Λόγοι Δ΄
Ὁ μισθὸς ἀπὸ τὴν γηροκόμηση
Πῶς κατάντησε ὁ κόσμος! Καὶ στὰ Φάρασα καὶ στὴν Ἤπειρο γηροκομοῦσαν ἀκόμη καὶ τὰ ζῶα. Καλὰ τὰ μουλάρια, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ζῶα ποὺ τὸ κρέας τους τρωγόταν δὲν τὰ ἔσφαζαν. Τὰ γέρικα βόδια λ.χ. μὲ τὰ ὁποῖα ὄργωναν, τὰ σέβονταν, τὰ περιποιοῦνταν, τὰ γηροκομοῦσαν, γιατὶ ἔλεγαν: «Φάγαμε ψωμὶ ἀπὸ αὐτὰ».
Δηλαδὴ τὰ ζῶα ποὺ ἦταν ἐργατικὰ καὶ δούλευαν στὸ χωράφι εἶχαν καλὰ γεράματα. Καὶ τότε οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν τὰ μέσα ποὺ ἔχουν σήμερα. Ἔπρεπε μὲ τὸν χειρόμυλο νὰ ἀλέθουν τὸ ρόβι, νὰ τὸ κάνουν ψιλό, γιὰ νὰ μπορῆ τὸ καημένο τὸ γέρικο βόδι νὰ τὸ φάη. Ὁ σημερινὸς ὅμως κόσμος ξέφυγε· ἀνθρώπους δὲν γηροκομοῦν, ποῦ νὰ γηροκομήσουν τὰ ζῶα!
Ἐγὼ ποτὲ στὴν ζωή μου δὲν αἰσθάνθηκα τόσο καλά, ὅσο ἐκεῖνες τὶς λίγες μέρες ποὺ μοῦ εἶπαν νὰ γηροκομήσω ἕναν Γέροντα. Ἡ γηροκόμηση ἔχει μεγάλο μισθό. Θυμᾶμαι ποὺ ἔλεγαν καὶ γιὰ ἕναν δόκιμο στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ εἶχε φοβερὸ δαιμόνιο καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ γηροκομήση ἕξι γεροντάκια στὸ γηροκομεῖο τῆς Μονῆς.
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν δύσκολα· δὲν εἶχαν εὐκολίες. Φορτωνόταν ὁ καημένος τὰ ροῦχα στὴν πλάτη του μὲ ἕνα ξύλο καὶ τὰ πήγαινε μακριὰ σὲ μιὰ γούρνα, γιὰ νὰ τὰ πλύνη, ἔβαζε ἀλισίβα..... Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο καὶ ἔγινε μοναχός. Γιατί, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ ἴδιος γινόταν θυσία, ἀλλὰ καὶ τὰ γεροντάκια τοῦ ἔδιναν εὐχές.
Πολλὰ ἀνδρόγυνα δυσανασχετοῦν γιὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν στὴν οἰκογένειά τους ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες καὶ τὴν γκρίνια τῶν παππούδων πού γηροκομοῦν. Ξεχνοῦν τὶς ἀταξίες ποὺ ἔκαναν οἱ ἴδιοι ἤ τὴν γκρίνια καὶ τὶς παραξενιὲς ποὺ εἶχαν, ὅταν ἦταν παιδιά. Δὲν θυμοῦνται ποὺ δὲν ἄφηναν τοὺς γονεῖς τους νὰ ἡσυχάσουν μὲ τὰ κλάματα καὶ τὰ καμώματά τους.
Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ συναντοῦν αὐτὲς τὶς δυσκολίες, γιὰ νὰ ξεπληρώσουν κάπως τὶς δικὲς τους ἀταξίες. Τώρα εἶναι ἡ σειρά τους νὰ συμπαρασταθοῦν καὶ νὰ φροντίσουν τοὺς γέρους γονεῖς τους μὲ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς θυσίες ποὺ ἔκαναν ἐκεῖνοι γι’ αὐτούς, ὅταν ἦταν παιδιὰ. Ὅσοι δὲν νιώθουν αὐτὸ τὸ χρέος πρὸς τοὺς γονεῖς τους, θὰ κριθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἄδικοι καὶ ἀχάριστοι.
Καὶ βλέπω ὅτι τὰ βάσανα ποὺ ἔχουν πολλοί κοσμικοὶ μερικὲς φορὲς ὀφείλονται καὶ στὸ ὅτι οἱ γονεῖς τους εἶναι πικραμένοι μαζί τους. Ταλαιπωροῦνται οἱ οἰκογένειες, γιατὶ δὲν φροντίζουν τοὺς παππούδες.
Ὅταν τὴν φουκαριάρα τὴν γριὰ ἤ τὸν καημένο τὸν γέρο τοὺς πᾶνε καὶ τοὺς ἐγκαταλείπουν σὲ ἕνα γηροκομεῖο, τοὺς παίρνουν καὶ τὴν περιουσία, καὶ δὲν χαίρονται τὰ ἐγγονάκια τους, ἀλλὰ πεθαίνουν μὲ καημό, τί εὐλογία θὰ ἔχουν μετὰ τὰ παιδιά;
Μοῦ ἔλεγε σήμερα μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ὅτι ἔχει τέσσερα ἀγόρια παντρεμένα ποὺ μένουν στὸ ἴδιο τετράγωνο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ δῆ, γιατὶ συμβούλεψε μιὰ φορὰ τὶς νυφάδες: «Νὰ ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας, νὰ ἐκκλησιάζεσθε»!
Οὔ, ἔγιναν θηρία! «Νὰ μὴν ξαναπατήσης, τῆς εἶπαν, στὰ σπίτια μας». Πέντε χρόνια εἶχε νὰ δῆ τὰ παιδιὰ της καὶ ἔκλαιγε ἡ καημένη. «Κάνε προσευχή, Πάτερ μου, μοῦ εἶπε, ἔχω καὶ ἐγγονάκια· τοὐλαχιστον νὰ τὰ δῶ στὸν ὕπνο μου».
Ἔ, τί προκοπὴ θὰ ἔχουν μετὰ τὰ παιδιά της;
Κι ἐνῶ ἡ γιαγιὰ στὴν οἰκογένεια εἶναι μεγάλη εὐλογία, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὸ καταλαβαίνουν αὐτό. Συνήθως ὁ ἄνδρας πέφτει πιὸ γρήγορα καὶ τὸν ὑπηρετεῖ ἡ γυναίκα του. Ὅταν πεθάνη ὁ ἄνδρας, τότε, γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνεται ἄχρηστη ἡ γυναίκα, ἄν τὴν παίρνουν τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι τους καὶ φυλάη τὰ ἐγγόνια, αὐτὸ εἶναι πολὺ καλό.
Ἔτσι καὶ αὐτὴ ἀναπαύεται καὶ τὸ ζευγάρι οἰκονομεῖται.
Γιατὶ ἡ μάνα δὲν προφταίνει μὲ τὶς δουλειές της νὰ δώση στὰ παιδιὰ τὴν ἀπαραίτητη στοργή καὶ ἀγάπη. Τὴν δίνει λοιπὸν ἡ γιαγιὰ, γιατὶ ἡ ἡλικία αὐτὴ εἶναι ἡλικία τὴς ἀγάπης καὶ τῆς στοργῆς. Βλέπεις, ὅταν τὸ παιδὶ κάνη ἀταξίες, ἠ γιαγιὰ τὸ χαϊδεύει, ἐνῶ ἡ μάνα τὸ μαλώνει.
Μὲ τὴν φροντίδα τῆς γιαγιᾶς καὶ ἡ μάνα κάνει τὶς δουλείες της, καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν τὰ χάδια καὶ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ ἡ γιαγιὰ ἀναπαύεται μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐγγγονῶν.
Ἔχει μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅποιος κοιτάζει τοὺς γονεῖς του. Μοῦ εἶπε μιὰ μέρα ἕνας νεαρὸς οἰκογενειάρχης: «Γέροντα, σκέφτομαι στὸ σπίτι ποὺ θὰ χτίσω, νὰ κάνω στὸν κάτω ὄροφο δύο διαμερισματάκια γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ πεθερικά μου». Πόσο μὲ συγκίνησε! Πόσες εὐχές τοῦ ἔδωσα!
Ἀπορῶ, πῶς δὲν τὸ καταλαβαίνουν αὐτὸ τὰ ἀνδρόγυνα! Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἦρθε μιὰ γυναίκα καὶ μοῦ εἶπε: «Ἡ μάνα μου, Πάτερ, ἔχει ἡμιπληγία. Βαρέθηκα ὀκτὼ χρόνια νὰ τὴν γυρίζω ἀπὸ ἐδῶ, ἀπὸ ἐκεῖ». Ἀκοῦς; Κόρη νὰ μιλάη ἔτσι γιὰ τὴν μάνα της! «Ἄ, τῆς λέω, εἶναι πολὺ ἁπλό!
Τώρα θά κάνω προσευχὴ νὰ πέσης ἐσὺ ὀκτὼ χρόνια ἀπὸ ἡμιπληγία καὶ νὰ γίνη καλὰ ἡ μάνα σου, γιὰ νὰ σὲ περιποιῆται». «Ὄχι, ὄχι, Πάτερ!», φώναζε. «Τέσσερα χρόνια τοὐλάχιστον, τῆς λέω, τέσσερα χρόνια! Βρέ, δὲν ντρέπεσαι; Ποιό εἶναι προτιμότερο; Νὰ ἔχη κανεὶς τὴν ὑγεία του, νὰ μὴν πονάη καὶ νὰ ὑπηρετῆ ἕναν ἄρρωστο, νὰ ἔχη μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἤ νὰ ὑποφέρη, νὰ μὴν μπορῆ νὰ γυρίση τὸ πόδι του, νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ παρακαλάη: ‘‘φέρε τὴν πάπια, γύρνα με ἀπὸ ἐδῶ, γύρνα με ἀπὸ ἐκεῖ;’’».
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ, συμμαζεύτηκε λίγο.
Ἄν ἔρθουν τὰ παιδιὰ στὴν θέση τῶν γονέων τους ποὺ γέρασαν ἤ ἄν ἔρθη ἡ νύφη στὴν θέση τῆς πεθερᾶς της καὶ σκεφθῆ: «κι ἐγὼ θὰ γεράσω καὶ θὰ γίνω μιὰ μέρα πεθερά· θὰ ἤθελα νὰ μὴ μοῦ δίνη σημασία ἡ νύφη μου;», τότε δὲν θὰ ὑπάρχουν τέτοια προβλήματα.
Ἡ εὐχὴ τῶν γονέων
Ἡ εὐχὴ τῶν γονέων εἶναι ἡ μεγαλύτερη κληρονομιὰ γιὰ τὰ παιδιὰ. Γι’ αὐτὸ νὰ φροντίζουν νὰ ἔχουν τὴν εὐχὴ τῶν γονέων. Δὲν εἶδες ὁ Ἰακώβ, μέχρι ποῦ ἔφθασε, γιὰ νὰ πάρη τὴν εὐλογία τοῦ πατέρα του; Καὶ προβιὰ φόρεσε[11]!.
Εἰδικὰ ἡ εὐχὴ τῆς μητέρας εἶναι μεγάλο πράγμα! Κάποιος ἔλεγε: «Κάθε λόγος τῆς μητέρας μου εἶναι καὶ μιὰ λύρα χρυσή». Νὰ, καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ πόση ἐντύπωση μοῦ ἔκανε κάποιος ἀπὸ τὸ Γιοχάνεσμπουργκ! Ἦρθε στὸ Καλύβι τὸ φθινόπωρο. «Γέροντα, ἡ μάνα μου ἀδιαθέτησε, μοῦ λέει, καὶ ἦρθα νὰ φιλήσω τὸ χέρι της, γιατὶ εἶναι ἡλικιωμένη καὶ μπορεῖ νὰ πεθάνη.
Γιὰ μένα ἡ μεγαλύτερη περιουσία εἶναι ἡ εὐχὴ τῆς μάνας μου». Ἐξῆντα χρονῶν ἄνθρωπος ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Γιοχάνεσμπουργκ καὶ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ φυλήση τὸ χέρι τῆς μάνας του! Καὶ τώρα τέτοια εὐλογία ἔχει, ποὺ σκέφτεται νὰ κάνη ἕνα γηροκομεῖο μεγάλο γιὰ τοὺς κληρικούς καὶ νὰ τὸ χαρίση στὴν Ἐκκλησία.
Δηλαδὴ τὶς εὐλογίες δὲν ἔχει ποῦ νὰ τὶς βάλη κατὰ κάποιον τρόπο. Γιὰ μένα εἶναι φάρμακο μιὰ τέτοια ψυχή. Εἶναι σὰν νὰ εἶμαι στὴν ἔρημο Σαχάρα καὶ νὰ βρίσκω ξαφνικὰ λίγο νερό. Αὐτὰ χάνονται σιγὰ-σιγὰ.
Ἕνας ἄλλος ἦρθε μιὰ μέρα μὲ κλάματα στὸ Καλύβι: «Πάτερ, μὲ καταράστηκε ἡ μάνα μου. Στὸ σπίτι ἔχουμε ὅλο ἀρρώστιες, στενοχώριες, ἡ δουλειά μου δὲν πάει καλά», μοῦ εἶπε. «Κι ἐσὺ δὲν θὰ ἤσουν ἐντάξει, τοῦ λέω. Δὲν μπορεῖ ἡ μάνα σου ἄδικα νὰ σὲ καταράστηκε». «Ναί, μοῦ λέει, ἤμουν κι ἐγώ...». «Νὰ πᾶς νὰ ζητήσης συγχώρηση ἀπὸ τὴν μάνα σου», τοῦ λέω. «Θὰ πάω Πάτερ, μοῦ λέει. Δῶσε μου τὴν εὐχὴ σου». «Τὴν εὐχὴ μου τὴν ἔχεις, τοῦ εἶπα, ἀλλὰ νὰ πάρης καὶ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας σου». «Δύσκολο νὰ μοῦ δώση τὴν εὐχή της», μοῦ λέει: «Νὰ πᾶς, κι ἄν δὲν σοῦ τὴν δώση, νὰ τῆς πῆς: ‘‘μοῦ εἶπε ἕνας Γέροντας πὼς κι ἐσὺ θὰ παραδώσης ψυχή’’». Πῆγε, καὶ ἡ μάνα του τοῦ εὐχήθηκε: «Παιδὶ μου νὰ ἔχης τὴν εὐλογία τοῦ Ἀβραάμ!». Ἦρθε μετὰ ἀπὸ λίγο στὸ Ὄρος μὲ βυσσινάδες, μὲ λουκούμια. Ἦταν γεμάτος χαρά. Τὰ παιδιὰ του ἦταν καλὰ, ἡ δουλειά του πήγαινε καλὰ. Συνέχεια βούρκωνε καὶ ἔλεγε «δόξα τῷ Θεῷ». Ἄλλαξε ὅλη ἡ ζωή του καὶ μιλοῦσε ὅλο πνευματικά. Πόσο μᾶλλον ὅταν κανεὶς ἔχη ἐξ ἀρχῆς σεβασμὸ πρὸς τούς γονεῖς! Πὼς νὰ μὴν ἔχη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ;
11. Βλ. Γεν. κεφ. 27.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 139-144 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.