Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

«Ο Αμερικάνος» Μέρος Γ'. Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



-Μα πόσες φορές στο είπα, Αναγνώστη, βγήκε μέσα από το πορτάκι, κι από το κεφάλι που είχε φανεί εκεί, μια χοντρή φωνή που συμπλήρωνε τα χοντρά του χαρακτηριστικά άνω τελεία δεν θα βάλεις γνώση; Χαλνάς την ησυχία των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο, κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και τι ώρα είναι τώρα;
Ήταν οχτώ και μισή. Ο τραγουδιστής  της τριανδρίας των χαμάληδων, πήρε τον λόγο και με κωμική σοβαρότητα είπε:
-Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση άνω τελεία δεν το καταδεχόμαστε εμείς να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
-Σώπα εσύ, ζώο! φώναξε ο Αναστάσης .
-Τώρα αμέσως καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους , είπε με δυνατή φωνή ο καφεντζής.
-Τέτοια τίμια μούτρα! γέλασε δυνατά και περιφρονητικά από το πορτάκι ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσιπιμόνιες μαζί τους.
-Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση άνω τελεία η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβάλλεις, είπε ο χαμάλης.
Και με σιγανή φωνή μουρμούρισε:
-Το νοίκι το θέλεις σωστό, και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά άνω τελεία να σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πως θα στο πληρώσει;
-Σωπάτε , τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, είπε ο ευσυνείδητος καφετζής άνω τελεία άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλογημένος.
Το κεφάλι με τον άσπρο σκούφο στο μεταξύ είχε γίνει άφαντο από το πορτάκι, ενώ ο μπαρμπ΄ Αναγνώστης ετοιμάστηκε να κλείσει. Οι τρείς χαμάληδες βγήκαν πιασμένοι ο ένας από το χέρι του άλλου και τραγουδώντας. 

Ο ξένος έκανε μια κίνηση αποχαιρετισμού με το κεφάλι, και βγήκε πριν από αυτούς, αλλά ο καφετζής τον φώναξε πίσω και του είπε:
-Και που θα κοιμηθείτε απόψε; Έχετε μέρος να μείνετε; Πού είστε, κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, αλλιώς, αν αγαπάτε, μείνετε εδώ, έχει ζέστη.
-Δεν έχω ύπνο, είπε ο ξένος άνω τελεία εγώ θα φέρω γύρο, και ύστερα, βλέπουμε.
Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.
Αυτή τη φορά, ο Αμερικάνος κατευθύνθηκε σε εκείνη τη συνοικία από άλλο μικρότερο δρομάκι, κι έτσι έβλεπε το σπίτι εκείνο, που ήταν αντικείμενο της έγνοιας του, από την άλλη πλευρά, τη νοτιοδυτική. Απέναντι στο μικρό σπιτάκι, πλάι σε μια γωνιά ενός γειτονικού σπιτιού, ήταν ένας σωρός από ξύλα και πέτρες, αφημένος εκεί ποιος ξέρει πριν πόσα χρόνια σαν από κατεδαφισμένο σπίτι ή από ερείπιο που έχει καταρρεύσει. 
Στην πρόσοψη του μικρού σπιτιού που έβλεπε προς τα εκεί έφεγγε ένα μικρό παράθυρο, με το ένα φύλλο κλειστό, με το άλλο ανοιχτό, και μέσα από το τζάμι μπορούσε κανείς να δει το εσωτερικό, αν ανέβαινε σε κάποιο ύψωμα. Όταν είδε ο ξένος ότι ο δρόμος ήταν έρημος, και δε φαινόταν ούτε σκιά διαβάτη, ανέβηκε ψηλά σε εκείνο το σωρό, και ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, κοίταξε προσεχτικά να δει όσα ήταν μέσα στο μικρό σπίτι. 
Απέναντι στο τζάμι του μικρού παράθυρου με το ένα παραθυρόφυλλο ανοιχτό, ήταν το τζάκι, που έκαιγε με αδύνατη φωτιά, με ένα δαυλό που πετούσε σπίθες, με το καντήλι αναμμένο μπροστά στις ιερές εικόνες εκεί ψηλά. Πλάι στο τζάκι καθόταν μια γυναίκα, νέα ακόμα, όπως φαινόταν, με το κεφάλι στηριγμένο στο χέρι της, συλλογισμένη, θλιμμένη. 
Κουνούσε τα χείλη της, και η φωνή της ψιθύριζε κάτι, κι ο ψίθυρος ήταν ελαφρό σιγαλόφωνο ψιλοτραγούδισμα, με χαμηλή φωνή, καθαρή και παρθενική, αλλά μαραμένη· και στα αφτιά του ξένου έφτασαν καθαρά αυτοί οι δύο στοίχοι:
Αλλοίμονο κι αλλοί-καημός!
Του γεμιτζή ξενιτεμένος…
Ο ξένος ένιωσε πόνο στην καρδιά και δάκρυ στο βλέφαρο. Του ήρθε τότε ξαφνικά να κατεβεί από το σωρό, να τρέξει και να ανέβει στο σπίτι· για να κάνει, τι; Κι αυτός καλά δεν ήξερε. Ωστόσο κρατήθηκε. Την ίδια στιγμή ακούστηκε ελαφρός κρότος στο πάτωμα, τρίξιμο, σαν να ανέβαινε κάποιος μια εσωτερική σκάλα, σαν να κλεινόταν κάποια καταπακτή. 
Μια δεύτερη γυναίκα, καμπουριασμένη, με μαύρη μαντίλα, γερόντισσα, ήρθε κοντά στο τζάκι, κι αφού γονάτισε εκεί μπροστά, έριχνε μικρά ξύλα στη φωτιά. Ήταν η ίδια εκείνη, που είχε δώσει την πεντάρα στα δυο παιδιά και τα είχε εξαποστείλει.
-Δεν συμμαζεύεις το νου σου, θα πω, θυγατέρα; Όλο θα κλαίς πια;… Τι είναι αυτά; Σαν σ’ ακούω θυγατέρα!... ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο, πια… Τι, μοναχή σου είσαι;… Όταν σε γυρεύανε, τότε που ήταν νωρίς, που πήγε στην Αμέρικα ο προκομμένος, γιατί δεν θέλησες κανέναν; Δε σ’ τα ‘λεγα εγώ; Γιατί δεν ακούς την μάνα; Σ’ τα ‘λεγα συνέχεια. 
Τώρα, αν μεγάλωσες, ποιος φταίει; Και είσαι τάχα μονάχη σου; Είν’ άλλες μαγαλύτερες. Το Μυγδαλιώ της Μάχως, και το Κρουσταλλώ της Γιώργαινας, ούτε μπορούν να βγουν μπροστά σου, πάλι εσύ είσαι πιο νέα.
Ο ξένος ήταν όλο αφτιά, και φαινόταν κατά παράδοξο τρόπο να καταλαβαίνει τι έλεγε η γριά, μάλλον από έμπνευση και πληροφορία της συνείδησης, παρά από τα λίγα ελληνικά, όσα φαινόταν να ξέρει.
Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν βήματα και ομιλίες στην άκρη του δρόμου. Δυο άνθρωποι έρχονταν προς τα εδώ. Ο ωτακουστής βιάστηκε να κατέβει από την σκοπιά του και ν’ απομακρυνθεί. Έφτασε στο τέλος του μικρού δρόμου, έστριψε δεξιά και βρέθηκε πάλι στη μικρή πλατεία μπροστά στο ναό των Τριών Ιεραρχών.
Το μικρό καπηλειό, από όπου άρχισε αυτή εδώ η διήγηση, ήταν ακόμα ανοιχτό. Ο Δημήτρης  ο Μπερδές δεν περιφρονούσε τα μικρά κέρδη, δεν θεωρούσε μηδαμινή καμία πεντάρα, ούτε δίλεπτο. Αυτά τα έλεγε «μικρά δολώματα». Τα άλλα, όσα έβγαζε το βράδυ, τα έλεγε «παραγαδίσια». 
Ό,τι  βγάλει κανείς, έλεγε, ή με σύρτη, ή με πεζόβολο, καλό είναι. 
Περιποιόταν τον κλητήρα και τους χωροφύλακες, κερνούσε νερωμένο κρασί τη νυχτερινή περίπολο ή πολιτοφυλακή και τον άφηναν να έχει ανοιχτό το μαγαζί του και ως τις έντεκα. Έβρισκαν μάλιστα μεγαλύτερη ζέστη να κάθονται εκεί, παρά να τριγυρίζουν μέσα στη μικρή πολιτεία και να κρυώνουν.
Εκείνη την ώρα ο μαγαζάτορας στεκόταν στον μπάγκο του και μετρούσε δεκάρες, εικοσιπενταράκια του Όθωνα και σφάντζικα. Το παιδί του μαγαζιού, ο Χρήστος, με την ποδιά γυροδεμένη σχεδόν κάτω από τις μασχάλες, κοιμόταν όρθιο, με το κεφάλι του να γέρνει, σαν μικρή φελούκα με δυο κουπιά, που τη σαλεύει ο ελαφρός νοτιάς στα πλάγια της αγκυροβολημένης μπρατσέρας. 
Πότε πότε ξυπνούσε απότομα από το αφεντικό που χτυπούσε το πόδι στο πάτωμα, καθώς ξαναφώναζε με δυνατότερη φωνή τις παραγγελίες των θαμώνων για κεράσματα. Και τότε, σαν να υπνοβατούσε, περπατούσε, έβαζε τα ποτά, έπαιρνε τις δεκάρες, τις έριχνε μηχανικά στον μπάγκο, και γύριζε πίσω να συνεχίσει τον ύπνο του.
Με φασαρία από χορούς, με φωνές και αλαλαγμούς, όρμησε μέσα στο καπηλειό η εύθυμη συντεχνία των τριών χαμάληδων της πόλης, αφού τους έδιωξαν από το καφενείο του μπαρμπ’  Αναγνώστη. Ο ένας από τους τρεις, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σερβομακεδονικής καταγωγής, έκανε την αρκούδα, και χόρευε, ο δεύτερος, εκείνος που έλεγε πριν τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκανε τον αρκουδιάρη. 
Δεν ήταν, βέβαια, ακόμα Απόκριες, αλλά αφού αύριο ξημέρωναν Χριστούγεννα, μετά τα Χριστούγεννα «Άις Βασίλης έρχεται», μετά τον Άι Βασίλη τα Φώτα, και μετά τα Φώτα μπαίνει το Τριώδιο. Ο τρίτος και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, με τριχωτό στήθος, ξυπόλυτος, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένο λίγο κάτω από το γόνατο, ίσως από την μακρόχρονη συνήθεια να μπαίνει στη θάλασσα ως το γόνατο για να ξεφορτώσει τα μικρά πλοία, δεν έπαυε να συλλογίζεται τον Αμερικάνο. «Μες στο νου μου γυρίζει», έλεγε.

Αλλά να που ύστερα από λίγο μπήκε εκείνος γύρω από τον οποίον στρέφονταν οι σκέψεις του. Πήγε ίσια στον μπάγκο, παράγγειλε ρούμι, κι έριξε ένα ασημένιο σελίνι πάνω στη λαμαρίνα του μπάγκου. Ο Μπερδές το πήρε.
-Πόσα πάει αυτό;
Ο Αμερικάνος κούνησε αδιάφορα το χέρι του και είπε:
-Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
-Αυτό δεν είναι σύμφωνο με τη μονέδα μας και δεν περνάει, είπε ο μαγαζάτορας· αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
-Άι ντον’ τ κέαρ, μουρμούρισε ο Αμερικάνος. Κι έπειτα είπε στα ελληνικά: Δε με μέλει εμένα αυτό.
Ο Μπερδές του έδωσε ρέστα ενενήντα πέντε λεπτά.
Στο μεταξύ ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαψε να κοιτάζει τον άγνωστο. Τη στιγμή εκείνη στράφηκε σε όσους βρίσκονταν μέσα στο καπηλειό και είπε δυνατά:
-Βρε παιδιά, θυμάστε, κανένας από σας, το Γιάννη του μπαρμπα- Στάθη του Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;
Όταν άκουσε το όνομα αυτό ο ξένος τινάχτηκε από τη θέση του κι άθελά του στράφηκε σε αυτόν που μιλούσε. Ωστόσο κρατήθηκε, προσπάθησε να φανεί αδιάφορος και ήρθε και κάθισε κοντά του σε μια γωνιά του καπηλειού. Άναψε ένα πούρο και κάπνιζε.


«Ο Αμερικάνος» Μέρος Α'
 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα 
       για παιδιά και νέους
         Εκδόσεις Άγκυρα
             σελ. 57-65
 
συνεχίζεται (στο τελευταίο)
________________

Για να διαβάσετε τα προηγούμενα πατήστε: 
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  


Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία/Διονυσία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου