Ὁ Μιχαήλ
Ὄλ’ αὐτά ὁ π. Ἀρσένιος τά ἔβλεπε καί τά καταλάβαινε. Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ἑτοιμοθάνατου μοναχοῦ του ἔδειχνε, πώς ἕνας ἄνθρωπος μέ βαθειά πίστη μπορεῖ νά μείνει κοντά στό Θεό ἀκόμα καί κάτω ἀπό τίς πιό ἀντίξοες περιστάσεις, ἀκόμα καί σέ καιρούς τόσο χαλεπούς ὅσο καί οἱ δικοί τους, μέ τούς ἐπαναστατικούς ἀναβρασμούς, τή σταλινική προσωπολατρία, τίς προβληματικές ἀνθρώπινες σχέσεις, τήν ἐπίσημη κρατική ἀθεία, τό γενικό ποδοπάτημα τῆς πίστεως, τήν ἠθική κατάπτωση, τή διαρκῆ ἀστυνόμευση καί τίς καταδόσεις, τήν ἔλλειψη πνευματικῶν ὀδηγών.
Μήτε σέ σκήτη μήτε σέ μοναστήρι μακρινό συνάντησε ὁ Μιχαήλ τόν Θεό, ἄλλα μέσε στήν τύρβη τῆς ζωῆς, στή λάσπη τοῦ κόσμου, στή σκληρή πάλη μέ τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Συστηματική πνευματική καθοδήγηση δέν εἶχε δεχτεῖ.
Συμπτωματικά μόνο εἶχε συναντήσει τρεῖς-τέσσερις ἱερεῖς καί εἶχε μιλήσει μαζί τους γιά πνευματικά θέματα. Γιά ἕνα χρόνο ἐπίσης εἶχε στενή καί εὐφρόσυνη ἐπικοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, πού τόν ἔκειρε μοναχό.
Ἀκολούθησαν δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ καλοῦ ἐκείνου ἐπισκόπου. Κι ὕστερα δέν ἀπόμεινε στό Μιχαήλ παρά μόνο ὁ φλογερός, ὁ ἀπερίγραπτος πόθος του νά πλησιάζει ὅλο καί πιό κοντά στόν Κύριο.
-Ἀκολούθησα ἄραγε τό δρόμο τῆς πίστεως; Πορευόμουνα σωστά πρός τόν Θεό; Ἤ μήπως λοξοδρόμησα; Δέν ξέρω…, ἀναρωτήθηκε μέ ἀγωνία.
Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε, πώς ὄχι μόνο δέν εἶχε ξεφύγει ἀπό τό δρόμο πού τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλ’ ἀπενατίας εἶχε προχωρήσει πολύ σ’ αὐτόν τό δρόμο, ξεπερνώντας καί τούς ὁδηγούς του.
Ἡ ζωή τοῦ Μιχαήλ ἐμοίαζε μέ πόλεμο, πόλεμο πολύχρονο γιά πνευματική καί ἠθική τελείωση μέσα στή μεγάλη θλίψη τοῦ κόσμου τούτου. Καί ὁ π. Ἀρσένιος διαισθανόταν, ὅτι ὁ ἀγωνιστής μοναχός εἶχε νικήσει σ’ αὐτόν τόν πόλεμο, πού ἔκανε μόνος ἐνάντια στό πολύμορφο κακό.
Ζώντας ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἀφοσιώθηκε στήν ἐπιτέλεση καλῶν ἔργων στό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Εἶχε κλείσει μέσα στήν καρδιά του σάν ἀναμμένη λαμπάδα τά ἀποστολικά λόγια: «Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε, καί οὕτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε ὅλο τό πνευματικό μεγαλεῖο του Μιχαήλ καί συνάμα συναισθανόταν τήν δική του ἀναξιότητα. Μέ θέρμη ζητοῦσε ἀπό τό Θεό ἐνίσχυση, γιά ν’ ἀνακουφίσει τό μοναχό στίς τελευταῖες του στιγμές.
Ὅταν πιά ὁ Μιχαήλ εἶχε παραδώσει στόν π. Ἀρσένιο, καί μέσω ἐκείνου στό Θεό, ὅλα ὅσα τόν βάραιναν, κοίταξε ἐρωτηματικά τόν ἱερέα, πού πῆρε τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του.
Κι ἐκεῖνος, τρέμοντας, ψέλλισε τή συγχωρητική εὐχή. Μόλις τελείωσε, μή μπορώντας νά συγκρατηθεῖ ἄλλο, ξέσπασε σέ λυγμούς.
-Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ἠρεμῆστε… Ἦρθε ἡ ὥρα πού θέλησε ὁ Θεός… Νά προσεύχεσθε γιά μένα, ὅσο θά ζεῖτε σ’ αὐτή τή γῆ. Ἔχετε ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σας… Σᾶς παρακαλῶ, πάρτε τό κασκέτο μου.
Ἐκεῖ μέσα, κάτω ἀπ’ τόν ἀριθμό, ὑπάρχει ἕνα σημείωμα γιά δύο ἀνθρώπους μέ μεγάλη ψυχή καί πίστη. Εἶναι γραμμένες καί οἱ διευθύνσεις τους. Ὅταν βρεῖτε τήν ἐλευθερία σας, νά τούς τό πάτε. Σᾶς χρειάζονται καί τούς χρειάζεστε… Ράψτε πάλι τόν ἀριθμό στό κασκέτο. Καί παρακαλέστε τόν Κύριο γιά τήν ψυχή τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ…
Σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, λές καί ἦταν μόνοι. Σάν νά εἶχαν γίνει πολύ μακρινά ὅλα- ὁ θάλαμος, οἱ κρατούμενοι, οἱ συνθῆκες καί ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ στρατοπέδου. Ἦταν καί οἱ δύο βυθισμένοι στήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στήν καρφιακή προσευχή καί στήν ἡσυχία τῆς ἐσωτερικῆς μονώσεως, πού τούς ἔφερνε νοερά ἐνώπιόν του Κυρίου.
Ὅτι τούς βασάνιζε ὅτι τούς ἀνησυχοῦσε, ὅτι τούς κρατοῦσε δεμένους στή γῆ, εἶχε χαθεῖ. Ὑπῆρχε μόνο ὁ Θεός. Καί τώρα ὁ ἕνας πήγαινε νά Τόν συναντήσει, ἐνῶ ὁ ἄλλος γινόταν μάρτυρας τοῦ μεγάλου μυστηρίου τοῦ θανάτου.
Ὁ Μιχαήλ κρατώντας σφιχτά τό χέρι τοῦ π. Ἀρσένιου, προσευχόταν. Καί προσευχόταν μέ τόση αὐτοσυκγέντρωση, ὥστε εἶχε ἀποξενωθεῖ ἐντελῶς ἀπό τό περιβάλλον. Ὁ π. Ἀρσένιος πάλι, ἀποδιώχνοντας κάθε ἄλλο λογισμό, τόν ἀκολουθοῦσε μέ ὑπομονή καί εὐλάβεια στήν προσευχή του.
Καί νά! Ἦρθε ἡ στιγμή τῆς «ἐξόδου». Τά μάτια τοῦ ἐτοιμαθάνατου φωτίστηκαν ἀπό μία ἤρεμη ἔκσταση. Μέ φωνή πού μόλις ἀκούγονταν, ψιθύρισε:
-«Μή ἀπορρίψης μέ Κύριε»…
Ἀνασηκώθηκε στό κρεβάτι, ἅπλωσε μπροστά τά χέρια καί εἶπε δυνατά:
-Κύριε! Κύριε!
Ἔκανε νά ἀνασηκωθεῖ περισσότερο, ἀλλ’ ἀμέσως ἔπεσε ἀνάσκελα κι ἔμεινε ἀκίνητος. Στήν ὄψη τοῦ ζωγραφίστηκε μία εἰρηνική ἔκφραση, ἐνῶ τά μάτια του, λαμπερά κι ἐκστατικά ἀκόμα, κοίταζαν ψηλά. Ἡ ψυχή τοῦ εἶχε ἐγκαταλείψει τό σῶμα.
Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος, ἔπεσε στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται, νά προσεύχεται ὄχι ἱκετευτικά, γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ, ἀλλά δοξολογικᾶ καί εὐχαριστιακά, γιά τό μεγάλο δῶρο πού τοῦ ἔκανε τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ: Νά παραβρεθεῖ στό πιό φοβερό καί πιό ἀκατάληπτο μυστήριο- τό θάνατο ἑνός δικαίου!
Σηκώθηκε κι ἔσκυψε πάνω ἀπό τόν νεκρό. Εἶδε τό φῶς τῶν ἀνοιχτῶν ματιῶν του νά σβήνει σιγά-σιγά καί νά δίνει τήν θέση του σέ μία ἀμυδρή καταχνιά. Τά βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά. Τό πρόσωπο καλύφθηκε ἀπό μία σκιά, πού τό ἔκανε ἐπιβλητικό, ἱλαρό καί γαλήνιο.
Σκυμμένος πάνω ἀπό τό λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσεύχοταν. Μολονότι εἶχε γίνει μάρτυρας τοῦ θανάτου αὐτοῦ του μοναχοῦ, δέν ἐνίωθε λύπη. Ἀπεναντίας, τόν πλημμύριζαν ἡ εἰρήνη καί ἡ χαρά. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο. Εἶχε γνωρίσει τό ἔλεος καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Προσεκτικά τακτοποίησε τά ροῦχα τοῦ νεκροῦ κι ἔβαλε μετάνοια μπροστά του. Τότε μόλις συνειδητοποίησε ὅτι βρισκόταν σέ ἕναν θάλαμο Στρατοπέδου Εἰδικοῦ Καθεστῶτος. Σάν ἀστραπή πέρασε ἀπό τό μυαλό του ἡ σκέψη: Αὐτό τό στρατόπεδο εἶχε δεχθεῖ μία θεία ἐπίσκεψη, τόν ἴδιο τόν Κύριο, πού παρέλαβε τήν ψυχή τοῦ Μιχαήλ.
Λίγη ὥρα ἔμενε ὡς τό ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τό κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, ξήλωσε τόν ἀριθμό καί πῆρε τό κρυμμένο σημείωμα. Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία θά τό ἕραβε μέσα στό δικό του κασκέτο.
Πῆγε στόν ὑπεύθυνό του θαλάμου καί τόν ἐνημέρωσε γιά τό θάνατο. Ἐκεῖνος, ἀπό τούς βετεράνους ἐγκληματίες, ρώτησε τόν ἀριθμό τοῦ νεκροῦ καί ἔδειξε κάποια συμπάθεια.
Ὁ θάλαμος ξεκλειδώθηκε. Οἱ κρατούμενοι βγῆκαν τρέχοντας καί μπῆκαν στήν γραμμή γιά τήν ἐπιθεώρηση. Ὁ ὑπεύθυνός του θαλάμου πλησίασε τούς ἐπόπτες καί ἀνέφερε:
-Ἔχουμε κάποιον νεκρό, τόν Β-382.
Ἕνας ἐπόπτης μπῆκε στό θάλαμο, κοίταξε τόν νεκρό, τόν σκούντησε μέ τήν μύτη τῆς μπότας του καί βγῆκε.
Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφτασε ἕνα ἕλκηθρο ἀπό τόν ὑγειονομικό σταθμό. Κατέβηκε ὁ γιατρός. Μπῆκε μέσα, ἔριξε μία ἀδιάφορη ματιά στό πτῶμα, σήκωσε τό ἕνα βλέφαρο μέ τό γαντοφορεμένο χέρι του καί κάνοντας ἕναν μορφασμό ἀπέχθειας, εἶπε στόν κρατούμενο ὑπηρεσίας:
-Γρήγορα πάρτε τόν!
Στό ἕλκηθρο βρίσκοταν ἤδη μερικά πτώματα κοκαλωμένα ἀπό τό κρύο. Τό σῶμα τοῦ Μιχαήλ μεταφέρθηκε ἔξω καί τοποθετήθηκε πάνω στά ἄλλα. Ὁ ὁδηγός, πατώντας σέ αὐτά ἀνέβηκε στή θέση του.
Παγωνιά καί ἡσυχία παντοῦ… Τό ψιλό χιόνι, καθώς ἔπεφτε στά πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλιωνε ἀργά-θαρροῦσες πώς ἔκλαιγαν.
Κοντά στήν παράγκα οἱ ἐπόπτες συζητοῦσαν μέ τό γιατρό καί τόν κρατούμενο ὑπηρεσίας. Λίγο πιό πέρα ὁ π. Ἀρσένιος, μέ τά χέρια κολλημένα στό στῆθος, προσευχόταν σιωπηλά.
Τό ἕλκηθρο ξεκίνησε. Ὁ μπάτουσκα ἔβαλε βαθειά μετάνοια, σταύρωσε τούς νεκρούς καί μπῆκε στό θάλαμο.
Ὁ ὁδηγός τίναξε μέ βρισιές τά γκέμια κι ἔκανε τά ἄλογα νά προχωρήσουν. Τό ἕλκηθρο, γλιστρώντας ἀργά, χάθηκε σύντομα πίσω ἀπό τήν παράγκα.
Ἀπό το βιβλίο
π. Ἀρσένιος ο κατάδικος ''ΖΕΚ - 18376''
(σελ.112--123)
Εκδόσεις Ἱεράς Μονής Παρακλήτου
Μεταφορά στό Διαδίκτυο - Ἐπιμέλεια κειμένου : Ἀναβάσεις
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Π.Αρσένιος ο Κατάδικος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.