Ὁ προσευχόμενος νοῦς ζητάει την ἕνωση με την καρδιά
Κλείστηκαν οἱ θύρες τῶν αἰσθημάτων: Ἡ γλώσσα σωπαίνει, τά μάτια εἶναι σφαλισμένα, τ' αὐτιά δέν ἀκοῦνε τίποτε ἀπ' ὅσα συμβαίνουν γύρω μου. Ὁ νοῦς, ἀποτινάζοντας τόν ζυγό τῶν γήινων λογισμῶν, ντύνεται τήν προσευχή καί κατεβαίνει στόν ἐσωτερικό θάλαμο τῆς καρδιᾶς.
Ἡ θύρα, ὅμως, τοῦ θαλάμου εἶναι κλειστή.
Παντοῦ σκοτάδι, σκοτάδι ἀπροσπέλαστο. Καί ὁ νοῦς, καθώς βρίσκεται σέ ἀπορία, ἀρχίζει νά χτυπᾶ μέ τήν προσευχή τή θύρα τῆς καρδιᾶς. Στέκεται ὑπομονετικά μπροστά της καί τή χτυπᾶ· πάλι περιμένει· πάλι προσεύχεται.........
Καμιά ἀπάντηση, καμιά φωνή δέν ἀκούγεται! Νεκρική ἡσυχία, ταφική σιωπή καί ζοφερό σκοτάδι. Ὁ νοῦς φεύγει ἀπό τή θύρα τῆς καρδιᾶς λυπημένος, θρηνώντας πικρά καί ζητώντας παρηγοριά.
Δέν τοῦ ἐπιτράπηκε νά σταθεῖ μπροστά στόν Βασιλέα τῶν βασιλέων μέσα στό ἁγιαστήριό του ἐσωτερικοῦ θαλάμου τῆς καρδιᾶς.
- Γιατί; Γιατί ἀπορρίφθηκες;
- Ἐπειδή ἔχω πάνω μου τή σφραγίδα τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ συνήθεια νά σκέφτομαι τά γήινα μου ἀποσπᾶ τήν προσοχή. Δέν ἔχω μέσα μου δυνάμεις, γιατί δέν ἔρχεται νά μέ βοηθήσει τό Πνεῦμα, τό πανάγιο καί πανάγαθο Πνεῦμα.
Αὐτό ἀποκαθιστᾶ τήν ἑνότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σώματος, ποῦ διασπάστηκε μέ τή φοβερή πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Μάταιες εἶναι οἱ προσωπικές μου προσπάθεις μόνες τους, χωρίς τήν παντοδύναμη, δημιουργική βοήθεια τοῦ Πνεύματος.
Ἐκεῖνο, βέβαια, εἶναι ἀπέραντα φιλάνθρωπο καί πολυέλεο, ἀλλά ἡ δική μου ψυχική ἀκαθαρσία δέν Τό ἀφήνει νά μέ πλησιάσει.
Θά λουστῶ, λοιπόν, στά δάκρυα, θά καθαριστῶ ἀπό τίς ἁμαρτίες μου μέ τήν Ἐξομολόγηση, δέν θά προσφέρω στό σῶμα μου τροφή καί ὕπνο, ποῦ ἡ πλησμονή τούς γεννά στήν ψυχή τό σαρκικό φρόνημα.
Ντυμένος ὅλος μέ τόν θρῆνο τῆς μετάνοιας θά πλησιάσω τή θύρα της καρδιᾶς μου. Ἐκεῖ θά σταθῶ ἤ θά καθήσω σάν τόν τυφλό του Εὐαγγελίου καί, ὑπομένοντας τό βάρος καί τή θλίψη ποῦ προξενεῖ τό σκοτάδι, θά φωνάζω δυνατά σ' Ἐκεῖνον ποῦ μπορεῖ νά μέ βοηθήσει: «Ἐλέησε μέ!»[1].
Κατεβαίνει, λοιπόν, ὁ νοῦς στόν ἐσωτερικό θάλαμο τῆς καρδιᾶς, στέκεται ἐκεῖ μπροστά καί ἀρχίζει νά φωνάζει δυνατά μέ δάκρυα.
Μοιάζει μ' ἕναν τυφλό, ποῦ δέν βλέπει τό ἀληθινό καί ἀνέσπερο φῶς, καί μ'ἕναν κωφάλαλο, ποῦ δέν ἔχει οὔτε λαλιά οὔτε ἀκοή πνευματική [2].
Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πραγνματικα τυφλός καί κωφάλαλος, ὅτι στέκεται μπροστά στήν πύλη τῆς Ἱεριχῶ - τῆς καρδίας, πού τήν κατοικοῦν οἱ ἁμαρτίες - καί ὅτι περιμένει τή θεραπεία τοῦ ἀπό τόν Σωτήρα, πού δέν Τόν βλέπει, πού δέν Τόν ἀκούει καί πού ἐντούτοις Τόν φωνάζει, καθώς βρίσκεται στήν τραγική αὐτή κατάσταση.
Τό ὄνομά Του δέν τό γνωρίζει· «Υἱό του Δαβίδ»[3] Τόν ὁμομαζει: Ἡ σάρκα καί τό αἷμα δέν μποροῦν νά τιμήσουν τόν Θεό ὡς Θεό.
- Δεῖξτε μου τόν δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο θά περάσει ὁ Σωτήρας!
- Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι ἡ πορσευχη, ὅπως λέει σέ κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
μέ τό στόμα τοῦ προφήτη: «Ἐμένα μέ δοξάζει ἡ πρόσφορα ὑμνωδίας, καί σ' ὁποῖον βαδίζει αὐτόν τόν δρόμο θά δειω τή σωτηρία μου» [5].
- Πέστε μου, πότε θά περάσει ὁ Σωτήρας; Τό πρωί, τό μεσημέρι ἡ τό βραδύ;
- «Νά εἶστε ἄγρυπνοι, γιατί δέν ξέρετε ποιά μέρα θά ἔρθει ὁ Κύριος σας»[6]
Ὁ δρόμος εἶναι γνωστός, μά ἡ ὥρα ἄγνωστη! Θά μείνω ἔξω ἀπό τήν Ἱεριχω, ὄρθιος ἡ καθισμένος στήν πύλη τῆς πόλης, ἔχοντας στόν νοῦ μου τά λόγια του ἀποστόλου Παύλου:
«Ὁ Ἰησοῦς, γιά νά ἐξαγνίσει τόν λαό Του μέ τό ἴδιο Του τό αἷμα, θανατώθηκε ἔξω ἀπό τό στρατόπεδο (δηλαδή τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας), καί ἄς ὑποστουμε τόν ἴδιο μ' Αὐτόν ἐξευτελισμό»[7]
Ὁ κόσμος παρέρχεται[8], τίποτα δέν εἶναι μόνιμο σ' αὐτόν· οὔτε καν μέ πόλη δέν πρέπει νά τόν παρομοιάζουμε, ἀλλά μᾶλλον μέ χωρίο.
Θ' ἀφήσω λοιπόν, τήν περιουσία μου, στήν ὁποία ἔχω προσκολληθεῖ καί τήν ὁποία ὅλοι ἐγκαταλείπουν ὅταν πεθάνουν, συχνά καί πρίν πεθάνουν.
Θ' ἀφήσω τίς τιμές καί τή δόξα πού χάνονται. Θ' ἀφήσω τίς ἡδονές τῶν αἰσθήσεων, πού ἀφαιροῦν κάθε ἰσκανοτητα γιά πνευματικές ἀσκήσεις καί ἐνασχολήσεις. «Γιατί δέν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλά λαχταροῦμε τή μελλοντική»[9], ἡ ὁποία πρέπει νά ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τώρα στήν καρδία μου μέ τό ἔλεος καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μου.
Ὁποῖος δέν ἀνέβει πνευματικά στή μυστική Ἱερουσαλημ πρίν ἀπό τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, αὐτός δέν μπορεῖ νά ἔχει τή βεβαιότητα ὅτι θά ἐπιτραπεῖ στήν ψυχή του, μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα , νά μπεῖ στήν οὐράνια Ἱερουσαλημ. Τό πρῶτο εἶναι προυπόθεση στοῦ δεύτερου[10].
1. Λούκ.18:38, 39
2. Προβλ. Μάρκ. 7:32
3. Λούκ. 18:39
4. Προβλ. Ἅ' Κόρ. 15:50
5. Ψάλμ. 49:23
6. Μάτθ. 24:42
7. Ἑβρ. 13:12-13
8. Ἅ' Ἰω 2:17
9. Ἑβρ. 13:14
10. Πρβλ. Ὅσιου Ἠσυχιου τοῦ Πρεσβύτερου, Πρός Θεοδοῦλον λόγος ψυχωφελής καί σωτήριος περί νήψεως καί ἀρετῆς κεφαλαιώδης, δ', ρίζ'.
Ἀσκητικές Ἐμπειρίες Β'
(σελ 12 -15)
Ἅγιου Ἰγνάτιου Μπριαντσανίνωφ
Ἱερά Μονή Παρακλήτου
______________
Ψηφιοποίηση κειμένου Δέσποινα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.