Όταν ο θεράπων ιατρός έθεσε ενώπιον του το δίλημμα μεταμόσχευση καρδιάς ή θάνατος εκείνος
επέλεξε αυτό που υπαγόρευε η μέχρι θανάτου αγαπώσα καρδιά του. «Θέλω να ζήσω. Βάλτε μου την τεχνητή καρδιά ή ό,τι άλλο
τεχνικό μέσο διαθέτει η επιστήμη. Όμως ποτέ δεν πρόκειται να δεχθώ μια καρδιά
που θα προέρχεται από έναν "εγκεφαλικά νεκρό", ο οποίος για μένα δεν
είναι νεκρός αλλά ζων και βαρύτατα πάσχων ασθενής».
Μέχρι να’ρθει η ώρα όλα αυτά να φανερωθούν προς δόξαν Θεού και ωφέλεια των συνανθρώπων μας, θα σταχυολογήσουμε απλώς τις πρώτες συγγραφικές αντιδράσεις μετά το μαρτυρικό του τέλος. Ευχή μας είναι ο Παντεπόπτης Θεός, σύντομα να φανερώσει την κεκρυμμένη από τον κόσμο σταυροαναστάσιμη μοναχική του ζωή.
Θα κλείσουμε αυτό το σύντομο σημείωμα αντιπροσφέροντάς του τον χαιρετισμό με τον οποίο εκείνος μας στήριζε και μας εμψύχωνε πάντα.
Να χαίρεστε πάτερ Νικόδημε! Να χαίρεστε πάτερ Νικόδημε και τώρα και πάντα!
________________________
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΛΟΓΟΣ
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
ΕΙΣ
ΜΟΝΑΧΟΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΝ
(24-1
/6-2-2009)
Στό
πάνσεπτο αὐτό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, τό ἔτος 1975 ὁ π. Νικόδημος ἔλαβε
τό
Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί ἔδωσε τίς ὑποσχέσεις τοῦ Μεγαλοσχήμου Μοναχοῦ.
Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί ἔδωσε τίς ὑποσχέσεις τοῦ Μεγαλοσχήμου Μοναχοῦ.
Σήμερα,
κεκοιμημένος, στήν ἴδια θέσι, μπορεῖ νά κάνη τόν ἀπολογισμό τῆς μοναχικῆς του
ζωῆς.
Ὁ ἴδιος,
βαθύτατα ταπεινός, ποτέ δέν θά ἐπαναλάμβανε γιά τόν ἑαυτό του τούς λόγους τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου: «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν
πίστιν τετήρηκα, λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει
μοι Κύριος ἐν ἐκείνη τῆ ἡμέρα, ὁ δίκαιος κριτής» (Β΄ Τιμ. δ΄ 7-8).
Ἐμεῖς
ὅμως πού τόν ζήσαμε, μποροῦμε νά βεβαιώσουμε ὅτι εἶναι ἄξιος νά εἰπῆ αὐτά τά
λόγια στόν Κύριό του.
Ὁ ἀγώνας
ἐτελείωσε. Τό μαρτύριον τῆς συνειδήσεως, καί αὐτό ἐτελείωσε. Νομίμως ἤθλησε,
καί τώρα στεφανοῦται.
Γι’ αὐτό
σήμερα συγκιρνοῦμε τήν λύπη μέ τήν χαρά. Λύπη γιά τόν σωματικό χωρισμό, καί
χαρά γιά τήν νίκη τοῦ πολυάθλου ἀδελφοῦ.
Ἐτήρησε τίς εὐαγγελικές ἀρετές τῆς ἀγάπης,
τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπομονῆς, τῆς πίστεως, ὅπως ἐπίσης καί τίς μοναχικές
ἀρετές καί ὑποσχέσεις τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς
παρθενίας, τῆς κεκρυμμένης ἀπό τόν κόσμο ζωῆς.
Ἐπίστευε ὁ
μακαριστός ἀδελφός καί ἤλπιζε στόν λόγο τοῦ Μεγάλου Ἀποστόλου: «ἡ ζωή ὑμῶν
κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῶ Θεῷ, ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ὑμῶν τότε καί
ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξη» (Κολ. γ΄ 3-4).
Μακαριστέ ἀδελφέ
καί τέκνον ἐν Κυρίω, Νικόδημε, κατά τό διάστημα τῆς σταυροαναστασίμου μοναχικῆς
σου ζωῆς εἶχες πάντα τήν πτωχή μου πατρική ἀγάπη. Καί σύ ἤσουν γιά μένα καί γιά
ὅλη τήν Ἀδελφότητα παράδειγμα ταπεινοῦ Μοναχοῦ πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν
Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους. Ζοῦσες τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ, καί μάλιστα στίς δύσκολες στιγμές τραγικῶν γεγονότων στήν ζωή τῶν
συγγενῶν σου. Νοιώθοντας τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀνταπέδιδες τήν δική σου ἀφοσίωσι,
λατρεία καί ἀγάπη στόν Κύριο.
Τώρα, λυθέντων
τῶν δεσμῶν τοῦ σώματος, μπορεῖ ἡ μακαρία ψυχή σου νά χαίρεται πληρέστερα τήν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός, τήν Χάρι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν κοινωνία
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εὔχου καί γιά
μᾶς, νά τελειώσουμε τόν ἀγῶνα καί νά εὐαρεστήσουμε τόν Κύριο.
Ὄντως, «μακαρία
ἡ ὁδός, ᾖ πορεύῃ σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
________________
Εἰς τήν κοίμησιν τοῦ ὁσιωτάτου
Ἀδελφοῦ ἡμῶν
καί πολυαγαπητοῦ μας
μακαριστοῦ
μοναχού Νικοδήμου
Γρηγοριάτου
(+23 Ἰανουαρίου 2009)
Σέ γνώρισα, φιλάγιε,
φιλόχριστε, Ἀδελφέ μου,
ὅταν κι ἐγώ ὡς
Δόκιμος, ἦλθον, ἀγαπητέ μου
εἰς Γρηγορίου τήν
Μονήν, ἐν Ἄθωνος τῶ Ὄρει
τοῦ πλοίου μου τοῦ τῆς
ψυχῆς νά ἑτοιμάσω πλώρη
νά ταξιδεύσω, ὡς ἐσύ ἤδη
καλῶς ἀνῆλθες,
εἰς οὐρανῶν ἀκύμαντον
λιμένα καί ἀπῆλθες
τῶν ἐγκοσμίων καί
τερπνῶν, ἅτινα θεοφρόνως
ἐμίσησας πανόλβιε ἠγάπησας
προφρόνως
τόν Ἰησοῦν, τήν ἀρετήν,
ταπείνωσιν ἐμπόνως.
Πολύ μ’ ἐντυπωσίαζε
τό ἅγιον μετωπόν σου
τά καθαρά σου ὄμματα,
ὁ ζῆλος ο θεϊκός σου,
ἡ ἄπειρος ἀγάπη σου εἰς
ἅγιον Γέροντά σου
ὑπακοή ἀδιάκριτος σ’
αυτόν μέ τήν καρδιά σου.
Ὅπου κι ἄν διηκόνησας,
ἐπέδειξας ἀγάπην,
ὑπομονήν καί
φρόνησιν, ξένος ἀπό τά πάθη.
Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου
μας, ἐσκήνωσεν ἐντός σου
καί ἀπό νεότητος ἐσύ
εἶχες εἰς τό πλευρόν σου
γηθόμενον τόν ἄγγελον,
φύλακα καί προστάτην
ὅστις σέ περιφύλαξε ἀπό
ποικίλα πάθη.
Δι’ ἀσθενείας ἔφοδον,
θελήματι τῶ θείῳ
σκληρῶς ἐν χρόνοις ἱκανοῖς
ἐπλήγης καί ὁσίως
ὑπέμεινας, θεόσοφε,
καρτερικῶς καί ὤφθης
μαρτύρων ἰσοστάσιος
καθ’ ὅ Θεῶ ἐτρώθης
τῶν οὐρανίων καλλονῶν
λαβεῖν τάς ἀντιδόσεις,
καί ἐραστῆ σου Ἰησοῦ,
ψυχήν νά παραδώσης.
Ἐπέδειξες,
παμφίλτατε, ζῆλον Χριστοῦ καί πόθον
καί διά δακρύων ὀχετοῖς
ἀνῆλθες εἰς τόν Λόφον
τοῦ Γολγοθᾶ, διά Ἰησοῦν
ἰδεῖν Ἐσταυρωμένον
διά νά τόν κλαύσης
στοργικῶς νά χαίρεσαι ἀσμένως.
Ἐτίμησας, σύν Χάριτι,
μοναστικόν σου βίον
ὅτι Χριστόν ἠγάπησας ὑπέρ
τόν κόσμον πλεῖον.
Καί πλήθη νέων μοναχῶν
καί λαϊκῶν ἐνθέως
κατηύφρανας τοῖς
λόγοις σου, τούς ἔθρεψας εὐκαίρως
καί τούτους
καθωδήγησας εἰς τάς ὁδούς Κυρίου
καί δι’ ἁγίων σου εὐχῶν
τοῦ Πνεύματος Ἁγίου,
ἐστήριξας τούς ἐνδεεῖς, τούς ὀρφανούς,τούς
νέους
θερμῶς ὑπεραγάπησας, ἐδίδαξας
τους γέρους
λαβεῖν ἁγίων ἀρετάς
καί τέλους ἀνωδύνου
ἀξιωθῆναι ἅπαντες κι ἀπαλλαγήν
τοῦ θρήνου.
Δοχεῖον πλῆρες ἀρετῶν
ὤφθης Θεῶ τρισμάκαρ
κι ἐφώτισας τοῖς
λόγοις σου τόν κόσμον, θεομάκαρ.
Οὐδέποτε παρώξυνας, ἐπλήγωσας
τό Πνεῦμα
ἐκράτησας ταπείνωσιν
καί ἤχθης εἰς τό τέρμα
λαμπροφανής, ἀγνότατος
ὑπό Χριστοῦ ἐκλήθης
εἰς οὐρανῶν σκηνώματα
περιφανῶς ἀνήχθης.
Δι’ ἅπαντα τόν βίον
σου ἡμεῖς σ’ εὐχαριστοῦμεν
καθ’ ὅτι μᾶς ὑπέδειξας
ὁδόν ν’ ἀκολουθοῦμεν,
τῆς μετανοίας, τῆς εὐχῆς,
ὑπομονῆς, ἀγάπης,
δι’ ὧν προσήλθες τῶ
Χριστῶ καί ὅλως ἐδοξάσθης.
Ἡμεῖς περιλειπόμενοι
σύν Γέροντι ἁγίῳ
ἐλπίζομεν ταῖς σαῖς εὐχαῖς
νά τύχωμεν ἐν βίω
ἐλέους τοῦ Παντάνακτος, θερμῶς ν’ ἀγωνισθῶμεν
καί μετά σοῦ διηνεκῶς ποτέ νά εὑρεθῶμεν.
Χαῖρε,οὖν, πάντων
καύχημα καί ἀρετῶν ταμεῖον
τῆς εὐσεβείας ἐραστά, ὑπομονῆς δοχεῖον
καί μοναζόντων τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
ἐξαίσιον ὑπόδειγμα καί ἐναρέτου βίου.
________________
«΄Ένα
λουλούδι στον Τάφο του αδελφού π. Νικοδήμου»
Στις 23-1-2009 (Π.Ημ.) εκοιμήθη ο πολυαγαπητός μας αδελφός π.
Νικόδημος στο Ωνάσειο νοσοκομείο και στις 24-1-2009 έγινε η κηδεία του στην
Ιερά Μονή της Μετανοίας του. Τα συναισθήματα μεικτά. Λύπη βαθειά για την
κοίμηση και τον αποχωρισμό νέου αδελφού και χαρά διότι η ψυχή μας αισθάνεται
ότι πήγε κοντά στον Χριστό μας.
Ποτέ δεν θα Ξεχάσουμε την μεγάλη του αγάπη για όλους μας, την ανεξικακία του, την εγκράτειά του, την μεγάλη υπομονή στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής του και κυρίως το Οσιακό τέλος του με δοξολογία στον Θεό, χωρίς ίχνος δυσαρέσκειας ή ερωτιματικών, αλλά με μεγάλη Πίστι έλεγε πάντοτε να γίνεται το θέλημα του Θεού.
Από παιδί 18 ετών μόλις τελείωσε το λύκειο, μέχρι 54 ετών που εκοιμήθη, 35 ολόκληρα χρόνια τέλειος υποτακτικός σε όλα, καλιέργησε όλες ανεξαιρέτως τις αρετές στο μέγιστο βαθμό, γι’ αυτό και ηξιώθη μεγάλων ευλογιών και ανωτέρων πνευματικών καταστάσεων και εμπειριών.
Επειδή γνωρίζω ότι η ταπεινή ψυχή του δεν θέλει επαίνους, γι’αυτό τα περιγράφω γενικά και οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι καταλαβαίνουν περισσότερα. Αλλοι πιο ειδήμονες στα πνευματικά θέματα ελπίζω να γράψουν λεπτομερώς για την οσιακή βιωτή του.
Ποτέ δεν διανοήθηκε να κάνει κάτι χωρίς ευλογία ή κάποια παραχώρηση στην τέλεια κι άνευ όρων υπακοή του στον Γέροντα.
Παρηγορούσε όλους η ευαίσθητη καρδιά του, από τον Γέροντα και τους πατέρες μέχρι τον κάθε επισκέπτη και πτωχό. Με πόθο μεγάλο διάβαζε και λάτρευε τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο και τον όσιο Ισαάκ.
Ο αδελφός του Παρασκευάς σκοτώθηκε νέος σε τροχαίο δυστύχημα, ο πατέρας του Χρήστος πέθανε από την λύπη του με καρκίνο στον πνεύμονα. Απέμεινε μόνη η μητέρα του Χρυσούλα με προβλήματα αναπνευστικά και με κλονισμένη υγεία.
Με ευλογία του σεβαστού Γέροντός μας ο π. Νικόδημος επί πολλά έτη με υπομονή και προθυμία διηκόνησε στον Πειραιά την απλουστάτη και εναρέτη κ. Χρυσούλα μέχρι το ευλογημένο τέλος της.
Η εύαισθητη καρδιά του που είχε από χρόνια προβλήματα σταμάτησε να κτυπά στις 23-1-2000(Π. Ημ.) στο Ωνάσειο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν συχνά κι όπου όλοι τον αγαπούσαν πολύ. Καλή αντάμωση π. Νικόδημε!
Ποτέ δεν θα Ξεχάσουμε την μεγάλη του αγάπη για όλους μας, την ανεξικακία του, την εγκράτειά του, την μεγάλη υπομονή στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής του και κυρίως το Οσιακό τέλος του με δοξολογία στον Θεό, χωρίς ίχνος δυσαρέσκειας ή ερωτιματικών, αλλά με μεγάλη Πίστι έλεγε πάντοτε να γίνεται το θέλημα του Θεού.
Από παιδί 18 ετών μόλις τελείωσε το λύκειο, μέχρι 54 ετών που εκοιμήθη, 35 ολόκληρα χρόνια τέλειος υποτακτικός σε όλα, καλιέργησε όλες ανεξαιρέτως τις αρετές στο μέγιστο βαθμό, γι’ αυτό και ηξιώθη μεγάλων ευλογιών και ανωτέρων πνευματικών καταστάσεων και εμπειριών.
Επειδή γνωρίζω ότι η ταπεινή ψυχή του δεν θέλει επαίνους, γι’αυτό τα περιγράφω γενικά και οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι καταλαβαίνουν περισσότερα. Αλλοι πιο ειδήμονες στα πνευματικά θέματα ελπίζω να γράψουν λεπτομερώς για την οσιακή βιωτή του.
Ποτέ δεν διανοήθηκε να κάνει κάτι χωρίς ευλογία ή κάποια παραχώρηση στην τέλεια κι άνευ όρων υπακοή του στον Γέροντα.
Παρηγορούσε όλους η ευαίσθητη καρδιά του, από τον Γέροντα και τους πατέρες μέχρι τον κάθε επισκέπτη και πτωχό. Με πόθο μεγάλο διάβαζε και λάτρευε τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο και τον όσιο Ισαάκ.
Ο αδελφός του Παρασκευάς σκοτώθηκε νέος σε τροχαίο δυστύχημα, ο πατέρας του Χρήστος πέθανε από την λύπη του με καρκίνο στον πνεύμονα. Απέμεινε μόνη η μητέρα του Χρυσούλα με προβλήματα αναπνευστικά και με κλονισμένη υγεία.
Με ευλογία του σεβαστού Γέροντός μας ο π. Νικόδημος επί πολλά έτη με υπομονή και προθυμία διηκόνησε στον Πειραιά την απλουστάτη και εναρέτη κ. Χρυσούλα μέχρι το ευλογημένο τέλος της.
Η εύαισθητη καρδιά του που είχε από χρόνια προβλήματα σταμάτησε να κτυπά στις 23-1-2000(Π. Ημ.) στο Ωνάσειο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν συχνά κι όπου όλοι τον αγαπούσαν πολύ. Καλή αντάμωση π. Νικόδημε!
Ο
υποτακτικός σου στην Τραπεζαρία της Ιεράς Μονής μας:
Μοναχός
Ισαάκ Γρηγοριάτης
__________________
© Επιμελήθηκαν οι αδελφοί στην σύνταξη των Αναβάσεων, Κωνσταντίνος και Δημήτριος τους οποίους και ευχαριστούμε για την αγάπη τους και το φωτογραφικό, οπτικό και ηχητικό υλικό, το οποίο όταν υπάρξει ευλογία από την Ιερά Μονή Γρηγορίου θα το δημοσιεύσουμε προς χαράν και ψυχική ωφέλεια των ανθρώπων που τον γνώρισαν.
Διαβάστε επίσης από το διαδίκτυο :
Μοναχός Νικόδημος Γρηγοριάτης (1955-2009): 'Ένας άγγελος έφυγε από
ανάμεσά μας'
Όπως οι άγιοι Αγγελοι αγαπούν και λατρεύουν με όλη την ύπαρξή τους τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό, εξ ου «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον» για όλη την κτίσι, γι` αυτό και υπακούουν αδιακρίτως στο θέλημά Του, και το όνομα του Θεού αποτελεί γι' αυτούς υπόθεση απεράντου χαράς και ευφροσύνης, έτσι και ο π. Νικόδημος. Λάτρευε με όλο του το είναι τον Θεό, το όνομά Του είχε συνεχώς στο στόμα και την καρδιά του και μέχρι τελευταίας του αναπνοής ένα μόνο ζητούσε, πως θα εκτελεί το θέλημα του Θεού εν πάση πληρότητι και τελειότητα. Και επειδή γνώριζε εκ πείρας ότι εκφραστής του θείου θελήματος για τον υποτακτικό είναι ο Γέροντάς του και ότι κάθε ευλογία του Θεού έρχεται στον υποτακτικό μέσω του Γέροντός του, υπεραγαπούσε τον Γέροντα. Το όνομα του Γέροντος ήταν πάντοτε στην καρδιά και τα χείλη του π. Νικοδήμου και το θέλημα του Γέροντος απαρέγκλιτος κανών για την ζωή του. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Χριστέ μου, θέλω να σε απολαύσω. Όμως δεν θέλω να σε απολαύσω άμεσα, επειδή δεν είμαι άξιος γι' αυτό, αλλά μέσω του Γέροντός μου. Βλέποντας τον Γέροντα, θέλω να βλέπω Εσένα. Ακούοντας την φωνή του Γέροντος, θέλω να ακούω την δική Σου φωνή. Το θέλημα του Γέροντος να είναι για μένα το θέλημά Σου». Είχε απόλυτη εφαρμογή για τον π. Νικόδημο αυτό που αναφέρει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον λόγο του «περί υπακοής», όπου περιγράφει την θαυμαστή ζωή των μοναχών ενός κοινοβίου: «Εσωτερικά, στα βάθη της ψυχής τους ανέπνεαν σαν άκακα νήπια τον Θεόν και τον Γέροντα». Η υπακοή του π. Νικοδήμου στο θέλημα του Θεού ήταν μαρτυρική. Όλη η ζωή του ήταν ένα ατελείωτο μαρτύριο, το οποίο όμως υπέμεινε αγόγγυστα, με χαρά και αισιοδοξία αξιοθαύμαστη, δοξάζοντας τον Θεό. Γι' αυτό και πήρε πολλή Χάρι από τον Θεό.
Η σχέσις του π. Νικόδημου με τον Χριστό και την αγία Του Εκκλησία δεν ήταν συμφεροντολογική. Δεν διάλεξε τον Χριστό, για να πέραση καλά στην παρούσα ζωή. Αγάπησε την σταυρό του Χριστού, γι αυτό και αξιώθηκε και της αναστάσεώς Του. Αποδέχθηκε ολοκαρδίως τον λόγο του Χριστού: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ' 24). Γι' αυτό και έλαβε την παρά του Θεού ενίσχυση στα μακρά και επίπονα αγωνίσματα της υπομονής: «Εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ' 33).
Όπως οι άγιοι Αγγελοι έχουν ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό, έτσι και ο π. Νικόδημος. Η αδιάκριτος υπακοή του στο θέλημα του Θεού, όπως του το εξέφραζε ο Γέροντάς του, που για τον π. Νικόδημο ήταν ένα συνεχές πέρασμα μέσα από τον πόνο και το μαρτύριο, αυτό απέδειξε. Την αμετακίνητη εμπιστοσύνη του και πίστη του στον Θεό και στον Γέροντά του, στο πρόσωπο του οποίου, όπως προείπαμε, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό.
Όπως γνώρισμα των αγίων Αγγέλων είναι η τελεία καθαρότης, η παρθενία και η αγιότης, έτσι και ο π. Νικόδημος, αν και αναγκάσθηκε να ζήση μεγάλο μέρος της ζωής του εν μέσω του κόσμου, διατήρησε το σώμα και την ψυχή του καθαρά και παρθένα έως και ψιλού λογισμού, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «ακριβής παρθενία η προς πάσαν κακίαν ασυνδύαστος γνώμη» (Εις τον Ευαγγελιστήν Ιωάννη ν, 3). Γι` αυτό και εξομολογείτο συνεχώς, ακόμη και τον παραμικρό λογισμό που πήγαινε να τον χωρίσει από τον Θεό, τον Γέροντα ή τους αδελφούς του. Η συνείδησίς του ήταν λεπτότατη. Αμέσως συνελάμβανε κάθε τι το αντίθεο, το οποίο αμέσως εξομολογείτο.
Όπως οι άγιοι Αγγελοι είναι «λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. α' 14), έτσι και ο π. Νικόδημος κατεφλέγετο από ανείκαστο πόθο να ευεργετή τους άλλους και να κερδίζη ψυχές προς σωτηρίαν. Έλεγε: «Χριστέ μου, θέλω με ότι συμβαίνει στην ζωή μου να δοξάζεται το Πανάγιό σου Όνομα, να ωφελούνται οι αδελφοί μου και εγώ να σώζωμαι».
Για τον π. Νικόδημο ο εαυτός του ήταν πάντοτε σε δεύτερη μοίρα. Πρώτα έπρεπε να αναπαυθούν οι άλλοι. Αναφέρουμε στο σημείο αυτό την μεγάλη αγάπη με την οποία διακόνησε τους αδελφούς του, μοναχούς και λαϊκούς, όσο καιρό ήταν στο μοναστήρι, τακτοποιώντας με υπερβολική σχολαστικότητα τα του διακονήματός του, στο οποίο παρέμενε ατελείωτες ώρες, και υπηρετώντας όλους με αυτοθυσία, είτε ως παραηγουμενιάρης είτε ως αρχοντάρης είτε ως γηροκόμος είτε ως διακονητής οποιουδήποτε άλλου διακονήματος. Τίποτε δεν κρατούσε για τον εαυτό του. Χαρά του ήταν να χαίρωνται και να ωφελούνται οι άλλοι. Από τα χέρια του πέρασαν πολλά υλικά αντικείμενα και χρήματα, γιατί οι άνθρωποι τον αγαπούσαν και του τα εμπιστεύονταν. Όμως όλα τα χρησιμοποιούσε για να δίνη χαρά στους άλλους. «Για να χαρούν», όπως πολύ χαρακτηριστικά έλεγε: «Έδωσα στον τάδε το τάδε αντικείμενο για να χαρή» ή «του έψαλα το τάδε τροπάριο για να χαρή».
Όμως εκεί που δαπάνησε απλόχερα τον εαυτό του ήταν στο να παρηγορή ατελείωτες ώρες τους απελπισμένους, να χαροποιοί τους λυπημένους, να γλυτώνει από τα νύχια του νοητού δράκοντος τους πλανεμένους, να οδηγεί στην πνευματική ζωή τους απομακρυσμένους από τον Χριστό και την σωτηρία, να ειρηνεύει τους ταραγμένους και να προσπαθεί να λυτρώνει από την σύγχυση των λογισμών και των παθών τους συγχυσμένους ανθρώπους της εποχής μας. Η μεγάλη κοσμοσυρροή κατά την νεκρώσιμη ακολουθία, που τελέσθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Πειραιά, καθώς και οι αυθόρμητες εκδηλώσεις ακόμη και αγνώστων ανθρώπων που έτυχε να γευθούν τα γλυκύτατα και παρηγορητικά του λόγια, αποτελούν έκφραση της μεγάλης αγάπης που ο λαός του Θεού, και μάλιστα της ιδιαιτέρας του πατρίδος, έτρεφε προς τον π. Νικόδημο, χάριν της ιδικής του αγάπης και ουσιαστικής προσφοράς του προς αυτόν.
Τί να πούμε για την θεομίμητη ταπείνωση του; Ήταν από τους αρχαιότερους μονάχους της Μονής μας. Ήταν καθαρότατος ψυχή και σώματι και υπεράξιος για την ιεροσύνη. Ο πόθος του για τον Θεό ανείκαστος και για την αγία ιεροσύνη ανείπωτος. Γι` αυτό εξ αλλού τελείωσε και την Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή. Όμως όταν ο Γέροντας του ανακοίνωσε ότι δεν θα τον προωθήση στην ιεροσύνη, αποδέχθηκε αναντίρρητα την απόφασή του αυτή. Ήρχοντο νεώτεροί του στην Μονή και εγίνοντο ιερείς. Και ο π. Νικόδημος ούτε ζήλευε, ούτε φθονούσε γι' αυτό. Απεναντίας εχαίρετο με τους νέους ιερείς και εξέφραζε τον πόθο του προς την αγία ιεροσύνη με την βαθειά τιμή και τον σεβασμό που απέδιδε σε αυτούς. Μας έλεγε τελευταία ο σεβαστός Γέροντάς μας: «Αναρωτιόμουν πώς ο π. Νικόδημος διατηρούσε αδιάλειπτα την μνήμη του Θεού μέσα του». Και βρήκα την απάντηση: «Διότι είχε πάντοτε βαθειά ταπείνωση».
Οι άγιοι Αγγελοι ως ασώματοι δεν έχουν ανάγκη πραγμάτων και υπαρχόντων, αλλά και ο π. Νικόδημος δεν θησαύρισε ποτέ θησαυρούς επί της γης, «οπού σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι» (Ματθ. στ' 19), αλλά «εν ουρανώ», διαμοιράζοντας, όπως προείπαμε, όλα όσα περνούσαν από τα χέρια του στους άλλους.
Ο π. Νικόδημος -κατά κόσμον Ιωάννης Κάντζας-γεννήθηκε στον Πειραιά από απλούς, ευλαβείς και ενάρετους γονείς, τον Χρήστο και την Χρυσούλα, το 1955. Είχε ακόμη ένα αδελφό, νεώτερο, τον Παρασκευά, ο οποίος κρίμασιν οις οιδε Κύριος εφονεύθη σε τροχαίο δυστύχημα παραμονές του γάμου του σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Ο π, Νικόδημος από πολύ μικρή ηλικία πόθησε την αγγελική ζωή των μοναχών. Ήταν εκ κοιλίας μητρός αφορισμένος για να αφιερωθεί στην λατρεία του Θεού. Γνώρισε τον σεβαστό Γέροντά μας στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Αρμα Χαλκίδος το 1972, όταν ο Γέροντας ήταν ηγούμενος σ' αυτήν. Από νεαρής ηλικίας διεκρίνετο για την ευλάβειά του, τον Θείο του έρωτα, την αγνότητά του, την σοβαρότητά του, την πίστη του στον Θεό, την δοξολογική του στάση απέναντί Του, την ταπείνωσή του, την υπομονή του στις θλίψεις, την ανυπόκριτη αγάπη του προς όλους.
Ευρισκόμενος ήδη στην επιθανάτιο κλίνη εκμυστηρεύθηκε σε κάποιο αδελφό: «Από μικρό παιδί πολύ αγάπησα τον Θεό. Ζήλευα τους αγίους Μάρτυρας και τους παρακαλούσα: "Αγιοι Μάρτυρες, σας παρακαλώ, δώστε μου μία σταγονίτσα από την αγάπη σας προς τον Χριστό"». Και συνέχισε: «Αδελφέ μου, ειλικρινά σου λέω. Αυτό που τότε ζητούσα, τώρα το γεύομαι». Και μετά από λίγο πρόσθεσε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο του Αποστόλου "ζω δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός". Ειλικρινά σου λέγω, αδελφέ μου, τώρα τον ζω». Έλεγε τα λόγια αυτά λίγο πριν την κοίμησή του, ενώ έφερε στο σώμα του τα στίγματα των παθημάτων που υπέμεινε από αγάπη προς τον Χριστό και τον πλησίον. Θα μπορούσαμε να διαβεβαιώσουμε ότι ὂ π. Νικόδημος ξεπλήρωσε με κάθε δυνατή τελειότητα την εντολή του Χριστού «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου... και τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Μαρκ. ιβ' 30-31). Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που αξιώθηκε να λάβη μικρή γεύση από αυτά που οι Αγιοι έζησαν, εφ' όσον και ο π. Νικόδημος ακολούθησε το παράδειγμά των.
Τον ενθυμείται ο Γέροντάς μας, όταν τον πρωτογνώρισε στον Αγιο Γεώργιο της Χαλκίδος, ως ένα ευλαβέστατο νέο, που στέκετε πλησίον κάποιου κίονος του ναού, όλον στραμμένο στον εαυτό του και προσευχόμενο μετά δακρύων και κατανύξεως, που προεδήλωνε έτσι πριν από την έναρξη των μοναχικών αγωνισμάτων του την μετέπειτα θαυμαστή βιωτή του.
Όταν η συνοδεία του Γέροντος μεταφυτεύθηκε από τον Αγιο Γεώργιο Αρμα Χαλκίδος στο Αγιον Όρος, το καλοκαίρι του 1974, ως ένας εξ αυτών και ο π. Νικόδημος ευρέθη στο Αγιον Όρος. Πιστός τηρητής των επιταγών των Αγίων Πατέρων σκέφθηκε ότι δεν θα μπορούσε να ξαναβγεί από το Αγιον Όρος. Γι' αυτό και δεν κατανοούσε πώς θα ήταν δυνατόν να βοηθή τους άλλους, με έργα και λόγους, πόθος που όπως προείπαμε κατέφλεγε από μικρας ηλικίας την ψυχή του. Όμως ο Αγιος Θεός δεν άφησε ανεκπλήρωτη ούτε την επιθυμία του αυτή.
Μετά την κοίμηση του αδελφού του και του πατέρα του έμεινε μόνη και απροστάτευτη ανθρωπίνως η μητέρα του, κ. Χρυσούλα, και μάλιστα με πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας, χωρίς κάποιον συγγενή που θα μπορούσε να την φροντίζει. Ο σεβαστός Γέροντάς μας, που αγαπά όχι μόνον τα πνευματικά του τέκνα αλλά και τους γονείς των, που τα προσέφεραν στον Χριστό και την Παναγία, φροντίζοντας και για την κ. Χρυσούλα, απέστειλε τον π. Νικόδημο στην πατρίδα του, τον Πειραιά, για να της συμπαρασταθεί. Βέβαια ο συμφυρμός του μονάχου με τον κόσμο, και μάλιστα για μακρό χρονικό διάστημα, είναι πράγμα πολύ επικίνδυνο. Στην περίπτωση όμως του π. Νικοδήμου ο Γέροντάς μας δεν δίστασε να τον στείλει εν μέσω των θορύβων του κόσμου, εμπιστευόμενος βέβαια στην πανσθενουργό θεία Χάρι αλλά και στην υψηλή πνευματική κατάστασι του π. Νικόδημου, η οποία ήταν θεμελιωμένη στην ακράδαντη βάσι της πίστεως στον Θεό και της εμπιστοσύνης στον Γέροντα, Και δεν αστόχησε στην απόφασή του αυτή. Συγχρόνως όμως και ο π. Νικόδημος έβλεπε πίσω από την απόφαση αυτή του Γέροντος το σχέδιο της αγάπης του Θεού αλλά και την θεία νεύσι στην θεοφιλή επιθυμία του να συμπαρίσταται στους χειμαζομένους αδελφούς του εκ του κόσμου, τους καταπονούμενους από τους ποικίλους πειρασμούς και τα βάσανα.
Επί μία δεκαετία -μέχρι την κοίμησή της- παρέμεινε ο π. Νικόδημος κοντά στην μητέρα του, υπηρετώντας την με αυτοθυσία και αυταπάρνηση και έχοντας συνείδηση ότι η υπακοή του αυτή είναι η λογική συνέχεια της υπακοής του στον Γέροντά του και την αδελφότητά του, συμφώνως προς τις μοναχικές του υποσχέσεις κατά την Ακολουθία της κουράς του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος. Διότι δεν εξήλθε αυτεξουσίως στον κόσμο αλλ' εξ υπακοής.
Όσο καιρό παρέμεινε στον Πειραιά, δεν έπαυσε να ευεργετή τον λαό του Θεού με το παράδειγμά του, τα έργα του και τους λόγους του. Τα λόγια του ήταν πάντοτε θεοφιλή. Ποτέ δεν αργολογούσε ούτε αστειευόταν. Μιλούσε ατελείωτες ώρες, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικά, χωρίς όμως ποτέ να εκστομίζει πράγματα μάταια ή ψυχοβλαβή. Μοναδικός σκοπός του ήταν πάντοτε η ωφέλεια του πλησίον. Αγαπούσε όλους ως γνησίους αδελφούς του. Μέχρι τα τελευταία του, αν και η δύσπνοια τον δυσκόλευε να ομιλεί ελεύθερα, δεν σταμάτησε να διδάσκει, να παρήγορη και να ενισχύει τους άλλους.
Δεν υστέρησε όμως καθόλου και στην έμπρακτη ελεημοσύνη αυτών που είχαν ανάγκη. Θα μπορούσαμε ανεπιφύλακτα να επαναλάβουμε και για τον π. Νικόδημο τον ψαλμικό λόγο: «σκόρπισε, έδωκε τοις πένησιν η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρια' 9). Πέρασαν από τα χέρια του πολλά πράγματα αξίας αλλά και χρήματα που του εμπιστεύονταν ευλαβείς Χριστιανοί. Την ίδια στιγμή όμως τα χάριζε απλόχερα σε όσους η αγαπώσα καρδία του έκρινε ότι τα είχαν ανάγκη.
Η μακρά ενασχόλησής του με τα προβλήματα της υγείας της μητέρας του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με κάποια προβλήματα της δικής του υγείας, των οποίων η σοβαρότης από λάθος εκτίμηση των ιατρών δεν είχε γίνει αντιληπτή. Όταν όμως μετά την κοίμηση της μητέρας του θέλησε να ασχοληθεί πιο προσεκτικά με αυτά, διεγνώσθη βαρεία καρδιακή ανεπάρκεια τελικού σταδίου. Ανθρωπίνως η μόνη δυνατή θεραπεία που υπήρχε ήταν η μεταμόσχευσης καρδίας. Όμως παρά τις επανειλημμένες προτάσεις των ιατρών μέχρι και την τελευταία ημέρα της ζωής του, δεν δέχθηκε να μεταμοσχευθεί. Αγαπούσε και εχαίρετο την ζωή. Με πολύ μεγάλη σχολαστικότητα τηρούσε τις οδηγίες των ιατρών, θεωρώντας την αμέλεια ως εφάμαρτη κατά τον αποστολικό λόγο: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α' Κορ. γ' 16). Έλεγε χαρακτηριστικά: «θέλω να ζήσω. Βάλτε μου την τεχνητή καρδιά ή ότι άλλο τεχνικό μέσο διαθέτει η επιστήμη. Όμως ποτέ δεν πρόκειται να δεχθώ μία καρδιά που θα προέρχεται από ένα "εγκεφαλικά νεκρό", ο οποίος για μένα δεν είναι νεκρός αλλά ζων και βαρύτατα πάσχων ασθενής». Την πεποίθησή του αυτή, την οποία πολλές φορές είχε υπερασπιστή στο παρελθόν, πριν ακόμη εμφανιστή το πρόβλημα της υγείας του, υπεστήριξε και τώρα με απόλυτη ειρήνη και σταθερότητα αλλά και με το παράδειγμά του.
Ο π. Νικόδημος αισθανόταν το «Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο» σαν «δεύτερο μοναστήρι του», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Αγαπούσε όλους τους εργαζομένους στο Ίδρυμα, ιατρούς, νοσηλευτικό και υπηρετικό προσωπικό, αλλά και πολύ ήγαπατο από αυτούς. Βοηθήθηκε πολύ από όλους, και μάλιστα από τον κ. Γ. Α., που τον θεωρούσε κατ' εξοχήν ιατρό του, άριστο επιστήμονα, ανιδιοτελή, γεμάτο από αγάπη για όλους τους ασθενείς του και όλως ιδιαιτέρως για τον π. Νικόδημο. Ο συγκεκριμένος ιατρός αγωνίσθηκε με όλες τις δυνάμεις του να παρατείνει την ζωή του π. Νικόδημου, ελπίζοντας και σε κάποιο νεώτερο επίτευγμα της επιστήμης, «προκειμένου να συνέχιση την υψηλή αποστολή του», όπως έλεγε, επειδή έβλεπε την μεγάλη βοήθεια που ελάμβαναν όσοι τον πλησίαζαν. Παρετάθη μάλιστα ή ζωή του π. Νικόδημου με την θεία βοήθεια και χάρις στις προσπάθειες των ιατρών πολύ περισσότερο από όσο προέβλεπαν τα κατά καιρούς δημοσιευόμενα στα επιστημονικά περιοδικά πορίσματα της επιστήμης.
Όμως και ο π. Νικόδημος παραμένοντας στο «Ωνάσειο» βοήθησε πολύ με την Χάρι του Θεού και τους ασθενείς και τους συνοδούς των και το νοσηλευτικό προσωπικό του. Η υπερβάλλουσα αγάπη του π. Νικόδημου για τον Θεό ξεχείλιζε ως ποταμός με γλυκύρροα νάματα και αγκάλιαζε κάθε εικόνα του Θεού που τον πλησίαζε. Δεν υπήρχε ψυχή πονεμένη, λυπημένη, ταραγμένη, συγχυσμένη, που να έφυγε από κοντά του χωρίς να λαβή βάλσαμο, παρηγοριά και ανάπαυση. Ήταν πολύ συνηθισμένη στα χείλη του ή φράσις: «Να χαίρεσαι! Να χαίρεσαι!» που απηύθυνε προς όλους. Αναφέρουμε σαν παράδειγμα την περίπτωση μιας ευλαβούς νοσηλεύτριας, πού κάποια Μ. Παρασκευή ήταν υποχρεωμένη να μείνει στο Νοσοκομείο λόγω υπηρεσίας. Ήταν πολύ λυπημένη πού δεν θα μπορούσε να εκκλησιασθεί. Ο π. Νικόδημος, νοσηλευόμενος τότε και αυτός, κατόρθωσε με τους θεοπρεπείς του λόγους να την ενίσχυση και να την χαροποίηση, τονίζοντας της την αλήθεια ότι ο Χριστός ήταν γι` αυτήν πολύ περισσότερο εκεί στο Νοσοκομείο, στα πρόσωπα των ασθενών που υπηρετούσε, από ότι ήταν στην Εκκλησία.
Το έργο του αυτό δεν το σταμάτησε μέχρι το τέλος. Ο ίδιος πέθαινε, εφ' όσον δεν εδέχετο την μεταμόσχευση, και ζωοποιούσε τους άλλους. Αν και εύρισκετο στην κλίνη της ασθενείας, δεν έπαυε να δίνη χαρά και ανακούφιση στους γύρω του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ή ουσιαστική συμπαράσταση του με ευλογίες των ευλαβών Χριστιανών και με οικονομίες του στον αγαπητό αδελφό Ιωάννη, ευλογημένο λαϊκό αδελφό, πού με αυτοθυσία του συμπαραστάθηκε σε όλες τις δύσκολες ώρες του μέχρι τέλους.
Η ασθένεια του π. Νικόδημου ήταν πολύ βασανιστική, λόγω της μεγάλης δύσπνοιας ακόμη και εν ηρεμία, που δεν του επέτρεπε ούτε και τον ύπνο. Παρά την ταλαιπωρία, τις αϋπνίες και την σαφή γνώσι ότι ο θάνατος πλησιάζει, βασίλευε μονίμως στην ψυχή του ή θεϊκή χαρά, της οποίας έκανε κοινωνούς όλους όσους τον προσέγγιζαν. Τον τελευταίο καιρό τραγουδούσε πολύ συχνά με πολλή χάρι ένα τραγουδάκι, εκφραστικό των βιωμάτων του: «Όμορφη μικρή βαρκούλα, για που έβαλες πανί, έχει θάλασσα κι αγέρα, δεν φοβάσαι μοναχή; Μη με βλέπετε μικρούλα κι αραγμένη στο γιαλό, τ' όνομα μου είναι πίστης και τα κύματα' αψηφώ...». "Ομιλώντας τηλεφωνικώς με ένα αδελφό στην Μονή, του έψαλε με την γλυκεία φωνή του τον Αναστάσιμο Κανόνα, πανηγυρικά και μεγαλόπρεπα: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί...». "Έψαλε όλη την α' ωδή μαζί με τα τρία ακροτελεύτια «Χριστός Ανέστη» και το «Αναστάς ό Ιησούς από του τάφου». Εάν ό αδελφός δεν τον διέκοπτε, θα συνέχιζε και τις υπόλοιπες ωδές του Κανόνος.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους κ. Αγαθόνικος ευρέθη στο «Ωνάσειο», για να συμπαρασταθεί στην εγχείρηση της ευλαβέστατης αδελφής του, τότε που και ό π. Νικόδημος νοσηλεύετε εκεί. Η συνάντησης του Σεβασμιωτάτου με τον π. Νικόδημο ήταν αφορμή μεγάλης χαράς για τον π. Νικόδημο αλλά και για τον άγιο Κίτρους. Ερχόταν καθημερινώς για την αδελφή του, αλλά παρέμενε πολλή ώρα στον θάλαμο του π. Νικοδήμου ρουφώντας κυριολεκτικά τα λόγια του. Έβλεπε κανείς τότε ένα παράδοξο πράγμα: Ο Αρχιερεύς να ακούει σιωπηλός ομιλούντα ένα απλό μοναχό. Απόδειξης της αγιότητας του Σεβασμιότατου αλλά και της χαριτωμένης ψυχής του π. Νικόδημου. Αυτό βέβαια δεν είναι αφύσικο, εφ' όσον μόνον οι άγιοι καταλαβαίνουν τους αγίους. Αργότερα έλεγε ό Αρχιερεύς προς τους παρευρισκομένους: «Το πρόσωπό του -του π. Νικοδήμου- είναι σαν του Χριστούλη», μαρτυρία που επιβεβαίωναν και πολλοί άλλοι.
Τον π. Νικόδημο επισκέφθηκε στο «Ωνάσειο» και ό επίσκοπος της ιδιαιτέρας του πατρίδος, ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Πολύ χάρηκε, ενισχύθηκε και παρηγορήθηκε από την επίσκεψι αυτή. Συγχρόνως βρήκε την ευκαιρία να έκφραση την ευγνωμοσύνη του στον Σεβασμιότατο για το πολυσχιδές ποιμαντικό έργο του στην Επαρχία του και να τον ενθαρρύνει στους πεπαρρησιασμένους υπέρ της Ορθοδοξίας και κατά του Οικουμενισμού αγώνας του.
Όμως πολύ σύντομα ο π. Νικόδημος καθηλώθηκε στην επιθανάτιο κλίνη με πολύ ισχυρούς πόνους και βαρεία δύσπνοια. Όμως η θεολόγος γλώσσα του δεν έπαυε να κελαηδή ύμνους και δοξολογίες στον Θεό. Έλεγε με φωνή σβησμένη και συνεχώς διακοπτόμενη από την δύσπνοια: «Με ερωτούν: "Γιατί π. Νικόδημε όλες οι συμφορές σε σένα; Θάνατος του αδελφού, του πατέρα, βαρεία ασθένεια της μητέρας, απομάκρυνσης από την αγαπημένη σου Μονή, βαρεία και ανίατη ασθένεια;" Και εγώ τους απαντώ: "Γιατί πολύ με αγαπά ό Χριστός. Και εγώ πολύ" Τον αγαπώ. Πολύ Τον αγαπώ"» και συνέχισε κλαίων με τα δάκρυα ίου θείου έρωτος. Λίγο αργότερα πάλι έλεγε: «Μέσα από τον βυθό της πολυκύμαντης ζωής μου αισθάνομαι χαρά, ειρήνη, δοξολογία, ευχαριστία, ευγνωμοσύνη, τον Χριστό. Τώρα χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του π. Νικόδημου. Μετά από λίγο ή τρισευλογημένη και χαριτωμένη καρδιά του π. Νικόδημου έπαυσε να πάλλη.
Μετά την νυκτερινή ακολουθία στον Πειραιά το σκήνωμα του μετεφέρθη στην Ιερά Μονή μας, όπου επανελήφθη η νεκρώσιμος Ακολουθία.
Το σκήνωμα του π. Νικόδημου εναπετέθη στο κοιμητήριο της Μονής προσδοκώντας «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» ή δε ψυχή του χαίρεται και αγάλλεται «εν χώρα ζώντων» και «εν σκηναίς δικαίων», ένθα καταλάμπει το φως του Χριστού, τον οποίο θερμώς εξ όλης ψυχής και καρδίας αγάπησε.
Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ημών π. Νικόδημε!
Ι. Δ. Γ.
(ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ)
_______________________________________________________________
Διαβάστε επίσης από το διαδίκτυο :
Με αυτή την φράση, την
οποία πολλές φορές επανέλαβε ο σεβαστός Γέροντας μας π. Γεώργιος, εξέφρασε
αυτό που ένοιωθε όλη η αδελφότητά μας αλλά και όλοι όσοι έζησαν τον π.
Νικόδημο στο σύντομο χρονικό διάστημα που η αγάπη του Θεού τον άφησε
κοντά μας. Και όντως! Ο π. Νικόδημος ήταν μία αγγελική ύπαρξη, ολοκληρωτικά
αφιερωμένη στον Θεό εξ απαλών ονύχων.
Όπως οι άγιοι Αγγελοι έχουν ως κύριο έργο τους την ακατάπαυστο
δοξολογία του Θεού, έτσι και ο π. Νικόδημος. Λάτρευε από μικράς ηλικίας
τον Αγιο Θεό με όλη την ψυχή του και την καρδία του και Τον δόξαζε με έργα και
λόγους.
Όπως οι άγιοι Αγγελοι αγαπούν και λατρεύουν με όλη την ύπαρξή τους τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό, εξ ου «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον» για όλη την κτίσι, γι` αυτό και υπακούουν αδιακρίτως στο θέλημά Του, και το όνομα του Θεού αποτελεί γι' αυτούς υπόθεση απεράντου χαράς και ευφροσύνης, έτσι και ο π. Νικόδημος. Λάτρευε με όλο του το είναι τον Θεό, το όνομά Του είχε συνεχώς στο στόμα και την καρδιά του και μέχρι τελευταίας του αναπνοής ένα μόνο ζητούσε, πως θα εκτελεί το θέλημα του Θεού εν πάση πληρότητι και τελειότητα. Και επειδή γνώριζε εκ πείρας ότι εκφραστής του θείου θελήματος για τον υποτακτικό είναι ο Γέροντάς του και ότι κάθε ευλογία του Θεού έρχεται στον υποτακτικό μέσω του Γέροντός του, υπεραγαπούσε τον Γέροντα. Το όνομα του Γέροντος ήταν πάντοτε στην καρδιά και τα χείλη του π. Νικοδήμου και το θέλημα του Γέροντος απαρέγκλιτος κανών για την ζωή του. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Χριστέ μου, θέλω να σε απολαύσω. Όμως δεν θέλω να σε απολαύσω άμεσα, επειδή δεν είμαι άξιος γι' αυτό, αλλά μέσω του Γέροντός μου. Βλέποντας τον Γέροντα, θέλω να βλέπω Εσένα. Ακούοντας την φωνή του Γέροντος, θέλω να ακούω την δική Σου φωνή. Το θέλημα του Γέροντος να είναι για μένα το θέλημά Σου». Είχε απόλυτη εφαρμογή για τον π. Νικόδημο αυτό που αναφέρει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον λόγο του «περί υπακοής», όπου περιγράφει την θαυμαστή ζωή των μοναχών ενός κοινοβίου: «Εσωτερικά, στα βάθη της ψυχής τους ανέπνεαν σαν άκακα νήπια τον Θεόν και τον Γέροντα». Η υπακοή του π. Νικοδήμου στο θέλημα του Θεού ήταν μαρτυρική. Όλη η ζωή του ήταν ένα ατελείωτο μαρτύριο, το οποίο όμως υπέμεινε αγόγγυστα, με χαρά και αισιοδοξία αξιοθαύμαστη, δοξάζοντας τον Θεό. Γι' αυτό και πήρε πολλή Χάρι από τον Θεό.
Η σχέσις του π. Νικόδημου με τον Χριστό και την αγία Του Εκκλησία δεν ήταν συμφεροντολογική. Δεν διάλεξε τον Χριστό, για να πέραση καλά στην παρούσα ζωή. Αγάπησε την σταυρό του Χριστού, γι αυτό και αξιώθηκε και της αναστάσεώς Του. Αποδέχθηκε ολοκαρδίως τον λόγο του Χριστού: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ' 24). Γι' αυτό και έλαβε την παρά του Θεού ενίσχυση στα μακρά και επίπονα αγωνίσματα της υπομονής: «Εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ' 33).
Όπως οι άγιοι Αγγελοι έχουν ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό, έτσι και ο π. Νικόδημος. Η αδιάκριτος υπακοή του στο θέλημα του Θεού, όπως του το εξέφραζε ο Γέροντάς του, που για τον π. Νικόδημο ήταν ένα συνεχές πέρασμα μέσα από τον πόνο και το μαρτύριο, αυτό απέδειξε. Την αμετακίνητη εμπιστοσύνη του και πίστη του στον Θεό και στον Γέροντά του, στο πρόσωπο του οποίου, όπως προείπαμε, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό.
Όπως γνώρισμα των αγίων Αγγέλων είναι η τελεία καθαρότης, η παρθενία και η αγιότης, έτσι και ο π. Νικόδημος, αν και αναγκάσθηκε να ζήση μεγάλο μέρος της ζωής του εν μέσω του κόσμου, διατήρησε το σώμα και την ψυχή του καθαρά και παρθένα έως και ψιλού λογισμού, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «ακριβής παρθενία η προς πάσαν κακίαν ασυνδύαστος γνώμη» (Εις τον Ευαγγελιστήν Ιωάννη ν, 3). Γι` αυτό και εξομολογείτο συνεχώς, ακόμη και τον παραμικρό λογισμό που πήγαινε να τον χωρίσει από τον Θεό, τον Γέροντα ή τους αδελφούς του. Η συνείδησίς του ήταν λεπτότατη. Αμέσως συνελάμβανε κάθε τι το αντίθεο, το οποίο αμέσως εξομολογείτο.
Όπως οι άγιοι Αγγελοι είναι «λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. α' 14), έτσι και ο π. Νικόδημος κατεφλέγετο από ανείκαστο πόθο να ευεργετή τους άλλους και να κερδίζη ψυχές προς σωτηρίαν. Έλεγε: «Χριστέ μου, θέλω με ότι συμβαίνει στην ζωή μου να δοξάζεται το Πανάγιό σου Όνομα, να ωφελούνται οι αδελφοί μου και εγώ να σώζωμαι».
Για τον π. Νικόδημο ο εαυτός του ήταν πάντοτε σε δεύτερη μοίρα. Πρώτα έπρεπε να αναπαυθούν οι άλλοι. Αναφέρουμε στο σημείο αυτό την μεγάλη αγάπη με την οποία διακόνησε τους αδελφούς του, μοναχούς και λαϊκούς, όσο καιρό ήταν στο μοναστήρι, τακτοποιώντας με υπερβολική σχολαστικότητα τα του διακονήματός του, στο οποίο παρέμενε ατελείωτες ώρες, και υπηρετώντας όλους με αυτοθυσία, είτε ως παραηγουμενιάρης είτε ως αρχοντάρης είτε ως γηροκόμος είτε ως διακονητής οποιουδήποτε άλλου διακονήματος. Τίποτε δεν κρατούσε για τον εαυτό του. Χαρά του ήταν να χαίρωνται και να ωφελούνται οι άλλοι. Από τα χέρια του πέρασαν πολλά υλικά αντικείμενα και χρήματα, γιατί οι άνθρωποι τον αγαπούσαν και του τα εμπιστεύονταν. Όμως όλα τα χρησιμοποιούσε για να δίνη χαρά στους άλλους. «Για να χαρούν», όπως πολύ χαρακτηριστικά έλεγε: «Έδωσα στον τάδε το τάδε αντικείμενο για να χαρή» ή «του έψαλα το τάδε τροπάριο για να χαρή».
Όμως εκεί που δαπάνησε απλόχερα τον εαυτό του ήταν στο να παρηγορή ατελείωτες ώρες τους απελπισμένους, να χαροποιοί τους λυπημένους, να γλυτώνει από τα νύχια του νοητού δράκοντος τους πλανεμένους, να οδηγεί στην πνευματική ζωή τους απομακρυσμένους από τον Χριστό και την σωτηρία, να ειρηνεύει τους ταραγμένους και να προσπαθεί να λυτρώνει από την σύγχυση των λογισμών και των παθών τους συγχυσμένους ανθρώπους της εποχής μας. Η μεγάλη κοσμοσυρροή κατά την νεκρώσιμη ακολουθία, που τελέσθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Πειραιά, καθώς και οι αυθόρμητες εκδηλώσεις ακόμη και αγνώστων ανθρώπων που έτυχε να γευθούν τα γλυκύτατα και παρηγορητικά του λόγια, αποτελούν έκφραση της μεγάλης αγάπης που ο λαός του Θεού, και μάλιστα της ιδιαιτέρας του πατρίδος, έτρεφε προς τον π. Νικόδημο, χάριν της ιδικής του αγάπης και ουσιαστικής προσφοράς του προς αυτόν.
Τί να πούμε για την θεομίμητη ταπείνωση του; Ήταν από τους αρχαιότερους μονάχους της Μονής μας. Ήταν καθαρότατος ψυχή και σώματι και υπεράξιος για την ιεροσύνη. Ο πόθος του για τον Θεό ανείκαστος και για την αγία ιεροσύνη ανείπωτος. Γι` αυτό εξ αλλού τελείωσε και την Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή. Όμως όταν ο Γέροντας του ανακοίνωσε ότι δεν θα τον προωθήση στην ιεροσύνη, αποδέχθηκε αναντίρρητα την απόφασή του αυτή. Ήρχοντο νεώτεροί του στην Μονή και εγίνοντο ιερείς. Και ο π. Νικόδημος ούτε ζήλευε, ούτε φθονούσε γι' αυτό. Απεναντίας εχαίρετο με τους νέους ιερείς και εξέφραζε τον πόθο του προς την αγία ιεροσύνη με την βαθειά τιμή και τον σεβασμό που απέδιδε σε αυτούς. Μας έλεγε τελευταία ο σεβαστός Γέροντάς μας: «Αναρωτιόμουν πώς ο π. Νικόδημος διατηρούσε αδιάλειπτα την μνήμη του Θεού μέσα του». Και βρήκα την απάντηση: «Διότι είχε πάντοτε βαθειά ταπείνωση».
Οι άγιοι Αγγελοι ως ασώματοι δεν έχουν ανάγκη πραγμάτων και υπαρχόντων, αλλά και ο π. Νικόδημος δεν θησαύρισε ποτέ θησαυρούς επί της γης, «οπού σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι» (Ματθ. στ' 19), αλλά «εν ουρανώ», διαμοιράζοντας, όπως προείπαμε, όλα όσα περνούσαν από τα χέρια του στους άλλους.
Ο π. Νικόδημος -κατά κόσμον Ιωάννης Κάντζας-γεννήθηκε στον Πειραιά από απλούς, ευλαβείς και ενάρετους γονείς, τον Χρήστο και την Χρυσούλα, το 1955. Είχε ακόμη ένα αδελφό, νεώτερο, τον Παρασκευά, ο οποίος κρίμασιν οις οιδε Κύριος εφονεύθη σε τροχαίο δυστύχημα παραμονές του γάμου του σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Ο π, Νικόδημος από πολύ μικρή ηλικία πόθησε την αγγελική ζωή των μοναχών. Ήταν εκ κοιλίας μητρός αφορισμένος για να αφιερωθεί στην λατρεία του Θεού. Γνώρισε τον σεβαστό Γέροντά μας στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Αρμα Χαλκίδος το 1972, όταν ο Γέροντας ήταν ηγούμενος σ' αυτήν. Από νεαρής ηλικίας διεκρίνετο για την ευλάβειά του, τον Θείο του έρωτα, την αγνότητά του, την σοβαρότητά του, την πίστη του στον Θεό, την δοξολογική του στάση απέναντί Του, την ταπείνωσή του, την υπομονή του στις θλίψεις, την ανυπόκριτη αγάπη του προς όλους.
Ευρισκόμενος ήδη στην επιθανάτιο κλίνη εκμυστηρεύθηκε σε κάποιο αδελφό: «Από μικρό παιδί πολύ αγάπησα τον Θεό. Ζήλευα τους αγίους Μάρτυρας και τους παρακαλούσα: "Αγιοι Μάρτυρες, σας παρακαλώ, δώστε μου μία σταγονίτσα από την αγάπη σας προς τον Χριστό"». Και συνέχισε: «Αδελφέ μου, ειλικρινά σου λέω. Αυτό που τότε ζητούσα, τώρα το γεύομαι». Και μετά από λίγο πρόσθεσε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο του Αποστόλου "ζω δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός". Ειλικρινά σου λέγω, αδελφέ μου, τώρα τον ζω». Έλεγε τα λόγια αυτά λίγο πριν την κοίμησή του, ενώ έφερε στο σώμα του τα στίγματα των παθημάτων που υπέμεινε από αγάπη προς τον Χριστό και τον πλησίον. Θα μπορούσαμε να διαβεβαιώσουμε ότι ὂ π. Νικόδημος ξεπλήρωσε με κάθε δυνατή τελειότητα την εντολή του Χριστού «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου... και τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Μαρκ. ιβ' 30-31). Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που αξιώθηκε να λάβη μικρή γεύση από αυτά που οι Αγιοι έζησαν, εφ' όσον και ο π. Νικόδημος ακολούθησε το παράδειγμά των.
Τον ενθυμείται ο Γέροντάς μας, όταν τον πρωτογνώρισε στον Αγιο Γεώργιο της Χαλκίδος, ως ένα ευλαβέστατο νέο, που στέκετε πλησίον κάποιου κίονος του ναού, όλον στραμμένο στον εαυτό του και προσευχόμενο μετά δακρύων και κατανύξεως, που προεδήλωνε έτσι πριν από την έναρξη των μοναχικών αγωνισμάτων του την μετέπειτα θαυμαστή βιωτή του.
Όταν συνέβη το θλιβερό γεγονός του τραγικού θανάτου του αδελφού
του, ο π. Νικόδημος ήταν ήδη μοναχός στο Αγιον Όρος. Πληροφορήθηκε το
λυπηρό άκουσμα με πολλή ηρεμία. Πόνεσε βαθύτατα μεν αλλά δεν άφησε τον εαυτό
του να σκεφτεί, να ειπεί ή να πράξη κάτι ανάρμοστο. Έφυγε εσπευσμένα από το
Αγιον Όρος για να παρευρέθη στην κηδεία. Κατά την διάρκεια της νεκρώσιμου
Ακολουθίας στέκετε πλησίον του νεκρού, σύννους, εκστατικός και μετά δακρύων.
Όταν αργότερα ερωτήθηκε τί σκέπτετε την ώρα εκείνη, αυτός απήντησε: «Μελετούσα
και θαύμαζα τα μεγαλεία του Θεού». Ιδού τεκμήριο ψυχής θεοφιλούς, που ζη και
αναπνέει μόνο για τον Θεό και την δόξα Του! Ευρισκόμενος προ του κεκοιμημένου
φίλτατου αδελφού του δεν λυγίζετε από τα βλεπόμενα λυπηρά, αλλά κινείτο προς
δοξολογία του Θεού για τα μη βλεπόμενα αγαθά της βασιλείας Του, στα οποία
μετέβαινε ο αδελφός του.
Όμως ό απροσδόκητος θάνατος του αδελφού του βύθισε σε ανέκφραστο
πένθος την οικογένειά του. Ο πατέρας του, μη υποφέροντας το τραγικό
γεγονός, πολύ σύντομα εγκατέλειψε την παρούσα ζωή προσβεβλημένος από βαρεία
και ανίατο νόσο.
Όταν η συνοδεία του Γέροντος μεταφυτεύθηκε από τον Αγιο Γεώργιο Αρμα Χαλκίδος στο Αγιον Όρος, το καλοκαίρι του 1974, ως ένας εξ αυτών και ο π. Νικόδημος ευρέθη στο Αγιον Όρος. Πιστός τηρητής των επιταγών των Αγίων Πατέρων σκέφθηκε ότι δεν θα μπορούσε να ξαναβγεί από το Αγιον Όρος. Γι' αυτό και δεν κατανοούσε πώς θα ήταν δυνατόν να βοηθή τους άλλους, με έργα και λόγους, πόθος που όπως προείπαμε κατέφλεγε από μικρας ηλικίας την ψυχή του. Όμως ο Αγιος Θεός δεν άφησε ανεκπλήρωτη ούτε την επιθυμία του αυτή.
Μετά την κοίμηση του αδελφού του και του πατέρα του έμεινε μόνη και απροστάτευτη ανθρωπίνως η μητέρα του, κ. Χρυσούλα, και μάλιστα με πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας, χωρίς κάποιον συγγενή που θα μπορούσε να την φροντίζει. Ο σεβαστός Γέροντάς μας, που αγαπά όχι μόνον τα πνευματικά του τέκνα αλλά και τους γονείς των, που τα προσέφεραν στον Χριστό και την Παναγία, φροντίζοντας και για την κ. Χρυσούλα, απέστειλε τον π. Νικόδημο στην πατρίδα του, τον Πειραιά, για να της συμπαρασταθεί. Βέβαια ο συμφυρμός του μονάχου με τον κόσμο, και μάλιστα για μακρό χρονικό διάστημα, είναι πράγμα πολύ επικίνδυνο. Στην περίπτωση όμως του π. Νικοδήμου ο Γέροντάς μας δεν δίστασε να τον στείλει εν μέσω των θορύβων του κόσμου, εμπιστευόμενος βέβαια στην πανσθενουργό θεία Χάρι αλλά και στην υψηλή πνευματική κατάστασι του π. Νικόδημου, η οποία ήταν θεμελιωμένη στην ακράδαντη βάσι της πίστεως στον Θεό και της εμπιστοσύνης στον Γέροντα, Και δεν αστόχησε στην απόφασή του αυτή. Συγχρόνως όμως και ο π. Νικόδημος έβλεπε πίσω από την απόφαση αυτή του Γέροντος το σχέδιο της αγάπης του Θεού αλλά και την θεία νεύσι στην θεοφιλή επιθυμία του να συμπαρίσταται στους χειμαζομένους αδελφούς του εκ του κόσμου, τους καταπονούμενους από τους ποικίλους πειρασμούς και τα βάσανα.
Επί μία δεκαετία -μέχρι την κοίμησή της- παρέμεινε ο π. Νικόδημος κοντά στην μητέρα του, υπηρετώντας την με αυτοθυσία και αυταπάρνηση και έχοντας συνείδηση ότι η υπακοή του αυτή είναι η λογική συνέχεια της υπακοής του στον Γέροντά του και την αδελφότητά του, συμφώνως προς τις μοναχικές του υποσχέσεις κατά την Ακολουθία της κουράς του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος. Διότι δεν εξήλθε αυτεξουσίως στον κόσμο αλλ' εξ υπακοής.
Και πράγματι, ο π. Νικόδημος έζησε με κάθε ακρίβεια,
πληρότητα και τελειότητα την μοναχική ζωή εν μέσω Πειραιεί. Ξεπέρασε όλους
εμάς, που κατά το διάστημα αυτό δεν απομακρυνθήκαμε καθόλου από την Μονή μας.
Έκανε πολύ καθαρότερη και ακριβέστερη υπακοή από εμάς, που ήμασταν συνεχώς κάτω
από την σκέπη του Γέροντος. Ο π. Νικόδημος, συμφώνως και προς την μαρτυρία
πολλών, λαϊκών και μοναχών, ανέπνεε, ζούσε και ενεργούσε κάθε τι έχοντας
συνεχώς το όνομα και τις εντολές του Γέροντος στο στόμα και την καρδιά του. Γι
αυτό και ευλογήθηκε πολύ από τον Θεό. Διατήρησε καθαρότητα ψυχής πολύ ανώτερη
από όλους εμάς, που δεν αντικρίσαμε κάτι από την ματαιότητα του κόσμου
ευρισκόμενοι διαρκώς μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας μας. Και αξιώθηκε πολλών
χαρισμάτων από τον Θεό, της υπομονής, της καρδιακής χαράς, της ατελευτήτου
δοξολογίας του Θεού, του παρηγορητικού λόγου προς τους τεθλιμμένους, της αγάπης
προς όλους, λόγω της καθαρότητάς του αυτής, κατά τον λόγο του Κυρίου: «μακάριοι
οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε' 8). Αυτά είναι τα
θαυμαστά έργα που επιτελεί η Χάρις του Θεού, όταν βρει ανθρώπους άξιους
Εαυτού και δεκτικούς των θείων επιλάμψεων.
Όσο καιρό παρέμεινε στον Πειραιά, δεν έπαυσε να ευεργετή τον λαό του Θεού με το παράδειγμά του, τα έργα του και τους λόγους του. Τα λόγια του ήταν πάντοτε θεοφιλή. Ποτέ δεν αργολογούσε ούτε αστειευόταν. Μιλούσε ατελείωτες ώρες, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικά, χωρίς όμως ποτέ να εκστομίζει πράγματα μάταια ή ψυχοβλαβή. Μοναδικός σκοπός του ήταν πάντοτε η ωφέλεια του πλησίον. Αγαπούσε όλους ως γνησίους αδελφούς του. Μέχρι τα τελευταία του, αν και η δύσπνοια τον δυσκόλευε να ομιλεί ελεύθερα, δεν σταμάτησε να διδάσκει, να παρήγορη και να ενισχύει τους άλλους.
Δεν υστέρησε όμως καθόλου και στην έμπρακτη ελεημοσύνη αυτών που είχαν ανάγκη. Θα μπορούσαμε ανεπιφύλακτα να επαναλάβουμε και για τον π. Νικόδημο τον ψαλμικό λόγο: «σκόρπισε, έδωκε τοις πένησιν η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρια' 9). Πέρασαν από τα χέρια του πολλά πράγματα αξίας αλλά και χρήματα που του εμπιστεύονταν ευλαβείς Χριστιανοί. Την ίδια στιγμή όμως τα χάριζε απλόχερα σε όσους η αγαπώσα καρδία του έκρινε ότι τα είχαν ανάγκη.
Όταν μετά την κοίμηση της μητέρας του ευρέθη και πάλι για λίγο στο
Μοναστήρι μας, συμπεριφερόταν σαν να μη είχε λείψει καθόλου από την Μονή,
αποδεικνύοντας έτσι ότι ουδέποτε απομακρύνθηκε από Αυτήν νοερά και καρδιακά.
Η μακρά ενασχόλησής του με τα προβλήματα της υγείας της μητέρας του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με κάποια προβλήματα της δικής του υγείας, των οποίων η σοβαρότης από λάθος εκτίμηση των ιατρών δεν είχε γίνει αντιληπτή. Όταν όμως μετά την κοίμηση της μητέρας του θέλησε να ασχοληθεί πιο προσεκτικά με αυτά, διεγνώσθη βαρεία καρδιακή ανεπάρκεια τελικού σταδίου. Ανθρωπίνως η μόνη δυνατή θεραπεία που υπήρχε ήταν η μεταμόσχευσης καρδίας. Όμως παρά τις επανειλημμένες προτάσεις των ιατρών μέχρι και την τελευταία ημέρα της ζωής του, δεν δέχθηκε να μεταμοσχευθεί. Αγαπούσε και εχαίρετο την ζωή. Με πολύ μεγάλη σχολαστικότητα τηρούσε τις οδηγίες των ιατρών, θεωρώντας την αμέλεια ως εφάμαρτη κατά τον αποστολικό λόγο: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α' Κορ. γ' 16). Έλεγε χαρακτηριστικά: «θέλω να ζήσω. Βάλτε μου την τεχνητή καρδιά ή ότι άλλο τεχνικό μέσο διαθέτει η επιστήμη. Όμως ποτέ δεν πρόκειται να δεχθώ μία καρδιά που θα προέρχεται από ένα "εγκεφαλικά νεκρό", ο οποίος για μένα δεν είναι νεκρός αλλά ζων και βαρύτατα πάσχων ασθενής». Την πεποίθησή του αυτή, την οποία πολλές φορές είχε υπερασπιστή στο παρελθόν, πριν ακόμη εμφανιστή το πρόβλημα της υγείας του, υπεστήριξε και τώρα με απόλυτη ειρήνη και σταθερότητα αλλά και με το παράδειγμά του.
Ο π. Νικόδημος αισθανόταν το «Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο» σαν «δεύτερο μοναστήρι του», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Αγαπούσε όλους τους εργαζομένους στο Ίδρυμα, ιατρούς, νοσηλευτικό και υπηρετικό προσωπικό, αλλά και πολύ ήγαπατο από αυτούς. Βοηθήθηκε πολύ από όλους, και μάλιστα από τον κ. Γ. Α., που τον θεωρούσε κατ' εξοχήν ιατρό του, άριστο επιστήμονα, ανιδιοτελή, γεμάτο από αγάπη για όλους τους ασθενείς του και όλως ιδιαιτέρως για τον π. Νικόδημο. Ο συγκεκριμένος ιατρός αγωνίσθηκε με όλες τις δυνάμεις του να παρατείνει την ζωή του π. Νικόδημου, ελπίζοντας και σε κάποιο νεώτερο επίτευγμα της επιστήμης, «προκειμένου να συνέχιση την υψηλή αποστολή του», όπως έλεγε, επειδή έβλεπε την μεγάλη βοήθεια που ελάμβαναν όσοι τον πλησίαζαν. Παρετάθη μάλιστα ή ζωή του π. Νικόδημου με την θεία βοήθεια και χάρις στις προσπάθειες των ιατρών πολύ περισσότερο από όσο προέβλεπαν τα κατά καιρούς δημοσιευόμενα στα επιστημονικά περιοδικά πορίσματα της επιστήμης.
Όμως και ο π. Νικόδημος παραμένοντας στο «Ωνάσειο» βοήθησε πολύ με την Χάρι του Θεού και τους ασθενείς και τους συνοδούς των και το νοσηλευτικό προσωπικό του. Η υπερβάλλουσα αγάπη του π. Νικόδημου για τον Θεό ξεχείλιζε ως ποταμός με γλυκύρροα νάματα και αγκάλιαζε κάθε εικόνα του Θεού που τον πλησίαζε. Δεν υπήρχε ψυχή πονεμένη, λυπημένη, ταραγμένη, συγχυσμένη, που να έφυγε από κοντά του χωρίς να λαβή βάλσαμο, παρηγοριά και ανάπαυση. Ήταν πολύ συνηθισμένη στα χείλη του ή φράσις: «Να χαίρεσαι! Να χαίρεσαι!» που απηύθυνε προς όλους. Αναφέρουμε σαν παράδειγμα την περίπτωση μιας ευλαβούς νοσηλεύτριας, πού κάποια Μ. Παρασκευή ήταν υποχρεωμένη να μείνει στο Νοσοκομείο λόγω υπηρεσίας. Ήταν πολύ λυπημένη πού δεν θα μπορούσε να εκκλησιασθεί. Ο π. Νικόδημος, νοσηλευόμενος τότε και αυτός, κατόρθωσε με τους θεοπρεπείς του λόγους να την ενίσχυση και να την χαροποίηση, τονίζοντας της την αλήθεια ότι ο Χριστός ήταν γι` αυτήν πολύ περισσότερο εκεί στο Νοσοκομείο, στα πρόσωπα των ασθενών που υπηρετούσε, από ότι ήταν στην Εκκλησία.
Το έργο του αυτό δεν το σταμάτησε μέχρι το τέλος. Ο ίδιος πέθαινε, εφ' όσον δεν εδέχετο την μεταμόσχευση, και ζωοποιούσε τους άλλους. Αν και εύρισκετο στην κλίνη της ασθενείας, δεν έπαυε να δίνη χαρά και ανακούφιση στους γύρω του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ή ουσιαστική συμπαράσταση του με ευλογίες των ευλαβών Χριστιανών και με οικονομίες του στον αγαπητό αδελφό Ιωάννη, ευλογημένο λαϊκό αδελφό, πού με αυτοθυσία του συμπαραστάθηκε σε όλες τις δύσκολες ώρες του μέχρι τέλους.
Η ασθένεια του π. Νικόδημου ήταν πολύ βασανιστική, λόγω της μεγάλης δύσπνοιας ακόμη και εν ηρεμία, που δεν του επέτρεπε ούτε και τον ύπνο. Παρά την ταλαιπωρία, τις αϋπνίες και την σαφή γνώσι ότι ο θάνατος πλησιάζει, βασίλευε μονίμως στην ψυχή του ή θεϊκή χαρά, της οποίας έκανε κοινωνούς όλους όσους τον προσέγγιζαν. Τον τελευταίο καιρό τραγουδούσε πολύ συχνά με πολλή χάρι ένα τραγουδάκι, εκφραστικό των βιωμάτων του: «Όμορφη μικρή βαρκούλα, για που έβαλες πανί, έχει θάλασσα κι αγέρα, δεν φοβάσαι μοναχή; Μη με βλέπετε μικρούλα κι αραγμένη στο γιαλό, τ' όνομα μου είναι πίστης και τα κύματα' αψηφώ...». "Ομιλώντας τηλεφωνικώς με ένα αδελφό στην Μονή, του έψαλε με την γλυκεία φωνή του τον Αναστάσιμο Κανόνα, πανηγυρικά και μεγαλόπρεπα: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί...». "Έψαλε όλη την α' ωδή μαζί με τα τρία ακροτελεύτια «Χριστός Ανέστη» και το «Αναστάς ό Ιησούς από του τάφου». Εάν ό αδελφός δεν τον διέκοπτε, θα συνέχιζε και τις υπόλοιπες ωδές του Κανόνος.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους κ. Αγαθόνικος ευρέθη στο «Ωνάσειο», για να συμπαρασταθεί στην εγχείρηση της ευλαβέστατης αδελφής του, τότε που και ό π. Νικόδημος νοσηλεύετε εκεί. Η συνάντησης του Σεβασμιωτάτου με τον π. Νικόδημο ήταν αφορμή μεγάλης χαράς για τον π. Νικόδημο αλλά και για τον άγιο Κίτρους. Ερχόταν καθημερινώς για την αδελφή του, αλλά παρέμενε πολλή ώρα στον θάλαμο του π. Νικοδήμου ρουφώντας κυριολεκτικά τα λόγια του. Έβλεπε κανείς τότε ένα παράδοξο πράγμα: Ο Αρχιερεύς να ακούει σιωπηλός ομιλούντα ένα απλό μοναχό. Απόδειξης της αγιότητας του Σεβασμιότατου αλλά και της χαριτωμένης ψυχής του π. Νικόδημου. Αυτό βέβαια δεν είναι αφύσικο, εφ' όσον μόνον οι άγιοι καταλαβαίνουν τους αγίους. Αργότερα έλεγε ό Αρχιερεύς προς τους παρευρισκομένους: «Το πρόσωπό του -του π. Νικοδήμου- είναι σαν του Χριστούλη», μαρτυρία που επιβεβαίωναν και πολλοί άλλοι.
Τον π. Νικόδημο επισκέφθηκε στο «Ωνάσειο» και ό επίσκοπος της ιδιαιτέρας του πατρίδος, ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Πολύ χάρηκε, ενισχύθηκε και παρηγορήθηκε από την επίσκεψι αυτή. Συγχρόνως βρήκε την ευκαιρία να έκφραση την ευγνωμοσύνη του στον Σεβασμιότατο για το πολυσχιδές ποιμαντικό έργο του στην Επαρχία του και να τον ενθαρρύνει στους πεπαρρησιασμένους υπέρ της Ορθοδοξίας και κατά του Οικουμενισμού αγώνας του.
Όμως πολύ σύντομα ο π. Νικόδημος καθηλώθηκε στην επιθανάτιο κλίνη με πολύ ισχυρούς πόνους και βαρεία δύσπνοια. Όμως η θεολόγος γλώσσα του δεν έπαυε να κελαηδή ύμνους και δοξολογίες στον Θεό. Έλεγε με φωνή σβησμένη και συνεχώς διακοπτόμενη από την δύσπνοια: «Με ερωτούν: "Γιατί π. Νικόδημε όλες οι συμφορές σε σένα; Θάνατος του αδελφού, του πατέρα, βαρεία ασθένεια της μητέρας, απομάκρυνσης από την αγαπημένη σου Μονή, βαρεία και ανίατη ασθένεια;" Και εγώ τους απαντώ: "Γιατί πολύ με αγαπά ό Χριστός. Και εγώ πολύ" Τον αγαπώ. Πολύ Τον αγαπώ"» και συνέχισε κλαίων με τα δάκρυα ίου θείου έρωτος. Λίγο αργότερα πάλι έλεγε: «Μέσα από τον βυθό της πολυκύμαντης ζωής μου αισθάνομαι χαρά, ειρήνη, δοξολογία, ευχαριστία, ευγνωμοσύνη, τον Χριστό. Τώρα χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του π. Νικόδημου. Μετά από λίγο ή τρισευλογημένη και χαριτωμένη καρδιά του π. Νικόδημου έπαυσε να πάλλη.
Ο θάλαμος του γέμισε από το προσωπικό του Νοσοκομείου. Όλοι
έτρεξαν για να διαδηλώσουν με τον τρόπο τους τον θαυμασμό και την εκτίμηση τους
προς τον ταπεινό μοναχό π. Νικόδημο, τον άνθρωπο του Θεού που έθεσε ως στόχο
της ζωής του όχι το ίδιον όφελος αλλά την δόξα του Θεού και την ανάπαυση του
αδελφού, τον άνθρωπο που παρά τις μεγάλες δοκιμασίες του δεν έπαυσε ουδέ επί
στιγμήν να δοξολογεί τον Θεό, τον άνθρωπο της ακράδαντου πίστεως και ελπίδος
στον Θεό, που εστάλη από τον Θεό κατά τις πονηρές ήμερες μας για να μας δείξει
με το παράδειγμα του την οδό του αγιασμού και της σωτηρίας. Γι` αυτό δεν είναι
παράδοξο ότι ομολογήθηκε από τους θεράποντες του ότι «δεν πέρασε άλλος άρρωστος
από το Ώνάσειο σαν τον Νικόδημο». Και ο αγαπητός του ιατρός, κ. Γ. Α., μετά
την Αγρυπνία-κηδεία που ετελέσθη στον Ι. Ναό της Υπαπαντής του Πειραιά εξέφρασε
την θερμή επιθυμία να συγκεντρώνονται από καιρού εις καιρόν όσοι γνώρισαν τον
π. Νικόδημο, για να τον θυμούνται και να ανανεώνουν μέσα τους όλα αυτά που
έζησαν κοντά του. Ο ίδιος σε άλλη στιγμή είχε πει: «Πολύ μου μιλά στην
καρδιά αυτός ο άνθρωπος».
Μετά την νυκτερινή ακολουθία στον Πειραιά το σκήνωμα του μετεφέρθη στην Ιερά Μονή μας, όπου επανελήφθη η νεκρώσιμος Ακολουθία.
Το σκήνωμα του π. Νικόδημου εναπετέθη στο κοιμητήριο της Μονής προσδοκώντας «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» ή δε ψυχή του χαίρεται και αγάλλεται «εν χώρα ζώντων» και «εν σκηναίς δικαίων», ένθα καταλάμπει το φως του Χριστού, τον οποίο θερμώς εξ όλης ψυχής και καρδίας αγάπησε.
Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ημών π. Νικόδημε!
Ι. Δ. Γ.
διαδικτυακή πηγή alopsis.gr
____________________
Π. Νικόδημος Γρηγοριάτης. Δημοσίευση από Νικήτας
Εϊχα την τύχη να γνωρίσω τον
Αγιορείτη μοναχό π. Νικόδημο όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα στην Εκκλησία.
Θυμάμαι κάποτε στο Όρος όταν έβαζα σε όλους τους μοναχούς το ερώτημα
"Είναι ο Χριστός μονογενής Υιός του Θεού"; ο π. Νικόδημος μου έκοψε
το ερώτημα με το πάθος της Αγάπης του για το Χριστό ... κόντεψε να μου βάλει
φωτιά με το λόγο του ... και έτσι σταμάτησα να αναρωτιέμαι.
Προχθές που ήμουν Παλαιόχωρα Χανίων έγραψα για αυτόν το παρακάτω πρόχειρο κειμενάκι σε ένα ταβερνάκι κοιτάζοντας το πέλαγος (όπως πάντα):
-Φωτιά ερωτική στην καρδιά πληρότητα απόλυτη της Θείας Αγάπης. Μόνον ο Χριστός, ο μόνος Αγαπημένος. Ατέρμονη χαρά της Ανάστασης. Φως μυστικό καταυγάζει όλη την ύπαρξη μέχρι το μεδούλι των οστών. Μόνο ο Χριστός η όντως Ζωή, ο Όν το Α και το Ω. Η προσευχή του Ιησού, μοναδική μέριμνα, βρασμός της ευχής στην καρδιά, αναπομπή Θείας ευωδίας, αγιασμός του χώρου και του χρόνου. Αγάπη ακόρεστη, βαθιά. Έμπονη αγάπη για όλο τον κόσμο. Πάθος ευαγγελισμού καταναλίσκον. Πίστη ερωτικής πληρότητας, πίστη της προαίρεσης, της καρδιάς, του σώματος, της Χάριτος. Πίστη εκ των οστέων. Φωτιά, φωτιά κράζουσα η μαρτυρία της απανταχού παρουσίας του Θεού. Κάμινος ερωτική για τον Χριστό. Καθαρός Ναός του Σωτήρος,. Συντριπτική δύναμη της μετάνοιας. Μετάνοια σχέση ζωντανή με τον σαρκωμένο Θεό της Αγάπης τον εσταυρωμένο. Τρέλα ερωτική απροϋπόθετης υπομονής. Σφιχτή αγκαλιά με τον βαστάζοντα την οδύνη της ανθρωπινότητας. Μυστική χαρά στον πυθμένα της ταπείνωσης.
Προχθές που ήμουν Παλαιόχωρα Χανίων έγραψα για αυτόν το παρακάτω πρόχειρο κειμενάκι σε ένα ταβερνάκι κοιτάζοντας το πέλαγος (όπως πάντα):
-Φωτιά ερωτική στην καρδιά πληρότητα απόλυτη της Θείας Αγάπης. Μόνον ο Χριστός, ο μόνος Αγαπημένος. Ατέρμονη χαρά της Ανάστασης. Φως μυστικό καταυγάζει όλη την ύπαρξη μέχρι το μεδούλι των οστών. Μόνο ο Χριστός η όντως Ζωή, ο Όν το Α και το Ω. Η προσευχή του Ιησού, μοναδική μέριμνα, βρασμός της ευχής στην καρδιά, αναπομπή Θείας ευωδίας, αγιασμός του χώρου και του χρόνου. Αγάπη ακόρεστη, βαθιά. Έμπονη αγάπη για όλο τον κόσμο. Πάθος ευαγγελισμού καταναλίσκον. Πίστη ερωτικής πληρότητας, πίστη της προαίρεσης, της καρδιάς, του σώματος, της Χάριτος. Πίστη εκ των οστέων. Φωτιά, φωτιά κράζουσα η μαρτυρία της απανταχού παρουσίας του Θεού. Κάμινος ερωτική για τον Χριστό. Καθαρός Ναός του Σωτήρος,. Συντριπτική δύναμη της μετάνοιας. Μετάνοια σχέση ζωντανή με τον σαρκωμένο Θεό της Αγάπης τον εσταυρωμένο. Τρέλα ερωτική απροϋπόθετης υπομονής. Σφιχτή αγκαλιά με τον βαστάζοντα την οδύνη της ανθρωπινότητας. Μυστική χαρά στον πυθμένα της ταπείνωσης.
www.psyche.gr/forum/viewtopic.php?
________________
Ο θάνατος ενός Μοναχού
Μοναχός
Νικόδημος Γρηγοριάτης
(1955-2009)
"και
είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν"
Γεννήθηκε στον Πειραιά και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος του (βλ. blogspot ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ και apandaorthdoxias.blogspot com/2009/12) ηράσθη το μοναχικό σχήμα από νεαρής ηλικίας. Δεν τον γνώριζα. Τη σχετικά σύντομη αλλά μεγαλειώδη πορεία του στις τάξεις των Μοναχών την πληροφορήθηκα από τα ιστολόγια που αναφέρω και συνιστώ στον αναγνώστη να τα διαβάσουν.
Η αιτία που με παρακινεί να του αφιερώσω τον ατελή δικό μου
λόγο, είναι διότι θέλω να κρατήσω τη μνήμη του και το Ορθόδοξο φρόνημά του,
ζωντανό παράδειγμα μίμησης: Στην πίστη και στην αγιότητα. Στην εποχή μας
σπανίζει η έμπρακτη φανέρωση του φρονήματος αυτού. Το υποκαθιστούν άλλα
και το διαφθείρουν.
Βίος θλίψεων και οδύνης ήταν η ζωή του. Έχασε τον αδελφό του και
σύντομα τον πατέρα του. Έμεινε μόνη η μητέρα του. Κι αυτή άρρωστη. Χρειάστηκε
να αφήσει τον τόπο της μοναστικής άσκησης για να υπηρετήσει την μητέρα του.
Όταν εκείνη πέθανε, ήρθε μετά και η δική του δοκιμασία. Καρδιακή ανεπάρκεια βαρειάς
μορφής.
Νοσηλεύθηκε στο Ωνάσειο και του συστήθηκε η θεραπεία της
μεταμόσχευσης. Δεν τη δέχθηκε. Επέμενε ότι οι εγκεφαλικά
"νεκροί" είναι βαρύτατα πάσχοντες και προτίμησε να παραμείνει στη ζωή
όσο ο Κύριος το επέτρεπε ακολουθώντας τη συμβατική αγωγή. Όποιος δεν γνωρίζει
τι σημαίνει καρδιακή ανεπάρκεια τελικού σταδίου, όποιος δεν έχει ζήσει τα
περιστατικά αυτών των ασθενών, δεν θα μπορέσει να καταλάβει ποτέ τη δοκιμασία
του Μοναχού Νικοδήμου. Η επιστήμη του πρόσφερε την εναλλακτική λυσιτελή
θεραπεία της μεταμόσχευσης. Εκείνος όμως την απέρριψε.
Ω, ναι! Το γνωρίζω. Οι φιλάνθρωποι και φιλόϋλοι θα
διαμαρτυρηθούν. Θα μπορούσε να είχε ζήσει και να υμνεί τον Κύριο για το θαύμα
που συνετελέσθη. Θα μπορούσε μετά να ελεεινολογεί τον εαυτό του, γιατί
στάθηκε αυτός η αφορμή να πεθάνει ένας άλλος συνάνθρωπος, και με δάκρυα να
εκζητεί αδιαλείπτως το έλεος του Θεού για το έγκλημα που διεπράχθη. Αυτός
έζησε, αλλά ένας άλλος πέθανε. Ήταν ήδη νεκρός, θα τον διαβεβαίωναν οι γιατροί.
Το ίδιο μπορεί να του έλεγαν και κάποιοι συμμοναστές του ή μερικοί άλλοι, της
ιεροσύνης υψλόβαθμοι και της θεολογίας οι εγκρατείς.
Δεν στάθηκαν όμως ικανά αυτά να μεταστρέψουν το Ορθόδοξο φρόνημα
που είχε. Η άμβλυνση και η αλλοίωση που προσπαθούν να μας επιβάλουν οι σοφοί
τεχνολόγοι της επιστήμης, μάλιστα εν ονόματι της αγάπης, φαίνεται ότι θα
συναντά ακόμη ισχυρά εμπόδια στην ευλογημένη χώρα μας. Οι Μοναχοί δεν ζούν για
το σήμερα. Ζούν το αιωνίως και αφθάρτως ζειν. Αυτό είναι η πίστη μας, αυτό και
το φρόνημά μας. Προ του θανάτου μας έχουμε ήδη πεθάνει και κάθε Κυριακή, κάθε
μικρή ή μεγάλη γιορτή, βιώνουμε την Ανάσταση. Κρύβουμε πάντα ένα Μοναχό μέσα
στην καρδιά μας.
Ο Μοναχός Νικόδημος Γρηγοριάτης είχε συναίσθηση και συνείδηση
του γεγονότος της Αναστάσεως.
"Μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη.
επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν". Η μνήμη
του ας είναι αιωνία και η ευχή του να μας συνοδεύει όλους.
__________________________
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!ΕΠΙΚΡΟΤΩ ΚΑΙ ΕΠΑΥΞΑΝΩ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΠΑΤΗΡ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΝΑ ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ.ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΑΓΙΟΥΣ ΑΠΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΡΑΤΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ!
ΔΟΞΑΖΩ ΤΟΝ ΘΕΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΞΙΩΣΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΩ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΝΙΚΟΔΗΜΟ. ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΓΙΑ ΤΟΝ Π.ΝΙΚΟΔΗΜΟ. ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΩ ΜΕ ΠΟΝΟ ΨΥΧΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΤΙ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΠΟΛΥ.