσκύνησιν
Τοῖς ἀγῶσί σου καὶ πόνοις κατετράνωσας.
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Νικόλε.
Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Κυδωνίας θεῖος βλαστὸς, καὶ Μονῆς Στουδίου, τύπος ἔμπνους πρὸς ἀρετήν· τῆς ὁμολογίας, τὸ θεῖον χαῖρε στόμα, Νικόλαε παμμάκαρ, Κρητῶν ἀγλάϊσμα.
Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ ἐχάρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ πολλοὺς ἐθεράπευσε γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Μανουὴλ Γεδεὼν ὡς ἀσκητὴς ὅσιος ἐν τοῖς Πυθίοις (τὸ σημερινὸ Κουρί) πρὸ τῶν εἰκονομαχιῶν. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Πρίγκηπας
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Βσεβολόντοβιτς) ἐγεννήθηκε τὸ ἔτος 1189 στὴ Ρωσία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ μεγάλου πρίγκηπα Βσέβολοντ. Διαδέχθηκε τὸν ἐδελφό του Κωνσταντίνο καὶ ἔγινε μέγας ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας, λίγο πρὶν τὴν μάχη τοῦ Κάλκα, κατὰ τὴν ὁποία οὁ Μογγόλοι τοῦ Μπατοῦ Χὰν κατέστρεψαν τὸ Ρωσικὸ στρατό. Ἡ βασιλεία του διέρρευσε μέσα ἀπὸ ἐμφύλιους σπαραγμοὺς καὶ ἀγῶνες, καθὼς καὶ πολέμους κατὰ τῶν Μογγόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσβάλει στὴ Ρωσία καὶ ἐλεηλάτησαν τὴ Μόσχα, τὴ Σουζδαλία καὶ τὸ Βλαδιμίρ. Πράγματι, τὸ ἔτος 1223, τὰ μογγολικὰ στρατεύματα εἰσέβαλαν στὴ χῶρα τῆς Ρωσίας, ἐνίκησαν τοὺς διαιρεμένους Ρώσους ἡγεμόνες καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Ἀσία.
Ὁ Ἄγιος Γεώργιος ἐφονεύθηκε στὴ μάχη τὴν ὁποία συνῆψε μὲ τοὺς Μογγόλους στὸν ποταμὸ Σίτα στὶς 4 Μαρτίου 1238. Ὁ Ἐπίσκοπος Κύριλλος ἐνταφίασε τὸ σκήνωμά του στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ροστὼβ καὶ δύο χρόνια αργότερα τὸ μετέφερε μὲ εὐλάβεια καὶ ἐπισημότητα στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμίρ.
Οἱ Ὅσιοι Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις ἀσκήτεψαν περὶ τὸ 1485 στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πετσένγκα – Γκραζοβέσκ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν στὴν κωμόπολη Βλαντιμίρσκο τῆς Πετσένγκα, στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος γεννήθηκε στὴν περιοχὴ Γκαλὶτς τῆς Κοστρομᾶ ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι εἶχε τὴ θεία κλήση ἐκ κοιλίας μητρός. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ καὶ δέχθηκε τὴν κλήση ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ θείου ὁράματος. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὴν πατρική του οἰκία, γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσει στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκόφ.
Ἀργότερα, ὅταν οἱ γονεῖς τοῦ Ὁσίου Κυρίλλου πληροφορήθηκαν τὴν ἀπόφαση τοῦ υἱοῦ τους, ἀκολούθησαν καὶ αὐτοὶ τὴν μοναχικὴ ὁδὸ καὶ ἔγιναν μοναχοί, πρῶτα ἡ μητέρα του μὲ τὸ ὄνομα Ἑλένη καὶ στὴ συνέχεια ὁ πατέρας του μὲ τὸ ὄνομα Βαρσανούφιος, τοῦ ὁποίου μάλιστα ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση ἀνετέθη ἀπὸ τὸν ἡγούμενο στὸν υἱό του Κύριλλο.
Ὡς μοναχὸς ἐντυπωσίασε μὲ τὶς ἀρετές, τὴν ὑπακοή, τὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, τὸν ἡγούμενο Ὅσιο Κορνήλιο (τιμᾶται 20 Φεβρουαρίου) καὶ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρός του ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, γιὰ νὰ ἐξέλθει καὶ νὰ ἀσκητέψει σὲ ἔρημο τόπο. Ἔπειτα ἀπὸ ἐρημικὴ ζωὴ εἴκοσι περίπου ἐτῶν σὲ διάφορους ἀσκητικοὺς τόπους τῆς Ρωσικῆς γῆς, ὁ Ὅσιος κατέληξε στὰ προάστια τῆς Μόσχας Νόβγκοροντ καὶ Πσκόφ, ὅπου ζοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Μετὰ ἀπὸ διαδοχικὰ θεία σημεῖα καὶ ὁράματα τῆς Θεοτόκου, ἵδρυσε μονὴ καὶ ἀνήγειρε δυὸ ναοὺς στὴ Λευκὴ Λίμνη, ἐνῷ ἡ ὀσιακὴ πολιτεία του προσείλκυε νέους ἀδελφοὺς γύρω του. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ τῆς διακρίσεως.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ἀφοῦ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, τὸ ἔτος 1532. ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του στὶς 15 Ἰουνίου καὶ στὶς 7 Νοεμβρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Νεομάρτυρας τοῦ Χαλεπλῆ
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωσὴφ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Χαλέπιον. Οἱ Τοῦρκοι τὸν φθόνησαν γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ τὸν συκοφάντησαν ὅτι ἤθελε νὰ γίνει Τοῦρκος ἀλλὰ δὲν τὸ ἔπραξε. Ἔτσι τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, τὸν καλοῦσε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πατρῴα εὐσέβεια.
Ὅμως ὁ Ἰωσὴφ ἔλεγξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία, τὴν ὁποία τὸν καλοῦσαν νὰ ἀσπασθεῖ. Ἀποδεικνυόμενος ἀκλόνητος καὶ ἀμετάθετος, παρὰ τὶς πιέσεις τῶν Τούρκων νὰ ἐξωμοτήσει, δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, τελειωθεῖς διὰ ξίφους, τὸ ἔτος 1686 μ.Χ. Ὁ ὑπ’ ἀριθμ. 2142(129) Κώδικας τοῦ XVIII αἰῶνος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου 17 Φεβρουαρίου.
Ἡ Ἁγία Δοσιθέα Βασίλισσα τῆς Ρωσίας
Ἡ Ἁγία Δοσιθέα κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1810.
synaxarion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.