Η Μετάσταση της Παναγίας κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό
Αποσπάσματα του εν αγίοις Πατρός ημών, Ιωάννου του Δαμασκηνού
Αποσπάσματα του εν αγίοις Πατρός ημών, Ιωάννου του Δαμασκηνού
Τα παρακάτω αποσπάσματα, τα πήραμε από το εξαιρετικό βιβλίο "Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού Η Θεοτόκος". Έκδοση Αποστολικής Διακονίας (Β΄ Έκδ. 1990). Τα αποσπάσματα αυτά μεταγράφουμε εδώ μεταφρασμένα [1] σε απλή γλώσσα από το βιβλίο αυτό, μια έξοχη λογοτεχνική δουλειά που αξίζει πιστεύουμε τα συγχαρητήρια του κάθε αναγνώστη προς τους συντελεστές αυτού του αξιόλογου έργου. Ένα βιβλίο που συνιστούμε να το διαβάσει κάθε Χριστιανός, για να εκτιμήσει το ρόλο της Παναγίας μας στο έργο της σωτηρίας, και στη ζωή της Εκκλησίας.
Εγκώμιον πρώτον εις την κοίμησιν (απόσπασμα)
...10. Ώ, πώς η πηγή της ζωής πηγαίνει στη ζωή περνώντας από το θάνατο! Ω, πώς αυτή, που όταν γέννησε στάθηκε πάνω από τους φυσικούς νόμους, υπακούει τώρα στη φυσική τάξη και το αμόλυντο σώμα υποτάζεται στο θάνατο, γιατί πρέπει ν' αφήσει ό,τι είναι θνητό και να ντυθεί την αφθαρσία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε τη γεύση του θανάτου! Πέθανε σωματικά και με το θάνατό Του καταργεί το θάνατο, στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και κάνει τη νέκρωση πηγή ανάστασης. Ω, πώς την άγια ψυχή, καθώς εγκαταλείπει το κορμί που δέχτηκε το Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια Του τα χέρια ο Δημιουργός του κόσμου τιμώντας νόμιμα εκείνη που, αν και κατά τη φύση ήταν δούλη, την έκανε μητέρα Του, σύμφωνα με το σχέδιο της σωτηρίας μας, μέσα στ' ανεξιχνίαστα πέλαγα της φιλανθρωπίας Του, ο αληθινά σαρκωμένος, Αυτός που δεν ψευτοενανθρώπησε! Γιατί έβλεπαν, κατά την παράδοση, τ' αγγελικά τάγματα και περιμένανε τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.
Πόσο όμορφη αποδημία, αφού χαρίζει τη συνάντηση με το Θεό! Γιατί, αν και ο Θεός έχει χαρίσει σ' όλους τους υπάκουους υπηρέτες Του και τους θεοφόρους ανθρώπους το δώρο τούτο - αληθινά το 'χει χαρίσει, το πιστεύουμε -, η διαφορά όμως ανάμεσα στους δούλους του Θεού και τη Μητέρα Του είναι άπειρη. Τι όνομα λοιπόν να δώσουμε σε τούτο το μυστήριο που σε κυκλώνει: θάνατο; Όμως, αν και χωρίζεται σύμφωνα με τη φυσική τάξη η πανίερη και μακάρια ψυχή του από το τρισευτυχισμένο και άσπιλο σώμα του, μ' όλο που το σώμα παραδίνεται στον τάφο, δε μένει στο χώρο του θανάτου ούτε το
αφανίζει η φθορά. Όταν γεννούσε, η παρθενία της έμεινε απείραχτη, και τώρα, στην ώρα της μετάστασης, το σώμα της έχει φυλαχτεί άφθαρτο και ανεβαίνει σε ομορφότερη και θεϊκότερη ζωή, που δεν την κόβει ο θάνατος, αλλά κρατάει στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων.
Έτσι κι ο ολόλαμπρος και πολύφωτος ήλιος, όταν για λίγο τον κρύβει ο όγκος της σελήνης, φαίνεται κάπως σα να χάνεται, σα να τον σκεπάζει σκοτεινιά και τη θέση της λάμψης να την παίρνει το σκοτάδι. Κι όμως δε χάνει το φως του, γιατί έχει δική του αστέρευτη πηγή λάμψης ή, σωστότερα, ο ίδιος είναι άσβηστη πηγή φωτός, όπως όρισε ο Θεός που τον έκανε. Όμοια και συ, η ασταμάτητη πηγή του αληθινού φωτός, ο ανεξάντλητος θησαυρός Εκείνου, που είναι η ίδια η ζωή, το πλούσιο ανάβρυσμα της ευλογίας, εσύ, που στάθηκες η αιτία και μας δόθηκαν όλα τ' αγαθά, κι αν ακόμη σε σκεπάζει σωματικά ο θάνατος, όμως αφειδώλευτα κάνεις να ποταμίσουνε για μας ασταμάτητα και καθαρά νερά απέραντου φωτός, αθάνατης ζωής και αληθινής μακαριότητας ατέλειωτα και διάφανα και ανεξάντλητα ποτάμια, πλημμύρα χάρης, νάματα γιατρειάς, αδιάκοπη ευλογία. γιατί εσύ άνθισες "ωσάν μηλιά στα δέντρα του δρυμού" και ο καρπός σου "γλύκα στο λαρύγγι" των πιστών (Άσμα Ασμάτων[*] 2/β: 3). Για τούτο δε θα ονοματίσω θάνατο την ιερή σου κοίμηση, αλλά πιο ταιριαστό είναι μετάσταση ή αποδημία ή ενδημία στους κόλπους του Θεού να την πω. Αποδημώντας από το σώμα πας στη χώρα του Κυρίου. (Β΄ Κορ. 5/ε: 8).
11. Από τη γη σε πέρασαν στον ουρανό Άγγελοι κι Αρχάγγελοι. Με τ' ανέβασμά σου φρίξανε τ' ακάθαρτα αερικά. Καθώς διαβαίνεις κάνεις ευλογημένο τον αέρα, ο αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαρούμενος ο ουρανός υποδέχεται την ψυχή σου. Σε προϋπαντούνε με ύμνους ιερούς και ολόφωτες λαμπάδες ολόχαρης γιορτής οι αγγελικές δυνάμεις που σχεδόν λένε: "Ποια είναι τούτη που ανεβαίνει λευκανθισμένη", "που προβαίνει σαν αυγή, ωραία ωσάν φεγγάρι, λαμπερή ωσάν ήλιος;". Πόσο ομόρφηνες και γλύκανες! Εσύ "ωσάν άνθος του αγρού", "ωσάν το κρίνο ανάμεσα στ' αγκάθια". "Γι' αυτό σ' αγαπούν οι κοπέλες". "Τρέχουμε πίσω απ' τ' άρωμά σου", "ο βασιλιάς σ' έφερε στο θάλαμό Του" (Άσμα Ασμάτων 8/η: 5, στ/6: 10. 2/β: 1,2. 1/α: 3,4). Εκεί έχεις φρουρά τις Εξουσίες, σ' εγκωμιάζουν οι Αρχές, οι Θρόνοι σ' ανυμνούνε, τα Χερουβίμ είναι γεμάτα έκπληχτη χαρά, τα Σεραφείμ δοξάζουν εκείνη που στάθηκε φυσική μητέρα του Κυρίου τους χάρη στο αληθινό έλεος του Θεού για μας. Δεν ήλθες μονάχα, καθώς ο Ηλίας, "ως τον ουρανό" (Δ΄ Βασ. 2/β: 11), ούτε σ' ανέβασαν, ωσάν τον Απόστολο Παύλο "ως τον τρίτο ουρανό" (Β΄ Κορ. 12/ιβ: 2), παρά έφτασες ίσαμε τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Γιου σου, Τον βλέπεις με τα μάτια σου, χαίρεσαι και στέκεις δίπλα Του με πολλή κι ανείπωτη σιγουριά (Ψαλμός 44/μδ: 10). Άφατο σκίρτημα χαράς για τους Αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις, δίχως τέλος ευφροσύνη για τους Πατριάρχες, ανεκλάλητη χαρά για τους Δίκαιους, αγαλλίαση ατέλειωτη για τους Προφήτες! Ευλογείς τον κόσμο, αγιάζεις την πλάση όλη! Ανάσα για τους καταπονεμένους, για τους που πενθούνε παρηγόρια, γιατρειά των αρρώστων, λιμάνι στους θαλασσοδαρμένους, συγχώρεση για τους αμαρτωλούς, των λυπημένων καλοσυνάτη παρηγορήτρα, για όλους τους ικέτες σου πρόθυμη βοήθεια.
12. Τι θαύμα αληθινά υπερφυσικό! Τι πράγματα γεμάτα θάμπος! Εγκωμιάζουμε και καλοτυχίζουμε το βδελυρό και από παλιά μισημένο θάνατο! Αυτός που πρώτα μας έφερνε το πένθος και το συννεφιασμένο βλέμμα, τα δάκρυα και τη σκυθρωπή όψη, να που μας δίνει τώρα τη χαρά, διώχνει τα σύννεφα της θλίψης και είναι ολάκερος ένα πανηγύρι. Για όλους τους Θεού τους δούλους, που μακαρίζουμε το θάνατό τους, το τέλος της ζωής δίνει τη βεβαιότητα πως είναι καλόδεχτοι από το Θεό και τούτο κάνει μακαριστή τη θανή τους: Τους ολοκληρώνει και τους δείχνει ευτυχισμένους, χαρίζοντάς τους την αναλλοίωτη αρετή, όπως βεβαιώνει ο λόγος: "Μη καλοτυχίζεις άνθρωπο πριν πεθάνει" (Σοφ. Σειράχ 11/ια: 28). Όμως για σένα δεν μπορούμε να πούμε τέτοιο λόγο: Δεν είναι μακαρισμός ο θάνατος για σένα ούτε η μετάσταση ολοκλήρωση ούτε η αποδημία σου χαρίζει τη σιγουριά της σωτηρίας. Για όλα σου τ' αγαθά που ξεπερνάνε τον ανθρώπινο νου, αρχή, μέση και τέλος, ασφάλεια και αληθινή βεβαίωση στάθηκε η άσπορη σύλληψη, η ενοίκηση του Θεού, η δίχως φθορά γέννησή Του. Για τούτο σωστά είπες πως όχι από την ώρα του θανάτου, αλλ' από τη στιγμή της σύλληψης θα σε μακαρίζουν όλες οι γενιές. (Λουκάς 1/α: 48). Έτσι δε σ' έκανε μακάρια ο θάνατος, παρά εσύ, σκορπώντας τη μαυρίλα του και αλλάζοντάς τον σε χαρά, τον έκανες να λάμψη ολάκερος.
Παράδινες λοιπόν το ιερό και αμόλυντο σώμα στον άγιο σου τάφο και οι άγγελοι τρέχανε μπροστά, σε κυκλώνανε, σ' ακολουθούσαν. Ήταν τίποτε που να μην έκαναν για να υπηρετήσουν τη Μητέρα του Κυρίου τους; Οι Απόστολοι και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας μεγαλόφωνα ψέλνανε ύμνους και σκιρτούσανε χορευτικά, καθώς τους κάτεχε το Άγιο Πνεύμα. "Θα χορτάσουμε με τ' αγαθά του σπιτιού Σου, άγιος ο ναός Σου, θαυμαστή η δικαιοσύνη Του" (Ψαλμ. 64/ξδ:5,6). Κι άλλον: "Άγιασε ο Ύψιστος το κατάλυμά Του" (Ψαλμός 45/με: 5), "βουνό του Θεού, πλούσιο βουνό, βουνό όπου ευδόκησε να κατοικήσει ο Θεός" (Ψαλμός 66/ξστ: 16,17). Εσένα, την αληθινή κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσε στους ώμους η σύναξη των αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή σου (Ιησ. Ναυή 3/γ: 1-17), σ' ακούμπησε στον τάφο και σ' έστελνε μ' αυτόν, σα να 'ταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την "πάνω Ιερουσαλήμ", τη "μητέρα όλων των πιστών" (Γαλάτας 4/δ: 26), αυτή "που τεχνούργησε και έπλασε το Θεός" (Εβρ. 11/ια: 10). "Δεν κατέβηκε η ψυχή σου στον Άδη ούτε η σάρκα σου αντίκρυσε τη φθορά" (Πράξ. 2/β: 31 - Ψαλμ. 15/ιε: 10). Δεν απόμεινε η ψυχή σου ούτε τ' ανέγγιχτο κι ολότελα απείραχτο σώμα σου στη γη, μα με τη μετάστασή σου κατοικείς τα ουράνια, βασιλικά δώματα, βασίλισσα, Κυρά μας και Δέσποινα, Μητέρα του Θεού, αληθινή Θεοτόκε.
13. Ώ, πώς υποδέχτηκε ο ουρανός αυτήν, που στάθηκε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πώς δέχτηκε ο τάφος αυτήν, που δέχτηκε το Θεό! Ναι, τη δέχτηκε, ναι, τη χώρεσε, γιατί δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με τον σωματικό της όγκο. Γιατί πώς ένα σώμα τρεις πήχες, που όλο και φυραίνει, θα παράβγαινε με τα πλάτια και τα μάκρη τ' ουρανού; Με τη χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, γιατί το θεϊκό είναι πέρα από κάθε σύγκριση. Ώ, τι ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα! Και τώρα το φυλάνε οι Άγγελοι στέκοντας γύρω γεμάτοι σεβασμό και φόβο. Τρέμουνε τα δαιμόνια, με πίστη προστρέχουν εκεί οι άνθρωποι, το τιμούν, το προσκυνούν, το ασπάζονται με τα μάτια, τα χείλια, την όλο πόθο ψυχή τους κι αντλούνε άφθονα αγαθά.
Καθώς, όταν αποθέσει κανένας ακριβό μύρο σ' ένα ρούχο ή κάποιο μέρος και μετά το πάρει, απομένει κάποια ευωδιά κι όταν εκείνο λείψει, έτσι και τώρα το άγιο σώμα, το ιερό, το πεντακάθαρο, που ευωδιάζει θεϊκά ολόκληρο, το πλούσιο κεφαλάρι της Χάρης, αφού κατέβηκε στον τάφο κι αρπάχτηκε κατόπι σε μέρη πιο όμορφα και ψηλά, δεν εγκατέλειψε τον τάφο δίχως δώρο, μα του άφησε κάτι από την άγια μοσκοβολιά και χάρη κι έκανε το μνήμα βρύση γιατριάς και κάθε αγαθού για εκείνους που το πλησιάζουνε με πίστη...
Εγκώμιον δεύτερον εις την κοίμησιν (απόσπασμα)
...3. Παλιά λοιπόν, Κύριος ο Θεός, κείνους που κάναν την αρχή στο γένος των θνητών, κι ήπιαν και γέμισαν απ' της παρακοής το κρασί το άκρατο, κι ενύσταξε το βλέμμα της ψυχής μέσα στη μέθη απ' το ξεστράτισμα, κι ύπνο κοιμήθηκαν θανατερό, σα βάρυναν του πνεύματος τα μάτια τους μες στην ακολασία της αμαρτίας, τους έβγαλε έξω απ' τον εδεμικό παράδεισο, να πορευτούν εξόριστοι. Και τώρα τούτην που αποτίναξε του πάθους κάθε επίθεση κι αύξησε το φυντάνι της υπακοής στο Θεό και Πατέρα, κι έκανε αρχή για τη ζωή σ' ολόκληρο το γένος, γίνεται να μην την δεχτεί παράδεισος; να μην ανοίξει διάπλατα τις πύλες του απ' τη χαρά του ο ουρανός; Το δίχως άλλο. Αφού η Εύα, του φιδιού το μήνυμα ν' ακούσει που έστερξε και που τη συμβουλή του οχτρού εδέχτει, κι η αίσθηση μαγεύτηκε απ' τ' άγγιγμα της ψεύτικης κι απατηλής χαράς, κέρδισε την απόφαση του πόνου και της θλίψης, γεννά μ' ωδίνες τα παιδιά, και καταδίκη παίρνει εις θάνατον μαζί με τον Αδάμ, και μες στους κόλπους του άδη κατοικεί. Κι αυτήν εδώ, που αλήθεια είναι μακαριστή, που έκλινε μ' υποταγή το αυτί στο λόγο του Θεού, κι απ' τις ενέργειες γέμισε του Πνεύματος, και στην κοιλιά της κράτησε με τη φωνή του αγγέλου εκείνον που είναι η ευδοκία του Πατρός, αυτήν που δίχως ηδονή κι ανέγγιχτη από άνδρα συνέλαβε του Θεού Λόγου την υπόσταση που γεμίζει τα πάντα, και δίχως πόνους γέννησε ως έπρεπε, κι ενώθηκε με τον Θεόν ολάκερη, πώς να την καταπιεί ο θάνατος; πώς να την πάρει μέσα του ο άδης; πώς η φθορά θα τόλμαγε ν' αγγίξει το σώμα που εδέχτει εντός του τη ζωή; Ολωσδιόλου τούτα ξένα και παράδοξα για την ψυχή και για το σώμα που βαστάξαν το Θεό.
Και μόνο να τη βλέπει ο θάνατος φοβήθηκε. Γιατί και με το Γιο της τα 'βαλε, κι έμαθε αφού έπαθε, κι η πείρα του τον δίδαξε κι εσωφρονίστει. Κι έτσι γι' αυτήν αδιάβατες οι σκοτεινές κατηφοριές του άδη, μα ο δρόμος για τον ουρανό ίσιος κι ομαλός κι εύκολος για κείνην ετοιμάστει. Γιατί αφού λέει ο Χριστός πούναι η αλήθεια και η ζωή "Όπου είμαι εγώ, εκεί κι ο υπηρέτης ο δικός μου θάναι" (Ιωάννης 12/ιβ: 26. 14/ιδ: 6), πόσο μάλλον αυτή πούναι μητέρα του κοντά του να μη μείνει; Πριν να πονέσει γέννησε (Ησαϊας 66/ξστ: 7) και δίχως πόνους ήταν κι η θανή της. "Κακό το ξόδι των αμαρτωλών" (Ψαλμός 33/λγ: 22). πώς λοιπόν να τηνε πούμε αυτήν που μέσα της νεκρώθηκε η αμαρτία, του θανάτου το κεντρί (Α΄ Κορ. 15/ιε: 56), πώς αλλιώς από αρχή ζωής, ατέλειωτης και πιο καλής; "Τίμιος" αλήθεια "ο θάνατος των όσιων" Κυρίου, του Θεού των δυνάμεων (Ψαλμός 115/ριε: 6). και της μητέρας του Θεού η μετάσταση απάνω κι από τίμια.
Τώρα "οι ουρανοί ας ευφραινονται", κι οι άγγελοι ας χειροκροτούν. τώρα "ας αγάλλεται η γη" (Ψαλμ. 95: 11) κι οι άνθρωποι ας χορεύουν. τώρα τραγούδια ας αντηχεί μες στη χαρά του ο αγέρας, κι ας βγάλει η νύχτα η άφεγγη το αγέλαστο το σκότος, το θλιβερό, κι ας μιμηθεί γιορταστικά της μέρας τη λαμπρότη με τις μαρμαίρουσες φωτιές. Γιατί, του Θεού η πόλη η ζωντανή, του Κυρίου των δυνάμεων, πάνω απ' τη γην υψώνεται, κι απ' του Κυρίου το ναό της ξακουστής Σιών, προς την ελεύθερη Ιερουσαλήμ την άνω, βασιλιάδες οι απόστολοι, που άρχοντες γίνανε για το Χριστό πάνω σ' όλη τη γη, τη μάνα τους φέρνουνε, δώρο πολύτιμο (Ψαλμ. 67/ξζ: 30. Γαλ. 4/δ: 26), την παντοτινή παρθένα και μητέρα του Θεού.
...
14. Από δω ως την ιερώτατη Γεθσημανή τη φέρνουν. Πάλι ασπασμοί, αγκαλιάσματα, και παινέματα, ύμνοι ιεροί, χαιρετισμοί και δάκρυα και ποταμοί να τρέχουν οι ίδρωτες και της αγωνίας και του πόθου. Κι ήταν να βλέπεις ίδρωτες και δάκρυα ν' ανταγωνίζονται στους ποταμούς που εφτιάχναν. Κι έτσι το σώμα το πανάγιο αποτίθεται στο δοξασμένο και στο θαυμαστό του μνήμα, κι από κει τρεις μέρες μετά, ψηλά στα ουράνια ανυψώνεται.
Γιατί ετούτη η κατοικία η αντάξια του Θεού, η πηγή η άσκαφτη του νερού της συγγνώμης, η γη η ανόργωτη του ψωμιού του ουράνιου, τ' αμπέλι τ' απότιστο πούδωσε της αθανασίας το σταφύλι, η πάντα πράσινη με τους ωραίους καρπούς ελιά της ευσπλαχνίας του πατέρα, δεν γίνονταν μέσα στης γης τα χάη να κλειστεί. Αλλά καθώς το σώμα που απ' αυτήν ο Θεός Λόγος ένωσε με την υπόστασή του, το άγιο κι αμόλευτο, την τρίτη μέρα ανέστη από το μνήμα, έτσι και τούτη έπρεπε από τον τάφο ν' αρπαχτεί και νάβρει άλλο λιμάνι, κοντά στο γιο η μητέρα. Κι όπως αυτός σ' εκείνηνε κατέβηκε, έτσι κι εκείνη προς αυτόν έπρεπε ν' ανέβει, προς "το ναό το μεγαλύτερο και τελειότερο, στον ουρανό τον ίδιο" (Εβραίους 9/θ: 11,24).
Έπρεπε εκείνη που το Λόγο και Θεό μες στην κοιλιά της φιλοξένησε, να κατοικήσει μες στου Γιου της τις θείες σκηνές. κι όπως είπεν ο Κύριος πως έπρεπε στην κατοικία του Πατέρα του να βρίσκεται (Λουκ 2/β: 49), έτσι κι η μάνα έπρεπε μες το βασίλειο του Γιου να κατοικεί, "στο σπίτι του Κυρίου" και "στις αυλές του Θεού μας" (Ψαλμ. 133/ρλγ: 1. 134/ρλδ: 2). Γιατί αν βρίσκεται σ' αυτόν "όλων που χαίρονται η κατοικία" (Ψαλμ. 86/πστ: 7) άραγε πού να κατοικήσει θα μπορούσε η αιτία της χαράς;
Έπρεπε αυτή που φύλαξε την παρθενία και μες στη γέννα απείραχτη, αδιάφθορο το σώμα της να φυλαχτεί κι από το θάνατο ύστερα.
Έπρεπε αυτή που στην αγκάλη της βρέφος τον Κτίστη εκράτησε στα θεϊκά να κατοικεί σκηνώματα.
Έπρεπε η νύφη που ο Πατέρας διάλεξε, στους νυφικούς θαλάμους τ' ουρανού να μένει.
Έπρεπε αυτή που στο σταυρό το Γιο τον εδικό της αναγνώρισε, και δέχτηκε μες στην καρδιά τη μαχαιριά του πόνου (Λουκάς 2/β: 35), που απόφυγε στη γέννα της, να τον θεωρεί με τον Πατέρα του μαζί να κάθεται.
Έπρεπε η μάνα του Θεού όλα τα πράγματα του Γιου και εκείνη να κατέχει, κι απ' όλη να προσκυνηθεί την κτίση ως μάνα του Θεού και δούλη Του. Γιατί πάντα η κληρονομιά κατέρχεται απ' τους γονιούς στα τέκνα. Μα τώρα, ως είπε ένας σοφός, πάνω οι πηγές των ποταμών των ιερών ανεβαίνουν. Γιατί ο Γιος υπόταξε στη μάνα όλη τη χτίση.
...
18. Βλέπετε αγαπητοί πατέρες κι αδελφοί, με τι λόγια μας απαντά ο πολυδοξασμένος τάφος. και πως αυτά είν' αληθινά το μαρτυρούν όλα στην ιστορία την Ευθυμιακή, στον τρίτο λόγο, τεσσαρακοστό κεφάλαιο έτσι αυτολεξεί είναι γραμμένα.
Είπαμε πριν πως στην Κωνσταντινούπολη πολλές έχτισεν εκκλησιές για το Χριστό η αγία Πουλχερία. Μία απ' αυτές κι εκείνη, που στις Βλαχέρνες χτίστηκε όταν πρωτοβασίλεψε ο Μαρκιανός, που βρήκε θείο θάνατο. Αυτοί λοιπόν σαν έχτισαν εκεί ναό σεβάσμιο για την πολυτραγουδισμένη και παναγία, Θεοτόκο Μαρία την παρθένα την παντοτεινή, και μ' όλα τα στολίδια τον στολίσανε, το σώμα της ζητούσαν το πανάγιο που εδέχτει το Θεό. Στείλαν λοιπόν και κάλεσαν τον Ιουβενάλη, στα Ιεροσόλυμα επίσκοπο, και τους επισκόπους της Παλαιστίνης, που στη βασιλεύουσα βρισκόταν, τότε για τη σύνοδο της Χαλκηδόνας κείνον τον καιρό, και τους λένε: "Μάθαμε στην Ιερουσαλήμ πως βρίσκεται της Παναγιάς η πρώτη κι εξαιρετική εκκλησιά της Θεοτόκου κι αειπάρθενης Μαρίας, σ' ένα χωριό, Γεθσημανή το λένε, όπου το σώμα της που εκράτει τη ζωή, σε φέρετρο τ' απόθεσαν. Λοιπόν αυτό το λείψανο θέλουμε να το φέρουμε εδώ για να φυλάει αυτή την πόλη την πρωτεύουσα".
Πήρε το λόγο ο Ιουβενάλης κι αποκρίθη: "Μες στη θεόπνευστη Γραφή και την αγία, δεν αναφέρεται τίποτα για το θάνατο της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας. Όμως από παράδοση αρχαία κι αληθινή πολύ, μάθαμε ότι τον καιρό που ένδοξα κοιμήθηκε, όλοι οι άγιοι απόστολοι που πάνω - κάτω τρέχανε στην οικουμένη ολόκληρη τα έθνη για να σώσουνε, σε μια στιγμή μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα, πετώντας πάνωθε απ' τη γη, κι όπως κοντά της έφτασαν όραμα αγγελικό τους φανερώνεται, και ψαλμωδία θεϊκιά ακούγονταν απ' τις καλύτερες δυνάμεις κι έτσι με δόξα θεϊκή κι ουράνια παρέθεσε μες στου Θεού τα χέρια την άγια της ψυχή με τρόπον άρρητο. Κι ως για το σώμα της που εδέχθη το Θεό με υμνωδία αγγελική κομίσθει κι αποστολική, το κήδεψαν και τόθεσαν στον τάφο στη Γεθσημανή. όπου τρεις μέρες δε σταμάτησαν οι υμνωδίες των αγγελικών χορών. Κι από την τρίτη μέρα κι ύστερα, η υμνωδία όταν σταμάτησε η αγγελική, οι απόστολοι πούταν εκεί ανοίξανε το φέρετρο, να προσκυνήσει το θεοδόχο σώμα ως το θέλησε, κι ένας ακόμα, που έλειπε κι ήρθε μετά την τρίτη μέρα. Κι ούτε που διόλου μπόρεσαν να βρουν το σώμα της το πολυδοξασμένο, κι αφού τα σάβανά της βρήκανε που κείτονταν μονάχα και γέμισαν απ' την ευωδιά που χύναν την ανείπωτη, το φέρετρο ξανάκλεισαν. Κι έκπληχτοι μπρος στο θαυμαστό μυστήριο μονάχα ετούτο να σκεφτούν μπορούσαν ότι αυτός που ευδόκησε να σαρκωθεί προσωπικά κι άνθρωπος να γενεί απ' αυτήν και με σάρκα να γεννηθεί Θεός Λόγος και Κύριος της δόξας, αυτός που φύλαξε άβλαβη την παρθενία της και μετά τη γέννα, αυτός εδέχτη το άχραντο κι αμόλευτό της σώμα, αφού απ' τον κόσμον τούτον έφυγε, να το τιμήσει κάνοντάς το άφθαρτο και μεταθέτοντάς το πριν απ' την ανάσταση που κοινή θάναι για όλους.
Και βρέθηκαν εκεί με τους αποστόλους τότε κι ο τιμιώτατος Τιμόθεος ο απόστολος και πρώτος μες στην Εκκλησία των Εφεσίων επίσκοπος, κι ο αρεοπαγίτης Διονύσιος, καθώς το μαρτυρεί ο ίδιος Διονύσιος ο μέγας μες στους λόγους του πούγραψε στον απόστολο Τιμόθεο, εκείνον που αναφέραμε, με θέμα του τον Ιερόθεο το μακάριο, που κι αυτός τότε ήταν εκεί, μ' αυτά εδώ τα λόγια:
"Το ίδιο και μεις κοντά στους θεοφώτιστους ιεράρχες μας, όπως κι εσύ το ξέρεις κι αυτός και πολλοί απ' τους αγίους μας αδερφούς, συμμαζευτήκαμε το ζωαρχικό και θεοδόχο να δούμε σώμα. κι ήταν μπροστά κι ο αδελφόθεος Ιάκωβος, κι ο Πέτρος, ο κορυφαίος και γηραιότατος μέσα στους θεολόγους. Ύστερα αποφασίσαμε, αφού το σώμα είδαμε, οι ιεράρχες όλοι ν' ανυμνήσουμε, όπως μπορούσε ο καθείς, την καλοσύνη με τη δύναμη την άπειρη της θεαρχικής αδυναμίας. Μετά τους θεολόγους, όπως ξέρεις, όλους τους άλλους ιερομύστες ξεπερνούσε, σαν κάπου αλλού να βρίσκονταν ολόκληρος, ολόκληρος σ' έκσταση απ' τον εαυτό του, πάσχοντας απ' τη σχέση του μ' εκείνα που ανυμνούσε, κι όλοι εκεί που τον άκουγαν, τον έβλεπαν, τον γνώριζαν και δεν τον γνώριζαν, τον κρίναν για θεοφώτιστο και ιερό υμνολόγο. Αλλά γιατί να σου μιλώ για όσα εκεί θεολογικά ειπωθήκανε; γιατί, εκτός και μ' απατά η μνήμη μου, ξέρω πως από σένα πολλές φορές άκουσα κάποια κομμάτια από τις εμπνευσμένες εκείνες υμνωδίες".".
Κι οι βασιλιάδες αφού τούτα τάκουσαν, γυρέψαν απ' τον ίδιον αρχιεπίσκοπο Ιουβενάλη εκείνο τ' άγιο φέρετρο μ' όσα είχε μέσα ρούχα και σεντόνια της Μαρίας, της δοξασμένης Παναγίας Θεοτόκου, να τους το στείλει βουλλωμένο μ' ασφάλεια. Κι όταν το λάβαν τ' αποθέσανε στο σεβαστό ναό που στις Βλαχέρνες χτίστηκε της Παναγίας Θεοτόκου. Κι όσο γι' αυτά έτσι έγιναν...
[1] Λογοτεχνική απόδοση ομιλιών: Ελ. Μάινας, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Καίτη Χιωτέλλη, Δημήτρης Σταθόπουλος.
[*] Η απόδοση του Άσματος Ασμάτων, έχει γίνει σύμφωνα με τη μεταγραφή του Γ. Σεφέρη, Άσμα Ασμάτων, σελ. 21, δεύτερη έκδοση, Ίκαρος 1966.
Ψηφιοποίηση κειμένου Ν. Μ.
oodegr.com
orthodoxi-pisti.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.