Προλεγόμενα
Εν ταυτώ και Ερμηνεία
Εις την Ακροστιχίδα του Κανόνος της Πεντηκοστής[1]
Ακροστιχίς
Ερμηνεία.
Η Ακροστιχίς
αυτή δεν είναι στίχος δωδεκασύλλαβος Ιαμβικός, ούτε έμμετρος, καθώς ήτον αι
άλλαι ακροστιχίδες των λοιπών Κανόνων του Ιερού Κοσμά, αλλά είναι εννεασύλλαβος
μόνο και άμετρος και κολοβός. Διά ποίαν
δε αιτίαν τούτο εποίησεν ο Μελωδός;
Αποκρίνομαι ότι την αληθινήν τούτου αιτίαν αυτός μόνος ηξεύρει ο
Ασματογράφος, και το Πνεύμα το εν αυτώ. ημείς δε στοχαστικώς λέγομεν
ότι ίσως τούτο εποίησεν από τον υπερβολικόν έρωτα όπου είχεν εις τα λόγια
Γρηγορίου του Θεολόγου. υπό τούτου γαρ καταφλεγόμενος, δεν ήθελε να
παραλλάξη τους εκείνου λόγους, αλλ’ αυτούς εκείνους γυμνούς και ξηρούς και με
αυτάς τας λέξεις ηγάπα να προφέρη, όχι μόνον εις τα άλλα του συγγράμματα, αλλά
και εις αυτάς ακόμη τας Ακροστιχίδας.
Και τούτο δείκνυται από την παρούσαν Ακροστιχίδα, ήτις
είναι αυτολεξεί ερανισμένη από τον εις την Πεντηκοστήν λόγον του Θεολόγου, όπου
το δεύτερον Προοίμιον του ούτω προφέρει. «Πεντηκοστήν εορτάζομεν,
και Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν,
και το Μυστήριον όσον; (ερωτηματικώς γαρ πρέπει να αναγινώσκεται) Ως μέγα τε
και σεβάσμιον» (αποκριτικόν γαρ τούτο εστιν). Είπον δε δεύτερον Προοίμιον.
διότι εσυνείθιζον οι παλαιοί ρήτορες να μεταχειρίζωνται και δύο Προοίμια,
ως και ο Θεολόγος εν τω ανωτέρω της Πεντηκοστής λόγω δύο Προοίμια
εμεταχειρίσθη, ως τινες λέγουσιν, ων το μεν πρώτον ούτως άρχεται, «Περί της
εορτής βραχέα φιλοσοφήσωμεν» . το δε δεύτερον, «Πεντηκοσστήν
εορτάζομεν». Τούτο λοιπόν νομίζω να
είναι αφορμή, δια την οποίαν η Ακροστιχίς του παρόντος κανόνος έμεινεν
εννεασύλλαβος και κολοβή. διότι ο Ιερός Κοσμάς φιλογρηγόριος ων
είπερ τις άλλος, ηθέλησε την αρχήν του λόγου εκείνου να γράψη εν τη
Ακροστιχίδι, χωρίς να προσθέση τίποτε. όθεν κατά την κολοβήν
Ακροστιχίδα κολοβά έγιναν και ελλιπέστα εν πολλαίς Ωδαίς τα Τροπάρια του
Κανόνος. ώστε δια να φθάσουν εις τον συνήθη αριθμόν των οκτώ στίχων
χρειάζονται να τριπλασιασθούν και να τετραπλασιασθούν. εάν δε εν
μόνον Τροπάριον εστίν εν τη Ωδή, ως εν τη τρίτη και τη Πέμπτη και τη έκτη,
χρειάζεται αυτό εξάκις να πολλαπλασιαθή ου χωρίς σχεδόν αηδίας και βάρους και
των ψαλλόντων και των κανοναρχούντων και των ακουόντων.
Καθώς λοιπόν ο Ιερός Κοσμάς τόσον πολλά ηγάπα τα του
Θεολογου θελκτικά και σειρήνια λόγια, ώστε, δια να μεταχειρισθή ταυτα αυτολεξεί
εις την Ακροστιχίδα, έπεσεν υπό μέμψιν παρά τοις πολλοίς ως άμετρος και
ελλιπής, ούτω και εγώ, όστις μέλλων να ερμηνεύσω τον εις το Πνεύμα Κανόνα αυτού,
ζητώ την βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος. πλην όχι με άλλου τινός
λόγια, αλλά με εκείνα του Θεολόγου, και δη βοώ μετ’ αυτού. «Τα μεν ουν σωματικά του Χριστού πέρας
έχει… τα δε του Πνεύματος βουλομένω λέγειν παρέστω μοι το Πνεύμα, και διδότω
λόγον, όσον και βούλομαι. ει δε μη τοσούτον, όσος γε τω καιρώ
σύμμετρος» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Διότι αν ο τόσον μέγας Κοσμάς δεν εντρέπεται να ιεροσυλή αυτολεξεί τα
του θείου Γρηγορίου ρήματα, (τι λέγω δεν εντρέπεται; και σεμνύνεται ακόμη και
εγκαλλωπίζεται εις την τοιαύτην ιεροσυλίαν) διατί εγώ να εντρέπωμαι αυτήν; εγώ ο μηδέν ων; εγώ ο κεγχριαίος κατά το
μέγεθος προς τοσούτον απειρομεγέθη άνδρα παραβαλλόμενος; μάλλον μεν ουν εγώ πρέπει να καλλωπίζωμαι
περισσότερον εις την τοιαύτην ιεράν και επαινετήν κλεψίαν.
Με όλον τούτο το πράγμα τούτο δεν είναι κλεψία η
ιεροσυλία, αλλά είναι δάνειον. μάλλον δε ουδέ δάνειον, αλλά δωρεά
και χάρις. εκκεχυμένος γαρ είναι εις όλον το πλήρωμα των Χριστωνύμων
ο της του Θεολόγου σοφίας Ωκεανός, όστις προσκαλεί τους θέλοντας να εξαντλήσουν
από αυτόν δωρεάν, και να χορτάσουν από τα ρείθρα του όσον και αν δύνωνται.
ου λέγω δε όσον και αν θέλωσιν.
αν γαρ εις την θέλησιν του ανθρώπου ηκολουθεί και η δύναμις, ίσως
εγώ πρώτος ήθελα ανοίξη πλατέως το στόμα μου, και απορροφήση όλον τον του
Θεολόγου Ωκεανόν. επειδή δε επιθυμώ και θέλω, η δύναμις μου όμως δεν
είναι σύμμετρος με την θέλησίν μου, δια τούτο ανοίγω το στενόν στόμα της
διανοίας μου, και απορροφώ ολίγας τινάς ρανίδας εκ των εκείνου λόγων προς
ερμηνείαν του παρόντος Κανόνος[2].
Ερμηνεία εις τον κανόνα
ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Ποίημα όντα του
Αγίου Κοσμά
Ώδή α’. Ήχος
Βαρύς. Ο Ειρμός.
Πόντω εκάλυψε
Φαραώ συν άρμασιν, ο συντρίβων πολέμους εν υψηλώ βραχίονι. άσωμεν
αυτώ, ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Σημειούμεν εδώ, ότι ο Ιεράρχης Κοσμάς ο κόσμος των Ιερών
Μελωδών δεν προσαρμόζει τους Ειρμούς του παρόντος Κανόνος εις την υπόθεσιν της
εορτής, καθώς προσήρμοζε τους περισσοτέρους δε μελουργεί, ψιλά περιέχοντας των
Ωδών τα λόγια, καθώς και τον παρόντα. ούτος γαρ ο Ειρμός αναφέρει
μόνην την εν τη Ερυθρά θαλάσση γενομένην θαυματουργίαν, και αυτά εκείνα τα της
πρώτης Ωδής του Μωϋσέως μεταχειρίζεται λόγια. και βλέπε, αγαπητέ,
ότι ο λόγος μου είναι αληθινός. ευρίσκεται εν τη πρώτη Ωδή «Πόντω
εκάλυψεν αυτούς»; τούτο ευρίσκεται και εδώ. ευρίσκεται εκεί «Κύριος
συντρίβων πολέμους»; τούτο ευρίσκεται και εδώ. γράφεται εκεί
«Μεγέθει βραχίονός Σου»; τούτο γράφεται και εδώ, με κάποιαν όμως παραλλαγήν.
αντί γάρ του «Μεγέθει βραχίονος», γράφεται εδώ «Εν υψηλώ βραχίονι» .
όπερ ο Ησαΐας καθαρώτερα λέγει. «Κύριε, υψηλός Σου ο Βραχίων»
(Ησ. κστ’ 11) . γράφεται εκεί «Τω Κυρίω άσωμεν. ενδόξως
γαρ δεδόξασται»; τούτο γράφεται και εδώ.
Ταύτα λοιπόν πάντα συμμαζώξας εδώ ο Ιερός Μελωδός, ούτω
λέγει. Ο Κύριος των απάντων, ο οποίος συντρίβει τους πολέμους με τον
υψηλόν και ανίκητόν του βραχίονα, εσκέπασε με την Ερυθράν θάλασσαν τον βασιλέα
Φαραώ, και τας αμάξας αυτού. Πολέμους δε
εδώ πρέπει να νοήσωμεν τους πολεμίους και εχθρούς, από το πάθος τους πάσχοντας
κατά τρόπον συνεκδοχής. τούτους γαρ συντρίβει ο Κύριος, ένα μεν,
διότι οι πόλεμοι δεν γίνονται κατά προηγούμενον θέλημα του Κυρίου, αλλά κατά το
επόμενον: ήτοι κατά παραχώρησιν, ως δογματίζουσιν οι Ιεροί Θεολογοι. άλλο
δε, διότι ο Κύριος λέγεται ειρηνάρχης και ειρηνοδότης και της ειρήνης αρχηγός
και πρωταίτιος, ως ταύτην αγαπών και θέλων κατά το προηγούμενον αυτού θέλημα.
αν δε την ειρήνην αγαπά και θέλη ο Θεος, βέβαια εξ ανάγκης ακολουθεί ότι
τους πολεμίους συντρίβει και αφανίζει, ως μη τούτους αγαπών και θέλων κατά το
προηγούμενον αυτού θέλημα. η γαρ των εναντίων εισαγωγή των εναντίων
είναι συντριβή. επειδή, κατά το κοινόν απόφθεγμα των φιλοσόφων, των
εναντίων η αυτή είναι επιστήμη. ει δε λέγει ο Κύριος «Ουκ ήλθον
βαλείν ειρήνη επί της γης, αλλά μάχαιραν», (ήτοι πόλεμον) (Ματθ. ι’ 34) τούτο
υψηλότερον νοείται περί της Πίστεως, και ου κατά το πρόχειρον νόημα του πολέμου.
και όρα την ερμηνείαν εις τούτο του θείου Χρυσοστόμου και του Ιερού
Θεοφυλάκτου.
Διατί δε λέγεται υψηλός ο του Κυρίου βραχίων; Δια να
φανερωθή η συντριβή των τοιούτων πολέμων. εκείνοι γαρ όπου θέλουν να
κτυπήσουν βαρύτερα, συνειθίζουν να σηκώνουν το χέρι των υψηλότερα. Επειδή λοιπόν και ο Θεός κατοικεί εις τα
υψηλά, ως λέγει ο Δαβίδ, «Ο εν υψηλοίς κατοικών» (Ψαλ. ριβ’ 5), δια τούτο
ακολούθως και ο βραχίων αυτού είναι υψηλός. και επειδή είναι υψηλός,
δια τούτο και πληγώνει και χειρότερα συντρίβει τους πληττομένους, όχι μόνον με
το γενναίον και ανίκητον του βραχίονός του, αλλά και με το υψηλόν σηκωμα του
αυτού βραχίονος του. ο Θεός γαρ, κατά την συμβολικήν Θεολογίαν[3], ια
με την φυσικήν του φιλανθρωπίαν κατεβάζει τον βραχίονά του μη θέλων να κολάση
τους αμαρτωλούς, και βάλλων το χέρι του υποκάτω εις το μάγουλόν του, καθώς
κάμνουσιν εκείνοι όπου κοιμώνται, υπνώττει. όταν δε ιδή ότι αυξάνει
η αμαρτία, και οι αμαρτάνοντες δεν αισθάνονται το βάρος της αμαρτίας, τότε
εκείνος με βίαν μεν παρά φύσιν εξυπνά και υψώνει το χέρι του και συντρίβει τους
αμαρτωλούς.
Δια τούτο ο Δαβίδ, βλέπων τους μεν κακούς και αμαρτωλούς
να τυραννούν τους ταπεινούς και δικαίους, τον δε Θεόν να μη τιμωρή τους κακούς
μήτε να τους εκδική, αποτολμά να μέμφεται αυτόν ως κοιμώμενον, και να φωνάζη
ποτέ μεν «Εξεγέρθητι. ίνα τι υπνοίς, Κύριε; ανάστηθι και μη απώση
εις τέλος» (Ψαλμ. μγ’ 24), ποτέ δε «Ανάσταθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ
Σου, μη επιλάθου των πενήτων σου» (Ψαλ. θ’ 35), διότι αν υψωθή η χειρ Σου κατά
των αμαρτωλών και δυναστευόντων, δεν θέλει λησμονηθή ο πτωχός και δίκαιος έως
τέλους, αλλά θέλει ευφρανθή, όταν ιδή εκδίκησιν, κατά το «Ευφρανθήσεται
δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν» (Ψαλ. νζ’ 11).
Τούτο το νόμηαμ της υψώσεως της χειρός του Θεού θέλων να φανερώση και ο
Ησαΐας, αφ’ ου ανωτέρω είπεν ότι ο Θεός εποίησε τα και τα, τιμωρών τους
αμαρτωλούς, ακολούθως λέγει. «Επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός
(του Θεού), αλλ’ έτι η χειρ (αυτού) υψηλή» (Ησ. θ’ 12) . ήτοι ακόμη
έχει να τους τιμωρήση.
Τροπάριον.
Έργω,
ως πάλαι τοις Μαθηταίας επηγγείλω, το Παράκλητον Πνεύμα εξαποστείλας Χριστέ,
έλαμψας τω κόσμω φως, φιλάνθρωπε.
Ερμηνεία.
Οι μεν άλλοι άνθρωποι, λέγει, οι οποίοι υπόσχονται, δεν
τελειώνουν τας υποσχέσεις των. διότι ή μετανοούν ότι υπεσχέθησαν, ή
δύναμιν δεν έχουν εις το να πληρώσουν την υπόσχεσίν των. και ούτω τα
υποσχεθέντα παρ’ αυτών μένουσιν άκυρα. Συ δε, Θεάνθρωπε Ιησού
Χριστέ, η αληθινή των επαγγελιών επαγγελία, και η υπόσχεσις των υποσχέσεων,
υπεσχέθης εις τους αγίους Σου Μαθητάς προ της αναστάσεώς Σου να στείλης εις
αυτούς το Παράκλητον Πνεύμα. εν οις έλεγες. «Συμφέρει
ημίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται
προς υμάς» . (Ιω. ιστ’ ζ), και πάλιν. «Και εγώ ερωτήσω
τον πατέρα, και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα»
(Ιω. ιδ’ 16) . και πάλιν. «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον
εγώ πέμψω ημίν παρά του Πατρός» (Ιω. ιε’ 26) . και πάλιν. «Και
ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς» (Λουκ. κδ’ 49), ήτοι
το Πνεύμα το Άγιο[4]. Καθώς λοιπόν με τον λόγον υπεσχέθης, Κύριε,
να στείλης το Πνεύμα Σου το Άγιον. ούτω σήμερον με το έργον
ετελείωσας την υπόσχεσίν σου και πέμψας το Παράκλητον Πνεύμα, δι’ αυτού έλαμψας
εις τον Κόσμον το φως της θεογνωσίας και πίστεως της Αγίας Τριάδος. ώστε
οι το φως τούτο δεξάμενοι του γίου Πνεύματος ψάλλουσι με χαράν και ηδονήν της
καρδίας εκείνο το χαρμόσυνον Τροπάριον «Είδομεν το φως το αληθινόν. ελάβομεν
Πνεύμα επουράνιον. εύρομεν
πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. αύτη γαρ ημάς
έσωσεν».
Εκπλήρωσας λοιπόν σήμερον την υπόσχεσίν Σου, φιλάνθρωπε.
διότι ούτε από αδυναμίαν έμελλες να μη τελειώσης αυτήν, παντοδύναμος γαρ
είσαι. ούτε από μετάνοιαν, διότι η μετάνοια είναι μία δευτέρα βουλή,
όπου κατηγορεί την πρώτην βουλήν. τούτε δε να γένη επί του Θεού
είναι αδύνατον. καθότι ο Θεός καθώς είναι κατά την ουσίαν
αναλλοίωτος, ούτως είναι και κατά την γνώσιν και τας βουλάς του, ως ψάλλει ο
Δαβίδ. «Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών,
και αθετεί βουλάς αρχόντων. η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα
μένει» (Ψαλ. λβ’ 10-11). Ει δε ακούομεν
των θείων Γραφών να λέγουν ότι ο Κύριος μεταμελείται και μετανοεί, ούτω γαρ
γράφεται δια τον Σαούλ. «Και Κύριος μετεμελήθη, ότι εβασίλευσε τον
Σαούλ επί Ισραήλ» (α’ Βασ. ιε’ 35), και δια του Ωσηέ λέγει Κύριος. «Τι
σε διαθώμαι Εφραίμ; υπερασπιώ, Ισραήλ; τι σε διαθώ; ως Αδαμά θήσομαί σε και ως
Σεβνείμ; μετεστράφη η καρδία μου εν τω αυτώ. συνεταράχθη η
μεταμέλειά μου, ου μη ποιήσω κατά την οργήν του θυμού μου,… ότι Θεός εγώ ειμι
και ουκ άνθρωπος» (Ωσ. ια’ 8-9) αν, λέγω, αι Γραφαί αναφέρουν ότι μετανοεί ο
Θεός, ήξευρε ότι τούτο λέγουν, όπου ο Θεός φοβερίζει και οργίζεται δια να
κακοποιήση τινάς. τότε γαρ μετανοεί: ήτοι μεταβάλλεται ο Θεός,
νικώμενος από την αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα, ήτις δεν αφίνει αυτόν να
φέρη εις έργον τους προτέρους φοβερισμούς όπου έκαμεν. όπου δεν
υπόσχεται ο Θεός να δώση αγαθά, πως είναι δυνατόν να μετανοήση και να μη φέρη
εις τέλος την υπόσχεσίν του, έχων μάλιστα κινούσαν αυτός εις τούτο την φυσικήν
αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα;
Τροπάριον.
Νόμω το πάλαι προκηρυχθέν και Προφήταις, επληρώθη.
του Θείου Πνεύματος σήμερον, πάσι γαρ πιστοίς χάρις
εκκέχυται.
Ερμηνεία.
Σήμερον, λέγει, ετελειώθη δια της εκβάσεως και των έργων
εκείνο όπου εκηρύχθη από τον Νόμον του Μωϋσέως και από τους Προφήτας, δηλαδή το
περί της εκχύσεως και μεταδόσεως της χάριτος και δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.
επειδή κατά τα προκηρύγματα τούτων και τας προρρήσεις εξεχύθη σήμερον εις
όλους τους πιστούς η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Άξια δε σημειώσεως είναι εκείνα
όπου γράφει ο Θεοφόρος Μάξιμος, ότι ούτε η χάρις του Πνεύματος δίδεται χωρίς να
έχη δεκτικήν επιτηδειότητα ο μέλων ταύτην λαμβάνειν άνθρωπος, ούτε ο άνθρωπος
δύναται να λάβη κανένα χάρισμα του Πνεύματος με φυσικήν μόνον δύναμιν χωρίς την
υπερφυσικήν δύναμιν του Θεού. ούτω γαρ φησίν. «Ούτε η
χάρις του Παναγίου Πνεύματος ενεργεί σοφίαν εν τοις αγίοις χωρίς την ταύτην
δεχομένου νοός, ούτε γνώσιν, χωρίς της δεκτικής του λόγου δυνάμεως, ούτε
πίστιν, άνευ της κατά νουν και λόγον των μελλόντων και πάσι τέως αδήλων
πληροφορίας, ούτε ιαμάτων χαρίσματα, δίχα της κατά φύσιν φιλανθρωπίας, ούτε τι
έτερον των λοιπών χαρισμάτων, χωρίς της εκάστου δεκτική εξεώς τε και δυνάμεως,
ούτε μην πάλιν εν των απηριθμημένων άνθρωπος κτήσεται κατά δύναμιν φυσικήν,
δίχα της χορηγούσης τάυτα θείας δυνάμεως. και δηλούσι τούτο πάντες
οι άγιοι, μετά τας αποκαλύψεις των θείων ζητούντες των αποκαλυφθέντων τους
λόγους» (Κεφάλαιον ιγ’ της στ’ εκατοντάδος των Θεολογικών). Ώστε, όποιος θέλει να λάβη πλουσιωτέραν την
χάριν του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να κάμνη τον εαυτόν του δεκτικώτερον δια της
εργασίας των εντολών, και της καθάρσεως των ποθών. η γαρ χάρις του
Πνεύματος, ει και χάρις, όμως χύνεται εις τους πιστούς κατά την αναλογίαν της
αυτών καθαρότητος και πίστεως. όθεν λέγει πάλιν ο αυτός θείος
Μάξιμος. «Ο θείος Απόστολος τας διαφόρους ενεργείας του ενός Αγίου
Πνεύματος χαρίσματα λέγει διάφορα, υφ’ ενός δηλονότι και του αυτού ενεργούμενα
Πνεύματος. και τοίνυν κατά το μέτρον της εν εκάστω πίστεως δίδονται
η φανέρωσις του Πνεύματος εν τη μετοχή του τοιούδε χαρίσματος, έκαστος των
πιστών δηλονότι κατά την αναλογίαν της πίστεως και της υποκειμένης αυτώ κατά
ψυχήν διαθέσεως συμμεμετρηημένην δέχεται του Πνεύματος την ενέργειαν»
(Κεφάλαιον ψστ’ της Γ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).
Που δε φαίνεται εν τω Νόμω η μετάδοσις του Αγίου
Πνεύματος; Εν τω Βιβλίω της Γενέσεως.
«Πνεύμα, φησίν, επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α’ 2) . όπερ
ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος λέγει. «Μηδέν άλλο Πνεύμα Θεού, ή το
Άγιον, το της Θείας και Μακαρίας Τριάδος συμπληρωματικόν ονομάζεσθαι» (Ομιλία
β’) . και πάλιν. «Τό, Επεφέρετο (το Πνεύμα το Άγιον)
εξηγείται αντί του ενέθαλπε και εζωογόνει την των υδάτων φύσιν, κατά την εικόνα
της επωαζούσης όρνιθος, και ζωτικήν τινα δύναμιν ενιείσης τοις υποθαλπομένοις»
(Ομιλία β’ εις την Εξαήμερον) . ομοίως και περί του Ιωσήφ γράφεται.
«Μη ευρήσομεν τοιούτον, (οιός έστιν ο Ιωσήφ) ος έχει Πνεύμα Θεού εν
αυτώ;» (Γεν. μα’ 38), εν τη Εξόδω δε πάλιν είπεν ο Θεός προς Μωϋσήν. «Και
συ λάλησον πάσι τοις σοφοίς τη διανοία, ους ενέπλησα πνεύματος σοφίας και
αισθήσεως» (Εξ. κη’ 3), και περί του Βεσελεήλ γέγραπται. «Και
ενέπλησα αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης» (Εξ. λα’ 3)
. και προς τον Μωϋσήν είπεν ο Θεός. «Και καταβήσομαι και
λαλήσω εκεί μετά σου. και αφελώ από του πνεύματος του επί σοι και
επιθήσω επ’ αυτούς» (τους εβδομήκοντα δηλ. άνδρας τους πρεσβυτέρους) (Αριθ. ια’
17) . και ο Μωυσής είπε. «Τις δώη πάντα τον λαόν Κυρίου
Προφήτας, όταν δω Κύριος το Πνεύμα αυτού επ’ αυτούς;» (αυτόθι 29).
Με τα λόγια λοιπόν ταύτα επροκηρύχθη από τον Νόμον η
μετάδοσις του Αγίου Πνεύματος. επροκηρύχθη δε αύτη και από διαφόρους
Προφήτας. από τον Ιωήλ. «Εκχεώ από του Πνεύματος μου επί
πάσαν σάρκα» (την πιστεύσασαν δηλαδή, κατά την ερμηνείαν Γρηγορίου του
Θεολόγου) (Ιω. γ’ 2). από τον Μιχαίαν. «Ουκ έσται ο επακούων
αυτών, εάν μη εγώ εμπλήσω ισχύν εκ Πνεύματος Αγίου» (Μιχ. γ’ 7-8) . από
τον Ησαΐαν. «Δια τον φόβον Σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και
ωδινήσαμεν, και ετέκομεν Πνεύμα σωτηρίας Σου, ο εποιήσαμεν επί της γης» (Ησ.
κστ’ 18) . από τον Δαβίδ. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν
εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 12)
. και πάλιν. «Το Πνεύμα Σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού»
(αυτόθι 12) . από τον Ιώβ.
«Πνεύμα θείον το περιόν μοι εν ρινί» (Ιώβ κζ’ 3) . και πάλιν.
«Πνεύμα Θείον το ποιήσάν με, πνοή δε Παντοκράτορος η διδάσκουσά με» (Ιώβ.
λγ’ 4) . και από τον Ιεζεκιήλ. «Και δώσω υμίν καρδίαν
καινήν, και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν, και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ
της σαρκός υμών, και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην, και το Πνεύμα μου δώσω εν
υμίν» (Ιεζ. λστ’ 26). Ούτως εκπροκηρύχθη
υπό του Νόμου και των Προφητών η μετάδοσις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την
οποίαν εορτάζομεν σήμερον[5].
Ωδή γ’. Ο
Ειρμός.
Την εξ ύψους δύναμίν τοις Μαθηταίς, Χριστέ, έως αν
ενδύσησθε έφης, καθίσατε εν Ιερουσαλήμ. εγώ δε ως εμέ Παράκλητον
άλλον, Πνεύμα το εμόν τε και Πατρός αποστελώ, εν ω στερεωθήσεσθε.
Ερμηνεία.
Ο Ειρμός αυτός ερανίσθη τόσον από το ρητόν του
Ευαγγελιστού Λουκά το λέγον «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός
μου εφ’ υμάς. υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου
ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ’ 49). όσον και από το ρητόν
του Ιωάννου λέγοντος «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα, και άλλον παράκλητον δώσω
υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. ιδ’ 16). Ταύτα λοιπόν τα δύο ρητά αυτολεξεί λελουργεί
ο Ιεράρχης Κοσμάς εις τον παρόντα ειρμόν. διό λέγει. Ω
Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, Συ προείπας εις τους Μαθητάς Σου ταύτα. Σεις,
ω Μαθηταί μου, καθίσατε εις την Ιερουσαλήμ έως όπου να ενδυθήτε δύναμιν εξ
ύψους. Δενείπεν έως ου να δεχθήτε ή να
λάβετε, αλλά να ενδυθήτε, φανερώνων με την λέξιν ταύτην το από κάθε μέρος του
σώματος φυλακτικόν της του Πνεύματος πανοπλίας και δυνάμεως. Καθίσατε έως να ενδυθήτε όχι ανθρωπίνην
δύναμιν, αλλά ουράνιον την του Αγίου Πνεύματος. καθώς ερμηνεύει ο
Ιερός Θεοφύλακτος. εγώ δε θέλω αποστείλει εις εσάς άλλον
Παράκλκητον, το Πνεύμα δηλαδή το Άγιον, με το οποίον θέλετε στερεωθή εις την
πίστιν, υπομένοντες κάθε πειρασμόν όπου μέλλετε να δοκιμάσετε δια την
πίστιν. Το δε «Ως εμέ» είναι προσθήκη
του Ποιητού. Διατί δε τούτο επρόσθεσεν;
Άκουσον.
Επειδή μερικοί ακούοντες τον Κύριον να λέγη ότι θέλω σας
στείλει άλλον Παράκλητον, επεχείρουν να χωρίσουν αυτόν τον Παράκλητον κατά την
ουσίαν από τον Μονοεγενή Υιόν του Πατρός. δια τούτο «Άλλον
Παράκλητον» ειπών ο Μελωδός, επρόσθεσε το «Ως εμέ», ίνα δια μεν του «Άλλον»
φανερώση την διαφορετικήν υπόστασιν όπου έχει ο Υιός από το Πνεύμα. δια
δε του «Ως εμέ» φανερώση την ταυτότητα της ουσίας όπου έχει ο Υιός με το Πνεύμα
το Άγιον. Ερανίσθη δε τούτο ο Μελωδός
από τον Θεολόγιον Γρηγόριον, ούτως ερμηνεύοντα το «Άλλος» . «Δια
τούτο μετά Χριστόν μεν (κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον), ίνα Παράκλητος ημίν μη
λείπη. άλλος δε, ίνα συ την ισοτιμίαν ενθυμηθής. το γαρ
άλλος, άλλος οίος εγώ καθίσταται. τούτο δε συνδεσποτείας, αλλ’ ουκ
ατιμίας όνομα. το γαρ άλλος ουκ επί των αλλοτρίων, αλλ’ επί των
ομοουσίων οίδα λεγόμενον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν). Επί δε των ομοφυών (κατά τον Σχολιαστήν
Νικήταν) άλλον και άλλον λέγομεν. οίον, άλλος εστίν ο Πέτρος, και
άλλος εστίν ο Παύλος. επί δε των ετεροφυών, άλλο και άλλο λέγομεν.
οίον, άλλο εστί βους, και άλλο ίππος».
Παράκλητος δε άλλος ερρέθη το Πνεύμα το Άγιον από τον Χριστόν, διότι και
ο Χριστός Παράκλητος ονομάζεται παρά τη πρώτη Επιστολή του Ιωάννου λέγοντος.
«Εάνν τις αμάρτη, Παράκλητον έχομεν προς τον Πατέραα, Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (α’ Ιω. β’ 1). Παράκλητος δε θέλει να ειπή παρηγορητής. Τις δε άλλος του Υιού και του Πνεύματος έσται
παρηγορητικώτερος; Βέβαια ουδείς.
Δια τούτο ο Χρυσορρήμων πανηγυρίζων εις την εορτήν
ταύτην, λέγει. «Εκλήθη το Πνεύμα το Άγιον Παράκλητον. Διατί; Αλλ’ η
δια το παρακαλείν ανθρώπους, τουτέστι παραμυθήσθαι. παρακαλεί δε,
ουχ ως δεύτερον Θεού, αλλ’ ως Θεός. και γαρ Θεού ίδιον το παρακαλείν.
λέγει γαρ ο Απόστολος. «Υπέρ Χριστού πρεσβεύομεν, ως του Θεού
παρακαλούντος δι’ ημών» . Και ο Ησαΐας λέγει προς την Ιερουσαλήμ.
«Παρεκάλεσέ σε ο ονομάσας σε. νόησον τοίνυν». Παρακαλεί ο Πατήρ. παρακαλεί ο
Υιός. «Πνεύμα γαρ, φησί, Κυρίου επ’ εμέ ου ένεκεν έχρισέ με. ευαγγελίσασθαι
πτωχοίς απέσταλκέ με. παρακαλέσαι τους πενθούντας». Όρα και εις την ερμηνείαν της Ακροστιχίδος
του Ιαμβικού Κανόνος της παρούσης εορτής, ίνα μάθης ότι Παράκλητος είναι και ως
τας παρακλήσεις ημών δεχόμενος ως Θεός, τόσον ο Χριστός, όσον και το Πνεύμα το
Άγιον.
Τροπάριον.
Η του Θείου Πνεύματος επιδημήσασα δύναμις, την
μερισθείσαν πάλαι φωνήν, κακώς ομονοησάντων, εις μίαν αρμονίαν θείως συνήψε,
γνώσιν[6]συνετίζουσα πιστούς της
Τριάδος, εν η εστερεώθημεν.
Ερμηνεία.
Καλή μεν είναι η ομόνοια και συμφωνία. αλλ’
όταν γίνεται δια καλόν και συμφέρον πράγμα. όταν δε αυτή γίνεται δια
κακόν και βλαβερόν πράγμα, τότε η τοιαύτη ομόνοια και συμφωνία είναι κακή. Με τοιαύτην κακήν ομόνοιαν και συμφνωίαν
εσυμφώνησαν εκείνο περί των οποίων γράφει ο Σολομών «Υιέ, μη σε πλανήσωσιν
άνδρες ασεβείς λέγοντες. Ελθέ μεθ’ ημών, κοινώνησον αίματος,
κρύψωμεν δε εις γην άνδρα δίκαιον αδίκως, καταπίωμεν δε αυτόν ώσπερ Άδης ζώντα,
κοινόν δε βλαάντιον κτησώμεθα πάντες, και μαρσίππιον εν γενηθήτω ημίν» (Παρ. α’
10). Καλή δε και θεοφιλής είναι η
ομόνοια εκείνων, οίτινες παρά τω Μιχαία λέγουσι. «Δεύτε αναβώμεν εις
τον οίκον Κυρίου, και εις τον οίκον του Θεού Ιακώβ» (Μιχ. δ’ 2), ομοίως και η
των αδελφών παρά τω Δαβίδ (Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’ η το κατοικείν
αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλ. ρλβ’ 1). Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η ομόνοια
κατά την γνώμην και τον σκοπόν των ομονοούντων γίνεται ή δια καλόν ή δια κακόν.
Ούτω χάριν λόγου οι παλαιοί εκείνοι Γίγαντες ωμονόησαν
και εσυμφώνησαν να οικοδομήσουν τον πύργον της Χαλάνης εις τον κάμπον του
Σεναάρ. αλλ’ επειδή η ομόνοιά
των ήτον δια κακόν (δια υπερηφάνειαν γαρ τούτο εποίησαν, και δια να αφήσουν
όνομα εις τον Κόσμον), τούτου χάριν εσύγχυσεν ο Θεός τας γλώσσας των, και ο
ένας του άλλου δεν άκουε την φωνήν. «Και ην πάσα η γη χείλος εν, και
φωνή μία πάσι. και είπαν. δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς
πόλιν και πύργον, ου έσται η κεφαλή έως του Ουρανού. και ποιήσωμεν
εαυτοίς όνομα προ του διασπαρήναι ημάς επί προσώπου πάσης της γης. Και είπε Κύριος. Ιδού γένος εν,
και χείλος εν πάντων. δεύτε, και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την
γλώσσαν, ίνα μη ακούωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον». Ούτω και την σήμερον ομονοούσι και
συμφωνούσιν οι του Σωτήρος Απόστολοι. αλλά η τούτων ομόνοια και δια
το αγαθόν, επειδή αυτοί δεν ακτασκευάζουν πύργον, ως οι Γίγαντες, ίνα δι’ αυτού
καταβιβάσωσι τον Θεόν τιμωρήσοντα αυτους, αλλ’ ίνα ανθρώπους εις Ουρανούς
αναβιβάσωσι. διό και αι γλώσσαι αυτών δεν συγχέονται, αλλά μάλλον
συνετίζονται εις το να γνωρίζουν των Εθνών απάντων τας διαλέκτους.
Ταύτα λοιπόν ηξεύρων ο Ιερός ούτος Μελωδός, ούτω λέγει.
Η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, η οποία εσύγχυσε το παλαιόν τας γλώσσας
των πυργοπιοούντων, αυτή και τώρα ελθούσα εις τους αγίους Αποστόλους, τας
διαιρεθείσας τότε φωνάς ήνωσε θείως: ήτοι θεοπρεπώς και παραδόξως εις μίαν
αρμονίαν. Εκ της αρμονίας δε ταύτης και
ενώσεως τι εκατώρθωσεν; Εσυνέτισεν ημάς
την μίαν γνώσιν της Αγίας Τριάδος. όταν γαρ ημείς βλέπωμεν τας
γλώσσας τότε μεν διαιρουμένας απ’ αλλήλων, νυν δε πάλιν ενουμένας εις μίαν
αρμονίαν, δεν κατανοούμεν εκ του θαύματος τούτου το Μυστήριον της Αγίας
Τριάδος, ήτις και διαιρείται κατά τας υποστάσεις, και πάλιν ενίζεται κατά την
ουσίαν; Ναι βέβαια. Όθεν ο Χρυσορρήμων
Πατήρ, πανηγυρίζων εις την εορτήν είπεν. «Επειδή τότε οι Γίγαντες
εθεομάχουν, και πύγον εβούλοντο κατασκευάσαι, γλώσσας ο Θεός αποστείλας,
εμέρισε την κακήν συμφωνίαν. αποστέλλει δε και νυν ενεργείας
γλωσσών, ίνα συνάψη την διαμερισθείσαν οικουμένην. και ην πράγμα
ξένον. γλώσσαι την οικουμένην έτεμον, γλωσσαι την οικουμένην
συνήψαν».
Ωδή δ’. Ο
Ειρμός.
[1]
Σημειούμεν ενταύθα ότι Πεντηκοστή ονομάζεται η παρούσα εορτή, διότι από της
Κυριακής της Αναστάσεως έως της Κυριακής ταύτης του Αγίου Πνεύματος πεντήκοντα
ημέραι αριθμούνται, και ούτε περισσότεραι, ούτε ολιγώτεραι. Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος λέγει ότι ο επτά
αριθμός ο τιμώμενος παρά τη Γραφή εγέννησε και την τιμήν της Πεντηκοστής. «Ο
γάρ επτά, φυσίν, εφ’ εαυτόν συντιθέμενος, γεννά τον πεντήκοντα μιας δεούσης
ημέρας, ην εκ του μέλλοντος αιώνος ροσειλήφαμεν, ογδόην τε ούσαν την αυτήν και
πρώτην, μάλλον δε μίαν και ακατάλυπτον. δει γαρ εκείσε καταλήξαι τον
ενταύθα σαββατισμόν των ψυχών, ως δοθήναι μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ.
καθώς ήδη τινές των προ ημών το Σολομώντιον εξειλήφασι» (Λόγος εις την
Πεντηκοστήν).
Ποία δε είναι η ογδόη αύτη και πρώτη, μάλλον δε μία και ακατάλυτος; Η αγία Κυριακή, η ογδόη μεν ούσα, ως υπέρ την εβδόμην αριθμουμένη. πρώτη δε, ως αρχή των ημερών. και μία, ως εικών του μέλλοντος αιώνος νυν, τότε δε εσομένη αυτός ο μέλλων αιών ο ανέσπερος και αδιάδοχος. και όρα περί τούτου εν τη ερμηνεία του εσχάτου Τροπαρίου του Κανόνος του Πάσχα τι λέγει περί της Κυριακής ο μέγας Βασίλειος, και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος τι λέγει εν των Τροπαρίων «Αύτη η κλητή» . ίνα μη και εδώ τα αυτά λέγωμεν.
Λέγει τε και ο Σχολιαστής Νικήτας. «Επεί η του μέλλοντος αιώνος ημέρα ουκ έχει μεθ’ αυτήν ετέραν διαδεχομένην αυτήν, ουδέ καταλύεται τη δύσει του Ηλίου, χρη εκείνην μίαν μεν ονομάζειν, ως αδιάδοχον, ακατάλυτον δε, ως ανέσπερον. εικότως δε την μίαν ταύτην την λείπουσαν εκ του μέλλοντος αιώνος προσελάβομεν. αναγκαίον γαρ εις την εκείσε κατάστασιν καταλήξαι την ενταύθα κατάπαυσιν των ψυχών: ήτοι την δια θανάτου από των εγκοσμίων έργων αργίαν. ώσπερ και ο επτά καταλήγει εις τον οκτώ. ώστε κατά τούτον τον λόγον δοθήναι μερίδα φροντίδος τοις επτά, τω βίω τούτω. και ούτω τοις οκτώ τω μέλλοντι, φροντιζόντων ου του παρόντος βίου μόνον, αλλά και του μέλλοντος. ούτω γαρ τινες εξειλήφασι το Σολομώντιον εκείνο, το εν τω Εκκλησιαστή λεγόμενον «Δος μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ» . επτά μεν νοήσαντες τον παρόντα βίον. οκτώ δε τον μέλλοντα.
Τινές δε σαββατισμόν ψυχών ενόησαν το στήναι εν τω μέλλοντι τα κινούμενα πάντα. ο δε μέγας Μάξιμος τοιούτον τε λέγει, ότι του Κυρίου κατά την ογδόην ημέραν (ήτις είναι η Κυριακή. ουδεμία γαρ άλλη ογδόη εστί) φανερουμένου, τουτέστι κατά την παρουσίαν αυτού, και τοις μεν Δικαίοις το ευ είναι παρέχοντος, τοις δε αμαρτωλοίς το φευ είναι απονέμοντος, σαββατίζουσι τότε αι ψυχαί, πάσαν λαβούσαι παύλαν κινήσεως, και κίνησιν παντελώς ουκ έχουσαι μετά την του ζητουμένου φανέρωσιν. του γαρ ζητουμένου φανερωθέντος, κίνησις αργεί πάσα των κινουμένων».
Συ δε μοι όρα ενταύθα, αγαπητέ, τα προνόμια όπου έχει η αγία Κυριακή. εν Κυριακή γαρ άρχισεν η Κτίσις. εν Κυριακή άρχισεν η της Κτίσεως ανακαίνησις. εν Κυριακή άρχισεν η τελείωσις της Κτίσεως. και τη μεν αρχήν της Κτίσεως ενήργησεν ο Πατήρ ιδιαιτέρως, και τοι συνεργούντων και του Υιού και του Πνεύματος. την δε αρχή της ανακαινίσεως ενήργησεν ο Υιός ιδιαιτέρως δια της αυτού αναστάσεως. την δε τελείωσιν της Κτίσεως ενήργησε το Πνεύμα το Άγιον δια της σημερινής αυτού καταβάσεως. Ιδού πόσον ετίμησε την αγίαν Κυριακήν όλη η Αγία Τριάς.
Ποία δε είναι η ογδόη αύτη και πρώτη, μάλλον δε μία και ακατάλυτος; Η αγία Κυριακή, η ογδόη μεν ούσα, ως υπέρ την εβδόμην αριθμουμένη. πρώτη δε, ως αρχή των ημερών. και μία, ως εικών του μέλλοντος αιώνος νυν, τότε δε εσομένη αυτός ο μέλλων αιών ο ανέσπερος και αδιάδοχος. και όρα περί τούτου εν τη ερμηνεία του εσχάτου Τροπαρίου του Κανόνος του Πάσχα τι λέγει περί της Κυριακής ο μέγας Βασίλειος, και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος τι λέγει εν των Τροπαρίων «Αύτη η κλητή» . ίνα μη και εδώ τα αυτά λέγωμεν.
Λέγει τε και ο Σχολιαστής Νικήτας. «Επεί η του μέλλοντος αιώνος ημέρα ουκ έχει μεθ’ αυτήν ετέραν διαδεχομένην αυτήν, ουδέ καταλύεται τη δύσει του Ηλίου, χρη εκείνην μίαν μεν ονομάζειν, ως αδιάδοχον, ακατάλυτον δε, ως ανέσπερον. εικότως δε την μίαν ταύτην την λείπουσαν εκ του μέλλοντος αιώνος προσελάβομεν. αναγκαίον γαρ εις την εκείσε κατάστασιν καταλήξαι την ενταύθα κατάπαυσιν των ψυχών: ήτοι την δια θανάτου από των εγκοσμίων έργων αργίαν. ώσπερ και ο επτά καταλήγει εις τον οκτώ. ώστε κατά τούτον τον λόγον δοθήναι μερίδα φροντίδος τοις επτά, τω βίω τούτω. και ούτω τοις οκτώ τω μέλλοντι, φροντιζόντων ου του παρόντος βίου μόνον, αλλά και του μέλλοντος. ούτω γαρ τινες εξειλήφασι το Σολομώντιον εκείνο, το εν τω Εκκλησιαστή λεγόμενον «Δος μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ» . επτά μεν νοήσαντες τον παρόντα βίον. οκτώ δε τον μέλλοντα.
Τινές δε σαββατισμόν ψυχών ενόησαν το στήναι εν τω μέλλοντι τα κινούμενα πάντα. ο δε μέγας Μάξιμος τοιούτον τε λέγει, ότι του Κυρίου κατά την ογδόην ημέραν (ήτις είναι η Κυριακή. ουδεμία γαρ άλλη ογδόη εστί) φανερουμένου, τουτέστι κατά την παρουσίαν αυτού, και τοις μεν Δικαίοις το ευ είναι παρέχοντος, τοις δε αμαρτωλοίς το φευ είναι απονέμοντος, σαββατίζουσι τότε αι ψυχαί, πάσαν λαβούσαι παύλαν κινήσεως, και κίνησιν παντελώς ουκ έχουσαι μετά την του ζητουμένου φανέρωσιν. του γαρ ζητουμένου φανερωθέντος, κίνησις αργεί πάσα των κινουμένων».
Συ δε μοι όρα ενταύθα, αγαπητέ, τα προνόμια όπου έχει η αγία Κυριακή. εν Κυριακή γαρ άρχισεν η Κτίσις. εν Κυριακή άρχισεν η της Κτίσεως ανακαίνησις. εν Κυριακή άρχισεν η τελείωσις της Κτίσεως. και τη μεν αρχήν της Κτίσεως ενήργησεν ο Πατήρ ιδιαιτέρως, και τοι συνεργούντων και του Υιού και του Πνεύματος. την δε αρχή της ανακαινίσεως ενήργησεν ο Υιός ιδιαιτέρως δια της αυτού αναστάσεως. την δε τελείωσιν της Κτίσεως ενήργησε το Πνεύμα το Άγιον δια της σημερινής αυτού καταβάσεως. Ιδού πόσον ετίμησε την αγίαν Κυριακήν όλη η Αγία Τριάς.
[2]
Σημείωσαι ότι Λόγους Πανηγυρικούς έχουσιν εις την Πεντηκοστήν και εις το Άγιον
Πνεύμα οι εξής θείοι Πατέρες. Γρηγόριος
ο Θεολόγος λόγον έχει, ου η αρχή «Βραχέα περί της Εορτής φιλοσοφήσωμεν».
Ο Χρυσόστομος λόγον, ου η αρχή «Ουρανός ημίν σήμερον γέγονεν η γη» . άλλον, ου η αρχή «Επεφοίτησεν η του Πνεύματος χάρις» . άλλον, ου η αρχή «Μεγάλα, και πάντα λόγον». Γρηγόριος ο Παλαμάς λόγον, ου η αρχη «Εθεασάμεθα προ μικρού». Λεόντιος ο πρεσβύτερος λόγον, ου η αρχή «Όσοι περί την παρούσαν εορταστικήν αένναον χάριν επείγεσθε».
Σώζονται οι μεν εν τη μεγίστη Λαύρα, οι δε εν τη του Βατοπεδίου και Ιβήρων και Διονυσίου. Ήθελε δε ερωτήση τινάς διατί μετά εννέα ημέρας της Αναλήψεως κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον; Ταύτην την ερώτησιν ξα’ ούσαν προτείνουσι τινές εις τον Θεοφόρον Μάξιμον εν Τόμω α’ και αποκρίνεται εις αυτήν λέγων. «Φασί τινες των τα θεία πεπαιδευμένων, ότι, επειδή εννέα τάξεις κατά τον Διονύσιον εισίν, ανίων κατά το ανθρώπινον ο Κύριος (καθό γαρ Θεός τα πάντα πληροί) εκάστω τάγματι μίαν ημέραν απένειμεν, από της εσχάτης έως της τελευταίας. εδέοντο γαρ και αύται της του Κυρίου προς αυτάς επιδημίας. εν αυτώ γαρ κατά τον Απόστολον ανεκεφαλαιώθη ου μόνον τα επί της γης, αλλά και τα εν Ουρανώ. και μετά τούτο ενεφανίσθη τω Θεώ και Πατρί. και τούτω το Πνεύμα κάτεισι». (ου συναριθμείται δε, ούτε η πέμπτη καθ’ ήν ανελήφθη, ούτε η Κυριακή καθ’ ήν εκατέβη το Πνεύμα)
Τι δε εποίει έκαστον τάγμα εν εκάστη ημέρα; Ο μεν Θεοφόρος ουκ είπε Μάξιμος. όπερ και λυπηρόν αληθώς έτσι. καθότι παντός λόγου ην αν άξιον, ει παρά τοιούτου μεγάλου Πατρός εφανερούτο. εν τω Συναξαρίω δε της Πεντηκοστής γράφεται ότι έκαστον τάγμα προσιόν, την θεωθείσαν εκείνην προσεκύνει σάρκα.
Των εννέα ουν πληρωθεισών ημερών και ταγμάτων, τη δεκάτη ο Παράκλητος επεδήμησεν. Ο δε Χρυσόστομος λέγει το αίτιον δια το οποίον δεν εκατέβη παρευθύς το Πνεύμα το Άγιον. «Ίνα, όταν εν ερημία γένωνται οι μαθηταί της του Χριστού δυνάμεως, μάθωσιν ηλίκον αυτοίς εχαρίζετο η της αυτού αγαθότητος παρουσία, και εις αίσθησιν ελθόντες των παρελθόντων αγαθών, μετά μείζονος της προθυμίας υποδέξωνται και την του Παρακλήτου δωρεάν» (Λόγος β’ εις την Πεντηκοστήν, ου η αρχή «Μεγάλα αγαπητοί»). Διατί δε εν τη Πεντηκοστή κατέβη το Πνεύμα το Άγιον, και ουχί εν άλλη ημέρα;
Αποκρίνεται ο αυτός Χρυσορρήμων. «Ότι τρεις μεγάλαι εορταί ήσαν παρά τοις Ιουδαίοις, το Πάσχα, η Πεντηκοστή και η Σκηνοπηγία, εν αις συνήγοντο πλήθη πολλά των Ιουδαίων. Εν μεν ουν τη εορτή του Πάσχα σταυρωθείς και παθών ο Χριστός, εθεωρήθη υπό πάντων των τότε συνηθροισμένων Ιουδαίων. η δε ανάστασις αυτού ουκ εθεωρήθη, αλλ’ εσυκοφαντήθη παρ’ αυτών. όθεν η του Πνεύματος χάρις εκχυθείσα εις τους Αποστόλους εν τη Πεντηκοστή, καθ’ ήν ήσαν άπαντας οι Ιουδαίοι συνηγμένοι, έστρεψε πάντων τους οφθαλμούς και τας ακοάς προς τους Αποστόλους οίτινες εμαρτύρουν και εκήρυττον ότι ανέστη ο Κύριος.
Ώστε βεβαίωσις της αναστάσεως εστίν η Πεντηκοστή» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν, ου η αρχή «Τας γλώσσας σήμερον»). Επειδή δε γράφουσιν αι Πράξεις ότι και η Κυρία Θεοτόκος ήτον μαζί με τους Αποστόλους και οι αδελφοί του Κυρίου. «Και ην όχλος ονομάτων επί το αυτό ως εκατόν είκοσι» δια τούτο λέγουσι τινές ότι εις όλους αυτούς τους εκατόν είκοσιν εκάθισε το Πνεύμα το Άγιον εν πυρίναις γλώσσαις.
Ο Χρυσόστομος λόγον, ου η αρχή «Ουρανός ημίν σήμερον γέγονεν η γη» . άλλον, ου η αρχή «Επεφοίτησεν η του Πνεύματος χάρις» . άλλον, ου η αρχή «Μεγάλα, και πάντα λόγον». Γρηγόριος ο Παλαμάς λόγον, ου η αρχη «Εθεασάμεθα προ μικρού». Λεόντιος ο πρεσβύτερος λόγον, ου η αρχή «Όσοι περί την παρούσαν εορταστικήν αένναον χάριν επείγεσθε».
Σώζονται οι μεν εν τη μεγίστη Λαύρα, οι δε εν τη του Βατοπεδίου και Ιβήρων και Διονυσίου. Ήθελε δε ερωτήση τινάς διατί μετά εννέα ημέρας της Αναλήψεως κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον; Ταύτην την ερώτησιν ξα’ ούσαν προτείνουσι τινές εις τον Θεοφόρον Μάξιμον εν Τόμω α’ και αποκρίνεται εις αυτήν λέγων. «Φασί τινες των τα θεία πεπαιδευμένων, ότι, επειδή εννέα τάξεις κατά τον Διονύσιον εισίν, ανίων κατά το ανθρώπινον ο Κύριος (καθό γαρ Θεός τα πάντα πληροί) εκάστω τάγματι μίαν ημέραν απένειμεν, από της εσχάτης έως της τελευταίας. εδέοντο γαρ και αύται της του Κυρίου προς αυτάς επιδημίας. εν αυτώ γαρ κατά τον Απόστολον ανεκεφαλαιώθη ου μόνον τα επί της γης, αλλά και τα εν Ουρανώ. και μετά τούτο ενεφανίσθη τω Θεώ και Πατρί. και τούτω το Πνεύμα κάτεισι». (ου συναριθμείται δε, ούτε η πέμπτη καθ’ ήν ανελήφθη, ούτε η Κυριακή καθ’ ήν εκατέβη το Πνεύμα)
Τι δε εποίει έκαστον τάγμα εν εκάστη ημέρα; Ο μεν Θεοφόρος ουκ είπε Μάξιμος. όπερ και λυπηρόν αληθώς έτσι. καθότι παντός λόγου ην αν άξιον, ει παρά τοιούτου μεγάλου Πατρός εφανερούτο. εν τω Συναξαρίω δε της Πεντηκοστής γράφεται ότι έκαστον τάγμα προσιόν, την θεωθείσαν εκείνην προσεκύνει σάρκα.
Των εννέα ουν πληρωθεισών ημερών και ταγμάτων, τη δεκάτη ο Παράκλητος επεδήμησεν. Ο δε Χρυσόστομος λέγει το αίτιον δια το οποίον δεν εκατέβη παρευθύς το Πνεύμα το Άγιον. «Ίνα, όταν εν ερημία γένωνται οι μαθηταί της του Χριστού δυνάμεως, μάθωσιν ηλίκον αυτοίς εχαρίζετο η της αυτού αγαθότητος παρουσία, και εις αίσθησιν ελθόντες των παρελθόντων αγαθών, μετά μείζονος της προθυμίας υποδέξωνται και την του Παρακλήτου δωρεάν» (Λόγος β’ εις την Πεντηκοστήν, ου η αρχή «Μεγάλα αγαπητοί»). Διατί δε εν τη Πεντηκοστή κατέβη το Πνεύμα το Άγιον, και ουχί εν άλλη ημέρα;
Αποκρίνεται ο αυτός Χρυσορρήμων. «Ότι τρεις μεγάλαι εορταί ήσαν παρά τοις Ιουδαίοις, το Πάσχα, η Πεντηκοστή και η Σκηνοπηγία, εν αις συνήγοντο πλήθη πολλά των Ιουδαίων. Εν μεν ουν τη εορτή του Πάσχα σταυρωθείς και παθών ο Χριστός, εθεωρήθη υπό πάντων των τότε συνηθροισμένων Ιουδαίων. η δε ανάστασις αυτού ουκ εθεωρήθη, αλλ’ εσυκοφαντήθη παρ’ αυτών. όθεν η του Πνεύματος χάρις εκχυθείσα εις τους Αποστόλους εν τη Πεντηκοστή, καθ’ ήν ήσαν άπαντας οι Ιουδαίοι συνηγμένοι, έστρεψε πάντων τους οφθαλμούς και τας ακοάς προς τους Αποστόλους οίτινες εμαρτύρουν και εκήρυττον ότι ανέστη ο Κύριος.
Ώστε βεβαίωσις της αναστάσεως εστίν η Πεντηκοστή» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν, ου η αρχή «Τας γλώσσας σήμερον»). Επειδή δε γράφουσιν αι Πράξεις ότι και η Κυρία Θεοτόκος ήτον μαζί με τους Αποστόλους και οι αδελφοί του Κυρίου. «Και ην όχλος ονομάτων επί το αυτό ως εκατόν είκοσι» δια τούτο λέγουσι τινές ότι εις όλους αυτούς τους εκατόν είκοσιν εκάθισε το Πνεύμα το Άγιον εν πυρίναις γλώσσαις.
[3]
Συμβολική Θεολογία λέγεται, όσα προς Θεόν λεγονται ανθρωποπρεπώς, εκ των ανθρωπίνων
μελών και αισθήσεων και ηθών τούτω προσαρμοζόμενα. ομοίως και όσα
ιδιώματα των τεσσάρων στοιχείων, ή και άλλων υλικών κτισμάτων τω Θεώ υπό της
Θείας Γραφής αποδίδονται.
Ταύτης της Συμβολικής Θεολογίας βιβλίον συνέγραψεν ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, όπερ αναφέρει εν κεφ. ιε’ περί Ουρανίας Ιεραρχίας λέγων. «Έχει γαρ και τούτο (το αέριον πνεύμα) θεαρχικής ενεργείας εικόνα και τύπον, ως εν τη Συμβολική Θεολογία κατά την τετράστοιχον ανακάθαρσιν ημίν δια πλειόνων αποδέδεικται». Τετράστοιχον δε ανακάθαρσιν την των τεσσάρων στοιχείων αναγωγικήν αλληλογρίαν φησίν, ως ερμηνεύει ο σχολιαστής Μάξιμος. νυν δε, ω δυστυχία! το σύγγραμμα τούτο ου σώζεται.
Ταύτης της Συμβολικής Θεολογίας βιβλίον συνέγραψεν ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, όπερ αναφέρει εν κεφ. ιε’ περί Ουρανίας Ιεραρχίας λέγων. «Έχει γαρ και τούτο (το αέριον πνεύμα) θεαρχικής ενεργείας εικόνα και τύπον, ως εν τη Συμβολική Θεολογία κατά την τετράστοιχον ανακάθαρσιν ημίν δια πλειόνων αποδέδεικται». Τετράστοιχον δε ανακάθαρσιν την των τεσσάρων στοιχείων αναγωγικήν αλληλογρίαν φησίν, ως ερμηνεύει ο σχολιαστής Μάξιμος. νυν δε, ω δυστυχία! το σύγγραμμα τούτο ου σώζεται.
[4] Δύο
πράγματα διδάσκει ημάς δια της Αποστολής του Αγίου Πνεύματος ο μέγας της
Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω εν την Πεντηκοστήν λόγω αυτού. ένα μεν,
έως που ανέβη ο Χριστός όταν ανελήφθη, και άλλο, ότι το Πνεύμα ου μόνο
αποστέλλεται, αλλά και αποστέλλει ούτω γαρ φησί. «Νυν ορώμεν δια του
παρ’ αυτού τοις μαθηταίς πεμφθέντος Πνεύματος μέχρι τίνος ο Χριστός αναληφθείς
έφθασε, και εις ποίαν αξίαν ανεβίβασε την ημών ήν ανέλαβε φύσιν. εκείσε
γαρ πάντως ανήλθεν, όθεν το Πνεύμα παρ’ αυτού πεμφθέν κατελύληθε. Πόθεν δε το Πνεύμα κατήλθε, δείκνυσι ο δια
του Προφήτου λέγων Ιωήλ «εκχεώ από τους Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα»
. και προς ον φησίν ο Δαβίδ. «Εξαποστελείς το Πνεύμα Σου, και
κτισθήσονται το πρόσωπον της γης».
Προς τον ανωτάτω τοιγαρούν ο Χριστός ανελήλυθε Πατέρα, και προς αυτόν έφθασε τον Πατερικόν κόλπον, όθεν και το Πνεύμα, και κοινωνός και κατά το ανθρώπινον της κατ’ αυτόν αξίας ανεδείχθη, το εξ Ουρανού παρά του Πατρός εκχεόμενόν τε και στελλόμενον Πνεύμα και αυτός αρτίως αποστείλας» ιδού το πρώτον. δείκνυσι δε και το δεύτερον εν τοις ακολούθοις.
«Αλλά μηδείς νομίσει το Πνεύμα το Άγιον της αξίας ταύτης αμοιρούν, παρά του Πατρός και του Υιού αποστελλομενον ακούων. ου γαρ των αοστελλομένων απλώς, αλλά και των αποστελλόντων και συνευδοκούντων εστί. δείκνυσι δε και τούτο σαφώς ο δια του Προφήτου λέγων. «Εγώ ταις χερσί μου εθεμελίωσα την γην, και τον Ουρανόν εξέτεινα. και νυν Κύριος απέσταλκέ με και το Πνεύμα αυτού. και ο Χριστός δια του αυτού Προφήτου πάλιν αλλαχού λέγων. Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσαθσαι πτωχοίς απέσταλκέ με.
Τοιγαρούν ουκ αποστέλλεται μόνον το Πνεύμα το Άγιον, αλλά και αποστέλλει τον παρά του Πατρός αποστελλόμενον Υιόν παρ’ ου δείκνυται Πατρί τε και Υιώ συμφυές και ομοσθενές και συνεργόν και ομότιμον».
Προς τον ανωτάτω τοιγαρούν ο Χριστός ανελήλυθε Πατέρα, και προς αυτόν έφθασε τον Πατερικόν κόλπον, όθεν και το Πνεύμα, και κοινωνός και κατά το ανθρώπινον της κατ’ αυτόν αξίας ανεδείχθη, το εξ Ουρανού παρά του Πατρός εκχεόμενόν τε και στελλόμενον Πνεύμα και αυτός αρτίως αποστείλας» ιδού το πρώτον. δείκνυσι δε και το δεύτερον εν τοις ακολούθοις.
«Αλλά μηδείς νομίσει το Πνεύμα το Άγιον της αξίας ταύτης αμοιρούν, παρά του Πατρός και του Υιού αποστελλομενον ακούων. ου γαρ των αοστελλομένων απλώς, αλλά και των αποστελλόντων και συνευδοκούντων εστί. δείκνυσι δε και τούτο σαφώς ο δια του Προφήτου λέγων. «Εγώ ταις χερσί μου εθεμελίωσα την γην, και τον Ουρανόν εξέτεινα. και νυν Κύριος απέσταλκέ με και το Πνεύμα αυτού. και ο Χριστός δια του αυτού Προφήτου πάλιν αλλαχού λέγων. Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσαθσαι πτωχοίς απέσταλκέ με.
Τοιγαρούν ουκ αποστέλλεται μόνον το Πνεύμα το Άγιον, αλλά και αποστέλλει τον παρά του Πατρός αποστελλόμενον Υιόν παρ’ ου δείκνυται Πατρί τε και Υιώ συμφυές και ομοσθενές και συνεργόν και ομότιμον».
[5] Δια
τούτο είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Τούτο το Πνεύμα ενήργει εν
τοις πατράσι (τοις προ του Νόμου δηλαδή) και εν τοις Προφήταις. ων
οι μεν (οι Πατέρες δηλαδή) εφαντάσθησαν Θεόν, ή έγνωσαν. οι δε (οι
Προφήται δηλ.) και το μέλλον προέγνωσαν, τυπούμενοι τω Πνεύματι τω ηγεμονικώ,
και ως παρούσι συνόντες τοις εσομένοις» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Έφη δε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Νυν άρχεται τελείσθαι και τα φανερούντα το Πνεύμα το Άγιον κατ’ ιδίαν υπόστασιν υπάρχον. ίν’ ημείς επιγνωμέν τε και σκεφθώμεν το μέγα και προσκυνητόν της Αγίας Τριάδος μυστήριον. ενήργει γαρ και πρότερον το Πνεύμα το Άγιον. τούτο γαρ εστί το δια των Προφητών λαλήσαν και προκαταγγείλαν τα μέλλονται» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Έφη δε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Νυν άρχεται τελείσθαι και τα φανερούντα το Πνεύμα το Άγιον κατ’ ιδίαν υπόστασιν υπάρχον. ίν’ ημείς επιγνωμέν τε και σκεφθώμεν το μέγα και προσκυνητόν της Αγίας Τριάδος μυστήριον. ενήργει γαρ και πρότερον το Πνεύμα το Άγιον. τούτο γαρ εστί το δια των Προφητών λαλήσαν και προκαταγγείλαν τα μέλλονται» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
[6] Εν άλλοις δε γράφεται
«Γνώσει» . παρά δε τω Θεοδώρω «Γνώσιν» γράφεται όθεν το Συνετίζουσα»
συντάσσεται με δύο αιτιατικάς, κατά το, διδάσκω και άλλα όμοια ρήματα.
Για να κατεβάσετε το υπόλοιπο κείμενο σε μορφή pdf πατήστε στον σύνδεσμο Ερμηνεία εις τους κανόνας της Πεντηκοστής. Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
Πηγή κειμένου στο διαδίκτυο Ορθόδοξη Πορεία
Πηγή κειμένου στο διαδίκτυο Ορθόδοξη Πορεία
Διαβάστε περισσότερα πατώντας Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.