Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

­«Σημεῖα τριβῆς Μονῶν καί Ἐπισκόπων». Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου Προηγουμένου Ι. Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου


«Σημεῖα τριβῆς Μονῶν καί Ἐπισκόπων»

Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου

Εἰσήγηση στό Μοναχικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικοδήμου
Γουμένισσα 31/8 – 1/9 2001

 Τό ζή­τη­μα τῶν σχέ­σε­ων τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν καί τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου Ἐ­πι­σκό­που καί τῶν τρι­βῶν πού προ­κα­λοῦν­ται με­τα­ξύ τους εἶ­ναι με­γά­λο καί πα­λαι­ό καί δέν μπο­ρεῖ βε­βαί­ως νά ἐ­ξαν­τλη­θεῖ στά στε­νά ὅ­ρια τῆς πα­ρού­σης εἰ­ση­γή­σε­ως.
Πολ­λές ἀ­πό τίς τρι­βές αὐ­τές ἔ­χουν ἱ­στο­ρι­κά καί πνευ­μα­τι­κά αἴ­τια καί κα­τά συ­νέ­πεια εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη ἡ ἀ­να­φο­ρά μας καί σέ ση­μαν­τι­κά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα τῆς νε­ώ­τε­ρης ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας μας, ὥστε νά καταφανοῦν οἱ λόγοι πού προκαλοῦν διαχρονικά τήν δυσπιστία στίς σχέσεις Μονῶν καί Ἐπισκόπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ   Α΄
Θά θέ­λα­με, πρός ἀ­πο­φυ­γή κά­θε πα­ρε­ξη­γή­σε­ως, νά κά­νου­με ἐκ τῶν προ­τέ­ρων μί­α ἀ­πα­ραί­τη­τη καί πο­λύ ση­μαν­τι­κή δι­ευ­κρί­νη­ση: Οἱ ἀ­να­φο­ρές μας στούς Ἐ­πι­σκό­πους καί στά ση­μεῖ­α τρι­βῆς τους μέ τούς μο­να­χούς δέν ἔ­χουν βε­βαί­ως προ­σω­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα, δέν ἀ­φο­ροῦν συλ­λή­βδην ὅ­λους τούς Ἐ­πι­σκό­πους ἤ ὅ­λους τούς μο­να­χούς καί σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν συ­νι­στοῦν δι­α­χω­ρι­σμό ἀ­νά­με­σα σέ «κα­λούς» μο­να­χούς καί «κα­κούς» Ἐ­πι­σκό­πους.
Γιά τό θέ­μα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων στήν λει­τουρ­γί­α τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν ἔ­χουν γρα­φεῖ καί ἔ­χουν εἰ­πω­θεῖ πά­ρα πολ­λά, κα­θώς ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ὅ­ρου «πνευ­μα­τι­κή ἐ­πο­πτεί­α» (ἄρ­θρο 39 παρ. 6 τοῦ ν. 590/1977)  πού ἀ­σκεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν τῆς ἐ­παρ­χί­ας του εἶ­ναι αὐ­τή πού κυ­ρί­ως γεν­νᾶ τίς τρι­βές με­τα­ξύ τους.
Τήν ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν πε­ρι­γρά­φει μέ πει­στι­κή εὐ­κρί­νεια, πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀρ­τι­ό­τη­τα, ἱ­ε­ρο­κα­νο­νι­κή καί νο­μι­κή θε­με­λί­ω­ση ὁ Ὁ­μό­τι­μος Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν κ. Βλά­σιος Φει­δᾶς στό Κα­νο­νι­κό του Ση­μεί­ω­μα μέ θέ­μα: Πε­ρί τῶν ὁ­ρί­ων τῆς ἐ­πο­πτεί­ας τοῦ ἐ­πι­σκό­που στίς Ἱ­ε­ρές Μο­νές [1], πού συ­νέ­τα­ξε κα­τό­πιν αἰ­τή­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς μας τόν Αὔ­γου­στο τοῦ 2000.

Τίς ἴ­δι­ες θέ­σεις μέ τόν κ. Φει­δᾶ ἀ­να­πτύσ­σουν καί μί­α σει­ρά δι­α­κε­κρι­μέ­νων νο­μι­κῶν καί θε­ο­λό­γων σέ ἀ­νά­λο­γες με­λέ­τες καί γνω­μα­τεύ­σεις τους. Ἀ­να­φέ­ρου­με δειγ­μα­το­λη­πτι­κά τούς κα­θη­γη­τές κ. Σπυ­ρί­δω­να Τρω­ϊ­ά­νο, Χα­ρά­λαμ­πο Πα­πα­στά­θη, Ἰ­ω­άν­νη Κο­νι­δά­ρη, Σπυ­ρί­δω­να Κον­το­γιά­ννη, Πα­να­γι­ώ­τη Μπερ­νί­τσα, τόν Ἐ­φέ­τη κ. Γε­ώρ­γιο Ἀ­πο­στο­λά­κη καί πολλούς ἄλλους.
Κα­τά τόν Κα­θη­γη­τή, λοι­πόν, κ. Φει­δᾶ «τό ζή­τη­μα τῆς σχέ­σε­ως τοῦ ἐ­πι­σκό­που μέ τά μο­να­στή­ρια τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς του πε­ρι­φέ­ρειας ἀ­να­φε­ρό­ταν ἀ­φ' ἑ­νός μέν στήν εὔ­λο­γη ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν μο­να­χῶν νά δι­α­φυ­λά­ξουν τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τοῦ μο­να­χι­κοῦ τους βί­ου, ἀ­φ' ἑ­τέ­ρου δέ στήν ἐ­πί­σης εὔ­λο­γη ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που νά ὑ­πα­γά­γη τά μο­να­στή­ρια στήν ἐ­πι­σκο­πι­κή του δι­και­ο­δο­σί­α»[2].

Τά πρῶ­τα ση­μεῖ­α τρι­βῆς πα­ρα­τη­ροῦν­ται κα­τά τόν 4ο κυ­ρί­ως αἰ­ώ­να, ὅ­ταν πλέ­ον αὐ­ξά­νει δυ­να­μι­κά τό κί­νη­μα τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμοῦ στό Βυ­ζάν­τιο καί ὁ μο­να­χι­σμός δι­α­δί­δε­ται σέ ὅ­λες τίς ἐ­παρ­χί­ες τῆς ἀ­χα­νοῦς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.
Ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, ἡ με­γά­λη αἴ­γλη καί τό κῦ­ρος πού δια­ρκῶς προ­σε­λάμ­βα­νε, ἡ πο­λύ­πλευ­ρη μαρ­τυ­ρί­α καί δρα­στη­ρι­ο­ποί­η­ση τῶν μο­να­χῶν στά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, πο­λι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν σύγ­κρου­ση τῶν ρό­λων καί τῶν ἁρ­μο­δι­ο­τή­των με­τα­ξύ τῶν μο­να­χῶν καί τῶν οἰ­κεί­ων Ἐ­πι­σκό­πων. Ὑ­πῆρ­χαν μά­λι­στα πε­ρι­πτώ­σεις πού οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες αὐ­τές τῶν μο­να­χῶν ὑ­πε­ρέ­βαι­ναν κα­τά πο­λύ τήν ἰ­δι­ό­τη­τά τους καί τόν ἡ­συ­χα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ μο­νή­ρους βί­ου τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν ἐ­πι­λέ­ξει, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά προ­κα­λοῦν μεί­ζο­να προ­βλή­μα­τα στίς το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες.

Κά­ποι­α ἀ­πό τά προ­βλή­μα­τα αὐ­τά τέ­θη­καν καί ἀν­τι­με­τω­πί­στη­καν στήν Σύ­νο­δο τῆς Γάγ­γρας τό 340-341. Ἡ Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, ὅ­μως, ἦ­ταν αὐ­τή πού ἔ­θε­σε τίς βά­σεις καί τά ὅ­ρια τῆς πα­ρου­σί­ας τῶν μο­να­χῶν καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν.
Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ δ΄ Κα­νό­νας τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ὁ­ρί­ζει ὅ­τι:
«οἱ ἀ­λη­θῶς καὶ εἰ­λι­κρι­νῶς τὸν μο­νή­ρη με­τι­όν­τες βί­ον τῆς προ­ση­κο­ύ­σης ἀ­ξι­ο­ύ­σθω­σαν τι­μῆς. Ἐ­πει­δὴ δέ τι­νες, τῷ μο­να­χι­κῷ κε­χρη­μέ­νοι προ­σχή­μα­τι, τάς τε Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὰ πο­λι­τι­κὰ δι­α­τα­ράσ­σου­σι πράγ­μα­τα,­.­.­.. ἔ­δο­ξε μη­δέ­να μὲν μη­δα­μοῦ οἰ­κο­δο­μεῖν, μη­δὲ συ­νι­στᾶν μο­να­στή­ριον ἤ εὐ­κτή­ριον οἶ­κον, πα­ρὰ γνώ­μην τοῦ τῆς πό­λε­ως ἐ­πι­σκό­που· τοὺς δὲ κα­θ' ἑ­κά­στην πό­λιν καὶ χώ­ραν μο­νά­ζον­τας, ὑ­πο­τε­τά­χθαι τῷ ἐ­πι­σκό­πῳ καὶ τὴν ἡ­συ­χί­αν ἀ­σπά­ζε­σθαι καὶ προ­σέ­χειν μό­νῃ τῇ νη­στε­ί­ᾳ καὶ τῇ προ­σευ­χῇ, ἐν οἷς τό­ποις ἀ­πε­τά­ξαν­το προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες.­.­.­.. Τόν μέν­τοι ἐ­πί­σκο­πον τῆς πό­λε­ως χρὴ δέ­ου­σαν πρό­νοι­αν ποι­εῖ­σθαι τῶν μο­να­στη­ρί­ων»[3].
Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Βλά­σιος Φει­δᾶς «Ἡ Δ´ Οἰ­κου­με­νι­κή σύ­νο­δος (451) κα­θό­ρι­σε στόν δ´ κα­νό­να της τά αὐ­στη­ρά κα­νο­νι­κά ὅ­ρια δι­α­κρί­σε­ως τῶν ἑ­τε­ρό­κεν­τρων ἐ­πι­θυ­μι­ῶν. Ἔ­τσι, οἱ μέν μο­να­χοί δι­α­τη­ροῦν τήν πλή­ρη ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τους στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή πνευ­μα­τι­κή ζωή τῶν μο­να­στη­ρί­ων τους, χω­ρίς ὅ­μως νά δι­α­τα­ράσ­σουν μέ τή δρά­ση τους τή ζωή τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ δέ ἐ­πι­χώ­ριος ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πο­κτᾶ τό δι­κα­ί­ω­μα νά ἐγ­κρί­νη τήν ἵ­δρυ­ση τῶν μο­να­στη­ρί­ων καί νά ἐ­λέγ­χη κυ­ρί­ως τήν ἐ­κτός μο­να­στη­ρί­ων δρά­ση τῶν μο­να­χῶν»[4]
Ὁ Κα­νό­νας δέν μι­λᾶ γιά τό σύ­νο­λο τῶν μο­να­χῶν, ἀλ­λά γιά τίς ἐ­ξαι­ρέ­σεις, γι’ αὐ­τούς δη­λα­δή πού «τῷ μο­να­χι­κῷ κε­χρη­μέ­νοι προ­σχή­μα­τι, τάς τε Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὰ πο­λι­τι­κὰ δι­α­τα­ράσ­σου­σι πράγ­μα­τα». Ἀ­φο­ρᾶ δη­λα­δή μο­να­χούς πού χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν ὡς πρό­σχη­μα τήν μο­να­χι­κή τους ἰ­δι­ό­τη­τα γιά νά ἀ­να­μει­γνύ­ον­ται καί νά πα­ρεμ­βαί­νουν σέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα καί ὄ­χι αὐ­τούς πού ζοῦν συν­τε­ταγ­μέ­να καί σύμ­φω­να μέ τήν μο­να­χι­κή τά­ξη στά ὀρ­γα­νω­μέ­να κοι­νό­βια, τούς «κυ­κλευ­τές» δη­λα­δή μο­να­χούς ἤ ἐ­πί τό λα­ϊ­κώ­τε­ρον τρι­γυ­ρι­στές μο­να­χούς πού πε­ρι­φέ­ρον­ταν στίς πό­λεις καί τίς ἐ­παρ­χί­ες ἀ­να­τα­ράσ­σον­τας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή καί εἰ­ρή­νη.
Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος πού ἡ ἵ­δρυ­ση μο­να­στη­ρί­ων ἐ­τί­θε­το πλέ­ον ὑ­πό τήν εὐ­λο­γί­α καί τήν ἔγ­κρι­ση τῶν οἰ­κεί­ων Ἐ­πι­σκό­πων. Κατά τόν Ἀρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου:
«Ἡ ὑ­πα­γω­γή τῆς Μο­νῆς εἰς τόν Ἐ­πί­σκο­πον ἀ­σφα­λί­ζει αὐ­τήν ἀ­πό κά­θε μορ­φήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἐ­γω­κεν­τρι­σμοῦ, ἀ­πο­κλει­στι­κι­σμοῦ καί αὐ­ταρ­κεί­ας. Διά τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἡ Μο­νή ἔ­χει τήν ἀ­να­φο­ράν καί τόν σύν­δε­σμόν της με­θ’ ὅ­λης τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς καί με­τά τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­πει­δή, ὅ­μως, λό­γῳ τῆς ἀν­θρω­πί­νης ἀ­δυ­να­μί­ας καί ἀ­τε­λεί­ας εἶ­ναι εὔ­κο­λον νά πα­ρερ­μη­νευ­θεῖ ἡ ἔν­νοι­α τῶν δι­καί­ων τῶν ἐ­πι­σκό­πων ἐ­πί τῶν μο­νῶν, οἱ ἱ­ε­ροί κα­νό­νες ὁ­ρί­ζουν τά τῆς δι­και­ο­δο­σί­ας τῶν Ἐ­πι­σκό­πων»[5].
Κα­τά τά ἄλ­λα ὁ Κα­νό­νας δέν εἰ­σχω­ρεῖ κα­θό­λου στά ἐ­σω­τε­ρι­κά τῶν μο­να­στη­ρι­ῶν καί τήν λει­τουρ­γί­α τους, κα­θώς θε­ω­ρεῖ τό αὐ­το­δι­οί­κη­το τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄ­νευ. «Τά μο­να­στή­ρια δι­α­τή­ρη­σαν πάν­το­τε τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τοῦ μο­να­στι­κοῦ τους βί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θο­ρι­ζό­ταν μέν συ­νή­θως ἀ­πό τό ἰ­δι­α­ί­τε­ρο μο­να­στη­ρια­κό τους Τυ­πι­κόν, ἀλ­λά πάν­το­τε μέ­σα στά πλα­ί­σια τῆς κα­θι­ε­ρω­μέ­νης κα­νο­νι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως»[6].
Ἡ «πρό­νοι­α» πού θά πρέ­πει νά λαμ­βά­νει ὁ Ἐ­πί­σκο­πος γιά τίς Μο­νές μέ βά­ση τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο Κα­νό­να ἀ­φο­ρᾶ συγ­κε­κρι­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις καί ζη­τή­μα­τα. «Ἡ ἐμ­μο­νή στήν ὀρ­θο­δο­ξί­α τῆς πί­στε­ως, - κα­τά τόν Κα­θη­γη­τή κ. Φει­δᾶ- ἡ τή­ρη­ση τῆς κα­νο­νι­κῆς καί τῆς λει­τουρ­γι­κῆς τά­ξε­ως, ὁ σε­βα­σμός τῶν κα­θι­ε­ρω­μέ­νων ἀρ­χῶν τῆς μο­να­στι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως καί οἱ ἐ­κτός μο­να­στη­ρί­ου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές ἤ ἄλ­λες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν μο­να­χῶν ἀ­πο­τε­λοῦν τά κύ­ρια στοι­χεῖ­α τῆς ποι­μαν­τι­κῆς «πρό­νοι­ας» τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που γιά τά μο­να­στή­ρια τῆς  ἐ­πι­σκο­πι­κῆς του πε­ρι­φέ­ρειας. Ὡ­στό­σο, ἡ «πρό­νοι­α» αὐ­τή ἐκ­φρά­ζε­ται ὄ­χι βε­βα­ί­ως μέ ὑ­πο­κει­με­νι­κές ἤ αὐ­θα­ί­ρε­τες πα­ρεμ­βά­σεις, ἀλ­λά μέ τήν ἐ­νερ­γο­πο­ί­η­ση τῶν κα­νο­νι­κῶν δι­α­δι­κα­σι­ῶν τῶν ἁρ­μο­δί­ων σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση συ­νο­δι­κῶν ὀρ­γά­νων, ὥ­στε νά μήν δι­α­τα­ράσ­σε­ται ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή αὐ­το­τέ­λεια τῆς ἀ­σκή­σε­ως ἀ­πό αὐ­θα­ί­ρε­τες ἐ­πεμ­βά­σεις τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­φα­σί­ζον­ται ‘‘κα­τά προ­σπά­θειαν ἤ ἀν­τι­πά­θεια­ν’’ πρός το­ύς μο­να­χο­ύς ἤ καί ‘‘δι' οἰ­κε­ί­αν φι­λο­νει­κί­α­ν’’»[7].
Σχετικά μέ τήν «πρόνοια» καί τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων ἐπί τῶν Μονῶν ὁ Καθηγούμενος  τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου γράφει:
«Τό θέ­μα τῆς ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης καί τῶν δι­καί­ων τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἐ­πί τῶν Μο­νῶν δέν πρέ­πει νά θε­ω­ρεῖ­ται ὡς θέ­μα πει­θαρ­χί­ας καί ἐ­ξου­σί­ας ἐν κο­σμι­κῇ ἐν­νοί­ᾳ, ἀλ­λά πρω­τί­στως ὡς θέ­μα πνευ­μα­τι­κόν καί θε­ο­λο­γι­κόν. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐν τῇ ἐ­πι­σκο­πῇ αὐ­τοῦ εἶ­ναι ἡ ζῶ­σα εἰ­κών τοῦ Χρι­στοῦ καί τό ὁ­ρα­τόν κέν­τρον ἑ­νό­τη­τος τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ὁ πα­τήρ ὅ­στις “χρή τήν δέ­ου­σαν πρό­νοι­αν ποι­εῖ­σθαι τῶν μο­να­στη­ρί­ων” (δ΄ Δ΄­)»[8].
Καί ὁ γνωστός κανονολόγος Βαλ­σα­μών (12ος αἰ.) στήν ἑρ­μη­νεί­α του στόν Κα­νό­να 1 τῆς Πρω­το­δευ­τέ­ρας Συ­νό­δου, σα­φῶς ἀ­πο­φαί­νε­ται ὅ­τι: «Οὐκ ἐ­νε­δό­θη τ ἐ­πι­σκό­πῳ κα­τε­ξου­σιά­ζειν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου ὡς δε­σπο­τι­κῶς δι­α­φέ­ρον­τος τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ αὐ­τοῦ.­.., ἀλ­λ’ ἔ­χειν μό­να δί­και­α ἐ­πι­σκο­πι­κά ἐ­π’ αὐ­τ. Εἰ­σί δέ ταῦ­τα.­.. ἀ­νά­κρι­σις τῶν ψυ­χι­κῶν σφαλ­μά­των, ἐ­πι­τή­ρη­σις τῶν δι­οι­κούν­των αυ­τ, ἀ­να­φο­ρά τοῦ ὀ­νό­μα­τος τού­του καί σφρα­γίς τοῦ ἡ­γου­μέ­νου»[9].
Ὅ­λα ὅ­σα θε­σπί­ζον­ται μέ τόν δ΄ Κα­νό­να τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου θέ­τουν οὐ­σι­α­στι­κά τίς βά­σεις γιά τίς σχέ­σεις τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν μέ τόν ἐ­πι­χώ­ριο Ἐ­πί­σκο­πο, τήν δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς αὐ­το­τέ­λειας τῶν Μο­νῶν καί τά ὅ­ρια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­πο­πτεί­ας τοῦ οἰ­κεί­ου Ἐ­πι­σκό­που.
Πά­νω σέ αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν βά­ση στη­ρί­χθη­κε ἡ ἰ­σχύ­ου­σα νο­μο­θε­σί­α πού δι­έ­πει τίς σχέ­σεις Μο­νῶν καί Ἐ­πι­σκό­πων: τό ἄρ­θρο 39 τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος (Ν. 590/1977)[10] καί ὁ Κα­νο­νι­σμός 39/1972 «Πε­ρί τῶν ἐν Ἑλ­λά­δι Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν καί τῶν Ἡ­συ­χα­στη­ρί­ων»[11].
Ὁ Κα­τα­στα­τι­κός Χάρ­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τήν μορ­φή Νό­μου (Νό­μος 590/1977, ΦΕΚ 146 Α) ἐκ­πο­νή­θη­κε ἀ­πό μι­κτή κλη­ρι­κο­λα­ϊ­κή συν­τα­κτι­κή ἐ­πι­τρο­πή, ἡ ὁ­ποί­α συγ­κρο­τή­θη­κε δυ­νά­μει τοῦ Ν.462/1976 ἀ­πό ἐ­ξέ­χου­σες προ­σω­πι­κό­τη­τες, ἀπό Πα­νε­πι­στη­μια­κούς τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ καί Νο­μι­κοῦ χώ­ρου, γνῶ­στες τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγμάτων καί ὅ­λων τῶν προ­βλη­μά­των τους, καί ἀ­πό Βου­λευ­τές τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κοι­νο­βου­λί­ου. Ἡ ἐ­πι­τρο­πή αὐ­τή ἐρ­γά­σθη­κε βά­σει τῶν ὑ­πο­βλη­θέν­των ὑ­πο­μνη­μά­των τῶν ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νων φο­ρέ­ων. «Εἰ­δι­κώ­τε­ρον -σύμ­φω­να μέ αὐ­τά πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν Εἰ­ση­γη­τι­κή Ἔκ­θε­ση πρός τήν Βου­λή τῶν Ἑλ­λή­νων γι­ά τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο Νό­μο- ἐ­λή­φθη­σαν ὑπ᾿ ὄ­ψιν ἡ ἐ­πί τοῦ σχε­δί­ου γνώ­μη τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, τά αἰ­τή­μα­τα τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Συν­δέ­σμου Κλη­ρι­κῶν Ἑλ­λά­δος καί γε­νι­κώ­τε­ρον πᾶ­σαι αἱ προ­τά­σεις, αἱ ὁ­ποῖ­αι ἦ­σαν σύμ­φω­νοι πρός τό Σύν­ταγ­μα, τούς Ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νας, τήν κει­μέ­νην Νο­μο­θε­σί­αν καί τήν Νο­μο­λο­γί­αν τῶν Δι­κα­στη­ρί­ων τῆς Χώ­ρας[12]».
Ὁ Κα­νο­νι­σμός 39/1972 ἐκ­πο­νή­θη­κε καί ψη­φί­στη­κε ἀ­πό τήν ἴ­δια τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο, χω­ρίς τήν συμ­με­το­χή λα­ϊ­κῶν καί οὐ­σι­α­στι­κά εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μος, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στό θέ­μα τῶν κα­νο­νι­κῶν ἁρ­μο­δι­ο­τή­των τῶν Μη­τρο­πο­λι­τῶν ἐ­πί τῶν Μο­νῶν, μέ τό ἄρ­θρο 39 τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος[13].
Ἡ πα­ρά­γρα­φος 6 τοῦ ἄρ­θρου 39 τοῦ Ν. 590/1977 λύ­νει ὁ­ρι­στι­κά καί ἀ­με­τά­κλη­τα τό ζή­τη­μα τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τοῦ ὅ­ρου «πνευ­μα­τι­κή ἐ­πο­πτεί­α» τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἐ­πί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν, κα­θώς πε­ρι­γρά­φει ἐ­ξαν­τλη­τι­κά καί πε­ρι­ο­ρι­στι­κά τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ὅ­ρου «ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­λύ­πτει μό­νο τά ρη­τῶς ἀ­να­γρα­φό­με­να κα­νο­νι­κά δι­και­ώ­μα­τα τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου ἐ­πι­σκό­που, ἤ­τοι[14]»:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου