Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Βατοπαιδινές Κατηχήσεις Γέροντος Ιωσήφ- Κατήχηση 24η «Έχουμε ένδυμα γάμου;»


ΚΑΤΗΧΗΣΗ 24η

Έχουμε ένδυμα γάμου;

 

Αδελφοί και πατέρες, «έκαστος εν τη κλήσει η εκλήθη, εν ταύτη μενέτω» (Α Κορ. ζ, 20). Αυτό είναι το γενικό μας σύνθημα. Η παραμονή δεν είναι ως προς τον τόπο, αλλά τον τρόπο. Θα επιμείνουμε στον τρόπο, για να ανταποκριθούμε στη θεία πρόκληση και ευλογία. Έχουμε άραγε όλοι αίσθηση, ότι η είσοδός μας στη μοναχική ζωή, δεν είναι δικό μας κατόρθωμα ή εκλογή, αλλά θεία ευσπλαγχνία και έλεος του «καλούντος τα μη όντα ως όντα»; (Ρωμ. δ,17). Ο Κύριος μας πληροφορεί ουχ υμείς με εξελέξασθε αλλ εγώ εξελεξάμην υμάς» (Ιω. ιε, 16) και «ουδείς έρχεται προς με ει μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύσει αυτόν;» (Ιω. ς, 44). Υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία και δωρεά απ αυτήν; Να μας προσκαλεί ονομαστικά, για να πάρουμε μέρος στον πνευματικό του γάμο, στην αιώνια βασιλεία του. Εκεί μας ετοιμάζει τόπο.
Πως όμως θα γίνει αυτό αν εμείς νυστάζουμε και ραθυμούμε; «Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους», τα πάθη και τις επιθυμίες, «και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» (Ρωμ. ιγ, 12) δηλαδή την ολοκληρωτικά ενάρετη ζωή. « Εισελθών γαρ ο βασιλευς θεάσασθαι τους ανακειμένονς είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου» (Ματ. κβ, 11) και χωρίς οίκτο διέταξε την αποπομπή του στο «σκότος το εξώτερον» . Βλέπετε ότι χωρίς το κατάλληλο ένδυμα κανένας δεν γίνεται δεκτός στο ουράνιο δείπνο; Το ακάθαρτο ένδυμα καταδίκασε αυτόν που είχε προσκληθεί, αν και ήταν άνθρωπος λογικός. Η αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει την παραμόρφωση, που προκάλεσαν τα πάθη της ντροπής και της ατιμίας, που επικράτησαν.
Σ αυτά αναφέρεται και ο δικός μας στόχος. Γι αυτά συνεχώς υπενθυμίζουμε, συμβουλεύουμε και επιτιμούμε, για να μη γίνει η παραμονή και η διαγωγή μας άκαρπη.
Το απρόθυμο, το απαρασκεύαστο, το ανεύθυνο και το αδιάφορο, φανερώνουν ολοκληρωτικό νυσταγμό και προδοσία. Τότε ο εχθρός, που είναι ως « λέων ωρυόμενος» (Α Πέτ. ε, 8), θα παρασύρει τον απρόθυμο για φιλοπονία στην παγίδα που βρίσκεται δίπλα του, δηλαδή στην παρακοή ή το γογγυσμό ή την αντιλογία ή την ολοκληρωτική λιποταξία, με την πρόφαση ότι δεν βρίσκει κατανόηση!
Εάν ποτέ συμβεί νυσταγμός, και άρα ολίσθημα, παρακαλώ τους δυνατούς, τους παλαιότερους
και έμπειρους να «καταρτίζουσι τον τοιούτον εν πνεύματι πραότητος» (Γαλ. ς, 1), για να εφαρμόζεται και σε μας το «ίνα μη το χωλόν εκτραπή, ιαθή δε μάλλον» (Εβρ. ιβ, 13) και έτσι «αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες αναπληρούμεν τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. ς, 2). Οι συνετοί έμποροι του κόσμου τούτου δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτη ευκαιρία για να κερδίσουν, και μάλιστα προσωρινό κέρδος, στη μάταιη αυτή ζωή. Εμείς, οι «νέοι της βασιλείας», δεν πρέπει κάθε προσβολή και βέλος του Πονηρού, με λίγη προσπάθεια, να τη μετατρέπουμε σε αφορμή καρποφορίας;
Εάν σκεφτόμαστε, ότι ο χαρακτήρας των μαθητών του Χριστού είναι η ταπείνωση, τότε συντρίβουμε όλα τα « πεπυρωμένα βέλη του πονηρού», επειδή ο Κύριός μας, τον οποίο επικαλούμαστε, «ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ, 6).
Και γι αυτό να μην ξεχνούμε ότι «οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι» (Α Ιω. γ, 16). Εάν ο Θεός μας « αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ιω. δ, 16), ποια άλλη επικερδέστερη πράξη θα μας απασχολεί; Πως όμως θα αγαπήσει κανείς το Θεό ή τον πλησίον, όταν κρατά επίμονα το δικό του θέλημα; Και πόσο μάλλον, όταν κυριεύει η σκοτοδίνη του εγωκεντρισμού την καρδιά και το νου;
Η ζωή μας, αδελφοί και πατέρες, δεν είναι επίδειξη δραστηριοτήτων. Είναι ζωή ειλικρινούς υποταγής και υπακοής στο θείο θέλημα. Με τη ζωή μας αυτή, ολοκληρώνουμε την ομολογία μας και αρνούμαστε την πρώτη άρνηση του θείου θελήματος, με την οποία μπήκε ο θάνατος και η καταστροφή σ όλο το γένος μας.
Δεν δεχτήκαμε το νόμο της υποταγής μόνο με εντολές, όπως στο μωσαϊκό νόμο. Η παναγάπη του σωτήρα μας καταδέχτηκε να ζήσει μαζί μας και να μας αποδείξει έμπρακτα, ότι η εφαρμογή του νόμου των εντολών, είναι καθήκον απαραίτητο για τη σωτηρία μας. Πόσο τερατώδης και απαίσια είναι η δική μας ανταρσία και απείθεια, απ οποιαδήποτε πλευρά κι αν εξεταστεί;
Ο κορυφαίος των αποστόλων με πειστικότητα μας υπενθύμίζει ότι «Χριστού ουν παθόντος υπέρ ημών σαρκί και υμείς την αυτήν έννοιαν οπλίσασθε» (Α Πέτ. δ,1). Να οπλισθούμε, δηλαδή, με το ίδιο φρόνημα. Δεν εννοεί μόνο το σταυρικό θάνατο, αλλά ολόκληρη την υποταγή του στο πατρικό θέλημα. Και όταν το έφερε σε πέρας με παρρησία μας πληροφορεί: «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματ. κη, 18). Για μας που τον ακολουθούμε και αγωνιζόμαστε λέγει: «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του πατρός μου εν τω θρόνω αυτού» (Αποκ. γ, 21).
«Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλμ. ρλβ, 1). Να συναγωνίζονται αλληλοσυγκρατούμενοι και αλληλουποστηριζόμενοι με το πνεύμα της αγάπης, στο οποίο ο Κύριος ευαρεστείται, λέγοντας: «ου γαρ εισι δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματ. ιη, 20) και αν συμφωνούν «περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματ. ιη, 19).
Αφού φύγαμε από τον κόσμο, μη μας απασχολούν οι ματαιότητές του και αιχμαλωτίζεται ο νους μας από εκείνα που αρνηθήκαμε και πετάξαμε. Αν οι μνήμες και οι σκέψεις του κόσμου παραμένουν στον αδιάφορο νου, δεν θ αργήσουν να λυγίσουν και τη θέλησή του, και τότε γίνονται «τα έσχατα χείρονα των πρώτων» (Ματ. ιβ, 45). Ποιο είναι εκείνο, που είναι αντάξιο της προσδοκίας μας, από όσα στην καλή μας αλλοίωση και το φωτισμό απαρνηθήκαμε, όταν ακούσαμε τη φωνή του Κύρίου μας; Δεν μας συνετίζει το παράδειγμα της συζύγου του Λώτ, που για την παρακοή στο θείο πρόσταγμα και την παράλογη νοσταλγία του παρελθόντος αφανίστηκε;
Όση είναι η φιλανθρωπία και παναγαθότητα του Θεού, τόση είναι και η δικαιοσύνη και αποτομία του, όταν τα κτίσματα παραμένουν στην αποστασία. Η διοίκηση των πάντων από την πανσωστική πρόνοια του Θεού δεν κάνει λάθη ή παραλείψεις, όπως εμείς νομίζουμε. Από αυτήν την αντίληψη αρχίζει η έλλειψη της απαραίτητης εξάρτησης και υποταγής. Εάν, σύμφωνα με το αλάνθαστο κριτήριο της θείας πρόνοιας, εξαντληθεί η μακροθυμία της αναμονής για επιστροφή, μας περιμένει «φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζήλος εσθίειν μέλλοντος τους υπεναντίους» (Εδρ. ι, 27). Πόσα παραδείγματα έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη, που με αποτομία η θεία δικαιοσύνη αφάνισε πεισματάρηδες και θρασείς; Δεν μας συγκινεί το παράδειγμα των «εκπεσόντων αγγέλων», που δεν τους δόθηκε τόπος μετάνοιας και μένουν σ όλη την κτίση η τρομερώτερη εικόνα της ανταρσίας προς το θείο θέλημα και η αμεταμέλητη εφαρμογή της θείας δικαιοσύνης; Η τραγική εικόνα του Ισραήλ δεν μας συγκλονίζει; Ήταν η εκλογή και η συμπάθεια του Θεού και για τις επαγγελίες των προγόνων του. Και όμως. Όταν η μακροθυμία του Θεού εξαντλήθηκε, λόγω της θρασύτητας και του πείσματός τους, ο Κύριός μας τους απέρριψε ολοκληρωτικά. «Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος. Λέγω γαρ υμίν, ου μη με ίδητε απ άρτι» (Ματ. κγ, 38) και αρθήσεται αφ υμών η βασιλεία του Θεού» (Ματ. κα, 43). Από τότε, επειδή έχασαν εντελώς τη Χάρη, για την άρνηση και προδοσία, βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά, του Πονηρού, και υπηρετούν αδίστακτα την άρνηση και αποστασία!
Με όσα αναφέρουμε, ένα σκοπό έχουμε. Να διεγείρουμε την προθυμία και το ζήλο σας στη θεία υπακοή και πειθαρχία, όπου βρίσκονται οι ευλογίες και επαγγελίες και η «υπέρ μέλι και κηρίον» θεία πρόσκληση του «ευ δούλοι αγαθοί και πιστοί εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας» (Ματ. κε, 21). Αυτό είναι το πτυχίο μας, ο προβιβασμός μας, ο θρίαμβος του υπέρτατου κέρδους, στο οποίο πράγματι «επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α Πέτ. α, 12). Λίγος ιδρώτας, λίγη δίψα ή πείνα, λίγη αλουσία και ατημέλεια, λίγος κόπος και υπομονή, είναι η ομολογία των ομολογητών και η μαρτυρία των μαρτύρων, που ολοκλήρωσε τη θεία ευαρέσκεια και χάρισε τα υπέρτατα αγαθά και δώρα, που δεν είναι αντάξιός τους όλος ο κόσμος. Λίγη υπομονή, η μάλλον επιμονή, όταν το παράλογο πάθος ή η κακή συνήθεια πιέζουν. Όταν λόγω της κόπωσης προβάλλεται η φιληδονία η και η ποικιλόμορφη πρόφαση. Εάν τότε προσέχει ο αθλητής και επιμένει, ενθυμούμενος τις υποσχέσεις που έδωσε όταν πήρε το μοναχικό σχήμα, θα αναδειχθεί νικητής και η χαρά του θα είναι αφάνταστη, επειδή δεν πρόδωσε ούτε από δειλία ούτε από φιλαυτία την αλήθεια.
Κρατάτε όσο μπορεϊτε τη θεία επίκληση, την ευχή του πανάγιου ονόματος του σωτήρα, «ως λυχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω, έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη» (Β Πέτ. α, 19) η επίσκεψη της Χάρης αισθητά και παρηγορήσει τη θλιμμένη καρδιά και ψυχή.
Οταν το Παύλειο ρήμα περιστρέφεται στη διάνοιά σας, και ερμηνεύται σφαιρικά, θα έχετε πολλή δύναμη καρτερίας και πάλης στις δαιδαλώδεις κρούσεις τοy πολέμου, εξωτερικές και εσωτερικές, απ όπου κι αν παίρνουν αφορμές. «Εν παντί και εν πάσι μεμύημαι και χορτάζεσθαι και πεινάν, και περισσεύειν και υστερείσθαι» (Φιλ. δ, 12). Και ο Δαυΐδ: « Ουχί τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου,» (Ψαλμ. ξα, 1). Δεν υπάρχει εύλογη αφορμή προδοσίας, αφού «ουκέτι εαυτοίς εσμεν» και «αυτώ (τω Κυρίω) μέλει περί ημών» (πρβλ. Α Πέτ. ε, 7).
Όταν σκεφτόμαστε τις προηγούμενες μέρες, όταν η Χάρη του ζήλου και της θέρμης ήταν πλούσια μαζί μας και καμμιά πρόφαση δεν σταματούσε την προθυμία και αγωνιστικότητά μας, τότε θα συνεχίσουμε με την ίδια απόφαση και πάλι θα επανέλθει η γαλήνη και θα ανατείλει ο ήλιος, που κρύφτηκε εξαιτίας της λαίλαπας των πειρασμών. Αφού η παρουσία μας εδώ είναι ομολογιακή, πως θα γίνει ομολογία εάν δεν παρούσιαστούν στοιχεία άρνησης και αντίστασης; Και ο Κύριός μας, μας πληροφορεί ότι «ανάγκη γαρ εστι ελθείν τα σκάνδαλα» (Ματ. ιη, 7), αφού «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την ζωήν» (Πράξ. ιδ, 22) και « ανήρ φρόνιμος πολλά υποφέρει» (Παρ. ιδ, 17).
Εάν λίγο υπομείνουμε και αντισταθονμε στην επίθεση του παράλογου, που ο Σατανάς εξαπολύει, γινόμαστε νικητές και ακούμε ότι ο «εν ολίγω πιστός και εν πολλά πιστός εστι» (Ματ. κε, 21). Εάν η Χάρη και το έλεος του Κυρίου προήγαγε και μας, «τα ασθενή του κόσμου», στη μερίδα του κλήρου των αγίων, πως ξεχνούμε ότι πρέπει να ανταποκριθούμε και στη μαρτυρία και ομολογία τους, αφού είναι γνωστά τα άθλα και παλαίσματα που υπέμειναν ισόβια για τη δόξα του Χριστού;
Ας θυμόμαστε τις παραινέσεις και υποκινήσεις, που έκαναν οι άγιοι σαράντα μάρτυρες, που άθλησαν στη λίμνη της Σεβάστειας. « Μη δειλιάσωμεν, μηδέ μικροψυχήσωμεν, ω συστρατιώται» -έλεγαν ο ένας στον άλλο- «υπομένωμεν, ίνα συνδοξασθώμεν. Καταφρονήσωμεν κρύους λυομένου. Ρυείτω η χειρ ίνα υψούτε προς τον Κύριον. Καυθήτω ο πους ίνα χορεύει αιώνια!».
Και μεις ας μην οπισθοχωρήσουμε, αλλά να είμαστε πρόθυμοι και θα εφαρμόζεται το λόγιο «δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι» (Ψαλμ. ιθ, 4). Κρατήστε την παρρησία της αληθινής σας υπακοής και αυταπάρνησης, το «υποπίπτον φρόνημα» με την αυτομεμψία και ταπείνωση και η ευχή δεν θα μειωθεί από το νου σας. Και ο Κύριος, που τον επικαλείσθε με τη φιλόθεη προαίρεση, είναι αδύνατον να μην απαντήσει, «ιδού πάρειμι». Τότε παύουν οι πειρασμοί και η λύπη, που τρομάζουν την κουρασμένη ψυχή.






 
Βατοπαιδινές Κατηχήσεις (Ψ.Β. 10) ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ 
 ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ  

Εκδότης: Ι.ΜΕΓΙΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ  

Χρονολογία Έκδοσης: 1999 ISBN: 9607735145  

Διάθεση εκδόσεων Σταμούλη €10,97

 

 

 

 

 

Κατηχήσεις :




"ΔΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΥΜΕΝ".209
ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ "ΕΣΩ ΑΝΘΡΩΠΟΝ".219    
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑ.229  
Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ.237    
ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.245    
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ.253    
Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΥΠΑΚΟΗ.261   
ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΟΥΜΕ ΜΕ ΚΑΡΤΕΡΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΛΙΨΕΙΣ.269 ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ: ΕΝΑ ΔΥΝΑΤΟ ΟΠΛΟ.277   
ΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.285    
ΣΥΝΗΘΙΣΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΟΥ ΝΑ ΛΕΕΙ "ΣΥΓΧΩΡΗΣΟΝ".293
ΤΟ "ΥΠΟΠΙΠΤΟΝ ΦΡΟΝΗΜΑ".301
"ΝΗΨΑΤΕ, ΓΡΗΓΟΡΗΣΑΤΕ".309    
ΠΡΟΘΥΜΩΣ ΑΝΑΒΑΙΝΕΤΕ.317   
"ΙΔΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΝ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΠΟΝ ΜΟΥ"325    
"ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ ΤΩ ΚΥΡΙΩ".333

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.