Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Ἔλεγχος τῶν ἰσχυρισμῶν τοῦ συνηγόρου τοῦ πολίτου διά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Δημητρίου Βογιατζῆ


Δημητρίου Ἠ. Βογιατζῆ, Θεολόγου Καθηγητοῦ τοῦ 3ου ΓΕΛ Ὑμηττοῦ
Ἐπιμέλεια κ.Ἠλία Δ. Μπάκου

Τόν τελευταῖο καιρό καί μέ ἀφορμή τίς προτάσεις γιά τό, κατʼ εὐφημισμόν, λεγόμενο «Νέο Λύκειο», ἀνακινήθηκε καί πάλι τό θέμα τῆς ὑποχρεωτικότητας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, καθώς καί τό θέμα τῶν ἀπαλλαγῶν.
Συγκεκριμένα ἀπό κάποιους κύκλους ὑποστηρίζεται, πρός στήριξη τῶν σχεδίων Δραγώνα, ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι προαιρετικό γιατί «τό ἄρθρ.16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος δημιουργεῖ ὑποχρέωση τῆς πολιτείας νά παρέχει θρησκευτική ἐκπαίδευση, ὄχι ὅμως καί ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν νά τήν δέχονται».
Υἱοθετοῦν δηλαδή ὁρισμένες ἀπόψεις τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτη καί τώρα Δημάρχου Γ.Καμίνη, πού εἶναι πρόδηλα λανθασμένες, ὅπως θά δείξουμε στή συνέχεια.

Οἱ ἀπόψεις αὐτές, πού εἶναι ἀντίθετες μέ τό ἑλληνικό Σύνταγμα καί τή νομολογία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ), ἀποσκοποῦν στήν ἀπαξίωση καί τήν ὑποβάθμιση τοῦ μαθήματος καί τελικά στήν περιθωριοποίησή του.
Ὀφείλουμε λοιπόν νά φωτίσουμε μέ ὁρισμένες διευκρινίσεις τά θέματα αὐτά, γιά νά σταματήσουν οἱ σκόπιμες ἤ ἀθέλητες παρανοήσεις.

Ἕνα σύντομο ἱστορικό: Στήν ἐτήσια ἔκθεσή του γιά τό ἔτος 2000 (σελ. 65) ὁ ΣτΠ ἐπισήμανε ὅτι: «Ἡ δήλωση θρησκεύματος στό σχολεῖο καί ἡ σχετική καταγραφή στό ἀτομικό σχολικό δελτίο τοῦ μαθητῆ δέν εἶναι ἀντισυνταγματική, καθώς ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου ὁ μαθητής νά μπορέσει νά ἀσκήσει τό δικαίωμά του νά ἐπιλέξει, ἐάν θά παρακολουθήσει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἤ θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν παρακολούθηση αὐτή». [1]


Στή συνέχεια, στίς 25/06/2002 ἐκδόθηκε ἀπόφαση ἀρ.77Α/2002 τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), πού ἀφορᾶ τήν ἐγκύκλιο τοῦ 1995 γιά τόν τρόπο ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Στήν ἀπόφαση αὐτή ἡ Ἀρχή ὑποστηρίζει ὅτι ἡ τριπλῆ ἐπιλογή ἑτερόδοξοι, ἀλλόδοξοι ἤ ἄθεοι, πού περιλαμβανόταν τότε στή δήλωση τῆς ἀπαλλαγῆς, δέν εἶναι ἀπολύτως συμβατή μέ τή νομολογία τοῦ ΕΔΔΑ, γιατί δέν συμπεριλαμβάνει «τίς γενικότερες κοσμοθεωρητικές ἀντιλήψεις τίς ὁ ποῖες, πέραν τῶν ἀμιγῶς θρησκευτικῶν, οἱ γονεῖς ἐνδεχομένως ἀκολουθοῦν καί, βάσει τῶν ὁποίων, ἐπιθυμοῦν νά διαπαιδαγωγήσουν τά παιδιά τους».

Ζητᾶ τέλος «νά ἐκδώσει τό ΥΠΕΠΘ κάθε ἀναγκαία ὁδηγία πρός τίς οἰκεῖες ἐκπαιδευτικές ἀρχές καί τούς διευθυντές τῶν σχολείων ὥστε, ἐφεξῆς, ἀπό τούς γονεῖς ἤ κηδεμόνες πού ἐπιθυμοῦν τά παιδιά τους νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά μή ζητεῖται νά δηλώνουν, ἄν εἶναι ἄθρησκοι, ἑτερόδοξοι ἤ ἑτερόθρησκοι, ἀλλά νά ἀσκοῦν τό δικαίωμά τους αὐτό, κατ᾽ ἐπίκληση τῶν πεποιθήσεών τους καί χωρίς νά προβαίνουν σέ καμία περαιτέρω διευκρίνιση».

Παράλληλα τό ΥΠΕΠΘ μέ τήν ἐγκύκλιο 61723/13-6-2002, τή γνωστή ἐγκύκλιο Γκεσούλη, ἐπαναπροσδιόρισε τό περιεχόμενο τῆς δήλωσης ἀπαλλαγῆς καί ὅρισε ὅτι ἀρκεῖ ἡ ἀναφορά σʼ αὐτήν ὅτι ὁ μαθητής δέν εἶναι Χριστιανός Ὀρθόδοξος, χωρίς νά εἶναι ὑποχρεωτική ἡ δήλωση τοῦ θρησκεύματος, στό ὁποῖο ἀνήκει.
Τήν ἀπόφαση αὐτή εἶχε ἤδη ἀποδεχτεῖ ὁ ΣτΠ μέ τό πόρισμα ὑπʼ ἀρ. πρωτ. 3607.02. 2.3/7.6. 2002 λέγοντας ὅτι: «Ἡ διακηρυσσόμενη πρόθεση τοῦ Ὑπουργείου κινεῖται πρός τήν ὀρθή κατεύθυνση, ἀφοῦ ὁδηγεῖ, τουλάχιστον, στήν κατάργηση τῆς ἀπαίτησης δήλωσης συγκεκριμένου θρησκεύματος ἤ ρητῆς ἐπιλογῆς μεταξύ τριῶν συγκεκριμένων ἰδιοτήτων («ἄθρησκος» ἤ «ἑτερόδοξος» ἤ «ἑτερόθρησκος»).
Βέβαια, ἡ ἀπαίτηση δήλωσης ὅτι ὁ μαθητής δέν εἶναι ὀρθόδοξος ἐπιφέρει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ὑποχρέωση μερικῆς ἀποκάλυψης πεποιθήσεων, ἔστω καί ἀρνητικῆς (τί δέν εἶναι ὁ μαθητής), καί συνεπῶς δέν θεραπεύει ὁλοσχερῶς τό ἐντοπιζόμενο πρόβλημα.

Ὡστόσο, ὑπό τό κράτος τῆς νομολογίας, τήν ὁποίαν προσφυῶς ἐπικαλεῖται τό Ὑπουργεῖο, ἡ προκείμενη ἐνδιάμεση λύση ἐμφανίζεται ὡς ἡ μόνη ἐφικτή».
Τήν ἐγκύκλιο αὐτή ἀνέτρεψε ἡ ἐγκύκλιος Στυλιανίδη (104071/Γ2/ 04/08/2008) πού προκλήθηκε ἀπό τόν Συνήγορο τοῦ πολίτη Γ. Καμίνη μέ τήν ἀναφορά ἀ.π.13216.07.23 /5.1.2008.
Ἡ ἐγκύκλιος αὐτή στήν οὐσία παραχωροῦσε δικαίωμα ἀπαλλαγῆς σέ ὅλους ἀνεξαίρετα τούς μαθητές.
Ἀκολούθησαν ἄλλες δυό ἐγκύκλιοι, πού ἐπιχείρησαν νά ἑρμηνεύσουν τήν πρώτη, οἱ ὁποῖες ἀνέφεραν ὅτι ἀπαλλαγή δικαιοῦνται μόνο ὅσοι εἶναι ἀλλόδοξοι ἤ ἑτερόδοξοι.

Οἱ ἐγκύκλιοι αὐτές προκάλεσαν τήν ἀντίδραση τοῦ ΣτΠ καί τήν ἀνταλλαγή ἐπιστολῶν μέ τό Ὑπουργεῖο. Ἔτσι, σέ ἐπιστο λή του πρός τόν Ε. Στυλιανίδη, ὁ Γ. Καμίνης, τοῦ ἀποδίδει τήν πρόθεση σιωπηρῆς κατάργησης τῆς ἐγκυκλίου, πού ὁ ἴδιος ὁ ΣτΠ μέ τήν ἀναφορά του προκάλεσε, καί διερωτᾶται: «Πῶς ἀλλιῶς θά μποροῦσε νά ἑρμηνευθεῖ ἡ ἐπιλογή ὅτι «δικαίωμα ἐξαιρέσεως ἔχουν (μόνον) οἱ ἀλλόθρησκοι ἤ ἑτερόδοξοι», ὅταν ἔτσι παρέχεται στή διεύθυνση τοῦ σχολείου ἡ ἁρμοδιότητα ἐλέγχου τῆς προϋποθέσεως αὐτῆς;
Τί νόημα, ἄραγε, ἔχει ἡ παραδοχή ὅτι οἱ ἀπαλλασσόμενοι «δέν χρειάζεται νά ἀναγράφουν τό δόγμα ἤ θρήσκευμα στό ὁποῖο πιστεύουν», ὅταν αὐτή καθʼ ἑαυτήν ἡ κατάθεση σχετικῆς δήλωσης ἐκλαμβάνεται ἐξ ὁρισμοῦ ὡς τεκμήριο θρησκευτικῶν πεποιθήσεων»; [2]

Ἅς δοῦμε τώρα λίγο πιό προσεκτικά τούς ἰσχυρισμούς. Στό πόρισμα τοῦ 2002 ὁ κ. Καμίνης ὑποστήριξε τήν περίεργη καί καινοφανῆ ἄποψη ὅτι: «Τό ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος («Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική… ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης») δημιουργεῖ ὑποχρέωση τῆς πολιτείας νά παρέχει θρησκευτική ἐκπαίδευση, ὄχι ὅμως καί ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν νά τήν δέχονται.
Συνεπῶς, κατʼ ἀρχήν, δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν θά ἔπρεπε νʼ ἀναγνωρισθεῖ ἀκόμη καί στούς ὀρθοδόξους μαθητές».

Καί σέ μεταγενέστερη παρέμβασή του εἶπε πιό ἀνοιχτά ὅτι: «Δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα αὐτό (ἐνν. τῶν Θρησκευτικῶν) δέν ἔχουν μόνο οἱ «ἀλλόθρησκοι ἤ ἑτερόδοξοι», ἀλλά ὅλοι οἱ μαθητές, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ὅταν οἱ γονεῖς τους ἤ οἱ ἴδιοι -ὅταν εἶναι ἐνήλικοι- ἐπικαλοῦνται λόγους συνείδησης μέ ὑπεύθυνή τους δήλωση». [3]

Οἱ σκέψεις αὐτές τοῦ κ. Καμίνη παραποιοῦν τήν πραγματικότητα καί δέν εἶναι ὀρθές γιά τούς ἑξῆς λόγους: α´. Η ΑΠΔΠΧ στήν ἀπόφαση τοῦ 2002 προσθέτει τίς ἑξῆς παρατηρήσεις: «1. Ἡ παρακολούθηση ἤ μή τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί ἡ ἀναγραφή τοῦ σχετικοῦ βαθμοῦ στόν τίτλο δέν ὑποδηλώνει ἀπαραίτητα τό θρήσκευμα τοῦ κατόχου, ἀφοῦ καί ὁ ἄθεος ἤ ὁ ἀλλόθρησκος πού ἐπιθυμεῖ, μπορεῖ νά παρακολουθήσει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ἄν δέν προβεῖ σέ σχετική δήλωση καί 2. Ὅτι ἡ διοίκηση (ὁ ὑπεύθυνος ἐπεξεργασίας διευθυντής τοῦ σχολείου) δικαιοῦται νά ἐλέγχει τή σοβαρότητα τῶν σχετικῶν δηλώσεων».

Ἀπό τίς παρατηρήσεις αὐτές προκύπτει ὅτι ἡ ΑΠΔΠΧ, σέ ἀντίθεση μέ τόν ΣτΠ δέχεται τήν ἐξαίρεση ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μόνο τῶν μαθητῶν πού ἔχουν σοβαρούς λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης.
Ἁπλῶς ἐπισημαίνει ὅτι οἱ τρεῖς ἐπιλογές «ἄθρησκος» ἤ «ἑτερόδοξος» ἤ «ἑτερόθρησκος» δέν καλύπτουν ὅλο τό πεδίο τῶν πεποιθήσεων γιά τίς ὁποῖες θά μποροῦσε νά ζητηθεῖ ἀπαλλαγή.
Ἄν καί αὐτή ἡ θέση εἶ ναι ἀμφισβητήσιμη, ἐν τούτοις σέ καμιά περίπτωση δέν ἰσοδυναμεῖ μέ χορήγηση δικαιώματος σέ ὅλους τούς μαθητές, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ὅπως προτείνει ὁ ΣτΠ.
Ἀπόδειξη γιʼ αὐτό εἶναι ὅτι ἡ Ἀρχή δίνει τή δυνατότητα ἐλέγχου τῆς σοβαρότητας τῶν ὑπευθύνων δηλώσεων, πού δέν εἶναι δημόσιες, ἀλλά κατατίθενται στόν ὑπεύθυνο ἐπεξεργασίας Διευθυντή τοῦ σχολείου. β´.
Εἶναι ἐπίσης γνωστό ἀπό τήν ἑλληνική καί εὐρωπαϊκή νομολογία ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά Θρησκευτικά δέν συνιστᾶ δικαίωμα ἐπιλογῆς χωρίς προϋποθέσεις, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ κ. Καμίνης, ἀλλά προϋποθέτει σοβαρή καί σπουδαία δήλωση ὅτι ζητεῖται γιά λόγους θρησκευτικῶν πεποιθήσεων.
Ὁ ὅρος «πεποιθήσεις», σύμφωνα μέ τήν νομολογία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ) δέν εἶναι συνώνυμος μέ τίς λέξεις «γνῶμες» καί «ἰδέες».
Ὡς πεποιθήσεις ὁρίζονται οἱ ἀντιλήψεις τοῦ ἀτόμου πού συγκεντρώνουν ἕνα συγκεκριμένο ἐπαρκῆ βαθμό πειστικότητας, σοβαρότητας, συνοχῆς καί σπουδαιότητας. [4]
Ἡ ἐπιτροπή τοῦ Δικαστηρίου ὑποστηρίζει ἐπίσης ὅτι: «Οἱ πεποιθήσεις τῶν γονέων δέν πρέπει γιά τούς σκοπούς τοῦ ἄρθ. 2 ΑΠΠ ΕΣ- ΔΑ [5] νά ἔρχονται σέ σύγκρουση μέ τό βασικό δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ στήν ἐκπαίδευση.
Ὅταν ἀντί νά ὑποστηρίζουν τό δικαίωμα αὐτό τοῦ παιδιοῦ τά δικαιώματα τῶν γονέων συγκρούονται μέ αὐτό, τό δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ πρέπει νά ἐπικρατεῖ». [6]

Στή ὑπόθεση ὅπου γράφονται τά παραπάνω ἀπορρίπτεται ἡ αἴτηση ἑνός ἄθεου γιά ἀπαλλαγή ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, γιατί οἱ πεποιθήσεις του δέν ἔπεισαν ὅτι ἔχουν τόν ἀπαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας.
Ἀκόμα, σέ πρόσφατη ἀπόφαση γιά τό μάθημα στήν Τουρκία τό δικαστήριο, γιά νά ἐξετάσει τό αἴτημα ἑνός Ἀλεβίτη γονέα γιά ἀπαλλαγή ἀπό τό σουννιτικοῦ περιεχομένου θρησκευτικό μάθημα, ἐξέτασε πρῶτα τό ἄν ἡ πίστη τῶν Ἀλεβιτῶν συγκροτεῖ μιά ἰδιαίτερη θρησκευτική πεποίθηση μέ δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα καί βαθιές ρίζες στήν Τουρκική κοινωνία.
Στή συνέχεια ἀποφάνθηκε ὅτι πρέπει νά ἀναγνωριστεῖ τό δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς γιατί ὁ Ἀλεβιτισμός «δέν εἶναι βεβαίως οὔτε μιά σέκτα οὔτε μιά «πίστη», ἡ ὁποία δέν συγκεντρώνει ἕνα συγκεκριμένο ἐπαρκῆ βαθμό πειστικότητας, σοβαρότητας, συνοχῆς καί σπουδαιότητας.
Κατά συνέπεια ἡ ἔκφραση «θρησκευτικές πεποιθήσεις» ἀναμφίβολα ταιριάζει σέ αὐτή τήν πίστη». [7]

Στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί ἡ νομολογία τοῦ ΣτΕ καί εἰδικότερα ἡ ἀπόφαση 3356/95.
Ὁ ἴδιος ὁ Συνήγορος στό πόρισμα τῆς 7/6/ 2002 παρατηρεῖ: «Κατά τήν ὡς ἄνω ἀπόφαση, πρῶτον μέν κρίνεται ὑποχρεωτική γιά τούς ὀρθοδόξους μαθητές ἡ παρακολούθηση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, δεύτερον δέ κρίνεται θεμιτή ἡ ἀπαίτηση ἀποκάλυψης τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τῶν μαθητῶν ὡς προϋπόθεση ἀπαλλαγῆς αὐτῶν ἀπό τήν παρακολούθηση τοῦ μαθήματος.
Δέν φαίνεται, ἔτσι, νά καταλείπονται περιθώρια γιά λυσιτελῆ ὑποστήριξη τῆς ἄποψης περί τῆς δυνατότητας ἀπαλλαγῆς ἀκόμη καί ὀρθοδόξων μαθητῶν (διά δηλώσεώς τους ὅτι ἁπλῶς ἐπιθυμοῦν τήν ἀπαλλαγή) ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ἀφοῦ ὡς ἀνελαστική προϋπόθεση τῆς ἀπαλλαγῆς ἑνός μαθητῆ κρίνεται ἡ ἀπόδειξη (διά σχετικῆς δηλώσεως) τῆς ἰδιότητας αὐτοῦ ὡς μή ὀρθοδόξου (εἰδʼ ἄλλως θά ἐνέπιπτε στή γενική «ὑποχρέωση»).

Ἀπευθυνόμενος, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του, πρός τή διοίκηση, ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτη δέν θεωρεῖ σκόπιμη τήν ἐπιμονή σέ εἰσηγήσεις ἀντίθετες πρός τή νομολογία». γ´. Ἐπιπρόσθετα θά πρέπει νά το- νιστεῖ ὅτι τό ΕΔΔΑ οὐδέποτε δέχθηκε τή σχετικοποίηση τοῦ δικαιώματος στή θρησκευτική ἐκπαίδευση.
Ὅπως ἐπαναλαμβάνει σέ σχετικές ἀποφάσεις του: «Τό ἄρ - θρο 2ΑΠΠ ΕΣΔΑ δέν ἐμποδίζει τά κράτη ἀπό τό νά παρέχουν μέ τή διδασκαλία ἤ τήν ἐκπαίδευση πληροφορίες ἤ γνώση πού ἄμεσα ἤ ἔμμεσα ἔχουν θρησκευτικό ἤ φιλοσοφικό χαρακτήρα.
Ἀκόμη δέν ἐπιτρέπει στούς γονεῖς νά ἀντιτίθενται στή συμπερίληψη μιᾶς τέτοιας διδασκαλίας ἤ ἐκπαίδευσης στό σχολικό πρόγραμμα, γιατί ἀλλιῶς ὅλη ἡ θεσμοθετημένη διδασκαλία θά κινδύνευε νά ἀποδειχθεῖ πρακτικά ἀνεφάρμοστη». [8]

Ἐπίσης ἐκτιμᾶ ὅτι: «Ἡ δεύτερη πρόταση τοῦ ἄρθ. 2ΑΠΠ ΕΣΔΑ. δέν ἐνσωματώνει κανένα δικαίωμα τῶν γονέων νά μή διδάσκονται τά παιδιά τους θρησκεία καί φιλοσοφία κατά τή διάρκεια τῆς ἐκπαίδευσής τους». [9]
Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, τό δικαίωμα τῶν γονέων στήν προστασία τῶν θρησκευτικῶν καί φιλοσοφικῶν τους πεποιθήσεων στήν ἐκπαίδευση εἶναι παρακολούθημα τοῦ θεμελιώδους δικαιώματος στήν ἐκπαίδευση καί σταθμίζεται ἀνάλογα. [10]
Τό δικαίωμα στή θρησκευτική ἐκπαίδευση ὑποχωρεῖ μόνο ὅταν ὑπάρχει σοβαρή ἀντίθεση θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καί συνεπῶς πρόβλημα συνείδησης.

δ. Ὁ Συνήγορος θεωρεῖ ὡς ἐπαχθῆ προϋπόθεση γιά τήν ἀπαλλαγή τή δήλωση, ἔστω καί ἔμμεση, ὅτι ὁ μαθητής δέν εἶναι Ὀρθόδοξος, γιατί αὐτή παραβιάζει τήν ἀρνητική θρησκευτική ἐλευθερία του. Σύμφωνα ὅμως μέ τή νομολογία τοῦ ΕΔΔΑ ἡ ἀξίωση ἀποκάλυψης, ὄχι μόνο ἔμμεσης ἀλλά καί ἄμεσης, τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τῶν γονέων γίνεται ἀποδεκτή ὅταν ἐξυπηρετοῦνται σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 9,2 τῆς ΕΣΔΑ σκοποί πού προβλέπονται ἀπό τόν νόμο καί ἀποτελοῦν ἀναγκαῖα μέτρα σέ μιά δημοκρατική κοινωνία.

Σέ καμιά δέ ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ δέν γίνεται λόγος, οὔτε νύξη, γιά ἀπαγόρευση τῆς ἔμμεσης ἀποκάλυψης θρησκευτικῶν πεποιθήσεων κατά τή διαδικασία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Ἀντίθετα στήν περίπτωση τοῦ Λουξεμβούργου ἀξιολογεῖται θετικά ἡ ἀπόφαση τῆς κυβέρνησής του νά ἀπαλλάσσονται ἀπό τό μάθημα μόνο ὅσοι ἀνήκουν σέ ὁμολογίες ἤ θρησκεῖες πού δέν διαθέτουν διδακτικές ὧρες στό σχολικό πρόγραμμα καί ὄχι οἱ ἄθεοι, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦν ἐναλλακτικό μάθημα.
Ἡ ἀπαλλαγή ἀπαιτεῖ αἴτηση στό «Ἐθνικό Συμβούλιο Ἠθικῆς καί Κοινωνικῆς ἐκπαίδευσης» τό ὁποῖο καί ἐγκρίνει τίς ἀπαλλαγές.
Στήν αἴτηση δηλώνεται φυσικά τό δόγμα τό ὁποῖο πρεσβεύει ὁ μαθητής. [11]
Βεβαίως τό ΕΔΔΑ σέβεται καί προστατεύει τό δικαίωμα τῆς ἐκδήλωσης τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, στό βαθμό πού αὐτό δέν ἐμποδίζει τό δικαίωμα στήν ἐκπαίδευση.

Γιά παράδειγμα, στήν πρόσφατη ἀπόφαση γιά τή Νορβηγία τό δικαστήριο ἀξιολόγησε τή διαδικασία ἀπαλλαγῆς ἀπό τίς λατρευτικές ἐκδηλώσεις ὡς ἐπαχθῆ καί πολύπλοκη, ἐπειδή ἀπαιτοῦνταν ἀπό τούς γονεῖς νά δώσουν εὔλογη αἰτιολογία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά τεθεῖ ὑπό τήν κρίση τῆς Διεύθυνσης τοῦ σχολείου, χωρίς νά ἔχουν καθοριστεῖ σαφῆ κριτήρια ἀξιολόγησης.
Συμπεραίνοντας θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἡ δήλωση τοῦ μαθητῆ ὅτι δέν εἶναι Χριστιανός Ὀρθόδοξος, πού προβλέπει ἡ ἐγκύκλιος τοῦ 2002, εἶναι ἀπόλυτα συμβατή μέ τή νομολογία τοῦ ΕΔΔΑ.

Ὁ μαθητής στήν προκειμένη περίπτωση δηλώνει ὅτι οἱ πεποιθήσεις του ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος, πού ἔχει Ὀρθόδοξο προσανατολισμό, μέ σκοπό νά θεμελιώσει τό δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς.
Εἶναι ἐπίσης αὐτονόητο ὅτι ἡ πολιτεία ὀφείλει νά προστατεύει τό δικαίωμα τῶν παιδιῶν στή μόρφωση, ὅταν αὐτό προσβάλλεται ἀπό γονεῖς πού ἀπαλλάσσουν τά παιδιά τους γιά λόγους ἄσχετους μέ τίς προϋποθέσεις πού ἀναπτύξαμε.
Κατά συνέπεια οἱ ἀπαλλαγές πού δέν ὀφείλονται σέ λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης ἀλλά σέ ἄλλους λόγους, ὅπως ἡ δυσαρέσκεια γιά τή βαθμολογία, ἡ διαφωνία μέ κάποιο καθηγητή, ἕνα μάθημα λιγότερο κλπ., προσβάλλουν τό δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ στήν ἐκπαίδευση.
Οἱ Θεολόγοι ποτέ δέν ἀρνήθηκαν τήν ἀπαλλαγή γιά λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης.
Αὐτό πού ἀρνοῦνται εἶναι οἱ προσχηματικές ἀπαλλαγές, τίς ὁποῖες ἄλλωστε καί θέλησε νά ἐνθαρρύνει ἡ παρέμβαση τοῦ ΣτΠ, νομίζοντας ὅτι ἔτσι θά πλήξει τό μάθημα.
Τό ἐρώτημα πού τίθεται ἀβίαστα, μέ βάση τά προηγούμενα, εἶναι μέ ποιό πρόσχημα ὁ ΣτΠ ἀνέτρεψε τή δική του ἀπόφαση πού χαρακτήριζε τή λύση τῆς ἐγκυκλίου Γκεσούλη «ὡς τή μόνη ἐφικτή» (ὑπό τό κράτος τῆς νομολογίας).

Ὁ ἴδιος ἐπικαλέστηκε ὡς δικαιολογία, ὄχι βέβαια τήν ἀνύπαρκτη ἀλλαγή τῆς νομολογίας, ἀλλά τήν ἔκδοση μιᾶς ἀπόφασης τοῦ ΕΔΔΑ τοῦ 2008. Ἰσχυρίστηκε συγκεκριμένα ὅτι: «Τό θέμα τῆς ἀπαλλαγῆς ὁδηγεῖται ἀναπόφευκτα πρός ἐπανεξέταση, κάθ᾽ ὅσον πρόσφατα τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (Ἀλεξανδρίδης κατά Ἑλλάδος, ἀπόφαση τῆς 21.2.2008 μέ ἀφορμή τή διαδικασία ἐπιλογῆς μή θρησκευτικοῦ ὅρκου) ἔκρινε ἀθέμιτη τήν ἀξίωση (ἀκόμη καί ἀρνητικῆς) γνωστοποίησης πεποιθήσεων ὡς προϋπόθεση ἄσκησης δικαιώματος». [12]

Γιά τόν ἰσχυρισμό αὐτό θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε τά ἑξῆς: α´. Δέν ὑπῆρξε ἀλλαγή οὔτε τῆς ἑλληνικῆς οὔτε τῆς εὐρωπαϊκῆς νομολογίας, ἀλλά προσωπική ἐκτίμηση τοῦ Συνηγόρου ὅτι αὐτή θά ἀλλάξει μέ κάποια ἀπόφαση πού θά ἐκδοθεῖ στό μέλλον καί θά ἀνατρέπει τή νομολογία τοῦ ΕΔΔΑ.

β´. Ἡ ἐκτίμηση αὐτή δέν εὐσταθεῖ, γιατί ἡ ὑπόθεση τήν ὁποία ἐπικαλέστηκε δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τά Θρησκευτικά καί δέν ἀποτελεῖ πρόκριμα γιά κανενός εἴδους ἐπανεξέταση.
Ἡ ἐπίκληση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων γιά τήν ἁπαλλαγή ἀπό τά Θρησκευτικά εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό ζήτημα ἀπό τή δημόσια δήλωση ἑνός πολίτη, ἐνώπιον τοῦ ἀκροατηρίου τοῦ δικαστηρίου ὅτι δέν εἶναιὈρθόδοξος, προκειμένου νά ὁρκιστεῖ γιά νά ἀποκτήσει ἄδεια ἐπαγγέλματος δικηγόρου.

γ´. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι λίγο πρίν ἀπό τήν ἀπόφαση γιά τόν ὅρκο τοῦ 2008, τό ΕΔΔΑ εἶχε ἐκδώσει, τό 2007, δυό ad hoc ἀποφάσεις γιά τό ζήτημα τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, στίς ὁποῖες ὁ Συνήγορος δέν ἀναφέρεται καθόλου, γιατί εἶναι ἀντίθετες μέ τούς ἰσχυρισμούς του. [13]

Ἀπό τά προηγούμενα ἔγινε νομίζουμε σαφές ὅτι ἡ ἄποψη τοῦ ΣτΠ ὅτι τό ἄρθρ.16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος δημιουργεῖ ὑποχρέωση τῆς πολιτείας νά παρέχει θρησκευτική ἐκπαίδευση, ὄχι ὅμως καί ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν νά τή δέχονται, εἶναι ὄχι μόνο πρόδηλα ἀντισυνταγματική, ἀφοῦ τό Σύνταγμα μιλᾶ γιά καλλιέργεια τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, ἀλλά καί ἀντίθετη τόσο μέ τήν ἑλληνική νομολογία ὅσο καί μέ αὐτήν τοῦ ΕΔΔΑ.

Πράγματι εἶναι ἐξωφρενική ἡ ἄποψη τοῦ Συνηγόρου ὅτι ἀπό τό ὁμολογιακό μάθημα ἀπαλλάσσονται καί οἱ Ὀρθόδοξοι.
Ποιά εἶναι ἡ σύγκρουση θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, πού προϋποτίθεται γιά τήν ἀπαλλαγή;
Ὅσο γιά τόν ἰσχυρισμό Καμίνη ὅτι οἱ μαθητές, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, μποροῦν νά ἐπικαλοῦνται λόγους συνείδησης, θαυμάζει κανείς τήν ἐφευρετικότητα καί τή σοφιστική δεινότητα τοῦ ἀνδρός.
Ἔχει ἀφαιρέσει μάλιστα καί τόν προσδιορισμό «θρησκευτική» ἀπό τόν ὅρο συνείδηση, ὥστε αὐτή νά διευρυνθεῖ τόσο πού νά χωράει τήν ἱστορία, τήν φιλοσοφία καί γενικά ὅλα τα μαθήματα μέ ἀνθρωπιστικό περιεχόμενο.
 Ἄν σᾶς θυμίζουν ὅλα αὐτά τούς σχεδιασμούς γιά τό Νέο Λύκειο, ἔχετε δίκιο !

Συνοψίζοντας, παρατηροῦμε ὅτι οἱ θέσεις τοῦ κ. Καμίνη ἐξελίσσονται, προϊόντος τοῦ χρόνου, ὡς ἑξῆς:
• Τό 2000 θεωρεῖ ὅτι «Ἡδήλωση θρησκεύματος στό σχολεῖο καί ἡ σχετική καταγραφή στό ἀτομικό σχολικό δελτίο τοῦ μαθητῆ δέν εἶναι ἀντισυνταγματική», γιατί ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση σέ περίπτωση πού κάποιος θά θελήσει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τάΘρησκευτικά.

• Τό 2002 θεωρεῖ ὅτι ἡ λύση τῆς ἐγκυκλίου Γκεσούλη εἶναι ἡ μόνη ἐφικτή μέ βάση τή νομολογία (πού ἀπό τότε μέχρι σήμερα δέν ἔχει ἀλλάξει).

• Τό 2007 ἐπικαλεῖται ἐνδεχόμενη μελλοντική ἐπανεξέταση τοῦ θέματος, λόγῳ μιᾶς ἄσχετης μέ τά Θρησκευτικά ἀπόφασης τοῦ ΕΔΔΑ, καί προτείνει τήν ἀνατροπή τῆς μόνης ἐφικτῆς λύσης.
Προτείνει ἐπίσης τήν ἐφαρμογή τῆς ἀπόφασης τῆς ΑΠΔΠΧ τοῦ 2002, μόνο κατά τό ἕνα σκέλος της, πού ἀφορᾶ τό περιεχόμενο τῆς δήλωσης καί ὄχι κατά τό δεύτερο, πού ἀφορᾶ τόν ἔλεγχο τῆς ἀξιοπιστίας της, τό ὁποῖο ἀποσιωπᾶ.
Ἀγνοεῖ ἐπίσης τό γεγονός ὅτι ἡ Ἀρχή δέν ἀναφερόταν στήν ἐγκύκλιο Γκεσούλη καί ὅτι ἡ δήλωση κατʼ ἐπίκλησι τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων δέν δίνει δικαίωμα ἀπαλλαγῆς στούς Ὀρθόδοξους μαθητές, γιʼ αὐτό καί ὁ ἔλεγχος τῆς σοβαρότητάς της.

• Τέλος, τό 2008 ἀνατρέπει τήν ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς, τήν ἑλληνική νομολογία καί τή νομολογία τοῦ ΕΔΔΑ καί ἰσχυρίζεται ὅτι: «Δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα αὐτό (τῶν Θρησκευτικῶν) δέν ἔχουν μόνο οἱ «ἀλλόθρησκοι ἤ ἑτερόδοξοι», ἀλλά ὅλοι οἱ μαθητές, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις».

Τό ἐρώτημα πού προκύπτει ἀπʼ ὅλα αὐτά εἶναι ποιός ἦταν ὁ στόχος ὅλης αὐτῆς τῆς κινητικότητας, τῶν ἀντιφάσεων, τῶν εἰκασιῶν, πού ἀναστάτωσαν καί ἀναστατώνουν τά σχολεῖα.
Ὅπως ἔγινε φανερό ἀπό τά προηγούμενα, ὁ πραγματικός στόχος τοῦ κ. Καμίνη δέν ἦταν ἡ προστασία τοῦ δικαιώματος τῆς ἀπαλλαγῆς, πού ἄλλωστε ἀσκοῦνταν ἐλεύθερα, ἀλλά νά διακηρύξει καί νά ἐμπεδώσει τήν ἀντίληψη ὅτι τά Θρησκευτικά εἶναι μάθημα προαιρετικό, ἔτσι ὥστε νά ἐνθαρρύνει τά παιδιά νά ἀπαλλάσσονται γιά λόγους ἄσχετους μέ τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
 Τό ἐγχείρημα ἀπέτυχε καί τώρα τό λόγο ἔχει τό βαρύ πυροβολικό τοῦ «Νέου Λυκείου».

Θά πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημανθεῖ μέ ἔμφαση ὅτι οἱ ἀπόψεις Καμίνη ἰσχύουν γιά κάθε εἴδους καί χαρακτήρα μάθημα Θρησκευτικῶν καί ἀπόδειξη γιʼαὐτό εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος καί ὅσοι ἀσπάζονται τίς ἀντιλήψεις του ποτέ δέν μίλησαν γιά ὑποχρεωτικό θρησκειολογικό μάθημα.
Ἐάν θεωρηθεῖ ὅτι τό Σύνταγμα δέν δημιουργεῖ τήν ὑποχρέωση ἀποδοχῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης, τότε ὁποιοσδήποτε μαθητής θά μπορεῖ νά ζητᾶ ἀπαλλαγή ἀπό τά Θρησκευτικά γιά λόγους «συνείδησης», ἀνεξάρτητα ἀπό τό περιεχόμενό τους.

Ἐξʼ ἄλλου οἱ ἀντίπαλοι τοῦ μαθήματος γνωρίζουν πολύ καλά ὅτι ἡ ριζική λύση δέν εἶναι τό νά καταστεῖ ὑποχρεωτικό γιά ὅλους, ἀλλά νά καταργηθεῖ.
Αὐτό πού τούς ἐνδιαφέρει δέν εἶναι τόσο τό περιεχόμενο τῶν Θρησκευτικῶν ὅσο ἡ ἴδια ἡ παρουσία τῶν Θεολόγων στό σχολεῖο.
Τέλος, καί γιά τούς πλέον δύσπιστους ὡς πρός τό ἀβάσιμο καί ἀνεδαφικό τῶν ἰσχυρισμῶν Καμίνη, παραθέτουμε, στό τέλος τοῦ κειμένου, τή δήλωση γιά τήν ἐπιλογή τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά γαλλόφωνα σχολεῖα τοῦ Βελγίου.

Παρόμοια δήλωση ἀπαιτεῖται ἀπό τούς γονεῖς σέ πολλές Εὐρω- παϊκές χῶρες, ὅπου τό μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικό-ἐναλλακτικό μέ τήν Ἠθική, καθώς καί σʼ αὐτές πού προσφέρονται πολλά ὁμολογιακά μαθήματα ἤ τό μάθημα εἶναι προαιρετικό.
Μέ τή δήλωση αὐτή ὁ Βέλγος γονέας ἐπιλέγει ὑποχρεωτικά ἕνα ἀπό τά πέντε ὁμολογιακά μαθήματα ἤ τήν μή ὁμολογιακή Ἠθική.
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τά λεγόμενα τοῦ ΣτΠ, αὐτός πού δηλώνει στό Βέλγιο τό μάθημα τῆς Ἠθικῆς ἀποκαλύπτει ἔμμεσα τίς θρησκευτικές του πεποιθήσεις καί μάλιστα πολύ ἀναλυτικά.
Ἀποκαλύπτει δηλαδή ὅτι δέν εἶναι Ρωμαιοκαθολικός, Προτεστάντης, Ὀρθόδοξος, Μουσουλμάνος ἤ Ἑβραῖος.
Ἄν ὑποτεθεῖ δέ ὅτι, κατά τούς εὐσεβεῖς ἤ ἀσεβεῖς πόθους τοῦ Συνηγόρου, μελλοντικά θά «ἐπανεκτιμηθεῖ» τό καθεστώς τῶν ἀπαλλαγῶν ἀπό τό ΕΔΔΑ, ἡ δήλωση αὐτή θά πρέπει νά καταργηθεῖ καί μαζί καί τό μάθημα στή σημερινή του μορφή.
Τό ἴδιο βεβαίως ἰσχύει καί γιά τά περισσότερα εὐρωπαϊκά κράτη. Φυσικά αὐτό δέν πρόκειται νά συμβεῖ, γιατί τά κράτη αὐτά σέβονται τό Σύνταγμά τους, τούς νόμους καί τίς δικαστικές ἀποφάσεις.

Ὅσο γιά τή χώρα μας, ὅπου ἀνθεῖ ἡ φαιδρά πορτοκαλέα καί ἡ ἐκπαιδευτική πολιτική ἀνατρέπεται ξαφνικά, μεσοῦντος τοῦ θέρους, μέ βάση τή μελλοντολογική ἐκτίμηση ἑνός ἰθύνοντος ὅτι «τό θέμα τῆς ἀπαλλαγῆς ὁδηγεῖται ἀναπόφευκτα πρός ἐπανεξέταση».... Ὅλα εἶναι πιθανά!

Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι τά περί ἀρνητικῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας συνιστοῦν ἕνα ἀκόμα πρόσχημα, πού χρησιμοποιεῖται γιά νά καλύψει τή βαθιά ἐπιθυμία ὁρισμένων νά ὑποβαθμίσουν τό Ὀρθόδοξο θεολογικό μάθημα.
Τό κάνουν ὄχι ἀπό ἐμπάθεια ἤ ἰδεολογική ἀντίθεση, ἀφοῦ δέν ἔχουν πιά ἰδεολογία.
Τό κάνουν γιατί ὑπηρετοῦν αὐτούς πού σχεδιάζουν τή «Νέα Ἑλλάδα».
Μιά Ἑλλάδα μέ ἀπαίδευτους καί ἄθρησκους Ἕλληνες. Καί δυστυχῶς βρίσκουν εὐήκοα ὦτα. Τί κρίμα!


Ὑποσημειώσεις

[1]  Τά κείμενα τοῦ ΣτΠ ἔχουν ληφθεῖ ἀπό τήν ἱστοσελίδα www.synigoros. gr.

[2]  Ἐπιστολή τοῦ ΣτΠ πρός τόν Ὑπουργό Ἐθνικῆς Παιδείας & Θρη- σκευμάτων κ. Εὐριπίδη Στυλιανίδη, ἀ.π. 3476/2008, Ἀθήνα, 21. 11.2008.

[3]  ΣτΠ, Δελτίο Τύπου 17.11.2008.

[4]  Γιάννη Κτιστάκι, Θρησκευτική Ἐλευθερία καί Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, Ἀθήνα, 61.

[5]  Πιό συγκεκριμένα, τό ἄρθρο 2Α΄ ΠΠ ὁρίζει τά ἑξῆς: «Οὐδείς δύvαται vά στερηθῆ τoῦ δικαιώματoς ὅπως ἐκπαιδευθῆ.  Πᾶv Κράτoς ἐv τῇ ἀσκήσει τῶv ἀvαλαμβαvoμέvωv ὑπ’ αὐτoῦ καθηκόvτωv ἐπί τoῦ πεδίoυ τῆς μoρφώσεως καί τῆς ἐκπαιδεύσεως θά σέβεται τό δικαίωμα τῶv γovέωv, ὅπως ἑξασφαλίζωσι τήv μόρφωσιv καί ἐκπαίδευσιv ταύτηv συμφώvως πρός τάς ἰδίας αὐτῶv θρησκευτικάς καί φιλoσoφικάς πεπoιθήσεις».

[6] ΕΔΔΑ, ἀποφ. ἐπιτροπῆς,γιά τήν ὑπόθ. Bernard and others v. Luxemburg, 8/9/1993.

[7]  ΕΔ- ΔΑ, ἀπόφ.γιά τήν ὑπόθ. Hasan and Eylem Zengin v. Turkey, 9-10-2007, 66.

[8]  ΕΔΔΑ, ἀπόφ.γιά τήν ὑπόθ. Folgero and others v. Norway, 29-6-2007, 84c.

[9] Ὅ.π, 89.

[10]  ΕΔΔΑ, ἀπόφ. γιά τήν ὑπόθ. Kjeldsen and Others v. Denmark, 7- 12-1976, 52.


[11]  ΕΔΔΑ, ἀπόφ. ἐπιτροπῆς,γιά τήν ὑπόθ. Bernard and others v. Luxemburg, 8/9/1993.

[12] Ἔγγραφο τοῦ Συνηγόρου τοῦ πολίτη πρός τό ΥΠΕΠΘ, ἀρ. πρωτ. 13216.07.23/5 .1.2008.

[13]  ΕΔΔΑ, ἀπόφ.γιά τήν ὑπόθ. Hasan and Eylem Zengin v. Turkey, 9-10- 2007, 66. καί ἀπόφ.γιά τήν ὑπόθ. Folgero and others v. Norway, 29-6-2007


Ορθόδοξος Τύπος 11 & 18/11/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου