«῾Η διάκρισις καί ἐπιλογή, ἀποτελεῖ δημιουργία»
Αἱρέσεις καί σχίσματα ἐν τῷ χριστιανισμῶ
Μοναχός Πέτρος Γρηγοριάτης
Τό ἔτος 482, ὁ αὐτοκράτωρ Ζήνων, ἠκολούθη ἑνωτικήν πολιτικήν, ἐκδώσας τό «῾Ενωτικόν», ἐν ἀντιθέσει πρός τόν Βασιλίσκον, ὁ ὁποῖος τό 476 εἶχεν ἐκδώσει τό «Ἐγκύκλιον», διά τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τόν Μονοφυσιτισμόν.
Διά τοῦ ἑνωτικοῦ κατεδικάζετο ὁ Νεστόριος καί ὁ Εὐτυχής, καί ὡρίζετο τό ζήτημα τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ, χωρίς νά γίνεται λόγος περί μιᾶς ἤ δύο φύσεων μετά τήν ἕνωσιν, καί νά μή ἰσχύῃ πᾶν ὅ,τι ἀντίθετον ἐν Χαλκιδόνι ἐθεσπίσθη (Δ΄ Οἰκ. Σύνοδος) ἤ ἀλλοῦ.
Τό ῾Ενωτικόν τό ὑπέγραψεν ὁ Κων/πόλεως Ἀκάκιος, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί ῾Ιεροσολήμων. Κατά τοῦ ῾Ενωτικοῦ, ἀντέδρασαν ὁπαδοί τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου καί πολλοί τῶν μονοφυσιτῶν διά τήν διδομένη συμβιβαστικήν λύσιν. Οἱ Μονοφυσίται τῆς 'Αλεξανδρείας ἀπεσπάσθησαν καί βραδύτερον ὠνομάσθησαν «'Ακέφαλοι», ὡς μή ἔχοντες ἐπίσκοπον.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Αἰγύπτου καί Κων/πόλεως, ἀπετάνθησαν εἰς τόν Ρώμης Φίλικα Γ΄, ὁ ὁποῖος διά δύο Συνόδων τό 484 καί 485, καθήρεσε καί ἀφώρισε τούς ὑπογράψαντας τό ῾Ενωτικόν.
Συνεπείᾳ τούτου ἐγεννήθη σχίσμα ἀποκληθέν «Σχίσμα 'Ακακιανόν».Κατά τήν ἐπί τριακονταπενταετίαν διάρκειαν τοῦ 'Ακακιανοῦ σχίσματος, ὁ Μονοφυσιτισμός μετεδόθη εἰς 'Αντιόχειαν ἀφ' ἑνός, ἀφ' ἑτέρου δέ προεκλήθη ἡ «Θεοπασχητική ἔρις».
῾Ο Αὐτοκράτωρ 'Αναστάσιος (491-518), ἐπέτρεψε φανερωτέραν ἐγκατάλειψιν τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου κατά τό ῾Ενωτικόν. Τό ἔτος 512 ὁ Μονοφυσίτης «Σεβῆρος» ἐπίσκοπος 'Αντιοχείας, ὁπαδός τοῦ Πέτρου Γναφέως, μετέφε-ρεν εἰς Κων/πολιν τόν Μονοφυσιτισμόν (508-511), προσθέσας εἰς τό τέλος τοῦ Τρισαγίου ῾Υμνου ἐλέησον ἡμᾶς, τήν φρᾶσιν «ὁ Σταυρωθείς δι' ἡμᾶς». Τοῦτο τό ἐνέκρινεν ὁ Αὐτοκράτωρ 'Αναστάσιος.
῾Η φρᾶσις αὐτή ἦτο δυνατόν νά ἐννοηθῇ ὀρθόδόξως, ὅτι δηλαδή ἐσήμαινε μετάδοσιν ἰδωμάτων τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἕνεκα τῆς προσωπικῆς αὐτοῦ ἑνώσεως, ἀλλ' ὡς ἐκ τῆς προελεύσεως, εἶχε Μονοφυσιτικόν νόημα, ἤτοι ἀφομοίωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως Θεο-πασχητικόν νόημα, ὅτι ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἔπαθεν ἡ Θεία φύσις. Κατά τῆς Θεοπασχητικῆς θεωρίας, ἐξηγέρθησαν λαϊ-κοί καί μοναχοί ὁπαδοί τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου, ἀλλά μερικοί ἐκ τούτων ἐδέχοντο καί τό ῾Ενωτικόν.
῾Ο Αὐτοκράτωρ 'Αναστάσιος, ἦλθεν εἰς διαπραγματεύσεις μετά τοῦ Ρώμης «῾Ορσμίδα» τό 513, ὁ ὁποῖος ἐζήτησεν οἱ ἐπίσκοποι τῆς 'Ανατολῆς νά ὑπογράψωσι παπικόν λίβελλον, (ἑπόμενοι ἐν πᾶσι τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου, καί κηρύττοντες αὐτῷ πάσας τάς διατάξεις), ἀναθεματίσουν Νεστόριον, Εὐτυχῆ καί μονοφυσίτας ἐπισκόπους. ῾Ο λίβελλος ὑπεγράφη τό 519 ὑπό τοῦ Πατριάρχου 'Ιωάννου τοῦ Β΄. Οὕτως ἀπεκατεστάθησαν αἱ σχέσεις τῶν δύο 'Εκκλησιῶν.
Οἱ Μονοφυσίται κατηγόρουν τήν Δ΄ Οἰκ. Σύνοδον, ὡς Νεστοριανίζουσα, διότι κατ' αὐτούς ἡ φρᾶσις «ἐν δύο φύσει», κατέστησε προβληματικήν τήν προσωπικήν ἕνωσιν τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶχεν ἀπορρίψει ἡ 'Εκλησία, ὡς καθωρίσασα τήν σχέσιν φύσις καί πρόσωπον καί ἐπειδή αὕτη (Σύνοδος) ἀπεκατέστησε τούς Νεστοριανίζοντας 'Ιβάν καί Θεοδώρητον, ἀφοῦ βεβαίως πρῶτα ἀνεθεμάτισαν τόν Νεστόριον.
῾Ο 'Ιουστιανός ἀπήλλαξε τήν Δ΄ Οἰκ. Σύνοδον ἐκ τῶν δύο τούτων κατηγοριῶν, ἀλλά τό ἔτος 533 διά διατάγματος ἐπέβαλε τήν Θεοπασχητικήν φρᾶσιν, ὑπό νέαν μορφήν, καί νόημα προσθέσας τήν λέξιν «σαρκί» (τόν ἕνα τῆς Τριάδος πεπονθέναι σαρκί). Τοῦτο προὐκάλεσεν ἀντίδρασιν ἐν Κων/πόλει καί Ρώμῃ, ὡς ἀποτελοῦσα ἀνανέωσιν τῆς προηγηθείσης Θεοπασχητικῆς ἔριδος 519-533). Οἱ Μονοφυσίται ἐνέμενον εἰς τήν ἀπόφασίν των.
῾Ο 'Ιουστινιανός ἐξέδωσε νέον διάταγμα τό 664, διά τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τόν «'Αφθαρτοδοκητισμόν» διδασκαλία διατυπωθεῖσαν ἐν Αἰγύπτῳ ὑπό τοῦ Μονοφυσίτου «'Ιουλιανοῦ ἐπισκόπου 'Αλικαρνασοῦ. ῾Ο Εὐτυχής ἀρχηγός τοῦ μονοφυσιτισμοῦ ἐδίδαξεν, ὅτι ἐθεώθη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀορίστως χωρίς νά προσδιορίσῃ τήν θέσιν ταύτην.
῾Ο 'Ιουλιανός ἐδίδαξεν ὅτι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν σύλληψιν καί γέννησιν ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καί τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν καί μόνον «κατ' οἰκονομίαν καί κατά χάριν» ἐφαίνετο ὑποκείμενος εἰς αὐτά. Οἱ ὁποδοί του ὠνομάσθησαν «'Αφθαρτοδοκῆται» καί δέν ἐδέχοντο πλήρη θεώσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Μερικοί τούτων ὑπό τόν «'Αμμώνιον» ἐπροχώρησαν περισσότερον διδάσκοντες ὅτι «τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέν ἦτο ἁπλῶς ἄφθαρτον, ἀλλά καί ἄκτιστον, ἄϋλον ὡς Θείαν οὐσία». Οὗτοι ὠνομάσθησαν «'Ακτιστῆται», ἐν ἀντιθέσει πρός τούς 'Αφθαρτοδοκήτας, ὁ Μονοφυσίτης 'Αντιοχείας Σεβῆρος, ἐδέχετο ὅτι «τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καί τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, μόνον μετά τήν 'Ανάστασιν».
Μέχρι τότε ἦτο ὡς τό ἡμέτερον. Οἱ ὁποδοί αὐτοῦ ὠνομάσθησαν «Σεβηριανοί», ἦσαν μετριοπαθεῖς μονοφυσίται, ὠμίλουν περί μιᾶς φύσεως ἐν τῷ Χριστῷ μετά τήν ἕνωσιν καί ἐδέχοντο τό ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως. Οἱ 'Αφθαρτοδοκῆται, ἦσαν ἄκροι μονοφυσίται καί οἱ ἀκτιστῆται ἀκρότατοι.
῾Ο Μονοφυσιτισμός ἤρχισε νά ἐκπίπτῃ συνεπείᾳ τῶν διωγμῶν τό 518 ἐν Συρίᾳ καί τό 538 ἐν Αἰγύπτῳ.
῾Ο Μονοφυσίτης ἀσκητής «'Ιάκωβος», προστατευόμενος ὑπό τῆς Αὐτοκρατείρας Θεοδώρας, ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος (543-578), ὡς δραστήριος ἤρχισε νά ἀναζωογονήσῃ τόν Μονοφυσιτισμόν εἰς Συρίαν καί Αἵγυπτον, χειροτονήσας ἐπισκό-πους Μονοφυσίτας. Οἱ ὁποδοί του ὠνομάσθησαν «'Ιακωβῖται» ἐνῶ τῆς Αἰγύπτου «Κόπται» καί τῆς Συρίας «Μελχῖται» ὡς ἔχοντες τήν ὁμολογίαν τοῦ Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου.
Οἱ Μονοφυσῖται ἐδέχοντο τήν θέωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐδέχοντο ἐν αὐτῷ μία θέλησιν καί μίαν ἐνέργεια (τήν Θείαν). Ἐκ τούτων προέκυψε τό ζήτημα τοῦ «Μονοθελητισμοῦ» καί «Μονοεργητισμοῦ» περί τό ἔτος 600 ἐν Ἀλεξανδρείᾳ παρουσίασαν εἰδικάς μονοθελητικάς καί μονοεργητικάς ἰδέας.
῾Ο Κων/πόλεως «Σέργιος», διαπργματευθείς μέ τούς κύκλους τούτους τῆς 'Αλεξανδρείας, συνεδύασε τόν Μονοθελητισμόν καί Μονοεργητισμόν, μέ τάς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου. Κατ' αὐτόν, ὁ Χριστός εἶχε δύο φύσεις, ἕν πρόσωπον, μίαν θέλησιν καί ἐνέργειαν (Θεανδρικόν).
Τήν μίαν θέλησιν καί ἐνέργειαν τήν ἀπέδιδεν εἰς τό ἕν πρόσωπον (Θεῖος Λόγος). 'Αλλά ἐγεννᾶτο τό ἄτοπον, ὁ Θεῖος Λόγος κατ' ἀνάγκην, εἶχεν ἀνθρωπίνας ἐπιθυμίας καί ἐπί μέρους ἀνθρωπίνας ἐνεργείας.
Κατά τῶν ἀνωτέρω ἀντέδρασεν ὁ ῾Ιεροσολήμων «Σοφρώνιος» τό 634. Κατ' αὐτόν ἡ ἐνέργεια εἶναι ἱκανότης τῆς φύσεως, καί ἐπειδή ἐν τῷ Χριστῷ ὑπῆρχον δύο φύσεις, ὑπῆρχον καί δύο ἐνέργειαι. ῾Εκάστη φύσις ἐνεργεῖ τά ἑαυτῆς, ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς ἄλλης.
῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁσάκις ἤθελεν ἔδιδεν εἰς τήν ἀνθρωπίνην φύσιν «καιρόν» νά πράττῃ τά ἑαυτῆς, τά ὁποῖα ἦσαν μέν ἑκούσια, ἀλλά ἐγένοντο κατά φυσικόν τρόπον ἕνεκα ὅμως τῆς προσωπικῆς ἑνώσεως αὐτοῦ, μετεδίδοντο εἰς τόν Θεῖον Λόγον, ἑκουσίως κατά τρόπον φυσικόν συγχρόνως καί ὑπερφυσικόν.
'Επρόκειτο περί τῆς μετα-δόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο Κων/πόλεως Σέργιος, ἐν συμφωνίᾳ μετά τοῦ Ρώμης 'Ονωρίου, ἐγκατέλειψαν τήν μίαν ἐνέργειαν καί περιωρίσθησαν εἰς μίαν θέλησιν. Οὕτω προέκυψεν ἡ «῎Εκθεσις» τοῦ Αὐτοκράτορος ῾Ηρακλείου τό 638, διάταγμα ὁμολογίας πίστεως ἐπιβάλλον τόν Μονοθελητισμόν.
῾Η ἔκθεσις ἐγένετο δεκτή ὑπό τῶν ὑπολοίπων Πατριαρχῶν. ῾Η Δύσις ἀντέστη καί ἐδη-μιουργήθησαν δύο κέντρα ἀντιδράσεως, τῆς Ρώμης καί Β. 'Αφρικῆς, ὑπό φυγόντων μοναχῶν πολεμίων τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Σύνοδος ἐν Ρώμῃ τό 641 καί 'Αφρικῇ τό 646 κατεδίκασαν τόν Μονοθελητισμόν. Ψυχή τῆς ὅλης κινήσεως ἦτο ὁ ἐκ Κων/πόλεως «Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής».
῾Ο Κώνστας ὁ Β΄ ἔγγονος τοῦ ῾Ηρακλείου, παραμέρισε τήν «ἔκθεσιν», καί ἐξέδωκε τόν «Τύπον» διά τοῦ ὁποίου ἀπηγο-ρεύετο νά γίνεται λόγος περί μιᾶς ἤ δύο θελήσεων.Τοῦτο ἐθεωρήθη ὡς εὐνοοῦν τόν Μονοθελητισμόν, δι' αὐτό ὁ Ρώμης Μαρτῖνος Α΄ τό 649 ἐν Λατερανῷ, συνεκάλεσε Σύνοδον ἡ ὁποῖα κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμόν καί τούς Μονοθελητάς Πατριάρχας (Σέργιον, Πύρρον καί Παῦλον).
Οὕτω νέο σχίσμα προέκυψε μεταξύ Δυτικῆς καί 'Ανατολικῆς 'Εκκλησίας, τό τρίτον μετά τό 'Ακακιανόν σχίσμα. ῾Ο Μαρτῖνος κατά διαταγήν τοῦ Κώνσταντος τό 657, συνελλήφθη ἐν Ρώμῃ καί κλινήρης ὤν μετήχθη εἰς Κων/πολιν, ὅπου κατεδικάσθη, καθηρέθη καί ἐξωρίσθη εἰς Χερσῶνα.
῾Ο Κων/πόλεως Πέτρος (654-666), ἐπεδίωξε δογματικόν συμβιβασμόν, δεχόμενος ὅτι ἐν Χριστῷ, ὑπάρχουσι δύο θελήσεις ἕνεκα τῆς διακρίσεως τῶν δύο φύσεων καί μία θέλησις, ἕνεκα τῆς προσωπι-κῆς ἑνώσεως. Τό 655 ὡδήγησαν καί τόν Μάξιμον τόν ῾Ομολογητήν δέσμιον εἰς Κων/πολιν, ὁ ὁποῖος ἀπέκρουσε τήν διδασκαλία ταύτην, ὡς διδάσκουσα τρεῖς θελήσεις ἐν τῷ Χριστῷ. 'Εξωρίσθη καί οὗτος ἐν Λαζίῳ. ῾Ο Μαρτῖνος καί ὁ Μάξιμος ἀπέθανον ἐν ἐξορίᾳ τό 655 καί 662 ἀντιστοίχως.
῾Ο Αὐτοκράτωρ Κων/πόλεως «Πωγωνᾶτος» τό 668, ἐζήτησε τήν σύγκλησιν ἐκκλησιαστικοῦ συνεδρίου. Ἀντ' αὐτοῦ συνεκροτήθη τό ἔτος 681 ἐν Κων/πόλει ἡ ΣΤ΄ Οἰκ. Σύνοδος, ἡ ὁποία καθήρεσε τόν 'Αντιοχείας Μακάριον, ὡς Μονοθελητήν, ἀνεθεμάτισε τούς ἀποθανόντας Μονοθελητάς ἐπισκόπους.
῾Ως βασις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας ὑπό τῆς Συνόδου, ἐτέθη ἡ Θεολογία τοῦ Μαξίμου τοῦ ῾Ομολογητοῦ. ῾Ο ῎Ορος δέχεται ἐν τῷ Χριστῷ «δύο φυσικάς ἐνεργείας καί δύο φυσικά θελήματα, καί ὑποτασσόμενον τῷ Θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» ῾Ο Αὐτοκράτωρ ὑπέγραψε τόν ῞Ορον καί ἐπεκύρωσε τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου.
῾Η σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἐκ δύο παραγόντων
α) τῆς Θείας Χάριτος καί
β) τῆς ἐλευθέρας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος ῾Ιππῶτος, ἦτο Μανιχαϊστής. 'Εγκατέλειψε τόν Μανιχαϊσμόν καί ἐνίσχυσε τόν Θεῖον παράγοντα, μέχρις ἀποδοχῆς τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ, ἐφ' ὅσον ὅλοι δέν σώζωνται, καί πλήρους ἀνικανότητος τῆς ἐλευθέρας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ἀγαθόν.
'Αντιθέτως ἐν τῇ 'Ανατολῇ ἐτονίζετο ὁ ἀνθρώπινος παράγων, ἡ ἐλευθέρα θέλησις τοῦ ἀνθρὠπου διά τήν σωτηρίαν αὐτοῦ. Μάλιστα ὁ Μοψουεστίας Θεόδωρος, ἐδέχετο καί τόν ἐν Χριστῷ ἄνθρωπον, ἔχοντα ἐλευθέραν θέλησιν. Περί τό 400, ὁ Βρετανός μοναχός «Πελάγιος», ἐγνώριζε τάς διδασκαλίας τοῦ Μοψουεστίας, καί ἐδέχετο, ὅτι τό προπατορικόν ἁμάρτημα περιωρίσθη εἰς αὐτούς καί δέν ἐπέδρασεν ἐπί τῶν ἀπογόνων των, εἰμή ὡς κακόν παράδειγμα. ῾Ο ἄνθρωπος ἔχει τάς πρός σωτηρίαν δυνάμεις, καί ἡ Θεία Χάρις παρέχεται εἰς ὅλους, μή ὑπαρχούσης προπατορικῆς ἁμαρτίας.
Τό βάπτισμα παρέχει ἄφεσιν ἀτομικῶν ἁμαρτιῶν. Δέν ὑπάρχει ἀπόλυτος προο-ρισμός, καί ἡ σωτηρία ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ἐλευθέρας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Μαθητής του ὑπῆρξεν ὁ δικηγόρος «Καιλέστιος» ἐκκεντρικώτερος τοῦ Πελαγίου, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζετο, ὅτι ὁ 'Αδάμ ἦτο θνητός ἐκ φύσεως καί ἠρνῆτο τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν διά τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ. Κατεδικάσθη ὑπό τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος τό 411.
῾Ετέρα Σύνοδος ἐν Λύδ-δᾳ τῆς Παλαιστίνης τό 415, ἠσχολήθη μέ τόν Παλαγιανισμόν καί ἠθώωσε τόν Πελάγιον. Τῇ προσκλήσει ἐπισκόπου τῆς Β. 'Αφρικῆς, ὁ τῆς Δύσεως Αὐτοκράτωρ 'Ονώριος, ἐξέδωσε δύο διατάγματα τό 418 καί 419, διά τῶν ὁποίων κατεδικάζετο ὁ Πελαγιανισμός καί διετάσσετο ἐξορία τῶν δύο ἀρχηγῶν Πελαγίου καί Καιλεστίου καί τῶν ὁπαδῶν αὐτῶν.
῾Η Σχολή τῶν «Μασσαλιανῶν» τῆς ὁποίας προῒστατο ὁ »Κασσιανός» τό 435 ἐμετρίασε τόν Πελαγιανισμόν καί κατέδειξε τήν μεταξύ τοῦ Παλαγιανισμοῦ καί Νεστοριανισμοῦ ὑπάρχουσα συγγένειαν. ῾Η διδασκαλία αὕτη ὠνομάσθη «῾Ημιπελαγιανισμός». ῾Η διδασκαλία αὕτη εὑρίσκετο εἰς τό μέσον τῶν δύο ἀντιθέτων διδασκαλιῶν τοῦ Πελαγίου καί τοῦ Αὐγουστίνου.
'Εδέχετο ἁπλήν ἐξασθένησιν τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων, μετά τήν πτῶσιν τοῦ 'Αδάμ, ἐν τῇ σωτηρίᾳ, πραγματικήν συνεργασίαν ἀνθρωπίνης θελήσεως καί Θείας Χάριτος καί ἄλλοτε μέν κάνει ἀρχήν ἡ Θεία Χάρις ἄλλοτε δέ ἡ ἀνθρωπίνη θέλησις.
Τό ἔτος 529 ἐν 'Αραουσίῳ, συνεκλήθη Σύνοδος ἡ ὁποία ἀπέρριψε τό κακόν προορισμόν καί τόν ῾Ημιπελαγισμόν.
Μέσα τῆς Ζ΄ ἑκατ/ρίδος, ἐν 'Αρμενίᾳ παρουσιάσθησαν οἱ «Παυλικιανοί» οἱ ὁποῖοι προέκυψαν ἐκ τῶν Μαρκιωνιτῶν καί Μασσαλιανῶν.
Οἱ Παυλιανικοί μέ τούς Μαρκιωνίτας, εἶχον κοινόν διαλυσμόν. 'Εδέχοντο δύο Θεούς (ἀγαθόν καί κακόν) καί διέκρινον δημιουργόν τοῦ ἀοράτου καί δημιουργόν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. ῾Ο Διαλυσμός εἶχε τρία ἐπακόλουθα
α) Δοκιτισμόν (φαινομενικήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Χριστοῦ)
β) ἀντιουδαϊσμόν καί
γ) ἀσκητισμόν. Οἱ Παυλιανοί, ὡς Δοκητισταί, ἐδέχοντο ὅτι ὁ ἀγαθός Θεός, ἄγνωστος εἰς τούς ἀνθρώπους, ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτούς ὑπό τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προκύψας ἐκ τῆς Οὐρανίου ῾Ιερουσαλήμ, ὡς Μητρός, εἶχε φαινομενικόν σῶμα. Προσεποιοῦντο ὅτι ἐτίμων τήν Θεοτόκον Μαρίαν τήν ὁποίαν ὠνόμαζον «Χριστοτόκον», καί ἐννόουν ἀντί αὐτῆς τήν ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, εἰς ἥν εἰσῆλθε καί ἐξῆλθεν ὁ Κύριος. ῾Ως ἀντιουδαϊσταί, ἐδέχοντο, ὅτι ὁ κακός Θεός, δημιουργός τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, εἶναι Θεός τῆς Π. Διαθήκης, τήν ὁποίαν ἀπέρριπτον.
'Εκ τῆς Κ. Διαθήκης ἀπέρριπτον ὅσα ἐθεώρουν 'Ιουδαῒζοντα. 'Εδέχοντο τά τέσσαρα (4) Εὐαγγέλια καί δέκα πέντε (15) ἐπιστολάς τοῦ 'Αποστόλου Παύλου. 'Εν ἀντιθέσει πρός τούς Μαρκιωνίτας, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀσκητισμόν, οὗτοι δέν εἶχον διότι ἀπέρριπτον τήν ἀγαμίαν καί τάς νηστείας. Εἶχον ὅμως αὐστηρόν ἠθικόν βίον.
Μέ τούς Μασσαλιανούς, εἶχον κοινόν, ὅτι ἀπέρριπτον τήν ἐξωτερικήν Θείαν λατρείαν, ἱεροτελεστίας, μυστήρια, Θείαν Εὐχαριστίαν καί τό βάπτισμα. ῾Η διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἦτο καί Θεία Εὐχαριστία καί βάπτισμα. 'Απέρριπτον τάς εἰκόνας, ἁγίους καί τά λείψανα αὐτῶν, τήν Θεοτόκον, τούς Ναούς καί τόν μοναχικόν βίον. Οὕτως ἤρχισεν ἡ περίοδος τῆς εἰκονομαχίας.
Τό ἔτος 730 ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Γ΄ ἐξέδωσε διάταγμα κατόπιν ἀποφάσεως τοῦ συμβουλίου τοῦ στέμματος, διά τοῦ ὁποίου διετάσσετο ἡ καταστροφή τῶν εἰκόνων.
Τό ἔτος 754, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Κοπρώνυνος, συνεκάλεσε Σύνοδον ἐν Χαλκηδόνι, ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν προσκύνησιν τῶν εἰκόνων, ὡς Νεστοριανικήν καί Μονοφυσιτικήν αἵρεσιν, καί ἀνεθεμάτισε τούς ἀποθανότας εἰκονοφίλους.
Δέν υἱοθέτησεν ὅμως τάς περί τῶν ῾Αγίων καί τῆς Θεοτόκου αἱρετικάς δοξασίας τοῦ Αὐτοκράτορος. Κυρίως ἐπρόκειτο περί τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ.
Αὕτη, ἤ ἀποσπᾶ καί εἰκονίζει μόνον τήν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ (Νεστοριανισμός), ἤ εἰκονίζει καί συγχέει ἀμφοτέρας (Μονοφυσιτισμός). ῾Η ἀντίδρασις κατά τῆς εἰκονομαχίας, ἐπαρουσιάσθη μεταξύ τῶν μοναχῶν ἐντός τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ἐναντίων τῶν ὁποίων ἐλήφθησαν αὐστηρά μέτρα.
'Αντίδρασις ἐπαρουσιάσθη καί εἰς τήν 'Ανατολήν καί τήν Δύσιν, (Πατριάρχαι ῾Ιεροσολύμων, 'Αντιοχείας, 'Αλεξανδρείας, Ρώμης).῾Ο Ρώμης τό ἔτος 769 ἐν Λατερανῷ, συνεκάλεσε Σύνοδον, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τήν εἰκονομαχικήν Σύνοδον τοῦ 754, καί ἀνεγνώρισε τήν προσκύνησιν τῶν εἰκόνων. Τό ἔτος 787 ἐν Νικαίᾳ, ἡ Αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, συνεκάλεσε τήν Ζ$ Οἰκ. Σύνοδον, ἡ ὁποία κατεδίκασε τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 754, καί ἐθέσπισε τήν τιμητικήν προσκύνησιν τῶν εἰκόνων, διέκρινε δέ αὐτήν τῆς λατρείας καί ἐδέχθη αὐτήν ὡς ἀναφερομένην εἰς τό πρωτότυπον.
῾Η Αὐτοκράτειρα Εἰρήνη καί ὁ υἱός αὐτῆς Κωνσταντῖνος, ὑπέγραψε τόν ῎Ορον τῆς Συνόδου. Τό ἔτος 813, ἀνενεώθη ἡ εἰκονομαχία.
Ἐκτός τῶν αἰτίων πού προεκάλεσεν αὐτήν, προσετέθη καί ἕτερον αἴτιον, τά πολιτικά, τά ὁποῖα ἐπί τῆς εἰκονοφίλου Εἰρήνης, ἔβαινον κακῶς. Οὕτως ἐγεννήθη ἡ ἐλπίς, ὅτι ἡ ἐπάνοδος τῶν εἰκονομάχων, θά ἐβελτίωνε τά πολιτικά πράγματα. Τήν εἰκονομαχίαν τήν ἀνανέωσεν ὁ Λέων ὁ Ε΄ ὁ 'Αρμένης (811), ὁ ὁποῖος διέταξε τήν ἀφαίρεσιν τῶν εἰκόνων. Συνεκλήθη Β΄ Σύνοδος εἰκονομαχική ἐν Κων/πόλει τό 815, ἡ ὁποία ἠκύρωσε τήν Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδον, καί ἐπεκύρωσε τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 754 καί ἀφώρισε τούς διαφωνοῦντας.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέδρασαν. Ἐπικεφαλής ἦτο ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος ἀντέστρεψε τά ἐπιχειρήματα τῶν εἰκονομάχων, ὅτι αἱ εἰκόνες τοῦ Χρστοῦ ἀποτελοῦσι χριστολογικήν αἵρεσιν.
Ἰχυρίσθη ὅτι οἱ εἰκονομάχοι ἀρνοῦνται τήν ἀναγκαίαν ἰδιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως αὐτοῦ καί περιπίπτουσι αὐτοί εἰς χριστολογικήν αἵρεσιν, καί ὅτι ἡ ὑπό τῶν εἰκονομάχων τιμή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς ἱερά ἀντικείμενα, ἀποτελοῦν ἀντίφασιν καί ἀσυνέπειαν.
Τό 820, ὁ νέος Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ὁ Τραυλός, ἠκολούθησε συμβιβαστικήν πολιτικήν. Ἐπέτρεψε τήν κατ' οἶκον προσκύνησιν τῶν εἰκόνων, ἀπελευθέρωσιν τῶν ἐγκαθείρκτων, ἐπάνοδον τῶν ἐξορίστων Ὀρθοδόξων καί τήν λήθην τῶν εἰκονομαχικῶν καί εἰκονοφίλων Συνόδων τῶν 754, 787, 815 καί ἀνοχήν ἀλλήλοις. Τέλος ὑπό ἐνδημούσης Συνόδου ἐν Κων/πόλει ὑπό τῆς Αὐτοκρατείρας Θεοδώρας τό 843, ἐπεκυρώθησαν αἱ ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί διετάχθη ἡ ἀναστήλωσις καί προσκύνησις τῶν εἰκόνων, καί ἐθεσπίσθη ἡ ἑορτή τῆς 'Ορθοδοξίας.
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
________________________________________________
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατῶντας Αἱρέσεις καί σχίσματα - Μον.Πέτρος Γρηγοριάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.