Περιπέτειες στά βάθη τῆς Καμτσάτκας
Μέρος Ζ'
Μέρος Ζ'
Ὁ ἀγωγιάτης προσφέρθηκε θαρραλέα νά προχωρήσει σέ ἀναζήτηση τῶν συνοδοιπόρων μας καί τῶν προμηθειῶν. Ἔπρεπε ὅμως νά σοφιστοῦμε κάτι, γιά νά μή χαθεῖ μέσα στή θύελλα. Στό ἕλκηθρό μας ὑπῆρχε ἕνα λουρί ἀπό δέρμα φώκιας, μήκους δεκαεπτά μέτρων περίπου. Ἔδεσα τήν ἄκρη του στή ζώνη τοῦ ἁγωγιάτη καί τήν ἄλλη στό ἕλκηθρο.
Ὁ νεαρός ἐβένος ρίχτηκε ἄφοβα μέσα στ’ ἀνεμόχιονο, κι ἄρχισε τήν ἀναζήτηση τῶν ἄλλων γύρω ἀπό τό ἕλκηθρό μας, σέ ἀκτίνα ὅση καί τό μῆκος τοῦ λουριοῦ. Μόλις ἔκανε δυό βήματα, τόν ἔχασα ἀπό τά μάτια μου· τόσο πυκνό ἦταν τό χιόνι πού στροβιλιζόταν στόν ἀέρα.
Καθυστέρησε πολύ νά γυρίσει πίσω. Στή σκέψη πώς μπορεῖ κάπου νά πάγωσε, μ’ ἔλουσε κρύος ἱδρώτας.
Στό μεταξύ ἔνιωθα νά χάνω συνέχεια δυνάμεις. Βάλθηκα νά φωνάζω, μά ἡ φωνή μου χανόταν μέσα στό τρελό βουητό τῆς θύελλας. Προσπάθησα νά τραβήξω τό λουρί, ἀλλά δέν μποροῦσα.
Ἡ αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς μέσα σ’ αὐτή τήν ἀπέραντη χιονισμένη ἔρημο καί τό φάσμα τοῦ θανάτου μέ συνεπῆραν.
Ἄρχισα νά ψέλνω τή νεκρώσιμη ἀκολουθία γιά τόν ἑαυτό μου καί τούς συνταξιδιῶτες μου. Κατάλαβα πώς τό τέλος μου πλησίαζε, γιατί μ’ ἔπιασε μιά ἀκατανίκητη ὑπνηλία. Ἤξερα πώς αὐτό εἶναι τό πρῶτο σύμπτωμα τοῦ θανάτου ἀπό πάγωμα.
Ἄρχισα κιόλας νά βλέπω εὐχάριστα ὄνειρα: σκηνές ἀπό τά παιδικά μου χρόνια στό πατρικό σπίτι, τά ἀγαπημένα μου πρόσωπα, τόν ἑαυτό μου κοντά στό τζάκι καί τή μητέρα νά μοῦ προσφέρει διάφορες λιχουδιές.
Ἀγωνιζόμουν ἀπεγνωσμένα νά διώξω τόν ὕπνο. Προσπαθοῦσα νά κινηθῶ καί νά κρατήσω ἀνοιχτά τά μάτια μου. Οἱ νιφάδες μοῦ τρυποῦσαν σάν ἀγκάθια τό πρόσωπο κι ὁ παγωμένος ἀέρας μ’ ἔκαιγε σάν τή φωτιά. Προσευχόμουν συνέχεια, ζητώντας ἔλεος ἀπό τόν Κύριο και ἐκλπαρώντας τή σγυχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μου. Δέν εἶχα πιά ἐλπίδα πώς θά σωθῶ.
Κάποια στιγμή πῆρα εἴδηση πώς ὁ ἀγωγιάτης γύρισε πίσω κι ἔπεσε ἐξαντλημένος δίπλα μου, πάνω στό χιόνι. Ὁ ἀγώνας του εἶχε ἀποβεῖ ἄκαρπος.
Τότε ὅμως συνέβη καί τό ἀπροσδόκητο θαῦμα. Ἡ θύελλα ἄρχισε νά κοπάζει. Ἡ ὁρατότητα ἔγινε σταδιακά καλύτερη. Σέ λίγο ὁ ἄνεμος εἶχε πέσει. Οἱ νιφάδες τοῦ χιονιοῦ ἔπεφταν τώρα μαλακά καί ἤρεμα στό ἔδαφος. Κι αὐτό μέσα σέ ἐλάχιστο χρόνο.
Ἡ ὑπνηλία μ’ ἐγκατέλειψε. Ἡ χαρά μοῦ ἔδωσε φτερά. Ξέχασα καί τήν πείνα καί τό κρύο καί τήν ἐξάντληση.
Μ’ ἕνα βλέμμα τριγύρω διαπίστωσα πώς ὅλοι οἱ τάρανδοι ἦταν νεκροί. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὅμως κανένας ἄνθρωπος. Τά ἕλκηθρα ἦταν σκορπισμένα σέ μεγάλες ἀποστάσεις. Χωρίς ζῶα τώρα, θά ἔπρεπε νά ζευτοῦμε ἐμεῖς καί νά τά σύρουμε.
Σέ λίγο μαζευτήκαμε ὅλοι κι ἀγκαλιαστήκαμε χαρούμενοι. Μά σάν κοιταχτήκαμε τρομάξαμε. Δέν βλέπαμε ἀνθρώπους ζωντανούς, ἀλλά λείψανα μόλις βγαλμένα ἀπό τούς τάφους.
Οἱ καρδιές μας σφίχτηκαν. Δάκρυα συγκινήσεως κύλησαν ἀπό τά μάτια ὅλων, πού πάγωναν πάνω στά μάγουλα καί στίς γοῦνες μας, σχηματίζοντας μικρούς κρυστάλλλους.
Ἀνάψαμε φωτιά γιά νά ζεσταθοῦμε. Ἀπό τό ἕλκηθρο μέ τίς προμήθειες φέραμε τρόφιμα καί θερμαντικά ποτά. Ἔφαγαν καί ἤπιαν καλά ὅλοι, ἐκτός ἀπό μένα. Στό στόμα μου εἶχε δημιουργηθεῖ φλεγμονή πού, παρά τή μαρτυρική πείνα μου, δέν ἐπέτρεπε νά φάω τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό χιόνι.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.178-194
5 Ἰουλίου 2013
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.