Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ. Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
''ΖΕΚ - 18376''
3ο "Οι μπότες"
Αναμνήσεις του κρατουμένου Αντρεσένκο, γραμμένες το 1966. Έμενα στο θάλαμο του π. Αρσενίου, αλλά δεν είχα επαφές μαζί του. Η ευκαιρία να γνωρίσω το μεγαλείο της ψυχής του μου δόθηκε το 1954. Και η αιτία ήταν... ένα ζευγάρι παλιές τσόχινες μπότες!
Θα πάρω όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Μόλις είχε μπει ο χειμώνας, χειμώνας βαρύς και άγριος. Την εποχή αυτή τα πόδια χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα. Πρέπει να είναι στεγνά και ζεστά, αλλιώς ξεπαγιάζουν, πρήζονται και τελικά νεκρώνονται.
Όταν γυρίζαμε από τη δουλειά, τα πόδια μας ήταν παγωμένα και πονούσαν αφόρητα. Οι μπότες μούσκεμα. Πως όμως να τις στεγνώσεις; Δίπλα στις ξυλόσομπες έβαζαν τις μπότες τους κάθε βράδυ οι εγκληματίες . Που χώρος για τις δικές μας. Μόνο τη νύχτα μπορούσαμε να τις στεγνώσουμε, αλλά τότε, χωρίς αμφιβολία, θα έκαναν φτερά . Έτσι έμεναν σχεδόν πάντα βρεγμένες .
Μια μέρα, την ώρα της δουλειάς τα πόδια μου χώθηκαν μέσα σ' ένα ρυάκι .Μέχρι το βράδυ πάγωσαν εντελώς . Οι φτέρνες κόλλησαν στις μπότες. Τα πέλματα με πονούσαν φρικτά.
Σύρθηκα ως την παράγκα. Δεν είχα κουράγιο να πάω για φαγητό. Έπεσα στο κρεβάτι βογγώντας.
"Σήμερα-αύριο ψοφάω", συλλογίστηκα ανατριχιάζοντας, πριν βυθιστώ σ' έναν εφιαλτικό λήθαργο.
Σε μια στιγμή, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αισθάνομαι ότι κάποιος προσπαθεί να μου βγάλει τις μπότες.
"Μ' έχουν αποφασισμένο, φαίνεται. Αλλά για κοίτα! Ακόμα δεν τα τίναξα, και αρπάζουνε τις μπότες μου... Χαλάλι τους! Εγώ σβήνω, και για τις μπότες θα νοιαστώ;".
Δεν σαλεύω. Δεν ανοίγω καν τα μάτια.
Να, κατάφερε να βγάλει τη μία μπότα... Τόσο προσεκτικά, τόσο μαλακά. Έβγαλε και τη δεύτερη... Ξετύλιξε τα βρεγμένα ποδόπανα και άρχισε να μου τρίβει τα πόδια.
Είμαι πάντα ακίνητος, μισοναρκωμένος .
Νιώθω όμως όλα όσα μου κάνει εκείνος ο άγνωστος.
Δέν ξέρω πόσην ώρα έτριβε τα ξυλιασμένα πόδια μου. Εκείνο που ξέρω είναι πως έπαψαν να πονούν, ζεστάθηκαν, ξαναζωντάνεψαν.
Ανακουφισμένος, αποκοιμήθηκα...
Ένα δυνατό χαστούκι με κάνει να ξυπνήσω αλαφιασμένος.
- Γιατί δεν σηκώνεσαι;
Πάνω απ' το κεφάλι μου βλέπω τον επικεφαλής του συνεργείου να με κοιτάζει άγρια.
Πετάγομαι απ' το κρεβάτι.
Τα πόδια μου γυμνά - πού είναι οι...;
Με πλησιάζει ένας κοκαλιάρης γέρος και μου δίνει τις μπότες και τα ποδόπανα. Στεγνά!
Δεν μου λέει τίποτα. Δεν του λέω τίποτα. Δεν έχω καιρό μήτε να σκεφτώ. Αρπάζω απ' τά χέρια του τ' ανέλπιστα δώρα, τα βάζω μάνι-μάνι και τρέχω στη δουλειά.
Το ίδιο βράδυ ο γέρος στέγνωσε πάλι τις μπότες μου. Και το επόμενο. Και πολλά ακόμα βράδια. Έτσι μ' έσωσε...
Αλλά ξέρετε τι ακριβώς έκανε; Ακούστε και θαυμάστε: Έβαζε τις μπότες δίπλα στη σόμπα και τις φύλαγε όλη νύχτα για να μην τις κλέψουν! Τις φύλαγε αγρυπνώντας και
κάνοντας προσευχή. Τη μέρα δούλευε, όπως όλοι. Και τη νύχτα έκανε προσευχή, προσέχοντας τις μπότες μου. Για πολύ καιρό.
Μ' αυτόν τον τρόπο γνωριστήκαμε. Αρχίσαμε να συζητάμε. Με σαγήνεψε. Πρώτα, βέβαια, με την απερίγραπτη αγάπη του, την καλοσύνη και την αυτοθυσία του. Κι έπειτα με τη σπάνια σοφία του, τη φρόνηση και τη διάκριση του.
Μια μέρα του φανέρωσα τον μεγάλο πόνο μου: Θα πέθαινα στο στρατόπεδο και δεν θα μάθαινα τίποτα για την οικογένεια μου.
Με καθησύχασε.
- Μην ανησυχείτε. Θα βγείτε σύντομα από δω μέσα και θα ξαναδείτε τους δικούς σας.
Το είπε τόσο απλά, τόσο φυσικά, σαν να ήξερε ότι θα γίνει.
Και έγινε! Απολύθηκα μετά από ένα χρόνο περίπου.
Με είχαν συλλάβει το 1952. Έκανα ένα διάστημα σε κοινές φυλακές. Τον Ιανουάριο του 1953 μ' έστειλαν στο Ειδικό. Και στο τέλος του 1955 μ' ελευθέρωσαν. Επανήλθα στο Κόμμα και αποκαταστάθηκα στην παλιά μου θέση. Έτσι ξαφνικά κι έτσι αναίτια όπως είχα συλληφθεί.
Τώρα επισκέπτομαι τον π. Αρσένιο μια φορά το εξάμηνο. Πιστεύω πια στο Θεό.
Εξομολογούμαι. Ακουμπάω στα πόδια του γέροντα την ακαθαρσία, την κόπωση, τους αγώνες και τις αγωνίες μου. Και φεύγοντας για το Νοβοσιμπίρσκ, παίρνω μαζί μου κάτι από τη θέρμη και την πίστη
του.
Δεν έχω πια καμιάν αμφιβολία: Ο κόσμος στηρίζεται σε τέτοιους ανθρώπους. Η φλόγα της ελπίδας μας για ένα καλύτερο αύριο δεν θα σβήσει όσο υπάρχουν τέτοιοι ήρωες.
Πολλοί παρασημοφορούνται για ηρωισμό. Άλλοι κομπάζουν για κατορθώματα. Αφότου όμως γνώρισα τον π. Αρσένιο, δεν αναγνωρίζω άλλους ήρωες, παρά μόνο εκείνους που του μοιάζουν. Δεν θαυμάζω άλλα κατορθώματα, παρά μόνο όσα είναι σαν τα δικά του.
Πήγα εθελοντής στον μεγάλο πατριωτικό πόλεμο. Πήρα μέρος σε πολλές μάχες. Ανδραγάθησα. Στήν αρχή του πολέμου ήμουν απλός στρατιώτης και στο τέλος του ταγματάρχης. Τιμήθηκα με τα παράσημα της Δόξας, του Λένιν, του Πατριωτικού Πολέμου, της Κόκκινης Σημαίας... Διοίκησα αντάρτικο σώμα. Τραυματίστηκα τέσσερις φορές. Αντίκρυσα το θάνατο. Μα ό,τι έκανα ήταν για το λαό μας, για τους συντρόφους, για την πατρίδα...
Όταν βρέθηκα σ' ένα Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος, κατάλαβα πως ο θάνατος,
και μάλιστα για έναν ανώτερο σκοπό, δεν είναι τόσο φοβερός. Το να ζεις όμως για χρόνια μέσα εκεί, μ' έναν αργό και βασανιστικό θάνατο διαρκώς δίπλα σου, με μιαν αγέλη απελπισμένων και αγριεμένων μελλοθανάτων πάντα γύρω σου, χωρίς φίλους και συντρόφους, χωρίς παρηγοριά κι ελπίδα, αυτό είναι το πιο φοβερό. Πεθαίνεις κάθε μέρα - και για ποιο λόγο, για ποιο σκοπό;
Ε, λοιπόν, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες αναδεικνύονται οι αληθινοί ήρωες. Το πιο μεγάλο κατόρθωμα είναι τούτο: Να πεθαίνεις από την πείνα και να δίνεις το ψωμί σου σ' έναν άλλο πεινασμένο. Να είσαι τσακισμένος στην κούραση και να κάνεις τη δουλειά ενός άλλου εξαντλημένου. Να σε βρίζουν και να γλυκομιλάς. Να σε μισούν και ν' αγαπάς. Να σε καταστρέφουν και να σώζεις .
Ο π. Αρσένιος έσωσε πολλούς με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού. Χωρίς όρια αγάπης για τους άλλους. Χωρίς όρια αυτοθυσίας για τον εαυτό του. Και χωρίς να περιμένει κανένα παράσημο.
Ο μουσικός
Πανύψηλος, κοκαλιάρης, με ρούχα ξεσκισμένα και όψη πολυβασανισμένη - έτσι εμφανίστηκε στο θάλαμο.
Η μόνη ένδειξη ζωής στο κερένιο του πρόσωπο ήταν δυο τεράστια μαύρα μάτια, δυο μάτια έξυπνα μα και θλιμμένα, που κοίταζαν πάντα στο κενό.
Στη δουλειά δεν είχε ικανοποιητική απόδοση, γι' αυτό και στο συσσίτιο του έδιναν μειωμένη μερίδα. Έτσι όμως αδυνάτιζε όλο και περισσότερο.
Γυρίζοντας κάθε βράδυ στην παράγκα, καθόταν στο κρεβάτι του σιωπηλός και στύλωνε το βλέμμα στο θολό τζάμι του παραθύρου, απ' όπου φαίνονταν, ακόμα πιο καταθλιπτικά, τα γκρίζα δρομάκια του στρατοπέδου. Πότε-πότε το σβησμένο πρόσωπο του ζωντάνευε και τα μακριά δάχτυλα των χεριών του άρχιζαν να κινούνται γοργά πάνω στα γόνατα, σαν να έπαιζαν ένα αόρατο και άνηχο πιάνο.
Πέρασε έτσι ένας χρόνος και παραπάνω. Οι άλλοι κρατούμενοι είχαν συνηθίσει τη σιωπή και την απομόνωση του.
Κάποιο βράδυ μερικοί κρατούμενοι μαζεύτηκαν γύρω από τον π. Αρσένιο κι έπιασαν τη συζήτηση. Στην αρχή μιλούσαν για τα καθημερινά τους προβλήματα. Σύντομα όμως, χωρίς να το καταλάβουν, γύρισαν στα περασμένα. Θυμήθηκαν την ελεύθερη ζωή τους, τις ασχολίες τους, τα ενδιαφέροντα τους - τέχνη, θέατρο, ποίηση, μουσική... Για τη μουσική άρχισαν να λένε πολλά. Και τότε ακριβώς τους πλησίασε ο αινιγματικός εκείνος κρατούμενος.
Εκφράστηκαν διάφορες απόψεις ως προς την επίδραση της μουσικής στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Μα τα αίματα άναψαν, όταν έγινε λόγος για τη «στρατευμένη» και «κομματικοποιημένη» μουσική.
Ο π. Αρσένιος συνήθως δεν έπαιρνε μέρος στις διενέξεις. Τώρα όμως, εκφράζοντας απροσδόκητα τη γνώμη του, είπε πως οι μουσικές δημιουργίες, όταν έχουν βαθύ πνευματικό περιεχόμενο, επιδρούν ευεργετικά στην ψυχή του ανθρώπου, την ξεκουράζουν και την εξευγενίζουν.
Ακούγοντας τον ο σιωπηλός κρατούμενος, έγινε άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπο του φωτίστηκε. Τα μάτια του άστραψαν. Παίρνοντας ξάφνου το λόγο, εξήγησε και τεκμηρίωσε την άποψη του γέροντα με πολλή γνώση αλλά και συναρπαστική ευφράδεια.
Καθώς όλοι τον άκουγαν σαν μαγεμένοι, πετάχτηκε κάποιος απ' το κρεβάτι του και φώναξε:
- Μα... για σταθείτε... Από ώρα σας παρατηρώ. Συγγνώμη, εσείς δεν είστε ο πιανίστας...
Ανέφερε το όνομα ενός διάσημου μουσικού.
Εκείνος ταράχτηκε. Σώπασε απότομα. Κι ύστερα από λίγες στιγμές ψέλλισε με πόνο:
- Ω, αν ξέρατε πόσο μου λείπει η μουσική! Αν ξέρατε... Με τη μουσική θα μπορούσα να ζήσω ακόμα και σ' αυτόν τον άδη!
- Πως βρεθήκατε εδώ; τον ρώτησε ανόητα ένας άλλος.
- Όπως βρεθήκατε κι εσείς, αποκρίθη κε μ' ένα πικρό χαμόγελο. Και με καταγγελία φίλου!...
Από το βράδυ εκείνο κλείστηκε πιο πολύ στον εαυτό του. Μια λύπη αβάσταχτη αυλάκωνε βαθιά το πρόσωπο του. Το βλέμμα του ήταν εντελώς απλανές και αδιάφορο. Απαντούσε με δυσκολία, μετά τη δεύτερη ή την τρίτη ερώτηση.
Πέρασε έτσι ένας μήνας. Στη δουλειά πήγαινε σέρνοντας τα πόδια του. Είχε μείνει πετσί και κόκαλο.
Ο π. Αρσένιος προσπάθησε δυό-τρείς φορές να του μιλήσει, να τον συνεφέρει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο μουσικός άλλοτε του έδινε ασυνάρτητες αποκρίσεις και άλλοτε έφευγε χωρίς να πει κουβέντα.
Ο μπάτουσκα κατέφυγε στον καθένα που θα μπορούσε να βοηθήσει.
- Χάνεται ο άνθρωπος χωρίς τη μουσική! Πρέπει κάτι να κάνουμε...
Κάποιος εγκληματίας, που τον συμπαθούσε, είχε μια καλή ιδέα.
- Στήν πολιτιστική γωνιά, καταπώς τη λένε, υπάρχει μια χαλασμένη κιθάρα. Θα συνεννοηθώ με τα παιδιά. Ίσως μπορέσουμε να τη βουτήξουμε.
Η «πολιτιστική γωνιά» ήταν ένας χώρος προορισμένος για ψυχαγωγικές και επιμορφωτικές εκδηλώσεις, προπαντός όμως για την πολιτική «διαφώτιση» και μεταστροφή των κρατουμένων. Καμιά εκδήλωση, ωστόσο, δεν είχε γίνει ποτέ στο χώρο αυτό, που παρέμενε πάντα κλειδωμένος και αχρησιμοποίητος, με μοναδικό εξοπλισμό κάμποσες δεκάδες σκονισμένα βιβλία και μια χαλασμένη κιθάρα, πεταμένη μέσα σ' ένα ντουλάπι.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ, πως κατάφεραν οι εγκληματίες ν' αρπάξουν την κιθάρα. Δαιμόνιοι άνθρωποι! Τη φέρανε μια βραδιά στο θάλαμο με κρυφό καμάρι, μολονότι ξεχαρβαλωμένη: Το βερνίκι της ήταν ξεφτισμένο, το ηχείο σπασμένο και οι χορδές μονάχα πέντε!
Ήξεραν όλοι καλά, πως η κιθάρα δεν θα έμενε για πολύ στα χέρια τους. Αργά ή γρήγορα οι επόπτες θα την έβρισκαν και θα την έπαιρναν. Ως τότε όμως θα έδινε σε όλους - και όχι μόνο στον θλιμμένο μουσικό - λίγη χαρά, λίγη παρηγοριά.
Βρέθηκε ένας κρατούμενος, τεχνίτης καλός, που κόλλησε το ηχείο και έξυσε το βερνίκι. Για δυο μέρες, ώσπου να στεγνώσει η κόλλα, οι εγκληματίες έκρυβαν την κιθάρα. Και το τρίτο βράδυ, μετά τον έλεγχο, την έβαλαν στο κρεβάτι του μουσικού, που είχε πάει για μια στιγμή στην άλλη άκρη του θαλάμου.
Σαν ήρθε και είδε το απροσδόκητο δώρο, τα έχασε. Ξαφνιασμένος κάθισε στο κρεβάτι και άγγιξε με δισταγμό τις χορδές. Ακούστηκε ένας αλλόκοτος, λυπητερός ήχος. Τότε μόνο πείστηκε πως δεν ονειρευόταν. Άρπαξε με λαχτάρα την κιθάρα κι έριξε ένα σαστισμένο βλέμμα γύρω του, στα τόσα πρόσωπα που τον κοίταζαν αμίλητα και χαμογελαστά.
Άρχισε να κουρντίζει το όργανο. Οι χορδές τρίζανε. Οι ήχοι παράδερναν ακατάστατοι. Επιμένοντας, κατάφερε να τους σταθεροποιήσει. Σε λίγο τα επιδέξια δάχτυλα του είχαν επιβληθεί στον τόσο γνώριμο αντίπαλο.
Σε πέντ'-έξι σημεία οι εγκληματίες, παρέες-παρέες, έπαιζαν χαρτιά. Μερικοί βροντούσαν τα κοκαλάκια του ντόμινο. Άλλοι βρίζονταν χυδαία. Κάποιοι συζητούσαν χαμηλόφωνα. Οι περισσότεροι όμως, κατάκοποι, ήταν ξαπλωμένοι στα ξυλοκρέβατά τους, βυθισμένοι σε συλλογή.
Και ξαφνικά η παράγκα γέμισε ήχους, ήχους θεσπέσιους, πανευφρόσυνους, συναρπαστικούς!
Οι βρισιές και τα μουρμουρητά σταμάτησαν. Οι χτύποι του ντόμινο διακόπηκαν. Τα τραπουλόχαρτα βρέθηκαν πάνω στα γόνατα. Κάτι τερπνό κι ευπρόσδεκτο, κάτι οικείο και νοσταλγικό απλώθηκε στο θάλαμο και θρονιάστηκε ανάμεσα στους κρατουμένους.
Οι ήχοι ζωγράφιζαν νοερά αγαπημένους τόπους κι ανθρώπους, κάμπους και δάση,
βουνά κι ακρογιαλιές, πολιτείες και χωριά, γονιούς και φίλους, γυναίκες και παιδιά.
Όλες οι καλές, όλες οι φωτεινές, όλες οι ευχάριστες στιγμές της περασμένης ζωής αναστήθηκαν από τα μνήματα της λήθης, ήρθαν και στάθηκαν δίπλα τους, διώχνοντας πρόσκαιρα την πίκρα και την απελπισία της τωρινής ζωής.
Δεν είχε τόση σημασία το τι έπαιζε ο μουσικός. Ίσως ν' αυτοσχεδίαζε. Πάντως η κιθάρα διηγούταν μελωδικά τα περασμένα, ηλεκτρίζοντας τις ψυχές, αναμοχλεύοντας τις μνήμες, τρυπώντας τις καρδιές.
Οι ήχοι ξεχύνονταν ασυγκράτητοι ανάμεσα στα κρεβάτια και τους διαδρόμους, τρυπώνοντας ανεμπόδιστα παντού και καθηλώνοντας δυναμικά τις κουρασμένες υπάρξεις, που είχαν παραδοθεί δίχως όρους και δίχως όρια στην πανίσχυρη εξουσία της μουσικής.
Σε μια στιγμή οι χορδές σκόρπισαν ολόγυρα νότες πένθιμες. Σκίρτησαν οι καρδιές, σφίχτηκαν τα σπλάχνα, βούρκωσαν τα μάτια από το θρήνο της κιθάρας, που μοιρολογούσε, θαρρείς, τους αδικοχαμένους, σιγόκλαιγε για τους τυραννισμένους, παραπονιόταν ήρεμα για τις τόσες συμφορές, τα τόσα βάσανα, τα τόσα αίματα...
Έξαφνα ακούστηκαν βαριά βήματα στο διάδρομο, ανάμεσα στα κρεβάτια. Σπρώχνοντας και παραμερίζοντας τους όρθιους, ένας ψηλός και μαυριδερός εγκληματίας πλησίασε το μουσικό. Ήταν διαβόητος σ' όλο το στρατόπεδο για την ωμότητα του. Δάκρυα αυλάκωναν τώρα το αγριωπό πρόσωπο του.
- Σταμάτα, κολλιτσίδα! Μου ξεσκίζεις την ψυχή! Σταμάτα, γιατί θα σε χτυπήσω!
Σήκωσε απειλητικά το χέρι του. Την ίδια στιγμή ένας άλλος γεροδεμένος εγκληματίας, που στεκόταν εκεί, τον άρπαξε και τον πέταξε στο διάδρομο. Μετά από λίγο τον άκουσαν να κλαίει με λυγμούς στην άλλη άκρη της παράγκας.
Ο μουσικός καθόταν σκυφτός και ακίνητος στο κρεβάτι του.
- Τραγούδησε μας κάτι, τον παρακάλε σε ένας απ' τους όρθιους.
Τα δάχτυλα του χάιδεψαν πάλι τις χορδές.
Βραχνά και σιγανά, αλλά πολύ αισθαντικά, είπε ένα παλιό ρωσικό τραγούδι, εκείνο το γνωστό, «Γιατί το κεφάλι σκύψατε, κοράκια μου;...».
Ακούγοντας το, όλοι ζωήρεψαν και χαμογέλασαν.
Η φωνή του μουσικού, βέβαια, δεν ήταν και τόσο γλυκεία.
Η θέρμη, ωστόσο, η εκφραστικότητα και η αλεγράδα της καθήλωσαν το ετερόκλητο εκείνο ακροατήριο.
Μετά το τραγούδι, έπαιξε το βαλς «Στούς λόφους της Μαντζουρίας». Ο αργός ρυθμός, οι γαλήνιοι κυματισμοί και οι υπέροχοι χρωματισμοί του αριστουργηματικού αυτού κομματιού έφεραν μιαν αύρα αισιοδοξίας, ειρήνης και ευδιαθεσίας μέσα στην παράγκα.
Η ώρα όμως είχε περάσει. Τα χασμουρητά έδιναν κι έπαιρναν. Έπρεπε να κοιμηθούν, γιατί την άλλη μέρα τους περίμενε η συνηθισμένη σκληρή δουλειά.
Ένας-ένας οι κρατούμενοι άρχισαν να τραβάνε για τα κρεβάτια τους.
Σε λίγο ο μουσικός είχε μείνει χωρίς ακροατές. Ήρεμος, ευχαριστημένος, κρατώντας την κιθάρα με περισσή προσοχή, με στοργή σχεδόν, είχε αγκαλιάσει ολόκληρο το θάλαμο με το βλέμμα του, ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη.
Ο π. Αρσένιος καθόταν στο κρεβάτι του σκεφτικός.
- Είναι πιστός, μουρμούρισε, βαθιά πιστός. Το διαλάλησε σήμερα με τους ήχους της μουσικής...
Η κιθάρα έμεινε δυο μέρες στο θάλαμο. Σ' αυτό το μικρό διάστημα ο μουσικός κυριολεκτικά αναγεννήθηκε. Έγινε ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός, ενεργητικός, καλοδιάθετος. Οι εγκληματίες του κόλλησαν το παρατσούκλι "αρτίστας" και ανέλαβαν την «προστασία» του.
Την τρίτη μέρα, στον πρωινό έλεγχο, οι επόπτες βρήκαν την κιθάρα και την πήραν. Πήγαν κατευθείαν στην κρυψώνα - είχε καταδώσει κάποιος απ' τους σεκταριστές.
Με τρεις μέρες απομόνωση τιμωρήθηκε ο μουσικός. και όταν γύρισε, ήταν πάλι σιωπηλός, σκυθρωπός, σβησμένος.
Πέρασαν τρεις εβδομάδες. Μια νύχτα ο π. Αρσένιος ξύπνησε απότομα. Κάποιος τον τραβούσε απ' το μανίκι.
- Συγχωρέστε με...
Ήταν ο μουσικός που του ψιθύριζε στ' αυτί.
Σηκώθηκε και κάθησε δίπλα του.
- Έχω μεγάλη ανάγκη να μιλήσω μαζί σας. Ξέρω πως είστε παπάς. Από καιρό ήθελα να σας πλησιάσω, αλλά δίσταζα. Τώρα όμως αισθάνομαι πως ήρθε η ώρα μου. Σας ευχαριστώ για την κιθάρα! Όπως έμαθα, δική σας ήταν η πρωτοβουλία. Σας ευχαριστώ πολύ!... και τώρα ακουστέ με... Θα είμαι σύντομος... Συγχωρέστε με που σας ξύπνησα...
Χείμαρρος ήταν ο λόγος του. Με χαμηλή φωνή ξεδίπλωσε τους λογισμούς του, σκιαγράφησε την πορεία της ζωής του, ομολόγησε ταπεινά τα σφάλματα του.
- Κύριε, Κύριε! Πόσο αμαρτωλός είμαι! αναφωνούσε κάθε τόσο.
Τα δάκρυα του πέφτανε πάνω στο χέρι του παππούλη και το καίγανε.
- Ναι, είμαι πολύ αμαρτωλός... αλλά γιατί μου στέρησαν τη μουσική;
Όταν τελείωσε τον μακρύ μονόλογο του, προσευχήθηκε για πολλή ώρα μαζί με τον π. Αρσένιο.
Τον χαιρέτησε κλαίγοντας.
- Πλησιάζει το τέλος μου...
Μετά από τρεις ακόμα εβδομάδες, την ώρα της δουλειάς, ένας ογκόλιθος έπεσε πάνω στην αριστερή του παλάμη και του την έλιωσε.
Δεκαπέντε μέρες αργότερα έστειλε στον π. Αρσένιο ένα σημείωμα από το νοσοκομείο του στρατοπέδου. «Μη με ξεχνάτε», έγραφε. «Ο θάνατος στέκεται δίπλα μου. Προσεύχεσθε για μένα στον Κύριο». Δεν μαθεύτηκε πια τίποτα γι' αυτόν.
Ο δημοσιογράφος κατέγραψε το καθετί. Έβρισκε κάπου μεγάλα κομμάτια από γκρίζο σκληρό χαρτί κι έφτιαχνε τετράδια: Τα δίπλωνε, τα έραβε και τα έκοβε με τον αυτοσχέδιο χαρτοκόφτη του, τη σκουριασμένη λεπίδα ενός σπασμένου πριονιού.
Μόλις ερχόταν απ' τη δουλειά, καταβρόχθιζε σαν λύκος τη χορτόσουπα και το ξερόψωμό του. Με τη μπουκιά στο στόμα, έτρεχε να καθήσει στο κρεβάτι του, να ξύσει με τα δόντια το μολύβι του και να ριχτεί στο γράψιμο.
Το μολύβι κυλούσε με απίστευτη ταχύτητα πάνω στα τσαλακωμένα φύλλα του σκληρού χαρτιού, σχηματίζοντας ωραία γράμματα και τέλειες σειρές.
Έδινε την εντύπωση ανταποκριτή κάποιας εφημερίδας, που ήρθε εδώ για να μαζέψει στοιχεία, να κατανοήσει την ψυχολογία των κρατουμένων, να μελετήσει τον τρόπο διοικήσεως και τη συμπεριφορά των εποπτών, κοντολογίς να γνωρίσει από κοντά αυτόν τον ζοφερό και άγνωστο κόσμο, κι έπειτα να δώσει στη δημοσιότητα ένα συνταρακτικό ρεπορτάζ με τίτλο: «Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος».
Αυτή την εντύπωση έδινε, αλλά φυσικά δεν ήταν παρά ένας κρατούμενος με νούμερο Κ-391, καταδικασμένος σε κάθειρξη είκοσι χρόνων βάσει του άρθρου 58.
Ώσπου ν' απολυθεί - κι αυτό έγινε μετά το θάνατο του Στάλιν - πρόλαβε να γεμίσει με σημειώσεις μερικά τετράδια, όπου η ζωή του στρατοπέδου περιγραφόταν με ακρίβεια και ρεαλισμό.
Η μανία του να τα καταγράψει όλα και ν' αφήσει τις σημειώσεις του "κληρονομιά στην ανθρωπότητα" δεν περιγράφεται. Έπεφτε πάνω σε κάθε νεοφερμένο, όπως πέφτει το γεράκι στη λεία του, και τον έπνιγε στις ερωτήσεις.
- Ποιος είστε; Από που; Για ποιο λόγο σας συνέλαβαν; πως έγινε η ανάκριση; Τί
ποινή σας επέβαλαν; Γιατί σας έστειλαν εδώ;...
Φυσιολογικά το τελευταίο ερώτημα θα ήταν: "Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις σας από ένα Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος;". Ποτέ όμως δεν ρωτούσε κάτι τέτοιο. Την απάντηση, τη γνώριζε, αφού οι εντυπώσεις όλων ήταν ταυτόσημες.
Τα χειρόγραφα τα έκρυβε κάπου με τη βοήθεια των εγκληματιών, στους οποίους έδινε σαν αντάλλαγμα ένα μεγάλο μέρος από το καθημερινό ψωμί του. Καμιά φορά οι επόπτες βρίσκανε σκόρπια χαρτιά με ση μειώσεις του. Του τα παίρνανε και τον έστελναν στην απομόνωση. Αυτός όμως, μόλις γύριζε στο θάλαμο, συνέχιζε απτόητος το έργο του.
Ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε τον κόσμο με δημοσιογραφικό μάτι. Αναμφίβολα, ακόμα και λίγα λεπτά πριν απ' το θάνατο του, θα έγραφε εντυπώσεις και θα συγκέντρωνε στοιχεία για ρεπορτάζ. Έτσι ήταν φτιαγμένος.
Του είχαν δώσει το παρατσούκλι "δημοσιογράφος", γεγονός που τον κολάκευε. Αυτό ήταν, άλλωστε, το επάγγελμα του. Άρθρα του είχαν δημοσιευθεί στις γνωστές εφημερίδες «Ιζβέστια», «Πράβντα» και «Τρούντ».
Μολονότι η ορμητικότητα και η φιλοπεριέργειά του γεννούσαν υπόνοιες σ' εκείνους που δεν τον γνώριζαν καλά, οι περισσότεροι κρατούμενοι τον συμπαθούσαν. Μόνο οι πρώην αστυνομικοί και οι οπαδοί του Βλάσσωφ τον αντιμετώπιζαν εχθρικά.
Μετά από ενάμιση χρόνο ζωής στο στρατόπεδο, διδάχθηκε και κατάλαβε πολλά. Συνεντεύξεις έπαιρνε πια σπάνια. Καθόταν για πολλή ώρα συλλογισμένος πάνω απ' το χαρτί. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις σημειώσεις του, επανεξετάζοντας και αναθεωρώντας, θαρρείς, όσα είχε γράψει.
Τον π. Αρσένιο τον έβλεπε στο θάλαμο αλλά δεν του μιλούσε. Είχε μάθει πως ήταν τεχνοκριτικός και πως οι περισσότεροι κρατούμενοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Δεν μπορούσε όμως να του συγχωρήσει το ότι ήταν και ιερωμένος. Συνειδητός μαρξιστής και άθεος, δεν ένιωθε παρά περιφρόνηση και οίκτο για τους πιστούς, προπαντός τους παπάδες. Γι' αυτό και ποτέ δεν ζήτησε από τον παππούλη οποιαδήποτε πληροφορία. Ποτέ δεν του μίλησε. Ποτέ δεν τον πλησίασε.
Ωστόσο κάποτε αρρώστησε κι έμεινε στο θάλαμο. Οι επόπτες του ανέθεσαν ένα μέρος της δουλειάς του π. Αρσενίου, δηλαδή την καθαριότητα και τη θέρμανση.
Δούλευαν και οι δύο χωρίς ν' αλλάζουν κουβέντα. Ο δημοσιογράφος, σκυθρωπός, κουβαλούσε ξύλα, μάζευε τη στάχτη, ετοίμαζε προσανάμματα. Νέος, δυνατός και σβέλτος, γέμισε γρήγορα τις σόμπες του με κούτσουρα και πήρε τα σπίρτα για να τις ανάψει, ενώ ο π. Αρσένιος δεν είχε κουβαλήσει ακόμα ούτε τα μισά ξύλα.
Μισογονατιστός μπροστά σε μια σόμπα ο δημοσιογράφος, άναψε ένα σπίρτο κι έβαλε φωτιά στο προσάναμμα. Μα η φωτιά έσβησε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Άναψε και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο σπίρτο. Τα ξύλα δεν άρπαζαν. Αφού χάλασε ένα ολόκληρο κουτί σπίρτα χωρίς αποτέλεσμα, πήγε σε άλλη σόμπα. Αλλά κι εκεί δεν έγινε τίποτα.
Η ώρα περνούσε. Ο εκνευρισμός του δημοσιογράφου ήταν πια φανερός από τις σπασμωδικές κινήσεις του.
Στο μεταξύ ο π. Αρσένιος κουβάλησε όσα ξύλα χρειαζόταν, τα τακτοποίησε μέσα στις σόμπες, σώριασε από κάτω τα προσανάμματα κι έβαλε φωτιά. Με το πρώτο σπίρτο τα κούτσουρα τυλίχτηκαν στις φλόγες.
Τελειώνοντας, είδε το δημοσιογράφο να ματαιοπονεί ακόμα. Πήγε κοντά του και του είπε μ' ένα φιλικό χαμόγελο:
- Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω.
Εκείνος έκανε με το χέρι του μιαν απότομη κίνηση δυσφορίας και φώναξε θυμωμένα:
- Σας παρακαλώ, μη μ' εμποδίζετε! Δεν έχω ανάγκη από βοήθεια!
Ο μπάτουσκα αποτραβήχτηκε χωρίς να μιλήσει. Στάθηκε λίγο πιο πίσω και παρακολουθούσε τις απεγνωσμένες προσπάθειες του. Είχε ήδη κάψει τρία κουτιά σπίρτα χωρίς ν' ανάψει ούτε μια σόμπα.
Πέρασαν άλλα είκοσι λεπτά. Ο δημοσιογράφος είχε αποκάμει. Η έκφραση και οι κινήσεις του φανέρωναν απελπισία, λύσσα και φόβο συνάμα. Ήξερε πως το βράδυ, όταν οι κρατούμενοι θα γύριζαν απ' τη δουλειά και θα έβρισκαν το θάλαμο κρύο, θα τον ξυλοφόρτωναν άγρια. Θα την πλήρωνε όμως και ο παπάς...
Ο π. Αρσένιος σταυροκοπήθηκε κι έκανε μια σύντομη προσευχή. Πλησίασε το δημοσιογράφο και, χωρίς να πει τίποτε αυτή τη φορά, τον έσπρωξε μαλακά στην άκρη. Έβγαλε τα ξύλα από τη σόμπα, τακτοποίησε μέσα όρθια τα προσανάμματα, έστησε γύρω τους τα ξύλα σε σχήμα πυραμίδας κι έβαλε φωτιά. Τα κούτσουρα άρπαξαν αμέσως.
Το ίδιο έκανε και στη δεύτερη σόμπα. Ο δημοσιογράφος ήταν από πίσω του και κοίταζε σιωπηλός.
Την τρίτη σόμπα την άναψε εκείνος. Ο παππούλης μόνο που τον παρακολουθούσε. Όταν τελείωσαν, ο δημοσιογράφος ήταν όλος μουτζούρα μα και όλος ικανοποίηση.
- Σας ευχαριστώ που μου μάθατε..., ψέλλισε με ευγνωμοσύνη. Νόμιζα πως ήταν απλή δουλειά το άναμμα μιας σόμπας, αλλ' αποδείχθηκε ολόκληρη επιστήμη.
Τώρα δεν είχαν παρά να κουβαλάνε ξύλα και να τα ρίχνουν στη φωτιά, ώσπου να ζεσταθεί καλά ο θάλαμος.
Ο πάγος ανάμεσα τους είχε σπάσει. Κουβέντα στην κουβέντα, τελικά πιάσανε συζήτηση για τα καλά. Ο δημοσιογράφος άρπαξε την ευκαιρία για να πάρει συνέντευξη. Παράδοξα όμως, μετά από δέκα λεπτά, μιλούσε ο ίδιος για τον εαυτό του...
Βράδιασε. Οι κρατούμενοι άρχισαν να έρχονται απ' τη δουλειά. Τότε μόνο ο δημοσιογράφος συνειδητοποίησε ότι δεν είχε μάθει σχεδόν τίποτε από τον π. Αρσένιο. Απεναντίας, αυτός είχε ανοίξει την καρδιά του στο γέροντα και του είχε διηγηθεί τη ζωή του. Το έκανε για πρώτη φορά - για φαντάσου! - σ' έναν άνθρωπο άγνωστο, και μάλιστα παπά. και όμως, τώρα ένιωθε πιο ήρεμος, πιο ανάλαφρος.
Ο θάλαμος βούιζε απ' τη χλαλοή - φωνές, βρισιές, συζητήσεις, βογγητά, αναστεναγμοί, γέλια, κλάματα...
Με τον πρώτο έλεγχο η φασαρία μειώθηκε. Μετά τον δεύτερο, όταν η παράγκα κλειδώθηκε, σιγά-σιγά απλώθηκε ησυχία.
Ο δημοσιογράφος ξάπλωσε στο κρεβάτι του, μα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Ανάσκελα, με τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι και το βλέμμα στυλωμένο στην οροφή, συλλογιζόταν.
"Πως έγινε αυτό; Γιατί αποκάλυψα τη ζωή μου και τις σκέψεις μου σ' έναν άγνωστο γέρο; πως ένιωσα ξαφνικά αυτόν τον άνθρωπο τόσο οικείο, τόσο έμπιστο;".
Από την ήμερα εκείνη οι μεταξύ τους συζητήσεις μπήκαν στο καθημερινό τους πρόγραμμα. Το ένα θέμα οδηγούσε στο άλλο και... Να, ο δημοσιογράφος, χωρίς να το πάρει είδηση, άφησε όλη του την ψυχή στα χέρια του π. Αρσενίου!
- Γέρος αλλά γερός! έλεγε μετά από λίγο καιρό για τον παππούλη. Η ψυχή του είναι σαν τον κόσμο - όλους και όλα τα χωράει!
Αργότερα εκφραζόταν διαφορετικά:
- Ο π. Αρσένιος είναι ένας άνθρωπος με πολύ μεγάλη καρδιά, ένας άνθρωπος απέραντης καλοσύνης. Στο πρόσωπο του γνώρισα έναν αληθινό χριστιανό.
Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε ο δημοσιογράφος για την ποίηση. Ήξερε απ' έξω αναρίθμητα ποιήματα παλαιών και νεότερων Ρώσων ποιητών. Πολλά βράδια, μετά το κλείδωμα της παράγκας, καθόταν στο κρεβάτι του και διάβαζε σιγανά, σ' όσους ήθελαν ν' ακούσουν, στίχους του Μπλοκ, του Πάστερ νακ, του Μπριούσωφ, του Σίμονωφ, του Γκουμίλεφ, του Λέρμοντωφ, του Γιεσένιν, στίχους που είχε καταγράψει στα προχειροφτιαγμένα τετράδια του.
Όταν διάβαζε ποιήματα, γινόταν άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπο του φωτιζόταν, τα μάτια του σπίθιζαν, η φωνή του χρωματιζόταν αριστοτεχνικά. Η εκφραστική, συναρπαστική απαγγελία του έκανε κάθε ποίημα, ακόμα και το πιο γνωστό, ν' ακούγεται από τους άλλους με ζωηρό και απροσποίητο ενδιαφέρον.
Σε πολλούς κρατουμένους έμεινε αξέχαστη η βραδιά εκείνη, που άκουσαν το ποίημα του Σίμονωφ «Περίμενε με, θα γυρίσω».
Είχαν μαζευτεί γύρω απ' το δημοσιογράφο κάμποσοι και συζητούσαν. Σε μια στιγμή κάποιος τον παρακάλεσε να τους διαβάσει κανένα ποίημα. Πράγματι, άνοιξε το τετράδιο του και άρχισε ν' απαγγέλλει. Μετά από δέκα λεπτά περίπου, σταμάτησε απότομα κι έπεσε σε συλλογή. Κάτι προσπαθούσε να θυμηθεί.
- Θα σας πω ένα ποίημα του Σίμονωφ, είπε μετά από λίγο. Το έγραψε το '42, στον πόλεμο, και μου το διάβασε ο ίδιος. Ακούστε...
Περίμενε με, θα γυρίσω.
Μόνο περίμενε με για πολύ. Περίμενε με, όταν χτυπά η θλίψη, Όταν ξεσπούν οι κίτρινες βροχές. Περίμενε με, όταν έρχονται τα χιόνια. Περίμενε με, όταν σφίγγουνε οι ζέστες. Περίμενε με, όταν άλλους πια δεν περιμένουν,
Όταν το χθες το λησμονούν. Περίμενε με, όταν από μακριά Γράμματα πια δεν έρχονται. Περίμενε με, όταν θα 'χεις πια βαρεθεί Όλους εκείνους που περιμένουν...
Σχεδόν με αδιαφορία άκουσε η παρέα τους πρώτους στίχους. Σε λίγο, όμως, τόσο η μελαγχολική νοσταλγικότητα των νοημάτων όσο και η θέρμη της απαγγελίας τους μαγνήτισαν όλους. Από τη μια το αδιέξοδο, η απελπισία, το φάσμα του θανάτου - το σκληρό παρόν κι από την άλλη οι συγγενείς, οι φίλοι, η ελεύθερη ζωή - το πολυφίλητο παρελθόν που έφυγε. Όλα τούτα αναμόχλευσε μέσα στις καρδιές και τις μνήμες το ποίημα του Σίμονωφ.
... Περίμενε με, θα γυρίσω Στο πείσμα όλων των θανάτων. Όποιος δεν περιμένει είναι κενός . Έτσι ήταν γραφτό", θα πει.
Δεν έχω πια καμιάν αμφιβολία: Ο κόσμος στηρίζεται σε τέτοιους ανθρώπους. Η φλόγα της ελπίδας μας για ένα καλύτερο αύριο δεν θα σβήσει όσο υπάρχουν τέτοιοι ήρωες.
Πολλοί παρασημοφορούνται για ηρωισμό. Άλλοι κομπάζουν για κατορθώματα. Αφότου όμως γνώρισα τον π. Αρσένιο, δεν αναγνωρίζω άλλους ήρωες, παρά μόνο εκείνους που του μοιάζουν. Δεν θαυμάζω άλλα κατορθώματα, παρά μόνο όσα είναι σαν τα δικά του.
Πήγα εθελοντής στον μεγάλο πατριωτικό πόλεμο. Πήρα μέρος σε πολλές μάχες. Ανδραγάθησα. Στήν αρχή του πολέμου ήμουν απλός στρατιώτης και στο τέλος του ταγματάρχης. Τιμήθηκα με τα παράσημα της Δόξας, του Λένιν, του Πατριωτικού Πολέμου, της Κόκκινης Σημαίας... Διοίκησα αντάρτικο σώμα. Τραυματίστηκα τέσσερις φορές. Αντίκρυσα το θάνατο. Μα ό,τι έκανα ήταν για το λαό μας, για τους συντρόφους, για την πατρίδα...
Όταν βρέθηκα σ' ένα Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος, κατάλαβα πως ο θάνατος,
και μάλιστα για έναν ανώτερο σκοπό, δεν είναι τόσο φοβερός. Το να ζεις όμως για χρόνια μέσα εκεί, μ' έναν αργό και βασανιστικό θάνατο διαρκώς δίπλα σου, με μιαν αγέλη απελπισμένων και αγριεμένων μελλοθανάτων πάντα γύρω σου, χωρίς φίλους και συντρόφους, χωρίς παρηγοριά κι ελπίδα, αυτό είναι το πιο φοβερό. Πεθαίνεις κάθε μέρα - και για ποιο λόγο, για ποιο σκοπό;
Ε, λοιπόν, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες αναδεικνύονται οι αληθινοί ήρωες. Το πιο μεγάλο κατόρθωμα είναι τούτο: Να πεθαίνεις από την πείνα και να δίνεις το ψωμί σου σ' έναν άλλο πεινασμένο. Να είσαι τσακισμένος στην κούραση και να κάνεις τη δουλειά ενός άλλου εξαντλημένου. Να σε βρίζουν και να γλυκομιλάς. Να σε μισούν και ν' αγαπάς. Να σε καταστρέφουν και να σώζεις .
Ο π. Αρσένιος έσωσε πολλούς με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού. Χωρίς όρια αγάπης για τους άλλους. Χωρίς όρια αυτοθυσίας για τον εαυτό του. Και χωρίς να περιμένει κανένα παράσημο.
Ο μουσικός
Πανύψηλος, κοκαλιάρης, με ρούχα ξεσκισμένα και όψη πολυβασανισμένη - έτσι εμφανίστηκε στο θάλαμο.
Η μόνη ένδειξη ζωής στο κερένιο του πρόσωπο ήταν δυο τεράστια μαύρα μάτια, δυο μάτια έξυπνα μα και θλιμμένα, που κοίταζαν πάντα στο κενό.
Στη δουλειά δεν είχε ικανοποιητική απόδοση, γι' αυτό και στο συσσίτιο του έδιναν μειωμένη μερίδα. Έτσι όμως αδυνάτιζε όλο και περισσότερο.
Γυρίζοντας κάθε βράδυ στην παράγκα, καθόταν στο κρεβάτι του σιωπηλός και στύλωνε το βλέμμα στο θολό τζάμι του παραθύρου, απ' όπου φαίνονταν, ακόμα πιο καταθλιπτικά, τα γκρίζα δρομάκια του στρατοπέδου. Πότε-πότε το σβησμένο πρόσωπο του ζωντάνευε και τα μακριά δάχτυλα των χεριών του άρχιζαν να κινούνται γοργά πάνω στα γόνατα, σαν να έπαιζαν ένα αόρατο και άνηχο πιάνο.
Πέρασε έτσι ένας χρόνος και παραπάνω. Οι άλλοι κρατούμενοι είχαν συνηθίσει τη σιωπή και την απομόνωση του.
Κάποιο βράδυ μερικοί κρατούμενοι μαζεύτηκαν γύρω από τον π. Αρσένιο κι έπιασαν τη συζήτηση. Στην αρχή μιλούσαν για τα καθημερινά τους προβλήματα. Σύντομα όμως, χωρίς να το καταλάβουν, γύρισαν στα περασμένα. Θυμήθηκαν την ελεύθερη ζωή τους, τις ασχολίες τους, τα ενδιαφέροντα τους - τέχνη, θέατρο, ποίηση, μουσική... Για τη μουσική άρχισαν να λένε πολλά. Και τότε ακριβώς τους πλησίασε ο αινιγματικός εκείνος κρατούμενος.
Εκφράστηκαν διάφορες απόψεις ως προς την επίδραση της μουσικής στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Μα τα αίματα άναψαν, όταν έγινε λόγος για τη «στρατευμένη» και «κομματικοποιημένη» μουσική.
Ο π. Αρσένιος συνήθως δεν έπαιρνε μέρος στις διενέξεις. Τώρα όμως, εκφράζοντας απροσδόκητα τη γνώμη του, είπε πως οι μουσικές δημιουργίες, όταν έχουν βαθύ πνευματικό περιεχόμενο, επιδρούν ευεργετικά στην ψυχή του ανθρώπου, την ξεκουράζουν και την εξευγενίζουν.
Ακούγοντας τον ο σιωπηλός κρατούμενος, έγινε άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπο του φωτίστηκε. Τα μάτια του άστραψαν. Παίρνοντας ξάφνου το λόγο, εξήγησε και τεκμηρίωσε την άποψη του γέροντα με πολλή γνώση αλλά και συναρπαστική ευφράδεια.
Καθώς όλοι τον άκουγαν σαν μαγεμένοι, πετάχτηκε κάποιος απ' το κρεβάτι του και φώναξε:
- Μα... για σταθείτε... Από ώρα σας παρατηρώ. Συγγνώμη, εσείς δεν είστε ο πιανίστας...
Ανέφερε το όνομα ενός διάσημου μουσικού.
Εκείνος ταράχτηκε. Σώπασε απότομα. Κι ύστερα από λίγες στιγμές ψέλλισε με πόνο:
- Ω, αν ξέρατε πόσο μου λείπει η μουσική! Αν ξέρατε... Με τη μουσική θα μπορούσα να ζήσω ακόμα και σ' αυτόν τον άδη!
- Πως βρεθήκατε εδώ; τον ρώτησε ανόητα ένας άλλος.
- Όπως βρεθήκατε κι εσείς, αποκρίθη κε μ' ένα πικρό χαμόγελο. Και με καταγγελία φίλου!...
Από το βράδυ εκείνο κλείστηκε πιο πολύ στον εαυτό του. Μια λύπη αβάσταχτη αυλάκωνε βαθιά το πρόσωπο του. Το βλέμμα του ήταν εντελώς απλανές και αδιάφορο. Απαντούσε με δυσκολία, μετά τη δεύτερη ή την τρίτη ερώτηση.
Πέρασε έτσι ένας μήνας. Στη δουλειά πήγαινε σέρνοντας τα πόδια του. Είχε μείνει πετσί και κόκαλο.
Ο π. Αρσένιος προσπάθησε δυό-τρείς φορές να του μιλήσει, να τον συνεφέρει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο μουσικός άλλοτε του έδινε ασυνάρτητες αποκρίσεις και άλλοτε έφευγε χωρίς να πει κουβέντα.
Ο μπάτουσκα κατέφυγε στον καθένα που θα μπορούσε να βοηθήσει.
- Χάνεται ο άνθρωπος χωρίς τη μουσική! Πρέπει κάτι να κάνουμε...
Κάποιος εγκληματίας, που τον συμπαθούσε, είχε μια καλή ιδέα.
- Στήν πολιτιστική γωνιά, καταπώς τη λένε, υπάρχει μια χαλασμένη κιθάρα. Θα συνεννοηθώ με τα παιδιά. Ίσως μπορέσουμε να τη βουτήξουμε.
Η «πολιτιστική γωνιά» ήταν ένας χώρος προορισμένος για ψυχαγωγικές και επιμορφωτικές εκδηλώσεις, προπαντός όμως για την πολιτική «διαφώτιση» και μεταστροφή των κρατουμένων. Καμιά εκδήλωση, ωστόσο, δεν είχε γίνει ποτέ στο χώρο αυτό, που παρέμενε πάντα κλειδωμένος και αχρησιμοποίητος, με μοναδικό εξοπλισμό κάμποσες δεκάδες σκονισμένα βιβλία και μια χαλασμένη κιθάρα, πεταμένη μέσα σ' ένα ντουλάπι.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ, πως κατάφεραν οι εγκληματίες ν' αρπάξουν την κιθάρα. Δαιμόνιοι άνθρωποι! Τη φέρανε μια βραδιά στο θάλαμο με κρυφό καμάρι, μολονότι ξεχαρβαλωμένη: Το βερνίκι της ήταν ξεφτισμένο, το ηχείο σπασμένο και οι χορδές μονάχα πέντε!
Ήξεραν όλοι καλά, πως η κιθάρα δεν θα έμενε για πολύ στα χέρια τους. Αργά ή γρήγορα οι επόπτες θα την έβρισκαν και θα την έπαιρναν. Ως τότε όμως θα έδινε σε όλους - και όχι μόνο στον θλιμμένο μουσικό - λίγη χαρά, λίγη παρηγοριά.
Βρέθηκε ένας κρατούμενος, τεχνίτης καλός, που κόλλησε το ηχείο και έξυσε το βερνίκι. Για δυο μέρες, ώσπου να στεγνώσει η κόλλα, οι εγκληματίες έκρυβαν την κιθάρα. Και το τρίτο βράδυ, μετά τον έλεγχο, την έβαλαν στο κρεβάτι του μουσικού, που είχε πάει για μια στιγμή στην άλλη άκρη του θαλάμου.
Σαν ήρθε και είδε το απροσδόκητο δώρο, τα έχασε. Ξαφνιασμένος κάθισε στο κρεβάτι και άγγιξε με δισταγμό τις χορδές. Ακούστηκε ένας αλλόκοτος, λυπητερός ήχος. Τότε μόνο πείστηκε πως δεν ονειρευόταν. Άρπαξε με λαχτάρα την κιθάρα κι έριξε ένα σαστισμένο βλέμμα γύρω του, στα τόσα πρόσωπα που τον κοίταζαν αμίλητα και χαμογελαστά.
Άρχισε να κουρντίζει το όργανο. Οι χορδές τρίζανε. Οι ήχοι παράδερναν ακατάστατοι. Επιμένοντας, κατάφερε να τους σταθεροποιήσει. Σε λίγο τα επιδέξια δάχτυλα του είχαν επιβληθεί στον τόσο γνώριμο αντίπαλο.
Σε πέντ'-έξι σημεία οι εγκληματίες, παρέες-παρέες, έπαιζαν χαρτιά. Μερικοί βροντούσαν τα κοκαλάκια του ντόμινο. Άλλοι βρίζονταν χυδαία. Κάποιοι συζητούσαν χαμηλόφωνα. Οι περισσότεροι όμως, κατάκοποι, ήταν ξαπλωμένοι στα ξυλοκρέβατά τους, βυθισμένοι σε συλλογή.
Και ξαφνικά η παράγκα γέμισε ήχους, ήχους θεσπέσιους, πανευφρόσυνους, συναρπαστικούς!
Οι βρισιές και τα μουρμουρητά σταμάτησαν. Οι χτύποι του ντόμινο διακόπηκαν. Τα τραπουλόχαρτα βρέθηκαν πάνω στα γόνατα. Κάτι τερπνό κι ευπρόσδεκτο, κάτι οικείο και νοσταλγικό απλώθηκε στο θάλαμο και θρονιάστηκε ανάμεσα στους κρατουμένους.
Οι ήχοι ζωγράφιζαν νοερά αγαπημένους τόπους κι ανθρώπους, κάμπους και δάση,
βουνά κι ακρογιαλιές, πολιτείες και χωριά, γονιούς και φίλους, γυναίκες και παιδιά.
Όλες οι καλές, όλες οι φωτεινές, όλες οι ευχάριστες στιγμές της περασμένης ζωής αναστήθηκαν από τα μνήματα της λήθης, ήρθαν και στάθηκαν δίπλα τους, διώχνοντας πρόσκαιρα την πίκρα και την απελπισία της τωρινής ζωής.
Δεν είχε τόση σημασία το τι έπαιζε ο μουσικός. Ίσως ν' αυτοσχεδίαζε. Πάντως η κιθάρα διηγούταν μελωδικά τα περασμένα, ηλεκτρίζοντας τις ψυχές, αναμοχλεύοντας τις μνήμες, τρυπώντας τις καρδιές.
Οι ήχοι ξεχύνονταν ασυγκράτητοι ανάμεσα στα κρεβάτια και τους διαδρόμους, τρυπώνοντας ανεμπόδιστα παντού και καθηλώνοντας δυναμικά τις κουρασμένες υπάρξεις, που είχαν παραδοθεί δίχως όρους και δίχως όρια στην πανίσχυρη εξουσία της μουσικής.
Σε μια στιγμή οι χορδές σκόρπισαν ολόγυρα νότες πένθιμες. Σκίρτησαν οι καρδιές, σφίχτηκαν τα σπλάχνα, βούρκωσαν τα μάτια από το θρήνο της κιθάρας, που μοιρολογούσε, θαρρείς, τους αδικοχαμένους, σιγόκλαιγε για τους τυραννισμένους, παραπονιόταν ήρεμα για τις τόσες συμφορές, τα τόσα βάσανα, τα τόσα αίματα...
Έξαφνα ακούστηκαν βαριά βήματα στο διάδρομο, ανάμεσα στα κρεβάτια. Σπρώχνοντας και παραμερίζοντας τους όρθιους, ένας ψηλός και μαυριδερός εγκληματίας πλησίασε το μουσικό. Ήταν διαβόητος σ' όλο το στρατόπεδο για την ωμότητα του. Δάκρυα αυλάκωναν τώρα το αγριωπό πρόσωπο του.
- Σταμάτα, κολλιτσίδα! Μου ξεσκίζεις την ψυχή! Σταμάτα, γιατί θα σε χτυπήσω!
Σήκωσε απειλητικά το χέρι του. Την ίδια στιγμή ένας άλλος γεροδεμένος εγκληματίας, που στεκόταν εκεί, τον άρπαξε και τον πέταξε στο διάδρομο. Μετά από λίγο τον άκουσαν να κλαίει με λυγμούς στην άλλη άκρη της παράγκας.
Ο μουσικός καθόταν σκυφτός και ακίνητος στο κρεβάτι του.
- Τραγούδησε μας κάτι, τον παρακάλε σε ένας απ' τους όρθιους.
Τα δάχτυλα του χάιδεψαν πάλι τις χορδές.
Βραχνά και σιγανά, αλλά πολύ αισθαντικά, είπε ένα παλιό ρωσικό τραγούδι, εκείνο το γνωστό, «Γιατί το κεφάλι σκύψατε, κοράκια μου;...».
Ακούγοντας το, όλοι ζωήρεψαν και χαμογέλασαν.
Η φωνή του μουσικού, βέβαια, δεν ήταν και τόσο γλυκεία.
Η θέρμη, ωστόσο, η εκφραστικότητα και η αλεγράδα της καθήλωσαν το ετερόκλητο εκείνο ακροατήριο.
Μετά το τραγούδι, έπαιξε το βαλς «Στούς λόφους της Μαντζουρίας». Ο αργός ρυθμός, οι γαλήνιοι κυματισμοί και οι υπέροχοι χρωματισμοί του αριστουργηματικού αυτού κομματιού έφεραν μιαν αύρα αισιοδοξίας, ειρήνης και ευδιαθεσίας μέσα στην παράγκα.
Η ώρα όμως είχε περάσει. Τα χασμουρητά έδιναν κι έπαιρναν. Έπρεπε να κοιμηθούν, γιατί την άλλη μέρα τους περίμενε η συνηθισμένη σκληρή δουλειά.
Ένας-ένας οι κρατούμενοι άρχισαν να τραβάνε για τα κρεβάτια τους.
Σε λίγο ο μουσικός είχε μείνει χωρίς ακροατές. Ήρεμος, ευχαριστημένος, κρατώντας την κιθάρα με περισσή προσοχή, με στοργή σχεδόν, είχε αγκαλιάσει ολόκληρο το θάλαμο με το βλέμμα του, ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη.
Ο π. Αρσένιος καθόταν στο κρεβάτι του σκεφτικός.
- Είναι πιστός, μουρμούρισε, βαθιά πιστός. Το διαλάλησε σήμερα με τους ήχους της μουσικής...
Η κιθάρα έμεινε δυο μέρες στο θάλαμο. Σ' αυτό το μικρό διάστημα ο μουσικός κυριολεκτικά αναγεννήθηκε. Έγινε ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός, ενεργητικός, καλοδιάθετος. Οι εγκληματίες του κόλλησαν το παρατσούκλι "αρτίστας" και ανέλαβαν την «προστασία» του.
Την τρίτη μέρα, στον πρωινό έλεγχο, οι επόπτες βρήκαν την κιθάρα και την πήραν. Πήγαν κατευθείαν στην κρυψώνα - είχε καταδώσει κάποιος απ' τους σεκταριστές.
Με τρεις μέρες απομόνωση τιμωρήθηκε ο μουσικός. και όταν γύρισε, ήταν πάλι σιωπηλός, σκυθρωπός, σβησμένος.
Πέρασαν τρεις εβδομάδες. Μια νύχτα ο π. Αρσένιος ξύπνησε απότομα. Κάποιος τον τραβούσε απ' το μανίκι.
- Συγχωρέστε με...
Ήταν ο μουσικός που του ψιθύριζε στ' αυτί.
Σηκώθηκε και κάθησε δίπλα του.
- Έχω μεγάλη ανάγκη να μιλήσω μαζί σας. Ξέρω πως είστε παπάς. Από καιρό ήθελα να σας πλησιάσω, αλλά δίσταζα. Τώρα όμως αισθάνομαι πως ήρθε η ώρα μου. Σας ευχαριστώ για την κιθάρα! Όπως έμαθα, δική σας ήταν η πρωτοβουλία. Σας ευχαριστώ πολύ!... και τώρα ακουστέ με... Θα είμαι σύντομος... Συγχωρέστε με που σας ξύπνησα...
Χείμαρρος ήταν ο λόγος του. Με χαμηλή φωνή ξεδίπλωσε τους λογισμούς του, σκιαγράφησε την πορεία της ζωής του, ομολόγησε ταπεινά τα σφάλματα του.
- Κύριε, Κύριε! Πόσο αμαρτωλός είμαι! αναφωνούσε κάθε τόσο.
Τα δάκρυα του πέφτανε πάνω στο χέρι του παππούλη και το καίγανε.
- Ναι, είμαι πολύ αμαρτωλός... αλλά γιατί μου στέρησαν τη μουσική;
Όταν τελείωσε τον μακρύ μονόλογο του, προσευχήθηκε για πολλή ώρα μαζί με τον π. Αρσένιο.
Τον χαιρέτησε κλαίγοντας.
- Πλησιάζει το τέλος μου...
Μετά από τρεις ακόμα εβδομάδες, την ώρα της δουλειάς, ένας ογκόλιθος έπεσε πάνω στην αριστερή του παλάμη και του την έλιωσε.
Δεκαπέντε μέρες αργότερα έστειλε στον π. Αρσένιο ένα σημείωμα από το νοσοκομείο του στρατοπέδου. «Μη με ξεχνάτε», έγραφε. «Ο θάνατος στέκεται δίπλα μου. Προσεύχεσθε για μένα στον Κύριο». Δεν μαθεύτηκε πια τίποτα γι' αυτόν.
Ο δημοσιογράφος κατέγραψε το καθετί. Έβρισκε κάπου μεγάλα κομμάτια από γκρίζο σκληρό χαρτί κι έφτιαχνε τετράδια: Τα δίπλωνε, τα έραβε και τα έκοβε με τον αυτοσχέδιο χαρτοκόφτη του, τη σκουριασμένη λεπίδα ενός σπασμένου πριονιού.
Μόλις ερχόταν απ' τη δουλειά, καταβρόχθιζε σαν λύκος τη χορτόσουπα και το ξερόψωμό του. Με τη μπουκιά στο στόμα, έτρεχε να καθήσει στο κρεβάτι του, να ξύσει με τα δόντια το μολύβι του και να ριχτεί στο γράψιμο.
Το μολύβι κυλούσε με απίστευτη ταχύτητα πάνω στα τσαλακωμένα φύλλα του σκληρού χαρτιού, σχηματίζοντας ωραία γράμματα και τέλειες σειρές.
Έδινε την εντύπωση ανταποκριτή κάποιας εφημερίδας, που ήρθε εδώ για να μαζέψει στοιχεία, να κατανοήσει την ψυχολογία των κρατουμένων, να μελετήσει τον τρόπο διοικήσεως και τη συμπεριφορά των εποπτών, κοντολογίς να γνωρίσει από κοντά αυτόν τον ζοφερό και άγνωστο κόσμο, κι έπειτα να δώσει στη δημοσιότητα ένα συνταρακτικό ρεπορτάζ με τίτλο: «Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος».
Αυτή την εντύπωση έδινε, αλλά φυσικά δεν ήταν παρά ένας κρατούμενος με νούμερο Κ-391, καταδικασμένος σε κάθειρξη είκοσι χρόνων βάσει του άρθρου 58.
Ώσπου ν' απολυθεί - κι αυτό έγινε μετά το θάνατο του Στάλιν - πρόλαβε να γεμίσει με σημειώσεις μερικά τετράδια, όπου η ζωή του στρατοπέδου περιγραφόταν με ακρίβεια και ρεαλισμό.
Η μανία του να τα καταγράψει όλα και ν' αφήσει τις σημειώσεις του "κληρονομιά στην ανθρωπότητα" δεν περιγράφεται. Έπεφτε πάνω σε κάθε νεοφερμένο, όπως πέφτει το γεράκι στη λεία του, και τον έπνιγε στις ερωτήσεις.
- Ποιος είστε; Από που; Για ποιο λόγο σας συνέλαβαν; πως έγινε η ανάκριση; Τί
ποινή σας επέβαλαν; Γιατί σας έστειλαν εδώ;...
Φυσιολογικά το τελευταίο ερώτημα θα ήταν: "Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις σας από ένα Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος;". Ποτέ όμως δεν ρωτούσε κάτι τέτοιο. Την απάντηση, τη γνώριζε, αφού οι εντυπώσεις όλων ήταν ταυτόσημες.
Τα χειρόγραφα τα έκρυβε κάπου με τη βοήθεια των εγκληματιών, στους οποίους έδινε σαν αντάλλαγμα ένα μεγάλο μέρος από το καθημερινό ψωμί του. Καμιά φορά οι επόπτες βρίσκανε σκόρπια χαρτιά με ση μειώσεις του. Του τα παίρνανε και τον έστελναν στην απομόνωση. Αυτός όμως, μόλις γύριζε στο θάλαμο, συνέχιζε απτόητος το έργο του.
Ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε τον κόσμο με δημοσιογραφικό μάτι. Αναμφίβολα, ακόμα και λίγα λεπτά πριν απ' το θάνατο του, θα έγραφε εντυπώσεις και θα συγκέντρωνε στοιχεία για ρεπορτάζ. Έτσι ήταν φτιαγμένος.
Του είχαν δώσει το παρατσούκλι "δημοσιογράφος", γεγονός που τον κολάκευε. Αυτό ήταν, άλλωστε, το επάγγελμα του. Άρθρα του είχαν δημοσιευθεί στις γνωστές εφημερίδες «Ιζβέστια», «Πράβντα» και «Τρούντ».
Μολονότι η ορμητικότητα και η φιλοπεριέργειά του γεννούσαν υπόνοιες σ' εκείνους που δεν τον γνώριζαν καλά, οι περισσότεροι κρατούμενοι τον συμπαθούσαν. Μόνο οι πρώην αστυνομικοί και οι οπαδοί του Βλάσσωφ τον αντιμετώπιζαν εχθρικά.
Μετά από ενάμιση χρόνο ζωής στο στρατόπεδο, διδάχθηκε και κατάλαβε πολλά. Συνεντεύξεις έπαιρνε πια σπάνια. Καθόταν για πολλή ώρα συλλογισμένος πάνω απ' το χαρτί. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις σημειώσεις του, επανεξετάζοντας και αναθεωρώντας, θαρρείς, όσα είχε γράψει.
Τον π. Αρσένιο τον έβλεπε στο θάλαμο αλλά δεν του μιλούσε. Είχε μάθει πως ήταν τεχνοκριτικός και πως οι περισσότεροι κρατούμενοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Δεν μπορούσε όμως να του συγχωρήσει το ότι ήταν και ιερωμένος. Συνειδητός μαρξιστής και άθεος, δεν ένιωθε παρά περιφρόνηση και οίκτο για τους πιστούς, προπαντός τους παπάδες. Γι' αυτό και ποτέ δεν ζήτησε από τον παππούλη οποιαδήποτε πληροφορία. Ποτέ δεν του μίλησε. Ποτέ δεν τον πλησίασε.
Ωστόσο κάποτε αρρώστησε κι έμεινε στο θάλαμο. Οι επόπτες του ανέθεσαν ένα μέρος της δουλειάς του π. Αρσενίου, δηλαδή την καθαριότητα και τη θέρμανση.
Δούλευαν και οι δύο χωρίς ν' αλλάζουν κουβέντα. Ο δημοσιογράφος, σκυθρωπός, κουβαλούσε ξύλα, μάζευε τη στάχτη, ετοίμαζε προσανάμματα. Νέος, δυνατός και σβέλτος, γέμισε γρήγορα τις σόμπες του με κούτσουρα και πήρε τα σπίρτα για να τις ανάψει, ενώ ο π. Αρσένιος δεν είχε κουβαλήσει ακόμα ούτε τα μισά ξύλα.
Μισογονατιστός μπροστά σε μια σόμπα ο δημοσιογράφος, άναψε ένα σπίρτο κι έβαλε φωτιά στο προσάναμμα. Μα η φωτιά έσβησε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Άναψε και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο σπίρτο. Τα ξύλα δεν άρπαζαν. Αφού χάλασε ένα ολόκληρο κουτί σπίρτα χωρίς αποτέλεσμα, πήγε σε άλλη σόμπα. Αλλά κι εκεί δεν έγινε τίποτα.
Η ώρα περνούσε. Ο εκνευρισμός του δημοσιογράφου ήταν πια φανερός από τις σπασμωδικές κινήσεις του.
Στο μεταξύ ο π. Αρσένιος κουβάλησε όσα ξύλα χρειαζόταν, τα τακτοποίησε μέσα στις σόμπες, σώριασε από κάτω τα προσανάμματα κι έβαλε φωτιά. Με το πρώτο σπίρτο τα κούτσουρα τυλίχτηκαν στις φλόγες.
Τελειώνοντας, είδε το δημοσιογράφο να ματαιοπονεί ακόμα. Πήγε κοντά του και του είπε μ' ένα φιλικό χαμόγελο:
- Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω.
Εκείνος έκανε με το χέρι του μιαν απότομη κίνηση δυσφορίας και φώναξε θυμωμένα:
- Σας παρακαλώ, μη μ' εμποδίζετε! Δεν έχω ανάγκη από βοήθεια!
Ο μπάτουσκα αποτραβήχτηκε χωρίς να μιλήσει. Στάθηκε λίγο πιο πίσω και παρακολουθούσε τις απεγνωσμένες προσπάθειες του. Είχε ήδη κάψει τρία κουτιά σπίρτα χωρίς ν' ανάψει ούτε μια σόμπα.
Πέρασαν άλλα είκοσι λεπτά. Ο δημοσιογράφος είχε αποκάμει. Η έκφραση και οι κινήσεις του φανέρωναν απελπισία, λύσσα και φόβο συνάμα. Ήξερε πως το βράδυ, όταν οι κρατούμενοι θα γύριζαν απ' τη δουλειά και θα έβρισκαν το θάλαμο κρύο, θα τον ξυλοφόρτωναν άγρια. Θα την πλήρωνε όμως και ο παπάς...
Ο π. Αρσένιος σταυροκοπήθηκε κι έκανε μια σύντομη προσευχή. Πλησίασε το δημοσιογράφο και, χωρίς να πει τίποτε αυτή τη φορά, τον έσπρωξε μαλακά στην άκρη. Έβγαλε τα ξύλα από τη σόμπα, τακτοποίησε μέσα όρθια τα προσανάμματα, έστησε γύρω τους τα ξύλα σε σχήμα πυραμίδας κι έβαλε φωτιά. Τα κούτσουρα άρπαξαν αμέσως.
Το ίδιο έκανε και στη δεύτερη σόμπα. Ο δημοσιογράφος ήταν από πίσω του και κοίταζε σιωπηλός.
Την τρίτη σόμπα την άναψε εκείνος. Ο παππούλης μόνο που τον παρακολουθούσε. Όταν τελείωσαν, ο δημοσιογράφος ήταν όλος μουτζούρα μα και όλος ικανοποίηση.
- Σας ευχαριστώ που μου μάθατε..., ψέλλισε με ευγνωμοσύνη. Νόμιζα πως ήταν απλή δουλειά το άναμμα μιας σόμπας, αλλ' αποδείχθηκε ολόκληρη επιστήμη.
Τώρα δεν είχαν παρά να κουβαλάνε ξύλα και να τα ρίχνουν στη φωτιά, ώσπου να ζεσταθεί καλά ο θάλαμος.
Ο πάγος ανάμεσα τους είχε σπάσει. Κουβέντα στην κουβέντα, τελικά πιάσανε συζήτηση για τα καλά. Ο δημοσιογράφος άρπαξε την ευκαιρία για να πάρει συνέντευξη. Παράδοξα όμως, μετά από δέκα λεπτά, μιλούσε ο ίδιος για τον εαυτό του...
Βράδιασε. Οι κρατούμενοι άρχισαν να έρχονται απ' τη δουλειά. Τότε μόνο ο δημοσιογράφος συνειδητοποίησε ότι δεν είχε μάθει σχεδόν τίποτε από τον π. Αρσένιο. Απεναντίας, αυτός είχε ανοίξει την καρδιά του στο γέροντα και του είχε διηγηθεί τη ζωή του. Το έκανε για πρώτη φορά - για φαντάσου! - σ' έναν άνθρωπο άγνωστο, και μάλιστα παπά. και όμως, τώρα ένιωθε πιο ήρεμος, πιο ανάλαφρος.
Ο θάλαμος βούιζε απ' τη χλαλοή - φωνές, βρισιές, συζητήσεις, βογγητά, αναστεναγμοί, γέλια, κλάματα...
Με τον πρώτο έλεγχο η φασαρία μειώθηκε. Μετά τον δεύτερο, όταν η παράγκα κλειδώθηκε, σιγά-σιγά απλώθηκε ησυχία.
Ο δημοσιογράφος ξάπλωσε στο κρεβάτι του, μα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Ανάσκελα, με τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι και το βλέμμα στυλωμένο στην οροφή, συλλογιζόταν.
"Πως έγινε αυτό; Γιατί αποκάλυψα τη ζωή μου και τις σκέψεις μου σ' έναν άγνωστο γέρο; πως ένιωσα ξαφνικά αυτόν τον άνθρωπο τόσο οικείο, τόσο έμπιστο;".
Από την ήμερα εκείνη οι μεταξύ τους συζητήσεις μπήκαν στο καθημερινό τους πρόγραμμα. Το ένα θέμα οδηγούσε στο άλλο και... Να, ο δημοσιογράφος, χωρίς να το πάρει είδηση, άφησε όλη του την ψυχή στα χέρια του π. Αρσενίου!
- Γέρος αλλά γερός! έλεγε μετά από λίγο καιρό για τον παππούλη. Η ψυχή του είναι σαν τον κόσμο - όλους και όλα τα χωράει!
Αργότερα εκφραζόταν διαφορετικά:
- Ο π. Αρσένιος είναι ένας άνθρωπος με πολύ μεγάλη καρδιά, ένας άνθρωπος απέραντης καλοσύνης. Στο πρόσωπο του γνώρισα έναν αληθινό χριστιανό.
Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε ο δημοσιογράφος για την ποίηση. Ήξερε απ' έξω αναρίθμητα ποιήματα παλαιών και νεότερων Ρώσων ποιητών. Πολλά βράδια, μετά το κλείδωμα της παράγκας, καθόταν στο κρεβάτι του και διάβαζε σιγανά, σ' όσους ήθελαν ν' ακούσουν, στίχους του Μπλοκ, του Πάστερ νακ, του Μπριούσωφ, του Σίμονωφ, του Γκουμίλεφ, του Λέρμοντωφ, του Γιεσένιν, στίχους που είχε καταγράψει στα προχειροφτιαγμένα τετράδια του.
Όταν διάβαζε ποιήματα, γινόταν άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπο του φωτιζόταν, τα μάτια του σπίθιζαν, η φωνή του χρωματιζόταν αριστοτεχνικά. Η εκφραστική, συναρπαστική απαγγελία του έκανε κάθε ποίημα, ακόμα και το πιο γνωστό, ν' ακούγεται από τους άλλους με ζωηρό και απροσποίητο ενδιαφέρον.
Σε πολλούς κρατουμένους έμεινε αξέχαστη η βραδιά εκείνη, που άκουσαν το ποίημα του Σίμονωφ «Περίμενε με, θα γυρίσω».
Είχαν μαζευτεί γύρω απ' το δημοσιογράφο κάμποσοι και συζητούσαν. Σε μια στιγμή κάποιος τον παρακάλεσε να τους διαβάσει κανένα ποίημα. Πράγματι, άνοιξε το τετράδιο του και άρχισε ν' απαγγέλλει. Μετά από δέκα λεπτά περίπου, σταμάτησε απότομα κι έπεσε σε συλλογή. Κάτι προσπαθούσε να θυμηθεί.
- Θα σας πω ένα ποίημα του Σίμονωφ, είπε μετά από λίγο. Το έγραψε το '42, στον πόλεμο, και μου το διάβασε ο ίδιος. Ακούστε...
Περίμενε με, θα γυρίσω.
Μόνο περίμενε με για πολύ. Περίμενε με, όταν χτυπά η θλίψη, Όταν ξεσπούν οι κίτρινες βροχές. Περίμενε με, όταν έρχονται τα χιόνια. Περίμενε με, όταν σφίγγουνε οι ζέστες. Περίμενε με, όταν άλλους πια δεν περιμένουν,
Όταν το χθες το λησμονούν. Περίμενε με, όταν από μακριά Γράμματα πια δεν έρχονται. Περίμενε με, όταν θα 'χεις πια βαρεθεί Όλους εκείνους που περιμένουν...
Σχεδόν με αδιαφορία άκουσε η παρέα τους πρώτους στίχους. Σε λίγο, όμως, τόσο η μελαγχολική νοσταλγικότητα των νοημάτων όσο και η θέρμη της απαγγελίας τους μαγνήτισαν όλους. Από τη μια το αδιέξοδο, η απελπισία, το φάσμα του θανάτου - το σκληρό παρόν κι από την άλλη οι συγγενείς, οι φίλοι, η ελεύθερη ζωή - το πολυφίλητο παρελθόν που έφυγε. Όλα τούτα αναμόχλευσε μέσα στις καρδιές και τις μνήμες το ποίημα του Σίμονωφ.
... Περίμενε με, θα γυρίσω Στο πείσμα όλων των θανάτων. Όποιος δεν περιμένει είναι κενός . Έτσι ήταν γραφτό", θα πει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.