Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Αππάντηση σε ειρωνικά σχόλια δημοσιογράφων για το :«Εἶπε καὶ ἐλάλησεν ἡ Ἐκκλησία…»


Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη, Θεολόγου–τέως Λυκειάρχου

Εἴναι διάχυτη ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅποιος ἔχει σπουδάσει, ἢ δηλώνει ἢ αὐτοανακηρύσσεται δημοσιογράφος, αὐτομάτως, πρῶτα ὁ ἴδιος καὶ ὕστερα οἱ ἄλλοι, θεωρεῖ ὅτι γίνεται παντογνώστης–«ξερόλας» κατὰ τὴν λαϊκὴ ἔκφραση– καὶ ὅτι ἀκόμα μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἔχει ἄποψη καὶ γνώμη περὶ «παντὸς ἐπιστητοῦ», ἀκόμα καὶ ὑπεραισθητοῦ, πράγματος καὶ θέματος.

Συνήθως δὲ ἄνθρωποι τῆς κατηγορίας αὐτῆς, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ὑπηρετοῦν τὴ σωστὴ ἐνημέρωση τῆς κοινῆς γνώμης, διεκδικοῦν ἕνα εἶδος ἀλάθητου, γιὰ ὅσα προφορικὰ ἢ γραπτὰ διατυπώνουν καὶ ὑποστηρίζουν.
Κάθε ἄλλος, ποὺ ἔχει διαφορετικὴ ἢ ἀντίθετη ἄποψη ἀπʼ τὴ δική τους, γίνεται συχνὰ ἀντικείμενο εἰρωνείας, ἐμπαιγμοῦ, ἀποδοκιμασίας καὶ ἀπαίτησης δημόσιας καταδίκης καὶ ἀπόρριψης τῶν ἀπόψεών του.
Θεωροῦν ὅτι διαθέτουν τὸ ἀποκλειστικὸ προνόμιο καὶ δικαίωμα νὰ ὁμιλοῦν «περὶ πάντων καὶ τινῶν ἄλλων» χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζουν τὸ ἴδιο δικαίωμα σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους.
Ἰδιαιτέρως δὲ στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀνήκουν ἢ προέρχονται ἀπʼ τὴν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.


Ὅταν κάποιος ἔχει τὸ θάρρος καὶ τὴν τόλμη νὰ ἐκθέσει μὲ παρρησία τὴν ἄποψή του, γιὰ θέματα καὶ προβλήματα, ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὸν ἐνδιαφέρουν καὶ τὸν ἀφοροῦν, ἢ πολὺ περισσότερο διαφωνήσει μὲ τὶς ἀπόψεις τους, τότε οἱ τιμητὲς καὶ ἐπικριτὲς «πάντων καὶ πασῶν» στρέφονται ἐναντίον του, πιὸ πολὺ δὲ ὅταν ἀνήκει στὸν Ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.
Κάποιοι ἀπʼ αὐτοὺς κατέχουν περίοπτες θέσεις σὲ ἔντυπα καὶ ἠλεκ τρονικὰ μέσα ἐνημέρωσης – γράφε συχνὰ παραπληροφόρησης – καὶ γιʼ αὐτὸ μποροῦν νὰ ἐπηρεάζουν μερίδα τῆς ἀνυποψίαστης κοινῆς γνώμης, ποὺ κάθε μέρα βομβαρδίζεται ἀπʼ τὸν προφορικὸ καὶ γραπτό τους λόγο.
Οἱ παραπάνω σκέψεις πέρασαν ἀπʼ τὸ νοῦ καθὼς πρόσφατα (22– 12–2010) σὲ ἑβδομαδιαία ἀξιόλογη ἐφημερίδα τοῦ Ἀγρινίου διάβασα κείμενο συνεργάτη της μὲ τίτλο: «Εἶπε καὶ ἐλάλησεν ἡ Ἐκκλησία…».

Εἰλικρινὰ δὲν ἐνδιαφέρει τὸ ὄνομα, οἱ σπουδὲς καὶ ἡ προσφορὰ στὴν τοπικὴ κοινωνία τοῦ συντάκτη, ποὺ ὑπογράφει τὸ σχετικὸ δημοσίευμα, ἀπʼ τὴν ἐπαγγελματικὴ ἔπαλξη τῆς καταξιωμένης μαχητικῆς ἐφημερίδας, ποὺ τὸν ἐμπιστεύεται ὡς συνεργάτη της.
Ὀφείλω ὅμως ὡς μακροχρόνια τακτικὸς συνδρομητὴς– ἀναγνώστης ἑνὸς λίαν ἀξιόλογου ἐπαρχιακοῦ ἐντύπου, νὰ καταθέσω τὶς προσωπικές μου ἀπόψεις σχετικὰ μὲ τὸ ὕφος καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου, ποὺ στεγάζεται κάτω ἀπʼ τὸν ὑπέρτιτλο: «Σχολιανά».
(Νὰ ὑπενθυμίσω τὸ νόημα τῶν σχετικῶν λέξεων: Σχόλη: εἶναι ἡμέρα θρησκευτικῆς γιορτῆς, ἡμέρα ἀργίας καὶ ἀναπαύσεως. Σχολιανός: ὁ ἄνθρωπος τῆς σχόλης, ἐορτάσιμος.
Ἡ φράση «ἀκούω τὰ σχολιανά μου» σημαίνει ἐπιτιμῶμαι, ἐπικρίνομαι αὐστηρά).

Ὁ φιλοξενούμενος στὰ σχολιανὰ ἀρθρογράφος, μὲ ἀπαξιωτικὸ τρόπο καὶ εἰρωνικὸ ὕφος ἀπʼ τὸ ὕψος τοῦ δημοσιογραφικοῦ θώκου συγκαταβαίνει νὰ μᾶς πεῖ ὅτι: «προσωπικὰ περίμενα καὶ περίμενα, καὶ τελικὰ ἔγινε αὐτὸ ποὺ πίστευα ὅτι θὰ γινόταν πολὺ νωρίτερα.
Ἡ Ἐκκλησία μίλησε γιὰ πολιτικὲς καὶ οἰ κονομικὲς ἐξελίξεις, ποὺ διάγουμε καὶ μίλησε, ὅπως περίμενα. Ὄχι ξεκάθαρα…». Πρὶν ὅμως ἀπὸ κάθε ἄλλο θὰ ἔπρεπε ὁ ἀρθρογράφος νὰ ἀναζητήσει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς λέξης Ἐκκλησία. Νὰ κατανοήσει τί σημαίνει.
Ἂν σʼ αὐτὴν ἀνήκει καὶ ὁ ἴδιος ὡς μέλος της, μιὰ καὶ καθὼς πιστεύω ἔχει βαπτισθεῖ σύμφωνα μὲ τὸ ὀρθόδοξο τυπικό, φέ- ρει χριστιανικὸ ὄνομα, ποὺ πιθανὸν ἀκόμα νὰ ἀναγράφεται στὴ σχετικὴ ἔνδειξη τοῦ δελτίου ταυτότητας.

Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι ἂν γνώριζε τὸν ὁρισμό, τὴν οὐσία καὶ τὸ βάθος τῆς λέξης Ἐκκλησία, θὰ ἦταν πολὺ διαφορετικὸ τὸ ὕφος καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ κειμένου, ποὺ φέρεται ὡς πνευματικό του προϊόν.
 Γιατί, ὅπως καταγράφονται οἱ ἀπόψεις του καὶ ἡ ἀναφορά του στὴν Ἐκκλησία, γενικῶς, δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἀπέναντί του ἔχει μιὰ γηρασμένη ἰδιότροπη κυρία, πρὸς τὴν ὁποία ἀπευθύνεται μὲ βλοσυρὸ ὕφος καὶ αὐστηρότητα.
Τῆς κουνάει τὸ δάκτυλο ἀπειλητικά, τὴν μαλώνει, γιατί τόλμησε νὰ μιλήσει, ἐνῶ ταυτόχρονα τῆς ὑποδεικνύει μὲ σιγουριὰ ἀλάθητου οἰκονομολόγου, τί πρέπει νὰ κάνει.
Πῶς πρέπει νὰ συμπεριφερθεῖ, τί πρέπει νὰ ἐκποιήσει ἀπ᾽ τὴν περιουσία της, προκειμένου νὰ εἶναι ἀνεκτὴ ἀπʼ τοὺς διαχειριστὲς τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ποὺ ἔφεραν τὴν Πατρίδα μας στὸ σημερινὸ κατάντημα.
Ἐπηρεασμένος ἀπὸ διαστροφὴ τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας καὶ πραγματικότητας μιλάει γιὰ «σκοτεινὰ χρόνια, τουρκοκρατία, καὶ ἀρχαιότητα» τονίζοντας τὸν ἐπιζήμιο, τάχα, ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ καὶ τὴν πορεία τοῦ ἔθνους. Κατὰ συγκατάβαση ἀναγνωρίζει στοὺς κληρικοὺς «τὸ δικαίωμα νὰ παρεμβαίνουν στὰ πολιτικὰ πράγματα καὶ νὰ λένε τὴ γνώμη τους».

Καὶ γενναιόδωρα προσθέτει ὅτι: «ἐδῶ θὰ ἀπογοητεύσω πολλοὺς καὶ θὰ πῶ ὅτι –καλῶς ἢ κακῶς– ἔχουν τὸ (δικαίωμα) μόνο καὶ μόνο, γιατί ἐκπροσωποῦν τὴ στάση ζωῆς ἑκατομμυρίων. Προσωπικὰ αὐτὸ δὲν μοῦ ἀρέσει, ἀλλὰ τὸ δέχομαι ὅπως δέχομαι καὶ τὴ γνώμη τῶν μειοψηφιῶν».
Εὐτυχῶς ποὺ μὲ μεγαθυμία ὁ ἀρθρογράφος ἀνέχεται τοὺς κληρικοὺς νὰ μποροῦν «νὰ ὁμιλοῦν ὡς ἐκπρόσωποι ἑκατομμυρίων» ἀνθρώπων.
Ἐνῶ ὡς φυσικὰ πρόσωπα, ὡς ἐνεργοὶ καὶ ὑπεύθυνοι πολίτες αὐτοῦ του τόπου, «δὲν δικαιοῦνται νὰ ὁμιλοῦν», καθὼς θὰ ἔλεγε ἀείμνηστος πολιτικός.
Προφανῶς ἄγνοια ἢ σύγχυση τῆς ἔννοιας τῆς λέξεως πολίτης ὁδηγεῖ στὴν μὴ ἀναγνώριση καὶ παραδοχὴ τῶν δικαιωμάτων, ποὺ ἀπορρέουν ἀπʼ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα φυσικὸ πρόσωπο εἶναι μέλος μιᾶς συν τεταγμένης δημοκρατικῆς πολιτείας.
Ἄρα ἔχει ἀναφαίρετο δικαίωμα, βασικὸ καθῆκον καὶ ὑποχρέωση νὰ ἐκφράζει τὶς ἀπόψεις του καὶ νὰ ἀγωνίζεται νομίμως στὰ πλαίσια τῶν δημοκρατικῶν κανόνων, γιὰ τὴν προβολὴ καὶ διάδοσή τους.
Εἶναι λυπηρὸ νὰ ἐξισώνεται τὸ δικαίωμα γνώμης τῶν κληρικῶν, ποὺ συνήθως ἀποβλέπουν στὴν πρόοδο τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, καὶ «ἐκπροσωποῦν ἑκατομμύρια», ὅπως λέγει, μὲ «τὴ γνώμη μειοψηφιῶν…».
Εἶναι δὲ τρανὴ ἀπόδειξη ἄγνοιας ἢ σκόπιμης παραπληροφόρησης ἡ ἄποψη ὅτι: «κάποιοι προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία προσφέρει ἀπʼ τὰ δικά της καὶ ὄχι ἀπὸ ὅσα τῆς ἔχει παραχωρήσει αἰῶνες τώρα ἡ ἑκάστοτε ἀρχή…».
Ἀγνοεῖ, προφανῶς, ὁ συντάκτης ὅτι ἡ περιουσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ πιστὰ μέλη της. Ἡ ἴδια εἶναι τόσο πλούσια ἢ φτωχὴ σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ὅσο ἡ ἀγάπη, ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ δυνατότητα τῶν μελῶν της τὸ ἐπιτρέπουν μὲ τὴν προσφορὰ ἐκ τοῦ ὑστερήματος ἢ τοῦ πλεονάσματός τους.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεῖο καθίδρυμα «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», γιʼ αὐτὸ εἶναι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ ὑλικὲς ἀνάγκες καὶ πραγματικότητες.
Ὅμως ὡς Θεανθρώπινη σύναξη–κοινωνία, γιὰ τὴ θεραπεία καὶ τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου της, τῶν μελῶν της, καὶ ὄχι μόνο, ἔχει ἀνάγκη καὶ στηρίζεται ἀποκλειστικὰ στὴν θυσια- στικὴ αὐτοπροσφορὰ ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν ἀλληλοβοήθειας.
Τὰ ὅποια ὑλικὰ στηρίγματα καὶ περιουσιακὰ στοιχεῖα διαθέτει ὁ διοικητικὸς ὀργανισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀποτελοῦν προσωπικὴ ἰδιοκτησία ἑνὸς ἢ περισσοτέρων ἀτόμων.
Εἶναι κοινὸ κτῆμα τοῦ σώματος τῶν πιστῶν, καὶ στὸ βαθμὸ τοῦ δυνατοῦ εἶναι στὴ διάθεση ὅσων στεροῦνται ἢ πάσχουν, ἀδιακρίτως, χρώματος, φυλῆς, ἐ θνικότητας, γλώσσας ἢ διαφορετικῶν θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων πεποιθήσεων.

Ἄν στή μακραίωνη δραματικὴ καὶ περιπετειώδη πορεία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν κάποιοι ἡγεμόνες ἢ πολιτικοὶ ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι στὰ πλαίσια ἄσκησης τῆς ἐξουσίας, παρεχώρησαν περιουσιακὰ στοιχεῖα ἢ ἐνίσχυσαν οἰκονομικὰ τὶς Ἐκκλησιαστικὲς δραστηριότητες, αὐτὲς οἱ προσφορὲς δὲν ἦταν προσωπικὰ «δωράκια» ἢ «λαδώματα» ἢ «μίζες καὶ προμήθειες», γιὰ προώθηση ἔκνομων συναλλαγῶν.
Δὲν πῆγαν στὶς τσέπες τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ἀλλὰ ἔγιναν ἔνδυμα γιὰ τὸ γυμνό, τροφὴ γιὰ τὸν πεινασμένο, φάρμακο γιὰ τὸν ἀσθενῆ, ὑπόδημα γιὰ τὸν ξυπόλυτο, στέγη γιὰ τὸν ἄστεγο, ἀνακούφιση γιὰ τὸν πάσχοντα συνάνθρωπο.
Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί συχνὰ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς πολιτείας δὲν θέλουν ἢ δὲν μποροῦν νὰ καλύψουν τὶς πάμπολλες ἀνάγκες τῶν ἀναξιοπαθούντων πολιτῶν.
Μὲ τὴν ἰσχὺ δὲ τῶν νόμων καὶ τὰ ἐκτελεστικά της ὄργανα, ἡ ὅποια συντεταγμένη πολιτεία, ἀδυνατεῖ νὰ ἐμπνεύσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴ συμπάθεια πρὸς τὸν πάσχοντα καὶ νὰ κινητοποιήσει τοὺς πολίτες της σὲ ἀναγκαστικὲς θυσίες καὶ ἀγαθοεργίες.
Ἐκτὸς τού των ἡ ὅποια παροχὴ καὶ μέριμνα τῆς πολιτείας γιὰ τοὺς πάσχοντες γίνεται μέσω ἀμειβόμενων–μισθοδοτούμενων ὑπαλλήλων της.
Κάποτε δὲ ἡ διαχείριση τῶν σχετικῶν κονδυλίων εἶναι ὕποπτη καὶ ἀδιαφανής, ὅπως προκύπτει ἀπʼ τὰ κατὰ καιροὺς ἀποκαλυπτόμενα σκάνδαλα κακοδιαχείρισης τοῦ δημόσιου πλούτου, ἀπʼ τὶς καταχρήσεις τῆς ἐξουσίας καὶ τὴν ἄνομη–ἀνήθικη ἰδιοποίηση πιστώσεων, ποὺ θεωρητικὰ προορίζονται γιὰ ἀνακούφιση τῶν πασχόντων συνανθρώπων μας.
Ἀντίθετα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀξιοποίηση καὶ ἡ διανομὴ τῶν ὅποιων ὑλικῶν ἀγαθῶν ἔχει στὴ διάθεσή της, στηρίζεται πάνω στὴν ἑκούσια καὶ ἄμισθη προσφορὰ εὐσεβῶν ἀνθρώπων –κυρίως γυναικῶν–, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι: «κρύπτεται ἐν πένησι Χριστός. Καὶ πτωχὸς μὲν ὁ ἐκτείνων τὴν χεῖρα, Θεὸς δὲ ὁ διὰ πτωχοῦ λαμβάνων».

Ὅποιος προσφέρει ἐθελοντικὰ καὶ ἐργάζεται ἀφιλοκερδῶς στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στὸ πρόσωπο τοῦ γυμνοῦ, τοῦ ἄρρωστου, τοῦ πεινασμένου, τοῦ πάσχοντος συνανθρώπου, βλέπει τὸν Χριστὸ «ἐν ἑτέρα μορφὴ» νὰ ζητιανεύει τὴν ἀγάπη, ποὺ κανένας ἀνθρώπινος νόμος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβάλει.
Ἔχει τὴν βεβαία πίστη–κίνητρο ὅτι «ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει Θεόν».
Γιʼ αὐτὸ ὅταν ὑπηρετεῖ τὸν πάσχοντα ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι περιθάλπει ἕνα πληγωμένο μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἂν οἱ κατὰ καιροὺς πολιτικοὶ ἄρχοντες πρόσφεραν ἢ προσφέρουν κάποια οἰκονομικὴ ἢ ἄλλη βοήθεια πρὸς τὴν Ἐκκλησία, τὴν εἰσπράττουν πολλαπλάσια μέσω τοῦ τεράστιου κοινωνικοῦ–ἀνθρωπιστικοῦ ἔργου, ποὺ ἐπιτελεῖ αὐτὴ διαχρονικά, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους τοὺς πολίτες ἀδιακρίτως.

Μόνο ἄγνοια ἢ ἑκούσια ἀποσιώπηση ἢ παραπληροφόρηση μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει «προσφορὰ ὑλική, χειροπιαστὴ γιὰ τὸ λαὸ ποὺ πεινάει…», ὅπως σημειώνει ὁ ἀρθρογράφος.
Σίγουρα θὰ ἀναθεωρήσει τὶς ὅποιες ἐπιφυλάξεις του ἢ ἀρνητικὲς ἀπόψεις, ἂν θελήσει νὰ ἐνημερωθεῖ σωστὰ καὶ ὑπεύθυνα καὶ πληροφορηθεῖ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν τεράστια κοινωνικὴ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὰ ἑκατοντάδες φιλανθρωπικὰ καταστήματα καὶ τὰ περίπου 3000 φιλόπτωχα ταμεῖα, ποὺ διαθέτει στὴν ἐπικράτεια.
Ἀφήνω κατὰ μέρος τὸ μοναδικὸ ἔργο ἀγάπης, ποὺ συντελεῖται μὲ τὰ ἀνὰ τὸν κόσμο Ἱεραποστολικὰ κλιμάκια, ποὺ δεκαετίες τώρα συντηροῦνται καὶ λειτουργοῦν μὲ συνεχῆ οἰκονομικὴ καὶ κάθε ἄλλη ἐνίσχυση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὶς ἄλλες ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
«Ἐπιλείψει με» ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος τῆς ἐφημερίδας διηγούμενον τὰ ὅσα θαυμαστὰ ἐπιτελοῦνται σήμερα στὴν Πατρίδα μας ἀλλὰ καὶ στὸν κόσμο ὁλόκληρο μὲ πρωτοβουλία καὶ θυσίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη.

Ὅσον ἀφορᾶ τώρα γιὰ τὴν καραμέλα τῆς ἀμύθητης τάχα Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἡ ὁποία «κατὰ τὴν ἐκτίμηση τῶν πολεμίων της, ἀρκεῖ γιὰ νὰ φᾶνε ἀληθινὰ ὅσοι πεινᾶνε», ὅπως λέγει, ἄς ὑποβληθεῖ στὸν κόπο νὰ μελετήσει: Πῶς ἀποκτήθηκε, πόσες φορὲς ὡς τώρα ἡ λαίμαργη ἁρπακτικὴ πολιτικὴ ἐξουσία, βιαίως, τὴν ἔχει λεηλατήσει χωρὶς ἀνταλλάγματα, δῆθεν γιὰ διανομὴ σὲ πτωχοὺς καὶ ἀποκατάσταση ἀκτημόνων.
Ἄς φροντίσει νὰ μάθει ποὺ καὶ πῶς διατέθηκε, μὲ ποῖα κριτήρια, ποῖοι χόρτασαν ἀπʼ τὴ διαρπαγή της, καὶ ποία εἶναι σήμερα ἡ τύχη τῶν διαρπαγέντων μὲ ἀναγκαστικοὺς νόμους καὶ διατάγματα. Παράλληλα ἄς φροντίσει νὰ μάθει τί ἔχει σήμερα ἀπομείνει ὡς δυνατότητα ἐπωφελοῦς ἀξιοποίησης ἀπʼ τὴν περίφημη Ἐκκλησιαστικὴ περιουσία.
Ποῖα προσκόμματα καὶ γραφειοκρατικὰ ἐμπόδια, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν λαϊκισμό, παρεμβάλει ἡ πολιτεία, προσχηματικὰ καὶ ὑποκριτικά, ἀρνούμενη τὴν χορήγηση τῶν ἀναγκαίων ἀδειῶν ἀξιοποίησης, ὅσων μποροῦν νὰ ἀποφέρουν κάποιο οἰκονομικὸ ὄφελος, ποὺ τελικῶς ἂν προκύψει θὰ ἐπιστραφεῖ στὸ λαὸ, ποὺ ἔχει ἀνάγκες.
Μὲ σύστημα καὶ συνέπεια καλλιεργεῖται σήμερα ἕνα ἀντιεκκλησιαστικὸ κλίμα προκειμένου νὰ ἀποδυναμώσει πιθανὲς ἀντιδράσεις καὶ νὰ διευκολύνει ἔτσι μιὰ νέα καὶ τελευταία διαρπαγή, ὥστε νὰ ἀπογυμνωθεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες οἰκονομικὲς δυνατότητες ἄσκησης φιλανθρωπικῆς δράσης καὶ κοινωνικῆς προσφορᾶς.
Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πρόεδρος τῆς Ρωσίας Μεντβένεφ ὑπογράφει ἀπόφαση –νόμο, μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιστρέφεται στὶς Ἐκκλησίες καὶ θρησκευτικὲς ὀργανώσεις ἡ περιουσία ποὺ εἶχε διαρπαγεῖ ἀπʼ τὸ ἀθεϊστικὸ καθεστώς, ἐμεῖς ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα ἐπιχειροῦμε νέα ἁρπαγὴ τῆς ὅποιας Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἔχει ἀπομείνει.
Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι κομπλεξικὸ σύνδρομο, τότε πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ;
Κιʼ ἀκολουθεῖ στὸ δημοσίευμα μιὰ ἄλλη πρόταση–μεγάλη ἰδέα ποὺ φανερώνει πλήρη ἄγνοια τοῦ τί εἶναι καὶ τί μπορεῖ νὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν λειτουργῶν της, ἀλλὰ καὶ ἀποδεικνύει τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν ἐπιπολαιότητα, μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετωπίζονται βασικὰ καὶ καίρια θέματα τῆς ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς συνοχῆς.

Ἡ διατύπωσή της ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἂν ἡ Ἐκκλησία πιὰ δὲν ἔχει πλοῦτο–ὅπως εἶχε σίγουρα κάποτε–… ἔχω μιὰ πρόταση γιὰ μιὰ θυσία ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει.
Νὰ ἀπαλλάξει τὸ ἀσθενὲς κράτος ἀπὸ τὸ βάρος τῶν μισθῶν καὶ τῶν συντάξεων τῶν ἱερέων».

Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται ὁλοκάθαρα ὁ κύριος στόχος τοῦ δημοσιεύματος. Φτάνει στὸ σημεῖο νὰ ζητᾶ καὶ Συνταγματικὴ ἀναθεώρηση προκειμένου νὰ φύγουν τὰ νομικὰ ἐμπόδια, ὥστε νὰ διακοπεῖ ἡ μισθοδοσία τῶν ἱερέων, γιὰ νὰ ἀποφύγει, τάχα, τὸν κίνδυνο πτώχευσης ἡ χώρα, στὸν ὁποῖο τὴν ὁδήγησε ἡ ἀφροσύνη τῶν διαχειριστῶν τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς διαρπαγὲς τῆς Ἐκ κλησιαστικῆς περιουσίας.
Τὶς κρίσεις γιὰ τὴ σοβαρότητα καὶ τὴν ὑπευθυνότητα τῆς πρότασης τὶς ἀφήνω στὴ διάθεση καὶ τὶς γνώσεις τῶν ἀναγνωστῶν.

Ο ρηξικέλευθος ἀρθρογράφος ἐνοχλεῖται ἀκόμη καὶ ἀπʼ τὸ «κόστος ἐξωραϊσμοῦ τῶν Ναῶν», ἀγνοώντας ὅτι οὐδέποτε ὁ κρατικὸς προϋπολογισμὸς προέβλεψε δαπάνες καὶ πιστώσεις, γιὰ ἀνέγερση ἢ ἐπισκευὴ ἱερῶν ναῶν τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πλὴν μερικῶν περιπτώσεων διασώσεως πολιτιστικῶν μνημείων ἀπʼ τὸ Ὑπουργεῖο πολιτισμοῦ.
Ἐνῶ ἀντιθέτως σήμερα παρὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση καὶ δυσπραγία ἡ Ἑλληνικὴ πολιτεία ἔχει παραχωρήσει οἰκόπεδο φιλέτο καὶ ἔχει ἐγγράψει πίστωση ἑκατομμυρίων εὐρὼ (80.000.000); γιὰ ἀνέγερση μουσουλμανικοῦ τεμένους στὴν καρδιὰ τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ἀθήνα.
Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ἀξιότιμος δημοσιογράφος δὲν γνωρίζει ὅτι τὰ ἔξοδα ἀνέγερσης, συντήρησης, λειτουργίας καὶ ἐξωραϊσμοῦ (εὐπρέπεια στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα) τῶν ἱερῶν Ναῶν τῆς Ὀρθοδοξίας καλύπτονται ἀπʼ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν μελῶν της.
Ἄγνοια αὐτῆς τῆς πραγματικότητας ἴσως ὀφείλεται καὶ στὴ ἀπουσία τῆς Ἐκκλησίας ἀπʼ τὴ ζωὴ ὅσων ἔχουν τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὅτι τὸ κράτος ἐπιχορηγεῖ ἢ χρηματοδοτεῖ τὴ συντήρηση καὶ λειτουργία τῶν ναῶν, τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία τοὺς ἔχει ἐπιβληθεῖ καὶ σημαντικὴ φορολογικὴ ἐπιβάρυνση, στὰ πάσης φύσεως ἔσοδά τους.

Ἴσως δὲ ὁ «ὀβολὸς» τῶν ἐπικριτῶν νὰ μὴ ἔχει πέσει ποτὲ στὸ παγκάρι τῶν ταπεινῶν οἴκων λατρείας τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι δὲ ἐπικίνδυνη ἀφέλεια νὰ ζητάει κανεὶς ἐξηγήσεις καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλει ὅρους λειτουργίας καὶ διοίκησης σὲ θεσμοὺς ποὺ δὲν συμβάλει προσωπικὰ στὴν ὕπαρξη καὶ δραστηριοποίησή τους.
Ἕνας «γιγαντιαῖος θεσμός», ὅπως ἀποκαλεῖ ὁ ἴδιος τὴν Ἐκκλησία, ποὺ «ἔχει λόγο στὴ χώρα μας», στὶς κρίσιμες στιγμὲς ποὺ περνάει ὁ τόπος, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται μὲ δέος, σεβασμὸ τῆς ἱστορικῆς παρουσίας καὶ προσφορᾶς του καὶ ὄχι μὲ βιαστικὲς, ἐπιπόλαιες κρίσεις καὶ προτάσεις, ποὺ «κνήθουν τὴν ἀκοὴν» τῶν λαϊκιστῶν καὶ ἐξάπτουν τὴ φαντασία καὶ τὶς διαθέσεις τῶν ποικιλώνυμων ἁρπακτικῶν.

Τὴν ὥρα ποὺ οἱ Πανέλληνες ἀγωνιοῦν γιὰ τὸ «τί τέξεται ἡ ἐπιούσα» καὶ χρειάζονται, πρωτίστως, πνευματικὴ στήριξη καὶ ἐνίσχυση, γιὰ νὰ σταθοῦν ὄρθιοι στὴ σαρωτικὴ λαίλαπα ποὺ τοὺς ἀπειλεῖ, εἶναι ἀνεύθυνο καὶ ἐπικίνδυνο νὰ ἀποδυναμώνεται ὁ συνεκτικὸς ρόλος τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν Ἑλληνικὴ κοινωνία.
Ἄς γίνει κάποτε κατανοητὸ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς θεσμός, δὲν εἶναι μιὰ ἀκόμη κοινωνικὴ ὑπηρεσία διανομῆς ὑλικῶν ἀγαθῶν. Δὲν ἔχει ἄλλωστε τὰ μέσα, τὴ δυνατότητα καὶ τὶς προϋποθέσεις ὑλικοῦ χορτασμοῦ τοῦ πλήθους τῶν ἐνδεῶν.
Η Έκκλησία εἶναι πνευματικὸ θεανθρώπινο καθίδρυμα ποὺ ἱκανοποιεῖ, κυρίως, τὴν πνευματικὴ πείνα καὶ δίψα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀντιλαμβάνεται ὅτι «οὐκ ἐπʼ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Ὅταν δὲ οἱ συνθῆκες καὶ τὰ ὑλικὰ δεδομένα τὸ ἐπιτρέπουν συμβάλλει στὴ θεραπεία τῶν βιολογικῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων.

Ορθόδοξος τύπος 7/1/11

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου