Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης. Μέρος Ε'


Καί ἡ ἡλικία περνάει καί ὁ χρόνος τρέχει, χωρίς νά γυρίζῃ πίσω.  Μαζί μέ τήν πνευματική ἰσχυροποίηση καί ἐνδυνάμωση, αὐξάνει καί ὁ πόλεμος, Ὁ πειρασμός μεγαλύτερος ἀλλά καί ἡ ἀντίσταση σιδερένια. Ἡ χάρις δέν τόν ἐγκαταλείπει.
Οἱ καρποί τῆς μυστικῆς ζωῆ του φαίνονται στό δένδρο, μιᾶς καί τά λουλούδια παραχώρησαν τήν θέση τους στούς καρπούς, καί ὁ Γεράσιμος, γνώστης τῆς ἀναξιότητός του, τούς μαζεύει καί τούς φυλάγει, μή χαλάσουν καί μείνει νηστικός πνευματικῆς τροφῆς.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀντιμετωπίζει τόν Σατανᾶ, πού ὀφθαλμοφανῶς πλέον τοῦ παρουσιάζεται σάν σκυλί σέ μιά φεγγαρόλουστη καλοκαιρινή καί μέ τό τεμπελόξυλο Ἀκολουθία, τό ὁποῖο, ὅταν ὁ ἁπλοῦς καί ἀπονήρευτος Γεράσιμος πλησιάζει, νά χαϊδέψη, ἐξαφανίζεται μέ θόρυβο καί δυσοσμία. Τοῦ ἐμφανίζεται σάν ἄσπρος τράγος μέ κόκκινα μάτια καί βλέμμα τρομερό σέ μέρος πού δέν ὑπῆρχε ζωή στά βράχια τῆς Ἁγίας Ἄννης.  Τοῦ ἐμφανίζεται σέ σύννεφο πού βγάζει γυναικεῖες φωνές καί γέλια στή θέση «Κρύα Νερά» τῆς Λαύρας. Ἀλλά πῶς νά τόν πειράξουν τόν ἀγωνιστή; Οὔτε κἄν ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά τόν ἀγγίξουν.  Μόνον ἔμπειρο τόν κάνουν.  Αὐξάνουν οἱ πνευματικές ἐμπειρίες καί αὐτό τοῦ δίδει δύναμη γιά τήν συνέχιση τοῦ ἔργου του, τοῦ ταλάντου του.

Καί ἡ καταξίωση συνεχίζεται μέ τήν ἀποδοχή καί ἀγάπη τῶν πατέρων, ὅταν ὁ Γερασιμάκης θεραπεύῃ τήν εὐλάβειά τους πρός κάθε τι πού θέλει ὑμνολογία, ἀλλά σταδιακά καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, σέ σημεῖο μάλιστα πού κατά καιρούς λαμβάνει εὐφήμους μνείας καί ἐπαίνους ἀπό τούς Ἀρχιεπισκόπους Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, Σπυρίδωνα Βλάχο, Θεόκλητο καί Χρυσόστομο καί ἀπό ἄλλους κατ’ ἰδίαν Ἀρχιερεῖς.
Στά δαυϊτικά του χρόνια ἀναφέρεται ἀπό τόν Γρηγόριο Παπαμιχαήλ στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν καί τιμᾶται ἀργότερα ἀπ’ αὐτήν μέ τό Ἀργυρό Μετάλλιο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Ὅλα αὐτά ὅμως δέν τόν συγκινοῦν.  Δέχεται ἁπλά τήν καταξίωση καί «σκύβαλα πάντα ἡγεῖται, ἵνα Χριστόν κερδήσῃ».
Ἄν καί βλέπει καί αἰσθάνεται ὅτι μέ μεγάλη εὐχέρεια «ὕμνους ὑφαίνει συντόνως τεθηγμένους», ἄν καί ἀναγνωρίζει ὅτι «ἐργῶδές ἐστι», ἐν τούτοις δέν ὑπερηφανεύεται, δέν φουσκώνει πού τά κατορθώνει.
Καί ἡ κάθοδος τῆς φλογός συνεχίζεται· μιά ἀτελείωτη Πεντηκοστή, πλούσια καί δαψιλής. Ὄντως ἡ ὑπόσχεσις ὅτι «ποταμοί ῥεύσουσιν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ» λαμβάνει σάρκα καί ὀστᾶ.  Καί γράφει, γράφει. Τί γράφει; Ὕμνους καί δοξολογίες.  Δέν διακρίνει κανέναν.  Τούς ἱκανοποιεῖ καί τούς εὐχαριστεῖ ὅλους.
  Γιατί ὅλοι θέλουν νά προσφέρουν, στόν Θεό, στήν Παναγία, στούς Ἁγίους πού εὐλαβοῦνται, κάτι, καί αὐτό μέ τήν πέννα τοῦ Γερασιμάκη.  Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο «ὁμολογοῦν τήν χάριν, κηρύττουν τόν ἔλεον, οὐ κρύπτουσι τήν εὐεργεσίαν».  Καί καταξιώνεται ἡ ταπείνωσή του.  Τώρα τήν ἔχει συγκάτοικό του.  Τόν κάνει ἀγαπητό.  Τόν διατηρεῖ καταδεχτικό. Ζῇ ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεός κρυφά καί μυστικά. Ἀγωνίζεται νά βιώσῃ τό «ἡ ζωή ἡμῶν κέκρυπται» καί τό πετυχαίνει.
Ἡ ἀγωνία τῆς σωτηρίας του, ὁ λόγος «δι’ ὅν ἐξῆλθε» δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά εὐχαριστιέται στούς ἐπαίνους, στίς τιμές στίς δόξες.  Χαιρόταν γιά ὅ,τι τοῦ λέγανε, ἀλλ’ ὄχι γιά τό πρόσωπό του, ἀλλά γιατί τό ἔργο του καταξιωνόταν ἀναγνωριζόμενο ἀπό τούς πνευματικούς ἀνθρώπους.
Τά τιμητικά διπλώματα, τά μετάλλια καί τίς ὁποιεσδήποτε ἐπί χάρτου διακρίσεις, τά ἔβλεπε μιά καί μόνο φορά.  Δέν ἔπαιζε μ’ αὐτά. 
Δέν εὐχαριστιόταν στήν ἐπανάληψη τῆς ἀνάγνωσής τους.  Δέν περιεργαζόταν τά μετάλλια. Τά ἔκρυβε ἐπιμελῶς καί τά ἔδινε καί τά ἔκρυβα κατόπιν ἐγώ.  Δέν ἤθελε νά τά ἐμφανίζουμε.  Μοῦ ἔλεγε χαρακτηριστικά. «Ἔλα παρ’ τα, φτάνει, τά εἶδα παιδάκι μου.
Ὁ Θεός νά μέ φυλάξῃ ἀπ’ αὐτά.  Οὐαί ἐάν περισσεύσῃ τό ὄνομά μου πλεῖον τῶν ἔργων μου.  Μπορῶ νά πάρω βραβεῖο ἐκεῖ; Αὐτό θά μοῦ μείνῃ Κρύφ’ τα τώρα.  Δέν μοῦ χρειάζονται.  Νἆναι καλά οἱ ἄνθρωποι, ἀλλ’ ἀλλοίμονό μου».
Ποτέ δέν πρόβαλε τόν ἑαυτό του. Ὅταν πήγαινε, ὅπου τόν καλοῦσαν, ἄν καί τόν τιμοῦσαν οἱ πατέρες, περίμενε πότε θά τοῦ μιλήσουν καί ποῦ θά τόν βάλουν.  Ζητοῦσε τήν ἀφάνεια και ἐπεδίωκε αὐτήν τήν ἀφάνεια, ἀλλά μέχρι πότε; Τό θεοφιλές ἔργο του τόν ἔκανε σεβαστό καί ἀγαπητό καί ὑπολογίσιμο.  Ἀλλ’ ὁ ἀείμνηστος ἀλλοῦ εἶχε τόν νοῦ του.
Ὅταν ἔπαιρνε τό κομποσχοίνι χανόταν σέ ἄλλους κόσμους.  Κάποτε τοῦ ξέφευγαν φράσεις, λέξεις πού προσπαθούσαμε νά ἀντιληφθοῦμε, ἀλλά μάταια. Ἡ προσευχή του  ἦταν αἴτηση ἐλέους καί φωτισμού, καί τά ἔπαιρνε. Ἔβλεπε τό ἔργο του ὄντως δῶρο Θεοῦ, πνευματοκίνητο καί ὄχι ἀνθρωποκίνητο, ὄχι δικό του, ποτέ. Οὔτε τό πίστευε ποτέ, οὔτε τό διακήρυξε.
Τότε ἔρχεται πλέον μιά ἀναγνώριση πού οὔτε τήν περίμενε. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας μέ τήν Ἱερά Σύνοδο τόν ἀναγορεύει «Ὑμνογράφον τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», ἀναγνωρίζοντας τήν προσφορά του πρός τήν καθόλου Ἐκκλησία. 
Αὐτό τοῦ δίδει μεγάλη χαρά, χαρά πού προέρχεται ἀπό τήν ὑπερβολική του ἀγάπη καί προσήλωση στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἀγάπη του καί ἡ πολυμάθειά του γιά τήν Πόλη τῶν ὀνείρων ἦταν κάτι μεγάλο, ἐξάκουστο. Ἦταν γι’ αὐτόν ἡ πηγή ὅλων τῶν καλῶν, σέ ὅλους τούς τομείς. Ἡ παράκλησή του: νά τήν δῇ ἐλεύθερη.
Ἔτσι λοιπόν, προσευχόμενος, γράφοντας καί τιμώμενος φθάνει στήν δύση του.  Μεστωμένος, παραγωγικώτατος, πολυγραφώτατος, ἐκφραστικώτατος, θεολογικώτατος πάνω ἀπ’ ὅλα καί ἀσκητικώτατος στό ἔπαρκο. Οἱ πνευματικές του δυνάμεις δέν τόν ἐγκατέλειψαν. Οἱ σωματικές γιά τήν ἡλικία του ἦταν πολύ καλές καί δέν ἄφηνε τόσο την νοερά ὅσο καί τήν αἰσθητή προσευχή.  Διάβαζε καί προσευχόταν.
  Τερπνά του ἀναγνώσματα: ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ὁμιλίαι Πνευματικαί Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Φιλοκαλία.  Διαβάζοντας, πετοῦσε ἀλλοῦ ὁ νοῦς του, σέ ἄλλες θεωρίες.
Ὅταν δέ ἔγραφε καί ἔβγαινε μετά τό τέλος κάποιας ἀκολουθίας, ἦτο ἄλλος, ἀλλ’ οὐκ ἀλλοῖος, ἔφεγγε λουσμένος ἀπό τήν θεία χάρη καί τό καταλαβαίναμε καί ἐμεῖς «οἱ μή ἔχοντές τι».
Ἡ φυσική αἰτία τῆς φυγῆς του ἀπό τόν κόσμο, τόν βρῆκε γράφοντας στό γραφεῖο του.
Ἄφησε ἀτελείωτη τήν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Στεφάνου τοῦ Ὁμολογητοῦ, γιατί τόν κάλεσε ὁ Θεός.  Τήν ἄφησε στούς Αἴνους καί τήν συνεπλήρωσε μέ τήν κοίμησή του στούς Οὐρανούς, γιά νά μή τόν ἀφήσῃ παραπονεμένο.
Ἔφυγε «ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος» μέσα στήν ἀγκαλιά μας.  Τήν προηγουμένη τόν μεταλάβαμε καί ἦτο συντετριμμένος, γιατί μετέβαλε στό δωμάτιό του, καί ἔκλαιγε γιά τήν συγκατάβασή Του, νά ἔλθῃ στό δωμάτιό του ὁ Χριστός.
Ποτέ δέν τό διανοήθηκε.  Καί ἐπετάσθη ἐπί πτερύγων ἀνέμων, εἰς την ἀΐδιον μακαριότητα, ἀναμένοντας τήν Δευτέρα Παρουσία, κοιτάζοντάς με και ἐκπνέοντας σάν πουλάκι. Οἱ τελευταῖες του φράσεις ἦταν ἐπικλήσεις στούς ἁγίους πατέρες Διονύσιο καί Μητροφάνη καί στόν ἅγιο Νεκτάριο, Ἁγίους πού ἰδιαιτέρως ἐτίμησε, καί προπάντων στήν Παναγία, τήν ὁποία «Κύριος οἶδε» πόσες φορές θά ἔνοιωσε δίπλα του.
Ἡ ὅλη του ζωή χαρακτηριζόταν ἀπό τήν κατά Θεόν πτωχεία, τήν σωματική ταλαιπωρία (στό κρεββατάκι του δέν χωροῦσε, ποτέ δέν ἅπλωνε τά πόδια του).
Εὐχαριστιόταν στά δυόμισι τετραγωνικά, τό θεωροῦσε παλάτι· χαρακτηριστικό τό λιτοδίαιτό του. «Παχεῖα γαστήρ λεπτόν οὐ τίκτει νόα», ἔλεγε μεταχειριζόμενος τό ἀρχαῖο γνωμικό.  Φιλακόλουθος στό ἔπαρκο, παράδειγμα γιά μᾶς.
Διορθωτής τέλειος στά λεκτικά σφάλματά μας.  Πρῶτος ἔμπαινε στήν Ἐκκλησία, τελευταῖος ἔβγαινε.  Θεωροῦσε τήν Ἀκολουθία προοίμιο τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, καί πάντα ἀνέφερε τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ, πού τόν προέτρεψε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος νά πάῃ νά προσευχηθῇ μέ τούς ἄλλους Πατέρας, ὅταν ἤθελε νά προσευχηθῇ μέ κομποσχοίνι καί μόνος.  Θεωροῦσε τήν νοερά προσευχή βραβεῖο ὑπακοῆς καί χάρισμα ὄχι γιά ὅλους. Ἡ ἀποφυγή κοσμικῶν φροντίδων φέρνει τόν νοῦν σέ θεωρία πάντα μέ ὑπάκοή· «ὑπακοή ζωή, παρακοή θάνατος».


Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος
Ἐτήσια ἔκδοσις τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
  Ἔτος 2008 ἀριθμ. 33
Ἐπιμέλεια κειμένου 
Ἀναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com



Γιὰ νὰ διαβάσετε τα ὑπόλοιπα πατῆστε  Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου