Ὁδηγός πρός τήν Πανθρησκεία τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
Ἡ
πιλοτική ἐφαρμογή τοῦ νέου Προγράμματος σπουδῶν γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
κατά τό σχολικό ἔτος 2011-2012 δημιουργεῖ δικαιολογημένα ἀντιδράσεις. Τό νέο
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἔχει πιά Ὀρθόδοξο Χριστιανικό χαρακτήρα, δέν βοηθεῖ
τούς μαθητᾶς νά γνωρίσουν τήν Χριστιανική τους Πίστι, δέν οἰκοδομεῖ τήν
θρησκευτική, τήν ἐθνική καί τήν πολιτισμική ταυτότητα τῶν ἑλληνοπαίδων.
Θεολόγοι
καί ἄλλοι ἐπιστήμονες, πού ἐκπροσωποῦν θεολογικούς καί ἐκπαιδευτικούς φορεῖς, ἀγωνιοῦν
καί διαμαρτύρονται ἐπί δεκαετίας τόσο γιά τήν ἐνδεχόμενη κατάργηση τοῦ
μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στήν δημόσια ἐκπαίδευση ὅσο καί γιά τήν μετατροπή
του σέ θρησκειολογικό. Ὑπάρχουν θαυμάσιες καί ἐμπεριστατωμένες ἀναλύσεις.
Γιά
τό ἴδιο θέμα καί ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐκφράζουσα τήν διαχρονική αὐτοσυνειδησία
τοῦ ἑλληνορθόδοξου Γένους μας, διαμαρτυρήθηκε μέ ἐπιστολή τῆς
(28/12/2010-10/1/2011) πρός τήν τότε Ὑπουργό Παιδείας καί ἐτόνισε ὅτι τό μάθημα
τῶν Θρησκευτικῶν δέν πρέπει νά ἀποκτήση χαρακτήρα διαθρησκειακό, ἀλλά νά ἔχη
χαρακτήρα Ὀρθόδοξο.
Προσφάτως
(μέ ἡμερομηνία 4 Ἰουλίου 2012) τό «Ὑπόμνημα» τοῦ κ. Ἡρακλῆ Ρεράκη, καθηγητού τῆςΠαιδαγωγικῆς –Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ ἈριστοτελείουΠανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μᾶς
πληροφορεῖ μέ ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένα θεολογικά καί παιδαγωγικά ἐπιχειρήματα
ὅτι:
α)
Ἡ διδασκαλία τοῦ νέου μαθήματος Θρησκευτικῶν προϋποθέτει τήν παραδοχή ὅτι ἡ Ἑλλάδα
εἶναι ἤδη μία πολυπολιτισμική χώρα. Ἡ παρουσία ὡστόσο οἰκονομικῶν μεταναστῶν
δέν ἔχει δημιουργήσει ἰδιαίτερες πολιτισμικές ὀντότητες καί ἑπομένως τέτοιες
προϋποθέσεις σέν ὑφίσταντο στόν ἑλληνικό χῶρο.
β)
Τό γνωστικό (πολυθρησκειακό) περιεχόμενο τοῦ νέου μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
καθιστά τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος ἀπολύτως ἀντιπαιδαγωγική. Εἶναι παιδαγωγικῶς
ἀνεπίτρεπτη ἡ στόχεισις τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, πού προβλέπει νά
βορβαρδίζωνται τά παιδιά τῆς σχολικῆς ἡλικίας μέ γνωστικό ὑλικό, τό ὁποῖο δέν
μποροῦν νά ἀφομιώσουν οὔτε πολλῶ μᾶλλον νά ἀξιοποιήσουν δημιουργικά. Ἀντιθέτως ἡ
διδασκαλία περί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, περί τῆς λατρευτικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς,
περί τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας , περί τῆς μοναδικότητας τῆς ἐν Χριστῷ
σωτηρίας, ἀφορᾶ σέ θέματα, γιά τά ὁποία οἱ μαθηταί αὐτῆς τῆς ἡλικίας ἔχουν τόσο
τίς ἐμπειρικές ὅσο καί τίς γνωστικές προϋποθέσεις νά ἀκούσουν, νά συζητήσουν,
νά προβληματισθοῦν καί συνεπῶς νά ἀναπτύξουν κριτικό ἐνδιαφέρον γιά ὅλες τίς ἄλλες
θρησκεῖες.
δ) Ἡ προσφερόμενη θρησκευτική ἀγωγή δέν ἔχει ἀναφορά
στό Χριστό ὡς Θεό, Σωτήρα καί Λυτρωτή, ὅπως τόν γνωρίζουμε ἀπό τήν Ὀρθόδοξο
Πίστι μας, ἀλλά κατά τρόπο πανθρησκειακό «καλεῖται νά ἑστιάσει τό ἐνδιαφέρον τοῦ
μαθητῆ στήν ἀνθρώπινη διάσταση τῶν θρησκειῶν…ὡς διαχρονική πηγή ἔμπνευσης γιά
τόν πολιτισμό καί ἄντλησης προσωπικοῦ ἀλλά καί συλλογικοῦ ὑπαρξιακοῦ νοήματος».
Εἶναι προφανές ὅτι οἱ ἀρχιτέκτονες τοῦ νέου
Προγράμματος Σπουδῶν ἔχουν κατά νοῦν νά ἀποδομήσουν ὅ,τι δέν πρόλαβαν νά
γκρεμίσουν οἱ Βαυαροί τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνος.
Ὁ ἄκρατος ἐκδυτικισμός τῆς δημόσιας ἐκπαιδεύσεως ἐκείνης
τῆς ἐποχῆς, παρότι ἀπέκοψε τήν γενικώτερη Παιδεία ἀπό τίς φυσικές ρίζες πού
ξεκινοῦσαν ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί δημιουργικά πέρασαν στήν χριστιανική
βυζαντινή αὐτοκρατορία καί κατόπιν στήν παιδεία τῶν διδασκάλων τοῦ Γένους καί τῶν
κρυφῶν σχολείων, δέν εἶχε ὁριστικά ἀκυρώσει τόν Ὀρθόδοξο χαρακτήρα τοῦ
μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ θρησκευτική παιδεία, ἄν καί δέν στοιχοῦσε ἀκριβῶς
στίς προσδοκίες καί στά ὁράματα τῶν πατέρων τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ, τοῦ ἁγίου
Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ Καποδίστρια, τοῦ Μακρυγιάννη, τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων, ἐν
τούτοις διατηροῦσε τόν χαρακτήρα τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Ἀκόμη καί ὁ πολύς Ἀδαμάντιος Κοραής ὁ ὁποῖος δέν συμπαθοῦσε τήν
παιδεία πού πήγαζε ἀπό τήν βυζαντινή μας παράδοσι καί διατηρήθηκε στούς κύκλους
τῶν Κολλυβάδων, δέν δίσταζε νά ὑποστηρίξη τόν κατηχητικό χαρακτήρα τῆς δημόσιας
παιδείας στό ἀναγεννώμενο ἑλληνικό κράτος.
Στίς «Σημειώσεις εἰς τό προσωρινόν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος
τοῦ 1822 ἔτους» ( τό Σύνταγμα τῆς Α΄ ἐν Ἐπιδαύρω Ἐθνοσυνελεύσεως ),
σχολιάζοντας τό ἄρθρο πού ἀφορᾶ στήν δημόσια παιδεία, ὁρίζει τήν μορφή τῆς θρησκευτικῆς
παιδείας ὡς «κατήχησιν» καί κάνει τίς ἑξῆς σημαντικές καί γιά τήν σημερινή
πραγματικότητα παρατηρήσεις: «Τό αἴτιον,
διά τί ὀνομάζω τελευταίαν τήν Κατήχησιν, εἶναι ὅτι ἐπειδή ὑποθέτω ἀνοικτά τά
κοινά σχολεῖα ὄχι μόνον εἰς ὄλας τάς αἱρέσεις τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί εἰς τούς
Ἰουδαίους καί εἷς τούς Τούρκους, καλόν εἶναι νά παραδίδεται ἡ κατήχησις δύο ἡμέρας
τῆς ἑβδομάδος μόνος, εἰς μόνα τῶν Ἀνατολικῶν τά τέκνα, μετά τήν ἀπόλυσιν τῶν ἑτεροδόξων
ὁποιωνδήποτε παρεκτός ἄν κανείς ἀπό τούς γονεῖς τούτων αὐτόκλητος ζητήση δίς
καί τρίς ὡς χάριν, τήν εἴσοδον τοῦ τέκνου τοῦ εἰς τῆς κατηχήσεως τήν παράδοσιν»
( ἔκδ. ἐν Ἀθήναις, 1933, ὑπό Θέμ. Π. Βορίδου
).
Γιά τό περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς ἀγωγῆς
ἔχει γίνει πολλή συζήτησις ἀπό ἀξιόλογους
θεολόγους. Κατά καιρούς μέ ἀνακοινώσεις
σέ συνέδρια καί μέ ἄρθρα ἔχουν γίνει προτάσεις γιά τήν ὑπέρβαση τῶν δυτικῶν
θεολογικῶν ἐπιδράσεων ἀπό ἀναλυτικό
πρόγραμμα καί στό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος. Στόχος τῶν προτάσεων ἦταν ὁ προσανατολισμός
τοῦ μαθήματος πρός τήν κατεύθυνση τῆς καλλιέργειας τοῦ Ὀρθόδοξου Ἐκκλησιαστικοῦ
φρονήματος. Ὁ καθηγητής Νίκος Ματσούκας
π.χ. ἔγραφε μεταξύ ἄλλων: «καταλαβαίνει κανείς εὔκολα πώς δέν εἶναι δυνατό νά εὐοδωθοῦν
οἱ σκοποί τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πού στήν προκειμένη περίπτωση γιά μᾶς εἶναι
ἡ καλλιέργεια τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ἄν δέν ὑπάρχουν τά πολιτιστικά ἀγαθά τῆς
βυζαντινῆς μας παραδόσεως καί δάσκαλοι πού θά ἐμπνεύσουν τό μεράκι γί αὐτά τά ἀγαθά. Προϋποτίθεται
βέβαια ἡ ὕπαρξη τοῦ ζωντανοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος πού ἐκφράζεται στό
πλαίσιο τῆς λατρείας». Καί σχεδόν
συμπερασματικά σάν μία προτροπή ἐξόδου τῆς θεολογίας καί τῆς θρησκευτικῆς
παιδείας ἀπό τήν βαβυλώνεια αἰχμαλωσία
τους στά δυτικά πρότυπα συμπληρώνει : «τό ἀναλυτικό πρόγραμμα τοῦ θρησκευτικοῦ
μαθήματος πρέπει νά ἀναθεωρηθεῖ ἄπ τά
βάθρα του καί νά δοθεῖ μέ τρόπο πιό
συγκεκριμένο ἡ ἱστορική ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας (περιοδ. ΣΥΝΑΞΗ τεύχ.1(1982) σέλ.36
καί 40).
Μέ τό νέο πρόγραμμα σπουδῶν εἰς πεῖσμα τῆς ἀνάγκης
γιά μία Ὀρθόδοξη διδαχή μέ τά ἀγαθά τῆς βυζαντινῆς μας παραδόσεως, ἐπιβάλλεται ἕνας
σύγχρονος βαρλααμιστισμός πού εἰσχωρεῖ βάναυσα στά σπλάγχνα τοῦ Γένους. Ἡ οὐμανιστική παιδεία, μέ μορφή διαφορετική ἀπό
ἐκείνη τοῦ παλαιοῦ βαρλααμιτισμοῦ μέ τά
χαρακτηριστικά του πανθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ, εἰσβάλλει στά σχολεῖα γιά νά ἀκυρώσει
τήν Παιδεία τοῦ Γένους. Ἐπιχειρεῖται νά ἀποκοποῦν
τά παιδιά ἀπό τίς ζωογόνες ρίζες τῆς
πατροπαραδότου Ὀρθοδόξου Πίστεως, πού καθιστά τους ἀνθρώπους Σῶμα Χριστοῦ Ἐκκλησία Χριστοῦ, «κοινωνούς θείας φύσεως».
(Β’Πέτρ.1,4) καί νά ἀφομοιωθοῦν στήν χοάνη μίας οὐμανιστικῆς θρησκευτικότητος
πού δέν θά ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, δέν θά τόν ὁδηγεῖ
στόν ἁγιασμό καί τήν θέωση ἀλλά,
τουναντίον, τόν προετοιμάζει γιά νά ἀποδεχθεῖ τήν δαιμονική Πανθρησκεία.
Αὐτός ὁ ἰδιότυπος νεοβαρλααμιτισμός ἐπιβάλλεται ἀπό
μία μερίδα θεολόγων, οἱ ὁποῖοι δείχνουν πώς ἐχθρεύονται τήν ἡσυχαστική θεολογία
τοῦ ἁγίου Γρηγορίαου τοῦ Παλαμᾶ, τήν μαρτυρική Ὀρθοδοξία τῶν Νεομαρτύρων, τήν ἀσκητική
παιδεία τῶν Κολλυβάδων, τήν ἁπλοική πίστη τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Παλλιγενεσίας τοῦ
1821. Οἱ θεολόγοι αὐτοί δέν κατανοῦν ὅτι
ἀντιστρατεύονται τόν λόγο τῶν Προφητῶν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὁ ὁποῖος
δέν ἀναγνωρίζει ἄλλες ὁδούς σωτηρίας πλήν τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλω οὐδενί ἤ σωτήρα, οὐδέ γάρ ὄνομα
ἔστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾦ δεῖ σωθεῖναι ἠμᾶς. (Πράξ.4,12).
Δέν κατανοοῦν ἑπομένως ὅτι στεροῦντες ἀπό τά Ὀρθόδοξα
Ἑλληνόπουλα τήν ἀναγκαία γί αὐτά Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική Παιδεία καί ἐπιβάλλοντες
τήν δημόσια πολυθρησκειακή θρησκευτική ἐκπαίδευση, φανερώνουν τήν κρίση
θεολογίας καί πιό πολύ τήν κρίση
πίστεως, στήν ὁποία βρίσκονται γιά νά θυμηθοῦμε τόν σχετικό λόγο τοῦ
π.Γεωργίου Φλωρόφσκυ.
Διερωτᾶται κανείς, ἐάν μπορεί οἱ θεολόγοι αὐτοί νά θεωροῦνται μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅταν ἐν τοῖς
πράγμασι ὑπονομεύουν τό διδακτικό της ἔργο στίς εὐαίσθητες ψυχές τῶν μαθητῶν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δέν μποροῦν νά εἶναι ἐντός τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας
δέν μποροῦν νά εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ
Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον τό ὑποσκάπτουν.
Οἱ ἐμπνευσταί τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν
φαίνεται νά πιστεύουν ὅτι ὁ λαός μας δέν χρειάζεται τόν Χριστό στήν Παιδεία
ἀλλά ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νά ζητήσει ἀπό τόν Χριστό νά «ἀπέλθη τῶν ὁρίων
αὐτῶν». ΄Ὅμως πρίν ἀπό ἐμᾶς ἄλλοι λαοί, τῶν
ὁποίων τίς ἀρχές διδασκαλίας τοῦ Θρησκευτικοῦ μαθήματος πασχίζουμε νά ἀντιγράφουμε
εἶχαν διώξει τόν Χριστό ἀπό τήν παιδεία τους καί ἔζησαν τίς συνέπειες τῆς ἀπομακρύνσεώς
Του.
«Τό σχολεῖον τῆς Εὐρώπης ἔχει ἀποχωρισθῆ ἀπό τήν
πίστιν εἰς τόν Θεόν. Εἰς αὐτό ἔγκειται ἡ
μεταστροφή της εἰς δηλητηριάστριαν, εἰς αὐτό καί ὁ θάνατος τῆς εὐρωπαικῆς ἀνθρωπότητος»
εἶπε μέ κάθε εἰλικρίνεια ὁ βαθύς γνώστης τῆς εὐρωπαικῆς κουλτούρας ἅγιος Νικόλαος Βαλιμίροβιτς, ὁ ὁποῖος ἔζησε
στό ἴδιο του τό σῶμα τήν βαρβαρότητα τῆς ἀποχριστιανοποιημένης Εὐρώπης, ὅταν ἦταν αἰχμάλωτος τῶν Ναζί στά
στρατόπεδα τοῦ Νταχάου.
Ὁ σύγχρονος νεοελληνικός οὐμανισμός ἐπιβάλλει στούς
Νεοέλληνες νά διώξουν ἀπό τήν δημόσια θρησκευτική Ἐκπαίδευση τόν Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως καί νά δεχθοῦν τήν νεοεποχίτικη πολυθρησκειακή θρησκευτική
παιδεία τῆς Πανθρησκείας. Ἐλπίζουμε ὅτι ὁ λαός μας δέν θά ὑποκύψει
στίς ἐπιλογές μίας μειοψηφίας θεολόγων καί διαμορφωτῶν τῆς
δημόσιας παιδείας ἀλλά θαρραλέα θά ζητήσει ἀπό τούς ἁρμοδίους παράγοντες τῆς
Πολιτείας νά ἐπανεξετάσουν τό θέμα, νά τό θέσουν σέ ἕνα οὐσιαστικό δημοψήφισμα,
ἀφοῦ ἀκουστοῦν καί οἱ Ὀρθόδοξες καί οἱ πανθειστικές προτάσεις γιά νά ἐπιλέξει
μόνος του ἄν ἀκόμη θέλει τόν Χριστό στήν Παιδεία ἤ ἄν ἐπιθυμεῖ τήν ἀπό-Χριστοποίησή
της.
Πιστεύουμε ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός παρά τίς ἁμαρτίες
πού τόν ὁδήγησαν στήν παροῦσα πολύπλευρη
κρίση στό βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ εἶναι
πιστός στήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἐκκλησία του.
Αὐτό τό δείχνει ὁσάκις οἱ περιστάσεις
τό ἐπιτρέπουν, νά ἐκφράζει ἀνεπηρέαστος
τήν πίστη του στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Παιδεία προτιμοῦν ὄχι
μόνο τά τρία τοῖς ἑκατό τῶν Νεοελλήνων πού ἐκκλησιάζονται τίς Κυριακές ἀλλά ἡ
συντριπτική τους πλειοψηφία πού αἰσθάνονται καί δηλώνουν Χριστιανός Ὀρθόδοξος ,
πού τιμοῦν τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, πού βαπτίζουν τά παιδιά τους , πού
ἀγαποῦν τίς χριστιανικές τους παραδόσεις, πού κάποτε μετανοοῦν γιά τά λάθη
τους, πού παίρνουν τά ἐφόδια τῆς αἰωνίου Ζωῆς, πού ἀφήνουν τήν τελευταία τους
πνοή μέ ἐλπίδα στόν Χορηγό της Ζωῆς καί
Νικητή τοῦ Θανάτου.
Αὐτά τά παρακάμπτουν οἱ ἐπίδοξοι μεταρρυθμισταί τῆς θρησκευτικῆς παιδείας τοῦ Γένους. Θέλουν νά νοιώθουν ἐκσυγχρονισταί καί ὄχι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Ἀλλοιῶς δέν ἐξηγεῖται ἡ ἐμμονή τους σέ
δυτικόφερτες μεθόδους πού ἀκολουθοῦν τίς ἀρχές τῆς θεωρίας τοῦ «θρησκευτικοῦ
γραμματισμοῦ», μίας θεωρίας πού δέν ἀνταποκρίνεται στούς στόχους τῆς Ὀρθοδόξου ἀγωγῆς,
πού δέν συμβιβάζεται μέ τήν προοπτική της θεώσεως. Ἀλλοιῶς δέν ἐξηγεῖται τό ὅτι, ἄν καί εἶναι Ὀρθόδοξοι
θεολόγοι, δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ θρησκευτική ἀγωγή τά Ὀρθόδοξα παιδιά πρέπει νά βασίζεται στήν πίστι καί στήν ζῶσα ἐμπειρία
τῆς Ἐκκλησία στό κέντρο τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Γιά μία ἀκόμη φορᾶ τό ἴδιο δίλλημα ὀρθώνεται μπροστά
μας Οὐμανιστική ἤ θεανθρωποκεντρική παιδεία.
Συσχηματισμός μέ τόν κόσμο ἐν ὀνόματι μία δῆθεν προσαρμογῆς στά νέα
κοινωνικά δεδομένα ἤ προσήλωσις στήν πάντοτε κοινή καί οὐδέποτε ἐκκοσμικευομένη
παιδαγωγική τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Παιδαγωγοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς κάνει δικό Του Σῶμα, Ἐκκλησία Του, αὐθεντική εἰκόνα Του.
Στό βιβλίο τῆς «Τό Ἅγιον Ὅρος καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μᾶς (1984) ἡ Ἱερά
Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὅρους γράφει: « Δέν μποροῦμε ἀτιμωρητί οἱ ὀρθόδοξοι ΄Ἕλληνες
νά παιδιαρίζωμε στηριζόμενοι σ’ ὁποιαδήποτε δικαιολογία ἤ περισσότερο νά αὐθαδιάζουμε. Ἄν αὐτοί πού προηγήθηκαν ἠμῶν καί ἔζησαν καί
τάφηκαν σέ τοῦτα τά χώματα, αὐτοσχεδιάζουν κάνοντας τό κέφι τους, τότε θά
μπορούσαμε καί ἐμεῖς νά συνεχίσουμε αὐτοσχεδιάζοντας.
΄Ἄν ὅμως ἔζησαν διαφορετικά …τότε δέν μποροῦμε ἀτιμωρητί
νά αὐτοσχεδιάζωμε, νά κάνωμε πρόβες, νά παίζωμε ἐν οὐ παικτοῖς.
Ἄν δέν εἶχε θεολογήσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅπως
θεολόγησε ἀνακεφαλαιώνοντας τήν πείρα καί τήν ζωή τής Ὀρθοδοξίας, σβήνοντας τή
δίψα τοῦ σημερινοῦ βασανισμένου νέου ἀνθρώπου.
Ἄν δέν ἤσαν γενάρχες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ
ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί ἕνας Μακρυγιάννης. ΄Ἄν δέν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά στό αἷμα μας, τότε
θά μπορούσαμε νά κάνωμε ὅ,τι μᾶς κατέβη.
Τώρα δέν εἶναι ἔτσι.
Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπω καί χρόνω ἁγίω. Δέν μπορεῖ νά εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δέν ἀνήκομε στόν ἑαυτό μας. Ἀνήκομε
σ αὐτούς πού μᾶς γέννησαν καί σ ὅλο τόν κόσμο.
Εἴμαστε χρεωμένοι μέ πνευματική κληρονομιά. (σέλ.66-70).
Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἵδρυσε σχολεῖο γιά
νά ὁδηγῆται δί αὐτῶν ὁ λαός σέ θεογνωσία, ὄχι σέ στείρα ἐγκυκλοπαιδική
γνώση. Ἡ γνωσιολογία, ἡ ὁποία
χαρακτηρίζει τό φρόνημα καί διέπει τά κηρύγματα τοῦ ἐθναποστόλου ἁγίου Κοσμᾶ,
δέν εἶναι ἡ γνωσιολογία τῶν ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν εὐρωπαίων καί ἑλλήνων
διαφωτιστῶν τοῦ 18ου αἰῶνος τῶν βαυαρῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς νεωτέρας παιδείας τοῦ ἑλληνικοῦ
κράτους. Ἡ γνωσιολογία του εἶναι εὐθυγραμμισμένη μέ ἐκείνην τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν
Πατέρων μέχρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Σέ αὐτήν τήν παιδεία προσανατόλιζε τό δοῦλον Γένος ὅταν ἔλεγε: «Διατί ἀπό
τό Σχολεῖον μανθάνομεν τό κατά δύναμιν
τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ΄Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι. Τί εἶναι
δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, τι εἶναι ἀρετή.
Ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι ἁγία Κοινωνία,
τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι ΄Ἅγιον Εὐαγγέλιον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή,
τί εἶναι κορμί, τά πάντα ἀπό τό σχολεῖον τά μανθάνομεν.(Ἰω. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ
Αἰτωλοῦ Διδαχές ἔκδ. Τῆνος σέλ. 142).
Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἐκτιμήσεις μας γιά τήν βούλησι τοῦ
Ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ λαοῦ στό θέμα τῆς
θρησκευτικῆς παιδείας εἶναι ὀρθές καί ὁ λαός ἐάν ἐρωτηθῆ θά προτιμήση νά μείνη
πιστός στήν παρακαταθήκη τῶν πατέρων του καί δέν θά ἀποδεχθῆ ἕνα πανθρησκειακό
μάθημα γιά τά παιδιά του, θά προτιμήση νά καταργηθῆ τό μάθημα τών Θρησκευτικῶν
παρά νά ἐκπέση σέ μία ἀντίχριστη θρησκευτική ἀγωγή. Θά ἦταν προτιμότερο γί αὐτόν νά καταρηγθῆ τό
μάθημα καί νά προσφέρη μία Ὀρθόδοξη παιδεία στά παιδιά του ἔξω ἀπό τό δημόσιο
σχολεῖο, παρά νά ἀποδεχθῆ μία δημόσια μύηση στήν ἐπερχόμενη Πανθρησκεία.
Ἐάν παρά ταῦτα ὁ λαός μᾶς ἐνσυνείδητα προτιμήση νά ἀπομακρύνη
τόν Χριστό ἀπό τήν δημόσια παιδεία θά εἶναι μοιραία ἐκεῖνος ὑπεύθυνός τῆς ἐπιλογῆς
του. Ὁ Χριστός ὅμως μαρτυρεῖται στό Ἱερό
Εὐαγγέλιο, δέν ἐκβιάζει κανέναν. Εἶναι ὁ Θεός τῆς ἐλευθερίας «κρούει τήν
θύραν» καί περιμένει νά τόν δεχθοῦμε. Ἀλλά
καί ἀπομακρύνεται ὅταν ἐμεῖς δέν τόν δεχόμαστε.
Μόνον ἄς γνωρίζουμε ὅτι τό τίμημα τῆς ἀπουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ζωή
μας θά εἶναι βαρύ, θά εἶναι ὁ ὄλεθρος.
Ὅπως ἔλεγε ὁ
προφητικός λόγος: «ὅτι ἰδού οἱ
μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό σοῦ ἀπολοῦνται» (Ψάλμ.72,27). Καί ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος: «Ὁ Χριστός ἀπεμακρύνθη ἀπό τήν Εὐρώπην, ὅπως
κάποτε ἀπό ἀπό τήν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὅταν
οἱ Γαδαρηνοί τό ἐζήτησαν.
Μόλις ὅμως Αὐτός ἔφυγεν, ἦλθε πόλεμος, ὀργή, τρόμος
καί φρίκη, κατάρρευσις, καταστροφή».
Συνοψίζοντες τά ἀνωτέρω διαμαρτυρόμεθα σέ ὅλους τους
τόνους καί πρός κάθε κατεύθυνση γιά τό ὅτι μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν ἐξισώνονται
ὁ Χριστός μέ τόν Μωάμεθ, τόν Βούδα, τόν Κομφόυκιο καί ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μέ τήν
θρησκευτικότητα τῶν ἄλλων θρησκειῶν, δηλαδή διδάσκεται στά παιδιά ὅτι σωτηρία ὑπάρχει
καί στίς ἄλλες θρησκεῖες. ΄Ὅσοι τί
πράττουν, κηρύσσουν «ἕτερον εὐαγγέλιον» εὐαγγέλιο πλάνης μέ τό ὁποῖο δέν μποροῦμε
νά συμφωνήσουμε.
Ἐκφράζουμε τήν ἐλπίδα ὅτι οἱ πολιτικοί μας ἠγέται
καί οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἄρχοντες δέν θά ἐπιτρέψουν νά ἐξισώνεται στίς ψυχές τῶν
Ὀρθόδοξων μαθητῶν ἡ Ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, διότι τό σοβαρό αὐτό πλῆγμα τῆς
δαιμονικῆς Νέας Ἐποχῆς στό σῶμα τοῦ εὐλογημένου Ὀρθόδοξου λαοῦ μᾶς θα ἀποτελέση
ἀσυγχώρητο λάθος τῆς γενεᾶς μας ἡ ὁποία καί θά πληρώση τό βαρύ τίμημα τῆς ἀποστασίας.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
+ Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος
22 Ἰουλίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.