Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

«Ο Αμερικάνος» Μέρος Δ' (Τελευταίο). Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



Κανένας δεν απάντησε στην ερώτηση του χαμάλη, που την κρυμμένη σημασία της κανείς δεν καταλάβαινε. Ο Βαγγέλης εξακολούθησε:
-Που να θυμόσαστε εσείς! Είστε όλοι μικρότεροι μου, εκτός από τον μπαρμπα- Τραντάφυλλο, δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ήμουν το πολύ δεκαοχτώ χρονών όταν ξενιτεύτηκε ο γιος του Μοθωνιού, κι εκείνος τότε θα κόντευε τα εικοσιπέντε. 
Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα δα, θα τον γνώριζα. Πέθαναν με τον καημό του Γιάννη τους ο καημένος ο μπαρμπα- Στάθης κι η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! 
Και το σπιτάκι τους απόμεινε ερείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους εδώ παραπάνω, στη συνοικία εκκλησίας, και με ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνία που ήταν ένα καιρό η παραστιά τους. 
Και ο γιος τους έριξε πέτρα πίσω του. Μα ως πόσος κόσμος χάνεται, ωστόσο, και στην Αμέρικα! Ξέρετε πως ήταν και αρραβωνιασμένος;
-Και ποια είχε; Ρώτησε αδιάφορα ο κλητήρας της δημαρχίας, που ήταν και αρχηγός της νυχτερινής πολιτοφυλακής.
Ο ξένος άκουγε με πολύ βαθιά προσοχή, αλλά απέφευγε να γυρίσει να κοιτάξει εκείνον που μιλούσε.
-Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Κι όταν έφυγε και πέρασαν δυο τρία χρόνια, τη γύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι ομορφιές, και τιμημένη ήταν και δούλευε όμορφα, η μοναδική κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε πολλά. 

Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, ώσπου πέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα και χλόμιανε, μα ωστόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γερνάει. 
Ακόμα καλοστέκει, βρε παιδιά, θα είναι παραπάνω από τράνταπέντε, και φαίνεται να είναι το πολύ εικοσιπέντε· έτυχε μια μέρα να τη δω, που τους κουβάλησα ένα σακί αλεύρι· όταν την κοιτάζεις, τόσο πιο νόστιμη σου φαίνεται!
- Έλα, άφησέ τα αυτά, Βαγγέλη, είπε αυστηρά ο κλητήρας της δημαρχείας· δεν είναι σωστό μέσα στα μαγαζιά να λέμε για οικογένειες και κορίτσια.
-Έχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπε ο χαμάλης· μα δεν το είπα για κακό.
Η όψη του Αμερικάνου έγινε χαρούμενη και μια ακτίνα ευτυχίας διαπέρασε εκείνη την επάλειψη που έμοιαζε σαν προσωπίδα, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή, κι έδωσε λάμψη στο πρόσωπο του.
Ο μπαρμπα-Τριαντάφυλλος με το χωροφύλακα και τους δυο πολίτες φρουρούς, με τα ντουφέκια τους, σηκώθηκε και είπε γυρνώντας στο μαγαζάτορα:
-Έλα κάνε γρήγορα, Δημήτρη, κάθισε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά, δεν είναι απόκριες. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γρήγορα, Δημήτρη, να κοιμηθεί ο κόσμος, θα σηκωθούν στις δυο μετά τα μεσάνυχτα να πάν’ στην εκκλησία. Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθεί τάχα; ρώτησε δείχνοντας τον Αμερικάνο.
-Έννοια σου, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπε ο Βαγγέλης· του είπε ο μπαρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μα μη σε μέλει ωστόσο για τον κύριο, πρόσθεσε, κλείνοντας το μάτι στον κλητήρα· αν θέλει μέρος να κοιμηθεί έχει και παραέχει.
-Τι έχει; ρώτησε με μυστηριώδη τρόπο ο κλητήρας.
-Είναι από ‘δω, ντόπιος, του είπε στο αφτί ο Παχούμης.
-Και πώς το ξέρεις;
-Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
-Και ποιος είναι;
-Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης του μπαρμπα-Στάθη του Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι εγκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος, και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, τον μπαρμπα-Στάθη, τον έφτασες, θαρρώ.
-Τον έφτασα. Κάνε γρήγορα, Δημήτρη, ξανάπε δυνατά ο κλητήρας, και βγήκε.
Οι δυο χαμάληδες συνάδελφοι του Βαγγέλη είχαν πάψει το τραγούδι και το χορό, κι ετοιμάζονταν να φύγουν. Ξαφνικά όμως ο Βαγγέλης ήρθε κοντά στον Αμερικάνο και του λέει με σιγανή φωνή:
-Τι μου δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα συχαρίκια (να πω τα καλά νέα);
Ο ξένος δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη. Αλλά ανάμεσα στον αντίχειρα, στο δείκτη και στο μέσο δάχτυλο του δεξιού του χεριού βρέθηκε να κρατάει για αγγλική λίρα. 
Την έριξε αμέσως στην παλάμη του Βαγγέλη με τόση προθυμία και χαρά, σαν να ήταν αυτός που έπαιρνε κι όχι που έδινε.
Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας ξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα για να πάνε στην εκκλησία, που οι καμπάνες της χτυπούσαν χαρμόσυνα και δυνατά, πόσο ξαφνιάστηκαν όταν είδαν το σπίτι της φτωχής χήρας, εκεί που δεν δέχονταν τα παιδιά να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα, αλλά τους έλεγαν να φύγουν με τις φράσεις «δεν έχουμε κανένα», και «τι θα τραγουδήστε από μας;» κατάφωτο, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά, με αστραφτερά τα τζάμια, με την πόρτα να ανοιγοκλείνει συχνά, με δυο φανάρια κρεμασμένα στο χαγιάτι, με σκιές που διάβαιναν ελαφρά, με χαρούμενες φωνές και φασαρία. 
Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν άργησαν να πληροφορηθούν. Όσοι δεν το έμαθαν στην γειτονιά, το έμαθαν στην εκκλησία. Και όσοι δεν πήγαν στην εκκλησία, το έμαθαν από κείνους που γύρισαν στο σπίτι την αυγή, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας.
Ο ξενιτεμένος γαμπρός, που ήταν απών εδώ και είκοσι χρόνια, που δεν είχε στείλει γράμμα εδώ και δέκα χρόνια, που εδώ και δέκα χρόνια δεν είχε αφήσει κάπου τα ίχνη του, που δε συνάντησε πουθενά κάποιον συμπατριώτη, που δε μίλησε εδώ και δεκαπέντε χρόνια ελληνικά, είχε γυρίσει πολλά μέρη στον Νέο Κόσμο, είχε δουλέψει ως υπεργολάβος σε μεταλλεία και ως επιστάτης σε φυτείες, και γύρισε πίσω με κάμποσες χιλιάδες τάλιρα στον τόπο της γέννησης του, όπου ξαναβρήκε σε κάποια ηλικία, αλλά ανθηρή ακόμη, τη πιστή του μνηστή.
Ένα μόνο είχε μάθει, πριν δεκαπέντε χρόνια, το θάνατο των γονιών του. Για τη μνηστή του, είχε σχεδόν την πεποίθηση πως θα είχε από καιρό παντρευτεί· διατηρούσε ωστόσο κάποια αμυδρή ελπίδα. Από δεισιδεμονία και φόβο, όσο πλησίαζε στην πατρίδα, τόσο δίσταζε να ρωτήσει απευθείας για την μνηστή του, αφού άλλωστε δεν έδινε γνωριμία σε κανέναν από τους συμπατριώτες του, όσους έτυχε να συναντήσει από την στιγμή που έφτασε στην Ελλάδα. 
Προτιμούσε να μην ξέρει τι έγινε η μνηστή του, ως την τελευταία στιγμή, όταν θα έβγαινε από το πλοίο στον τόπο της γέννησης του και θα προσερχόταν να επισκεφθεί ευλαβικά το ερείπιο, όπου ήταν άλλοτε το πατρικό του σπίτι.
Ύστερα από τρείς μέρες, την Κυριακή μετά τη Γέννηση του Χριστού, γίνονταν, με όλη τη χαρά και τη σεμνότητα, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού με τη Μελαχροινή Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θεια-Κυρατσώ, ύστερα από τόσα χρόνια φόρεσε, για λίγες στιγμές, χρωματιστή «πολίτικη» μαντίλα, για να ασπαστεί τα στέφανα. Και την παραμονή του Αγίου Βασιλείου του βράδυ, καθώς στεκόταν στον εξώστη, ακούστηκε να φωνάζει στις παρέες των παιδιών που περνούσαν:
-Ελάτε, παιδιά, να τραγουδίσετε!
(1891)

  «Ο Αμερικάνος» Μέρος Δ'
 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα 
       για παιδιά και νέους
         Εκδόσεις Άγκυρα
             σελ. 65-69
 
________________

Για να διαβάσετε τα προηγούμενα πατήστε: 
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  


Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία/Διονυσία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου