Ἀπομαγνητοφωνημένη ( με κάποιες τροποποιήσεις ) ὁμιλία, εἰς την Θεολογικήν Σχολήν Ἀθηνῶν, μετά τήν τέλεσιν τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μ. Ἀποδείπνου, τῆ Ἁγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστῆ τοῦ ἔτους 1988.
Ἡ φιλαυτία φέρει τήν ὀκνηρία στόν
πνευματικό ἀγῶνα, τήν ὀλιγοπιστία καί τήν πλάνη
Ἄλλο ἀποτέλεσμα τῆς φιλαυτίας εἶναι
ὅτι προκαλεῖ ὀκνηρία στόν πνευματικό ἀγώνα. Εἴδατε; Πολλές φορές δέν ἔχομε διάθεσι
νά ἀγωνισθοῦμε, δέν ἔχομε διάθεση νά προσευχηθοῦμε, νά σταθοῦμε στήν Ἐκκλησία,
νά κάνουμε τά πνευματικά μας καθήκοντα.
Τῆς φιλαυτίας εἶναι καί αὐτό. Ἀκοῦτε τί
ὡραῖα τό λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, κατά μετάφρασι τοῦ ἁγίου
Νικοδήμου: «Κανένα πρᾶγμα δέν κάνει τόσο παραλελυμένην, ὀκνηρήν καί πεπωρωμένην
καί ἀνόητον τήν ψυχήν τοῦ ἐναρέτου, ὡσάν τήν φιλαυτίαν, ἤγουν τήν ἄλογον φιλίαν
τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ ὁποία εἶναι μητέρα καί αἰτία καί τροφός τῶν παθῶν, διατί αὐτή
προτιμᾶ περισσότερον ἀπό τούς κόπους τῆς ἀρετῆς τήν ἀνάπαυσιν τοῦ σώματος καί
νομίζει διά γνῶσιν τό νά ὑγιαίνη τό κορμί, πάρεξ νά κοπιάζῃ εἰς τά ἔργα τῆς ἀρετῆς
θεληματικῶς, καί μάλιστα εἰς τούς ὀλίγους καί εὐλόγους ἱδρῶτας τῶν ἐντολῶν, καί
μέ τοῦτον τόν τρόπον προξενεῖ μεγάλην ὀκνηρίαν καί ἀδυναμίαν εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἠσυχαστοῦ
καί δυναμώνει τήν παραλυσίαν εἰς τά ἔργα τῆς ἀσκήσεως τόσον, ὁπού τόν κάνει εὐπολέμητον».
Ἀλλά καί ἡ ἀπιστία καί ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ πλάνη, καί αὐτά ἀποτελέσματα τῆς
φιλαυτίας εἶναι: «Κυρίως ὅσοι εἶναι πράγματι σαρκικοί ἄνθρωποι καί ἐπιθυμοῦν
τήν φιλαυτία, εἶναι πάντοτε δοῦλοι τῆς ἡδονῆς καί τῆς κενοδοξίας, σ’ αὐτούς εἶναι
ριζωμένος ὁ φθόνος…καί δέν δέχονται οὔτε πιστεύουν τά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὔτε
μποροῦν νά δοῦν ἡ νά γνωρίσουν τόν Θεό λόγω ὀλιγοπιστίας».
Οὔτε τόν Θεόν λοιπόν
μποροῦν νά δεχτοῦν, ἀφοῦ ἔχουν τόν ἑαυτό τους γιά Θεό. Μπορεῖ ὁ φίλαυτος νά
πιστεύῃ στόν Θεό εἰλικρινά, ἐάν ἔχῃ τόν ἑαυτό του γιά Θεό; Καί αὐτό δέν εἶναι
ποῦ ἔχομε πάθει σήμερα; Αὐτή ἡ αὐτονομία, ποῦ εἶναι καί ἀνθρωποκεντρισμός καί οὐμανισμός,
ποῦ εἶναι τό πνεῦμα τοῦ αἰῶνος τούτου, ἐδῶ δέν ἔχουν τήν ρίζα τους; Στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος
κάνει τόν ἑαυτό τοῦ θεό;
Ἡ φιλαυτία εἶναι νέκρωσις τῆς
θείας ζωῆς καί ὄχημα τοῦ διαβόλου
Καί προχωροῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἡ
φιλαυτία εἶναι νέκρωσις τῆς θείας ζωῆς. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει:
«Φοβερόν ὄντως καί πάσης κατακρίσεως ὑπερέκεινα, τό, τήν δοθεῖσαν ἠμίν παρά Θεοῦ
κατά τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἑκουσίως νεκρῶσαι ζωήν, διά τῆς πρός τά
φθειρόμενα ἀγάπης, καί ἴσασι πάντως τοῦτον τόν φόβον, οἱ τήν ἀλήθειαν τῆς
φιλαυτίας προτιμᾶν μελετήσαντες».
Φοβερό πράγμα! Τήν θεία ζωή, πού μᾶς ἔδωσε ὁ
Θεός δωρεάν, ἐμεῖς ἑκουσίως νά τήν νεκρώνουμε διά τῆς ἀγάπης τῶν φθειρομένων
πραγμάτων πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φιλαυτίας. Βλέπετε λοιπόν; Φιλαυτία εἶναι ἑκούσιος
νέκρωσις τῆς ἐν ἠμίν θείας ζωῆς, πού εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Χωρίς τήν φιλαυτία ὁ διάβολος δέν
μπορεῖ νά βλάψῃ τόν ἄνθρωπο. Τό παραθυράκι πού ἀνοίγομε καί μπαίνει ὁ διάβολος
καί μᾶς βλάπτει εἶναι ἡ φιλαυτία. Ὅπου δέν ὑπάρχει φιλαυτία, ὁ διάβολος δέν ἔχει
καμία ἐξουσία. Δία τῆς φιλαυτίας εἰσέρχεται καί μᾶς πειράζει. Λέγει ὁ ἅγιος
Νικόδημος: «Ἐάν δέ ἐσύ κολακεύῃς καί ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου ἀτακτως, καί ἔξω ἀπό ἐκεῖνο
ὅπου τοῦ πρέπει, ἀλλοίμονον εἰς ἐσέ.
Ἐσύ ἔτσι δέν θέλεις δυνηθῆ οὔτε νά κοπιάσῃς,
οὔτε νά θλιβῆς, οὔτε νά κακοπάθησῃς, οὔτε πειρασμόν νά ὑπομείνης, οὔτε νά ὑποταχθῆς
μέχρι θανάτου εἰς τό θέλημα καί εἰς τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου, καθώς ἀπαιτεῖ τό ἐπάγγελμα
τοῦ Χριστιανοῦ, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, ἐσύ ἐάν ἦσαι φίλαυτος καί ἀγαπᾶς τόν ἑαυτόν
σου, μισεῖς τή ἀληθεία τόν ἑαυτόν σου, καί θέλεις ἀπολέσει αὐτόν, ἐάν δέ μισῆς
τόν ἑαυτόν σου, ἀγαπᾶς τή ἀλήθεια τόν ἑαυτόν σου καί θέλεις σώσει αὐτόν, καθώς
εἶπεν ὁ Κύριος “ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ, ἀπολέσει αὐτήν, καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν
αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτω, εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν”.
Διά τοῦτο ὅλοι οἱ θεῖοι
Πατέρες συμφώνως λέγουσιν, ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ρίζα καί ἡ πηγή ὅλων ὁμοῦ τῶν
κακιῶν καί τῶν παθῶν, καί χωρίς αὐτήν μόνος ὁ διάβολος δέν δύναται νά βλάψῃ τόν
ἄνθρωπον οὐδέ τό παραμικρόν…».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριευθῆ ἀπό τήν φιλαυτίαν,
χωρίζεται ἀπό τόν Θεό, καί τότε πολύ συχνά καταντᾶ «εἰς ἀπόγνωσιν καί τελείαν ἀπώλειαν
καί ἔκπτωσιν ἀπό Θεοῦ καί ὁμοίωσιν τῶν δαιμόνων». Δηλαδή, μέ τήν φιλαυτία ὁ ἄνθρωπος
ἀντί νά γίνῃ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, γίνεται καθ’ ὁμοίωσιν τῶν διαμόνων. Διότι
αὐτή ἡ φιλαυτία ἦταν πού ἐγκρέμισε καί τούς ἀγγέλους καί τούς ἔκανε δαίμονες.
Ἡ ὑπέρβασις τῆς φιλαυτίας
Ἀπό ὅσα λοιπόν εἴπαμε εἶναι φανερό
ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ἀρρώστια μας, ἀπό τήν ὁποία ἐάν δέν θεραπευθοῦμε, δέν
μποροῦμε νά ὑγιάνουμε πνευματικά, οὔτε μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, οὔτε νά
προχωρήσουμε στήν θέωσι, πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας. Ἄρα λοιπόν,
περιεχόμενο τοῦ ἀγῶνος τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι ἡ ὑπέρβασις τῆς
φιλαυτίας, πῶς θά ἀγωνισθοῦμε κατά τῆς φιλαυτίας.
Γι’ αὐτό ἄλλωστε ὑπάρχει ἡ εὐλογημένη
ἄσκησις στήν Ἐκκλησία μας, γιά νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό αὐτή τήν ἀρρώστια, καί ἐλευθερούμενοι
νά μπορέσουμε νά προσφερθοῦμε στόν Θεό καί νά παύσουμε νά εἴμαστε φίλαυτοι, νά
γίνουμε φιλόθεοι καί φιλάδελφοι. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καί αὐτές τίς
περιόδους, ὅπως εἶναι τώρα ἡ περίοδος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ὅλος
ὁ ἀγώνας τῆς Σαρακοστῆς, μέ τήν νηστεία, μέ τίς μετάνοιες, μέ τίς μακρές
προσευχές, μέ τίς ὀρθοστασίες, μέ τίς ἀγρυπνίες, ὅλα ἐκεῖ ἀποβλέπουν, πώς θά
μπορέσουμε σιγά-σιγά νά ξεπεράσουμε τήν φιλαυτία καί νά φθάσουμε τήν φιλοθεΐα
καί τήν φιλαδελφία. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἐπειδή εἶναι στοργική μητέρα, μᾶς παιδαγωγεῖ.
Καί ἄν προσέξουμε τά γράμματα πού διαβάζουμε τώρα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅλη τήν ἀσκητική παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, κατά βάθος εἶναι μία ἀγωγή πού δίνει ἡ Ἐκκλησία στά παιδιά της, νά ξεπεράσουν τήν φιλαυτία.
Καί ἄν προσέξουμε τά γράμματα πού διαβάζουμε τώρα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅλη τήν ἀσκητική παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, κατά βάθος εἶναι μία ἀγωγή πού δίνει ἡ Ἐκκλησία στά παιδιά της, νά ξεπεράσουν τήν φιλαυτία.
Καί αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀσκήσεως
κατά τῆς φιλαυτίας εἶχε καί ἔχει ἐνστερνισθῆ ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας. Τό βλέπουμε
αὐτό μέσα ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ μας, μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή του.
Βέβαια σήμερα τά χάνουμε αὐτά
σιγά-σιγά, γιατί ἐκκοσμικευόμεθα, ἀλλά ὅσο ὁ λαός μας ἦταν Ὀρθόδοξος τά κρατοῦσε.
Δέν ξέρω, ἄν θυμᾶστε, στά γραπτά τοῦ Μακρυγιάννη ἀναφέρεται, πῶς τοῦ ἔμαθαν οἱ
γονεῖς του «ἀπό ἑνοῦ χρονοῦ παιδί» νά κάνῃ μετάνοιες. Τοῦ ἔλεγαν: «Κάνε
μετάνοιες νά πιάσῃς περδικόπουλα».
Καί ἐκεῖνος ἔκανε μετάνοιες, γιά νά πιάσῃ τά
περδικόπουλα. Τοῦ τά ἔφερναν οἱ γονεῖς του καί τοῦ ἔλεγαν: «Γιά, ἔκαμες
μετάνοιες καί τἄπιασες». Καί ἔτσι σιγά-σιγά ἔμαθε νά κάνῃ μετάνοιες. Καί ἔφτασε
νά λέῃ μετά, ὅτι ὑπῆρχε ἡμέρα πού ἔκανε καί τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες. Ἐνῶ ἦταν
πληγωμένος στό σῶμα του, μεγάλος πιά, ἔφθασε νά κάνῃ καί τρεῖς χιλιάδες
μετάνοιες. Ἄλλοτε γιά νά εὐχαριστήσῃ τόν Θεό, ἄλλοτε νά τόν παρακαλέση γιά τό
Γένος, πού περνοῦσε μεγάλες δυσκολίες. Φαίνεται στήν ζωή τοῦ Μακρυγιάννη αὐτό
τό ἀσκητικό πνεῦμα πού τόν διέκρινε.
Τό ἴδιο καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Ἄν προσέξουμε, θά δοῦμε ὅτι τό κήρυγμά του εἶναι μία πρόσκλησι τῶν ἀνθρώπων νά
ξεπεράσουν τήν φιλαυτία, νά ζήσουν τήν ἀσκητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στήν ὁποία
νικᾶται ἡ φιλαυτία.
Πρέπει βέβαια νά τονίσουμε, ὅτι ἡ
φιλαυτία δέν εἶναι κάτι πού θά νικηθῆ ἀπό τήν μία ὥρα στήν ἄλλη. Εἶναι τόσο
βαθειά ἡ ἀρρώστια αὐτή ριζωμένη μέσα μας, ὅπως ξέρουμε ὅλοι ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὥστε
πρέπει σέ ὅλη τήν ζωή μας νά ἀγωνιζόμαστε κατά τῆς φιλαυτίας. Δέν μπορεῖ νά πῆ
κανείς ὅτι “τώρα ξεπέρασα τήν φιλαυτία καί εἶμαι φιλόθεος καί φιλάδελφος”. Οἱ
ρίζες εἶναι πολλές μέσα μας. Σάν τήν λερναία ὕδρα εἶναι. Ἕνα κεφάλι κόβουμε,
δέκα βγαίνουν.
Γι’ αὐτό λοιπόν θέλει συνεχῆ ἀγῶνα.
Ἄλλωστε ὅλη ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία δέν μᾶς βοηθάει στό θέμα αὐτό; Τά ἅγια
Μυστήρια, οἱ προσευχές, οἱ Λειτουργίες, αὐτή ἡ προσευχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ», πού λέμε στο Ἅγιον Ὄρος, καί θά λέτε ἀσφαλῶς καί ἐσεῖς ἐδῶ, δέν εἶναι ἕνας
συνέχης ἀγώνας νά βγοῦμε ἀπό τό ἐγωκεντρικό καί φίλαυτο κλείσιμο στόν ἑαυτό μας
καί νά ἀνοιχθοῦμε πρός τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς μας;
Ὅσο πιό πολύ μειώνεται ἡ φιλαυτία
μέσα του, τόσο πιό πολύ ἐλεύθερος αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος καί ἑνώνεται μέ τόν
Χριστό. Οἱ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοί ἔχουν τήν ἐμπειρία, ὅτι ὅσο περισσότερο ἀνοίγονται
στόν Θεό, τόσο περισσότερο ὁ Θεός ἔρχεται μέσα τους. Καί αὐτό, γιατί ὁ Θεός
σέβεται τήν ἐλευθερία μας.
Ὅσο εἴμαστε γεμάτοι μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τήν
φιλαυτία μας, πῶς θά μπῆ ὁ Θεός; Δέν ἔχει χῶρο νά μπῆ. Πρέπει νά ἀδειάσουμε,
γιά νά μπεῖ ὁ Θεός. Καί μέ αὐτό τόν ἀγῶνα, νά ἀδειάσουμε ἀπό τά θελήματά μας
καί ἀπό τά νοήματά μας, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, ἀπό τήν αὐταρέσκειά
μας, ἀπό τήν αὐτάρκειά μας, ἀπό τήν αὐτοπεποίθησί μας, ἀπό τήν αὐτοεμπιστοσύνη
μας, καί νά παραδοθοῦμε στόν Θεό, ἔρχεται ὁ Θεός μέσα μας.
Μία μοναχή μοῦ ἐξομολογήθηκε, ὅτι
κάποτε ἡ Γερόντισσά της, στήν ὁποία ἔκανε ὁλόθυμη καί ἀδιάκριτη ὑπακοή, τῆς εἶπε:
“παιδί μου, μέ τήν ὑπακοή σου μέ ἀναπαύεις”. Καί, τήν στιγμή πού τῆς εἶπε αὐτό ἡ
Γερόντισσα, αἰσθάνθηκε ὅτι ὅλος ὁ Θεός μπῆκε μέσα της. Αὐτό ἦταν ἐμπειρία.
Βλέπετε; Εἶχε ἀδειάσει ὅλο τόν ἑαυτό της, ὅλο τό θέλημά της τό ἀτομικό καί ὅλος
ὁ Θεός μπῆκε μέσα της.
Τό ἴδιο ἔγινε καί μέ ἕνα ἐργάτη
χωρικό, ἀπό ἕνα χωρίο κοντά στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ ὁποῖος ἐργαζόταν στό μοναστήρι
μας ὡς ὑλοτόμος. Κάποτε λοιπόν, πού περνοῦσα ἀπό τό δάσος τῆς Μονῆς, μέ
χαιρέτησε καί μοῦ εἶπε: «Κάτσε, Γέροντα, νά σοῦ πῶ ἕνα μεγάλο θαῦμα πού μοῦ ἔκαναν
οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα, νά δῆς πόσο θαυματουργοί εἶναι οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα.
Πονοῦσε τό πόδι μου χρόνια. Πήγαινα στούς γιατρούς, στά νοσοκομεῖα, ἀλλά τίποτα
δέν μοῦ κάνανε. Καί ἐγώ, ἐπειδή ἀγαπῶ πολύ τους ἁγίους Τεσσαράκοντα, πῆγα στήν
πανήγυρί τους, στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μου. Ἐκεῖ ἦταν πολύς κόσμος, γεμάτη ἡ Ἐκκλησία.
Μόλις ἔφθασα στήν Ἐκκλησία, ἀρχίζει νά μοῦ πονᾶ πολύ τό πόδι.
Τότε λοιπόν
σκέφθηκα νά βγῶ ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία νά ξεκουράσω τό πόδι μου. Ἀλλά μοῦ εἶπε ὁ
λογισμός: “ Ὁ Ἰούδας ἄφησε τήν θεία Εὐχαριστία καί βγῆκε ἔξω. Ἰούδας θά γίνης
καί ἐσύ;” “ Θά μείνῃς μέσα, κι ἄς πονᾶς”. Μετά ἀπό λίγο πονοῦσα πιό πολύ καί
σκέφθηκα νά καθήσω σέ μία καρέκλα νά ξεκουράσω τό πόδι μου.
Τότε ὅμως ἀντίκρυσα
τήν εἰκόνα τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα, τούς
εἶδα νά παγώνουν μέσα στήν λίμνη καί εἶπα στόν ἑαυτό μου: “Αὐτοί ἔκαναν τόση ὑπομονή
καί πάγωσαν γιά τόν Χριστό, καί ἐσύ δέν μπορεῖς νά σταθῆς ὄρθιος;” “Θά σταθῆς ὄρθιος
κι ἄς πεθάνης”.
Ἐκείνη τήν ὥρα πού εἶπα αὐτό, ἦρθε ἕνα ρεῦμα, μέ περιέλουσε ἀπό
τό κεφάλι καί πέρασε σ’ὅλο τό σῶμα μου μέχρι τό πονεμένο πόδι μου. Ἀπό τότε ἔγινα
καλά καί δέν ξαναπόνεσα. Βλέπετε, Γέροντα, πόσο θαυματουργοί εἶναι οἱ ἅγιοι
Τεσσαράκοντα;» Αὐτός δέν εἶχε καμμία αἴσθησι ὅτι ἔκανε κάτι ἀξιόμισθο. Πίστευε ὅτι
ἦταν θαῦμα τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα.
Ὅμως βλέπουμε, πότε ἔγινε τό θαῦμα καί πότε ἦρθε
ὁ Θεός μέσα του; Ὅταν ὁ ἴδιος ἄδειασε
τελείως ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἀπό τήν φιλαυτία του καί ἀποφάσισε νά πεθάνῃ
χάριν τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό.
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ἐτήσια Ἔκδοση της
Ι. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
Περίοδος Β΄ Ἔτος 2010 Ἀριθμός 35
σελίδες 98 -106
Διαβάστε περισσότερα πατῶντας στο Έκδοση Όσιος Γρηγόριος
________________________
Ψηφιοποίηση κειμένου Κωνσταντῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.